ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ


Είναι σίγουρα από τα πιο γνωστά πρόσωπα του παλιού σινεμά. Έπαιξε σε περίπου διακόσιες ταινίες. Συνήθως, όμως, οι σκηνές στις οποίες συμμετείχε δεν ξεπερνούσαν τα δάχτυλα του ενός χεριού. Παρά ταύτα η προσφορά του ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που εισέπραττε το κοινό. Ήταν πίσω από τις κάμερες, πότε ως βοηθός σκηνοθέτη, πότε ως φροντιστής, πότε ως διευθυντής παραγωγής, αλλά και ως τεχνικός σύμβουλος στον κινηματογράφο και την τηλεόραση πάνω σε στρατιωτικά θέματα. Κι αυτό όχι γιατί τον έχουμε ταυτίσει με την εικόνα του αστυνόμου ή του στρατιωτικού, αλλά γιατί η σχέση του με τις στολές και με οτιδήποτε στρατιωτικό ήταν απολύτως βιωματική. Αυτό ήταν το μεράκι του, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω… Αρκεί να αναφέρουμε ότι παιδί ακόμα, στα δεκαεφτάμισι (το 1933) εγκαταλείπει το σχολείο, το σκάει από το σπίτι του και με έγγραφο που κατάφερε να πλαστογραφήσει πηγαίνει εθελοντής στη Λάρισα, στην αεροπορία. Οι δικοί του τον ψάχνουν και πριν προλάβουν να τον βρουν τους στέλνει μήνυμα όπου τους εξηγεί τι έχει γίνει και τους ζητά να μην ενημερώσουν τις αρχές για την πραγματική του ηλικία. Να μη θελήσουν να τον πάρουν από το στράτευμα.
«Για μένα είναι ευτυχία να υπηρετώ στον στρατό», τους μήνυσε.
Αργότερα τιμήθηκε με το μετάλλιο ελληνοϊταλικού πολέμου για τη δράση του στον πόλεμο του ’40. Αλλά ας πάρουμε το νήμα της ζωής του από την αρχή. Κεντρικός αφηγητής μας η κατά δέκα εφτά χρόνια νεότερη σύντροφος της ζωής του, η Δήμητρα Σερεμέτη, επίσης πολύ γνωστή ηθοποιός.
«Ο Κώστας Παπαχρήστος ήτανε άνδρας μου. Γεννήθηκε το 1916 στον Βόλο. Ήταν Θεσσαλός, όπως είμαι κι εγώ, από τον Αμπελώνα Λάρισας. Όμως δεν έχει καμιά σχέση η καταγωγή με τη γνωριμία μας. Το θέατρο έχει. Αν κι αυτό ας το αφήσουμε για αργότερα. Οι γονείς του άνηκαν στην καλή κοινωνία του Βόλου. Ο πατέρας του ήταν γενικός ταμίας στην Τράπεζα της Ελλάδας. Η μητέρα του ήταν μια κοπέλα Βολιώτισσα από πολύ καλή οικογένεια. Οι δικοί της την έστειλαν για σπουδές στην Αίγυπτο, όπως ήταν τότε της μόδας. Σπούδασε λοιπόν εκεί στην Αίγυπτο σε ένα μοναστήρι. Έμαθε γαλλικά, χειροτεχνία, ζωγραφική, πιάνο. Έπαιζε πάρα πολύ ωραίο πιάνο. Ήταν καλλιτεχνική φύση και τολμώ να πω ότι τα παιδιά της γενικά της μοιάσανε. Ήτανε μια γυναίκα με ισχυρή κι έντονη προσωπικότητα, που πολλά πήρε ο Κώστας από εκείνη. O Κώστας είχε δύο αδέλφια. Μεγαλύτερη ήταν η