ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ Κ. ΡΟΥΣΣΑΡΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΣΤΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑ ΤΟ 1943» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ ΑΘΗΝΑ 2008
Είμαι η Μαρία Ιωάννου, αδελφή του Γιώργου Μπάτσαρη, ο πατέρας μου Αναστάσιος Μπάτσαρης ήταν φτωχός άνθρωπος, δούλευε εργάτης στα χωράφια του Βλαχούλη, η μάνα μου Αικατερίνη ήταν Κρητικιά.Μέναμε κοντά στην Αγία Άννα, κοντά στο Κάστρο, είμαστε 3 αδέλφια, ο συγχωρεμένος ο Γιώργος ήταν ο μεγαλύτερος, μετά ήμουν εγώ κι όταν έγινε το κακό ήμουν 15 χρονών κι ο μικρός μας ο Νίκος, που τότε ήταν γύρω στα 12 χρόνια.
Είχαν πάει τις προηγούμενες ημέρες πριν γίνει το κακό ο πατέρας μου με το Γιώργο να μαζέψουν ξύλα στο βουνό στον Άγιο Παντελεήμονα πάνω απ’ το Ζαγαρά, γιατί μέσα στη φτώχια μας πουλούσαμε ξύλα για να ζήσουμε, γιατί ο περισσότερος κόσμος είχε τζάκια για θέρμανση.
Είχαν αφήσει κάποιο φόρτωμα κι ο Γιώργος είπε στον πατέρα μου ότι θα πήγαινε μόνος του να το κουβαλήσει.
Όταν γύριζε σε μια ρεματιά βρήκε σκοτωμένο ένα Γερμανό στρατιώτη, ζητάω συγνώμη που θα το πω, αλλά του είχαν κόψει «τα τέτοια του» και του τα είχαν βάλει στο στόμα του.
Ήρθε ο αδελφός μου στο σπίτι φοβισμένος και είπε στους γονείς μου τι είδε, αφού έφαγε, οι γονείς μου τον συμβούλευσαν να φύγει να πάει να κρυφτεί στο βουνό γιατί φοβόντουσαν τα αντίποινα.
Ο αδελφός μου ξεκίνησε να πάει στο βουνό από το πρόκυμα, που λέμε εμείς, αλλά πάνω ήταν Γερμανοί και γύρισε πίσω.
Είχαν βρει το σκοτωμένο Γερμανό στη ρεματιά κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, τον είχαν σκοτώσει ο Λουκάς Δασόπουλος ή Κατσαρός και ο Τάσος ο Τσιροπούλας.
Ο πατέρας μου μάλιστα μετά το κακό είχε απειλήσει το Λουκά το Δασόπουλο ότι θα τον σκότωνε γιατί τον θεωρούσε υπαίτιο που κρεμάσθηκε ο αδελφός μου.
Ο αδελφός γύρισε πίσω, όπως είπα, φοβισμένος και ο πατέρας μου είπε ότι δεν έχουμε κάνει τίποτα και θα μείνουμε κρυμμένοι στο σπίτι.
Ήρθε η περίπολος των Γερμανών και μας μάζεψαν όλους από τη γειτονιά στο εκκλησάκι στον Άγιο Κωνσταντίνο, ήταν μέρα όταν μας συγκέντρωσαν.
Εκεί, αφού έγινε συγκέντρωση, μας απολύσαν εμάς τα γυναικόπαιδα και πήραν τους άντρες και τους πήγαν στην Κρύα στη μάντρα του Υφαντήριου του Πανουργιά.
Εκεί μέσα το βράδυ πήγαν οι Γερμανοί με τους φακούς, ο πατέρας μου έβγαλε μπροστά τον αδελφό μου που ήταν πίσω του γιατί νόμιζε ότι θα τους άφηναν.
Όταν διάλεξαν οι Γερμανοί 10 παλληκάρια τότε ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τους πήραν για κακό.