Φρόσω, η αδελφή του, η οποία σπούδασε κι αυτή πιάνο. Τελείωσε το ωδείο στη Θεσσαλονίκη, αλλά δε βγήκε στο επάγγελμα. Παντρεύτηκε με ένα μεγαλοδικηγόρο, κι έκαναν δύο παιδιά. Τα παιδιά τους βρίσκονται εδώ. Η Φρόσω και ο σύζυγός της έχουν αποδημήσει κι αυτοί εις Κύριον… O μικρότερος ήταν ο Νίκος, ο οποίος έκανε σπουδαία καριέρα στο κλασικό τραγούδι στη Λυρική Σκηνή. Αργότερα έκανε καριέρα τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Γρήγορα, ο πατέρας πήρε μετάθεση, και η οικογένεια έφυγε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πρωτοπήγαν τα παιδιά σχολείο, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησε ο Κώστας τα παιδικά του χρόνια. Είχε τις συντροφιές του, τις παρέες του. Θυμόταν με απέραντη νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια... Αν και δεν πρόλαβε να τελειώσει το γυμνάσιο εκεί ο Κώστας. Γιατί έκανε αυτή την ατσαλιά με τον στρατό. Αφού υπηρέτησε τη θητεία του, γύρισε στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την εποχή ο Κώστας ψευτοδούλευε γιατί δεν είχε τελειώσει κανένα πανεπιστήμιο. Ήταν, όμως, άνθρωπος που δε φοβόταν τη δουλειά, πάντα δούλευε. Εκείνη την περίοδο έκανε ό,τι έβρισκε. Είχε δουλέψει σε έναν πολιτικό μηχανικό όπου τον είχανε να επιβλέπει τις οικοδομές. Δούλεψε ακόμα και σταθμάρχης στα λεωφορεία της Θεσσαλονίκης. Το 1940 κηρύχθηκε ο πόλεμος και ξαναπήγε στρατιώτης. Πήγε σχεδόν στο μέτωπο. Το ’41 όταν πια οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα γύρισε στη Θεσσαλονίκη, πήρε τη μητέρα του κι ήρθαν στην Αθήνα, όπου βρισκόταν ήδη πριν από τον πόλεμο ο αδελφός του ο Νίκος».
« Όταν ήρθε ο άνδρας μου στην Αθήνα», συνεχίζει την αφήγησή της η Δήμητρα Σερεμέτη, «σκεφτήκανε με τον Νίκο να πάνε σε μια σχολή για να πάρουν κάποια μαθήματα και να έχουν κάποια επαφή καλύτερη και κάποια γνώση γύρω από το θέατρο. Κι έτσι πήγαν στου Κουν. Τη σχολή τούς τη συνέστησε η Δώρα Στράτου, την οποία είχε γνωρίσει όπως μου έλεγε ο Κώστας. Όμως δεν καθίσανε για πολύ. Ο μεν Νίκος είχε πρόβες, παραστάσεις, οπότε εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να καθίσει, ο Κώστας μετά μυρίων κόπων και βασάνων κάθισε, αλλά μόνο για ένα χρόνο. Είχε ήδη αρχίσει να συχνάζει στα στέκια του θεάτρου και βρήκε δουλειά στο μουσικό θέατρο. Δούλεψε στην Όαση του Ζαππείου. Εκεί πέρα παρουσίαζε το πρόγραμμα. Έκανε αυτή τη δουλειά. Έγραφε στίχους μόνος του. Τα νουμεράκια τα έγραφε μόνος του. Τότε τους λέγανε κονφερασιέ...»
Ο Κώστας Παπαχρήστος γρήγορα καθιερώθηκε στο βαριετέ με αυτή την ιδιότητα και ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς, που έγιναν περιζήτητοι σε αυτό το είδος. Δούλεψε στα Πεύκα, στο Αλκαζάρ του Ορέστη Λάσκου, στο Μοντιάλ, έγραψε τραγούδια και νούμερα επιθεώρησης, όπως «Ασπρογάλαζα μοτίβα», «Τέσσερις στον γύρο» και «Βόλτα στο λιμάνι» γι’ αυτό κι έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Την περίοδο αυτή συνεργάστηκε και με άλλους θιάσους ως κονφερανσιέ και κομπέρ. (Η διαφορά ανάμεσα στον κονφερανσιέ και τον κομπέρ είναι ότι ο πρώτος παρουσιάζει το πρόγραμμα της παράστασης αυτοσχεδιάζοντας, ενώ ο δεύτερος ακολουθώντας πιστά το κείμενο). Παρουσίασε επίσης το πρόγραμμα σε περίπου δέκα τσίρκα. Την περίοδο 1952-53 πρωτοπαίζει στην πρόζα, στο θέατρο Κοτοπούλη, στην κωμωδία των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» με τον νεαρό τότε πρωταγωνιστή Ντίνο Ηλιόπουλο και την επίσης νεαρότατη Άννα Συνοδινού. Το καλοκαίρι του 1954 παίζει και πάλι πρόζα στο θέατρο Παρκ, δίπλα στον Βασίλη Λογοθετίδη. Γύρω στο 1955, μετά την πτώση του βαριετέ εγκαταλείπει οριστικά τα θεάματα του είδους.
«Και το 1957 τον φώναξε ο Κατράκης γιατί ανέβαζε τον “Καραϊσκάκη” και χρειαζότανε πάρα πολύ κόσμο να κάνει τους καπεταναίους. Τον Κώστα τον φώναξε να κάνει τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο. Εκεί πέρα σε αυτή την παράσταση, ως μαθήτρια ακόμη, ήμουνα κι εγώ στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη. Εμάς, όλα τα παιδιά της ηλικίας μου που τον είχαμε δάσκαλο, μάς έπαιρνε επί σειρά ετών στο καλοκαιρινό μέσα στο Πεδίον του Αρεως. Ήρθε ο Παπαχρήστος εκεί, στη διανομή του “Καραϊσκάκη”. Εκεί γνωριστήκαμε. Γίναμε ζευγάρι και φθάσαμε να ζήσουμε μαζί τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια. Περάσαμε ωραίες στιγμές. Περάσαμε και δύσκολες στιγμές. Είχαμε και τις συγκρούσεις μας, ακόμα και στις πιο στενές μας σχέσεις. Πιστεύω, όμως, ότι μέσα από αυτές έβγαινε μια μικρή ισορροπία. Γι’ αυτό άλλωστε και κράτησε και ο γάμος μας, γιατί αλλιώς θα είχε διαλυθεί, επειδή σαν άνθρωπος τόσο στη δουλειά όσο και στη ζωή μας ήταν παρορμητικός. Όμως σε τρία λεπτά τα ξεχνούσε όλα. Γινόταν ήρεμος αρκεί να μην του έφερνες αντίρρηση την ώρα του θυμού του. Ζήσαμε μαζί από ένα επάγγελμα οικονομικά ανασφαλές. Όμως εμείς τα ξεπεράσαμε όλα. Δουλέψαμε κι οι δυο. Τολμώ να πω δημιουργήσαμε πολλά πράγματα μαζί. Ήμουνα το δεξί του χέρι. Όταν τον γνώρισα εγώ το ’57 ήταν ήδη μέσα στον Φίνο, όταν τα γραφεία του ήταν προς τον Σταθμό Λαρίσης. Ο Κώστας, όμως, δούλευε εκεί από τότε που τα γραφεία ήταν στην οδό Στουρνάρη. Αλλά στον κινηματογράφο έκανε τα πρώτα του βήματα ακόμα πιο παλιά, λίγο μετά την Κατοχή. Από τα παλαιότερα έργα τα οποία θυμάμαι πως μου είχε πει ότι είχε κάνει είναι το “Σοφεράκι” του Γιώργου Τζαβέλλα και οι “Τρεις Ντεντέκτιβ”».
Στην πραγματικότητα τον πρώτο του ρόλο έπαιξε στον κινηματογράφο στο «Οχυρό 27» του Μαυρίκιου Νόβακ - ήταν πρωταγωνιστής μαζί με τους Μπίλυ Κωνσταντοπούλου, Γιώργο Αουκάκη, Ανθή Μηλιάδη και Πέτρο Γιαννακό. Κατά σύμπτωση το έργο ήταν πολεμικό. Επρόκειτο για ανθρώπινες ιστορίες γύρω από τη ζωή των μαχητών ενός ελληνικού οχυρού στο Ρούπελ.