Το πρωί η μάνα μου έφτιαξε καφέ σ’ ένα μπρίκι και μου είπε να τον πάω να πιει ο πατέρας μου κι ο αδελφός μου ο Γιώργος.
Πήγα στην Κρύα στου Πανουργιά όπου επικοινωνούσαμε από τα σίδερα και βρήκα τον πατέρα μου σε κακά χάλια. Τα μούτρα του ήταν ματωμένα, δεν τον είχαν κτυπήσει οι Γερμανοί, αλλά όταν πήραν το παιδί του οι Γερμανοί κατάλαβε ότι θα γινόταν κακό και μαδιόταν με τα χέρια του και είχε ματώσει το πρόσωπό του.
Ο πατέρας μου μού είπε να πάω στο Καζάζη, που είχε κάνει Δήμαρχος και είχε φιλία με τον πατέρα μου, να τον βρω για να προσπαθήσει ν’αφήσουν οι Γερμανοί τον αδελφό μου.
Ο Καζάζης ήταν παράγοντας της πόλης και είχε τα μέσα.
Πήγα στο μαγαζί του που ήταν στη Μητρόπολη αλλά δεν ήταν εκεί και μου είπαν ότι ο Καζάζης ήταν στην πλατεία στο καφενείο.
Όταν πήγα στην πλατεία τότε είδα τα δέκα άτομα κρεμασμένα.
Τότε είδα τον αδελφό μου να ‘ναι πεσμένος κάτω ενώ οι άλλοι ήταν κρεμασμένοι.
Είδα τον αδελφούλη μου σκοτωμένο κάτω από εκεί που τον είχαν κρεμάσει.
Ο σκοπός μου είπε: «κόπηκε σκοινί - λόγχη» δηλαδή ότι είχε κοπεί το σκοινί και τον είχαν κτυπήσει με τη λόγχη και φυσικά επειδή είχε πεθάνει δεν τον ξανακρέμασαν.
Από τότε ποτέ δεν μπόρεσα να ξαναπάω στην πλατεία, γιατί ταραζόμουνα, μόνο στο μνημόσυνο κατεβαίνω και ανάβω ένα κεράκι.
Τους είχαν κρεμάσει τη νύχτα, εγώ όταν πήγα ήταν πρωί, όταν αντίκρυσα τους κρεμασμένους και τον αδελφούλη μου λιποθύμησα και έπειτα δεν θυμάμαι τι έγινε γιατί με πήγαν στο σπίτι.
Μετά το μεσημέρι προς το απόγευμα οι Γερμανοί τους φόρτωσαν σ’ ένα φορτηγό και τους πήγαν στην Αγία Παρασκευή.
Εκεί δύο κοπέλες από τη γειτονιά μας οι κόρες του Πάγκαλου, η Βούλα που πήρε το Μπρέχα κι η αδελφή της η Νιούλα, βοήθησαν να θαφτούν στον Άγιο Λουκά ο αδελφός μου και τ’ άλλα παλληκάρια που ήταν από τη γειτονιά μας, σε φέρετρα που έφερε η Δημαρχία.
Φυσικά η οικογένειά μας δεν πήγε στην κηδεία γιατί απαγορευόταν, η μάνα μου πήγε στο νεκροταφείο μαζί με τον πατέρα μου μετά από 3-4 μέρες και έφτιαξαν ένα σταυρό.
Την κηδεία την έκανε ο παπα-Βασίλης ο Πανουργιάς.
Μετά δεν έφθανε που χάσαμε τον αδελφό μας, ήθελαν οι Γερμανοί να μας κάψουν τα σπίτια μας γιατί δήθεν ήταν ένοχοι οι δέκα που κρεμάσανε για τον Γερμανό τον σκοτωμένο.
Η καημένη η μάνα μου μετά από δέκα χρόνια πέθανε από τον καημό της γιατί χάθηκε μ’ αυτό τον τρόπο ο Γιώργος μας.
from anemourion https://ift.tt/3xerSoE
via IFTTT