«Στον Φίνο», συνεχίζει την αφήγησή της η Δήμητρα Σερεμέτη, «δούλεψε με τον Αλέκο Σακελλάριο, με τον Γιάννη Δαλιανίδη, με τον Ντίνο τον Δημόπουλο. Δούλεψε εν πάση περιπτώσει με όλους τους σκηνοθέτες που ήταν μέσα στον Φίνο. Θα μου πείτε τι δουλειά έκανε; Δεν ήταν μόνο ηθοποιός. Έκανε βασικά τον φροντιστή και διεκπεραίωνε όλες τις φροντιστηριακές ανάγκες της ταινίας. Ήταν τολμώ να πω ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Ήταν πολυτάλαντος και γνώριζε τα πάντα γύρω από το σινεμά. Έτσι, όταν συναντούσαν κάποια δυσκολία, λέγανε:
— Έλα, Παπαχρήστο.
Και πήγαινε ο Παπαχρήστος και καθάριζε για τα πάντα. Ό,τι προέκυπτε. Ήταν άνθρωπος ανήσυχος με πολλά ενδιαφέροντα».
Εδώ να σημειώσουμε ότι ο Κώστας Παπαχρήστος από το 1952 ως το 1975 υπήρξε ενεργό συνδικαλιστικό στέλεχος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο «Θέατρο 68» του Θεόδωρου Κρίτα στο ημερολόγιο εκείνης της χρονιάς και στην ημερομηνία 18 Απριλίου του 1968:
«Στις αρχαιρεσίες του Εθνικού Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών εξελέγησαν: Για το διοικητικό συμβούλιο: Κώστας Παπαχρήστος, Παντελής Ζερβός, Νικήτας Πλατής και Γεωργία Βασιλειάδου εκ των ενεργών και Μαρία Ανδρονίδη και Μιράντα Μυράτ εκ των απομάχων. Για το Συμβούλιο Ταμείο Αλληλοβοήθειας: Περικλής Χριστο- φορίδης, Ααυρέντης Διανέλλος, Νίκος Θηβαίος εκ των ενεργών και Στ. Χιωτάκης και Ελ. Τερζής εκ των απομάχων».
Έναν χρόνο αργότερα, από το «Θέατρο 69» πληροφορούμαστε ότι στις 12 Ιουνίου στο Σωματείο Ηθοποιών ύστερα από προσφυγή στον πρόεδρο πρωτοδικών, διορίζεται νέα διοίκηση γιατί ορισμένα μέλη της παλαιάς συνταξιοδοτήθηκαν. Η νέα διοίκηση συγκροτείται σε σώμα ένα μήνα μετά, με την εξής σύνθεση: Πρόεδρος Ρένα Βλαχοπούλου, αντιπρόεδρος Νικήτας Πλατής, γενικός γραμματέας Κώστας Παπαχρήστος και σύμβουλοι Μάρθα Καραγιάννη και Βασίλης Παπανίκας.
«Ο Κώστας διάβαζε πολύ», συνεχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων της η Δήμητρα Σερεμέτη. «Του άρεσε κυρίως η ιστορία, η ελληνική και η παγκόσμια. Είχε επεκταθεί και στους πολέμους των νεοτέρων χρόνων, πράγμα που του έδωσε την ιδέα να αρχίσει να ασχολείται και με την ενδυματολογία. Ενδυματολογικά ασχολήθηκε πρώτα με τον εαυτό του. Επειδή ήταν ευθυτενής και με μια περίεργη έτσι φυσιογνωμία, αυστηρή, με το μουστάκι του και με το μαύρο μαλλί του κι όλα αυτά, τον κάνανε πάντα αστυνομικό, στρατιωτικό κλπ. 'Ετσι φρόντιζε οι στολές να είναι δικές του. Τις ήθελε να είναι πάντα στα μέτρα του. Δεν μπορούσε να βλέπει, όχι μόνο στον ελληνικό, αλλά και στον ξένο κινηματογράφο κάποιον που φορούσε μια στολή πολύ μεγαλύτερη από εκείνον, να κρέμονται, ας πούμε, τα μπατζάκια. Όλα αυτά του φαινόντουσαν πάρα πολύ άσχημα. Νόμιζε ότι χαλούσαν όλη την ομορφιά του κινηματογραφικού έργου. Γι’ αυτό τα προσωπικά του κοστούμια, τα ρούχα τα στρατιωτικά, τα επιμελούνταν μόνος του. Κι από εκεί άρχισε σιγά σιγά να κάνει το βεστιάριο. Η πρώτη επίσημη ενδυματολογική δουλειά του ήτανε στην ταινία ΠΡΟΔΟΣΙΑ με πρωταγωνιστή τον Πέτρο Φυσούν και την Έλλη Φωτίου, το 1964. Τότε ο Κώστας διέθετε λίγα κοστούμια. Είχε όλο κι όλη μια στολή, η οποία έμπαινε γάντι στον Πέτρο Φυσούν. Δεν είχε, όμως, άλλη στολή ανάλογου βαθμού, η οποία χρειαζόταν για τις ανάγκες της ταινίας, και έτσι έπρεπε να βρουν έναν ηθοποιό στα μέτρα του Φυσούν για να μπορέσει να φορέσει την ίδια στολή και να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Βρήκαν στο ίδιο σουλούπι τον Γιώργο τον Μπάρτη. Κι έτσι εναλλάσσοντας τη στολή και κάνοντας μια μικρή αλλαγή ο Κώστας στις επωμίδες, κατάφερε να εμφανίσει τους δυο ηθοποιούς με δύο διαφορετικές στολές. Στα δε μακρινά πλάνα, όπου έπρεπε να εμφανίζονται πολλοί οπλισμένοι στρατιώτες τούς έβαζε κάτι ξύλα, τα οποία είχε καρφώσει έτσι ώστε να φαίνονται σαν γερμανικά αυτόματα. Και έλεγε στον σκηνοθέτη και στον οπερατέρ:
— Παιδιά, τους εμπρός να παίρνετε, αφήστε τους πίσω.
Ωστόσο είχε βγει μια πολύ ωραία ταινία, πολύ συγκινητική. Είχε μάλιστα πάρει και βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά και στο Φεστιβάλ Μόσχας. Είχε συμμετάσχει και στις Κάννες, χωρίς, όμως, να πάρει βραβείο. Μετά από εκεί ξεκίνησε κι άρχισε να μαζεύει πυρετωδώς υλικό από την Κρήτη, απ’ την Κύπρο, από όπου μπορούσε να βρει. Το έφερνε σπίτι, το δούλευε μόνος του. Και μονάχα όταν χρειαζόταν ραψίματα και τέτοια πήγαινε σε ένα ράφτη εδώ στη γειτονιά, που του έκανε αυτές τις μεταποιήσεις. Δουλεύαμε μαζί. Πολλές φορές γύριζα εγώ βράδυ από το θέατρο κι επειδή πρωί πρωί έπρεπε να παραδώσει ρούχα και άλλα αξεσουάρ για ταινίες μου έλεγε: έλα να τα ετοιμάσουμε. Ξενυχτούσαμε μαζί. Αυτό μας έδεσε περισσότερο στη ζωή. Αυτό μας έδεσε περισσότερο ως ζευγάρι. Ταυτόχρονα συνέχιζε να μελετάει την ιστορία. Διέθετε μνήμη ελέφαντα· με μια ανάγνωση συγκρατούσε τα πάντα. Θυμόταν κάθε σελίδα που αναφερόταν σε περιγραφές στρατιωτικών στολών, παρασήμων κλπ. βαζε σελιδοδείκτες ώστε, όταν του ζητούσαν κάποια στολή να μπορεί να την επεξεργάζεται ανάλογα και να την παραδίδει όσο καλύτερη γινόταν. Κατόρθωσε κι έκανε ένα τεράστιο βεστιάριο μέσα στο σπίτι μας. Είχε μαζέψει αμέτρητα συλλεκτικά κομμάτια, που, αν ήθελε κανείς να τα αποτιμήσει σε χρήματα, έκαναν μια περιουσία και πάλι δε θα έφτανε- ήταν ανεκτίμητα. Να φανταστείτε μια χρονιά ένας Αμερικάνος, δε θυμάμαι το όνομά του, θυμάμαι ότι αυτός είχε επιμεληθεί μια ταινία του Μάρλον Μπράντο και είχε πάρει όσκαρ γι’ αυτό, ήρθε συστημένος για να βρει τον Κώστα ανήμερα στη γιορτή του, του Αγίου Κωνσταντίνου. Ήρθε εδώ, και κατεβάσανε όλα τα κουτιά της υφηλίου στα οποία είχε μέσα τα διάφορα διακριτικά, κοστούμια, καπέλα, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, χώρια τα βιβλία. Αυτός απόρησε:
— Καλά Παπαχρήστο, όλα αυτά τα πράγματα ποιος τα φτιάχνει; Ποιος τα επιμελείται;
— Εγώ και η γυναίκα μου, του λέει.
Ε, έμεινε κυριολεκτικά έκπληκτος ο άνθρωπος. Ο Αμερικάνος ενδιαφέρονταν κυρίως για γερμανικό υλικό, κι ο Κώστας είχε μαζεμένο ένα περιοδικό. Λεγότανε ΣΥΝΘΗΜΑ, και το εξέδιδαν εδώ οι Γερμανοί στην ελληνική και στη γερμανική γλώσσα· Σινιάλ το λέγαμε στα γερμανικά. Το είχε συγκεντρώσει φυλλαράκι φυλλαράκι από το Μοναστηράκι κι είχε δυο κιβώτια τέτοια. Εκείνος ήθελε να τα αγοράσει. Δεν του τα έδωσε όμως. Ο Κώστας ήθελε πάντα όλη τη συλλογή του κάπου να τη χαρίσει και να πιάσει τόπο. Και τελικά όλα αυτά τα αντικείμενα βρεθήκανε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Τα έδωσα εγώ μετά τον θάνατό του. Ελπίζω να ευτυχήσουνε κι εκεί...»
Το νήμα της ζωής του κόπηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1995. Η σύντροφός του στη ζωή και τη δουλειά βάζει τον επίλογο: «Εκείνο το βράδυ μίλησα με την πολύ καλή μας φίλη την Κική τη Σεγδίτσα και μετά πήρα στο τηλέφωνο τον Γιάννη τον Δαλιανίδη», θυμάται η Δήμητρα Σερεμέτη. «Μιλούσαμε περίπου έξι ώρες με τον Γιάννη, σχεδόν όλη τη νύχτα. Στο τέλος με ρώτησε:
— Και τα ρούχα Δήμητρα, τι θα τα κάνεις;
— Θα τα δώσω, του είπα.
— Γιατί ρε Δήμητρα. Γιατί δεν τα κρατάς;
— Το μυαλό ήταν ο Κώστας. Αυτός είχε τη γνώση. Εγώ δεν ξέρω να τα δουλεύω, του απάντησα. Ετσι ήταν ο Κώστας, ήξερε τι στολή έπρεπε να δώσει για την κάθε εποχή. Και δεν είχε μόνο ελληνικές και ευρωπαϊκές στολές. Είχε μέχρι και κινέζικες. Επιθυμία του Κώστα ήταν να τις δώσει αφιλοκερδώς για να στηθεί το πρώτο μουσείο στρατιωτικών στολών στη Θεσσαλονίκη. Επιθυμούσε χωρίς κανένα κέρδος να βοηθήσει στο στήσιμό του. Το μόνο που ήθελε ήταν να υπάρχει επιγραφή στην οποία να ανά- φέρεται: «Δωρεά Κώστα Παπαχρήστου, ηθοποιού - στρατιωτικού ενδυματολόγου»... 
 
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧ. ΠΡΕΚΑΣ
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ
2003


from ανεμουριον https://ift.tt/2UHiGbA
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη