
Πώς μπορεί να αποτύχει ένα φάρμακο; Ποιος το ελέγχει; Τι ρόλο μπορεί να παίξει ένας απλός ασθενής στη διασφάλιση της δημόσιας υγείας; Ελληνίδα επιστήμονας εξηγεί στο Dnews.
Πριν λίγους μήνες εγκρίθηκε μια νέα θεραπεία για την πνευμονική αρτηριακή υπέρταση, δίνοντας ελπίδα στους ασθενείς που πάσχουν από τη συγκεκριμένη νόσο. Μάλιστα, η θεραπεία παρουσιάστηκε ως 'επαναστατική' δημιουργώντας μη ρεαλιστικές προσδοκίες στους ασθενείς.
Καρδιολόγος στο Ωνασείο που εξειδικεύεται στην πάθηση, μιλώντας στο Dnews φάνηκε επιφυλακτικός, καθώς η έγκριση δεν εγγυάται πάντα μακροπρόθεσμη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα, παρότι όταν ένα νέο φάρμακο λαμβάνει έγκριση για κυκλοφορία στην αγορά, η ιατρική κοινότητα και οι ασθενείς αισθάνονται μια σχετική εμπιστοσύνη.
«Όταν ένα νέο φάρμακο φτάνει στην αγορά, συχνά οι τίτλοι των ΜΜΕ μιλούν για "επανάσταση", "ελπίδα" ή για μια "νέα εποχή". Η κοινή γνώμη, και πολλές φορές, και η ιατρική κοινότητα, ελπίζουν ότι πρόκειται για ένα θαυματουργό μέσο που θα αλλάξει τα δεδομένα. Όμως η ιστορία δείχνει πως, δυστυχώς, δεν είναι όλα τα φάρμακα τόσο ακίνδυνα όσο φαίνονται στην αρχή», σχολιάζει στο Dnews η Καθηγήτρια Βιολογίας - Γενετικής - Νανοϊατρικής, στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και Εθνική Εκπρόσωπος στην Επιτροπή Προηγμένων Θεραπειών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, Μαρία Γαζούλη.
Αλήθεια, πόσο ασφαλή είναι πραγματικά τα εγκεκριμένα φάρμακα;
Η έγκριση ταυτίζεται με την ασφάλεια;
Η έγκριση ενός φαρμακευτικού προϊόντος από ρυθμιστικούς φορείς, όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), βασίζεται σε στοιχεία εκτεταμένης έρευνας, κλινικών δοκιμών και κανονιστικού ελέγχου.
«Τα φάρμακα που εγκρίνονται από αυτούς τους ρυθμιστικούς φορείς θεωρούνται στη συνέχεια ασφαλή για κλινική χρήση. Ωστόσο είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι προ-εγκριτικές μελέτες έχουν περιορισμούς, καθώς στηρίζονται σε κλινικές μελέτες που περιλαμβάνουν σχετικά μικρά δείγματα και που "τρέχουν" για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Μετά την έγκριση, η χρήση του φαρμάκου από έναν ευρύτερο και πιο ετερογενή πληθυσμό με διαφορετικές συννοσηρότητες και πολυφαρμακία, μπορεί να επιφέρει σπάνιες αλλά σοβαρές παρενέργειες», αναφέρει η κα. Γαζούλη.
Η περίπτωση του μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους Vioxx (ροφεκοξίμπη), το οποίο αποσύρθηκε από την παρασκευάστρια εταιρεία Merck γιατί προκαλούσε καρδιαγγειακές διαταραχές, αλλά και το Rezulin (τρογλιταζόνη), ένα αντιδιαβητικό φάρμακο που αποσύρθηκε γιατί προκαλούσε σοβαρή ηπατοτοξικότητα υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα της συνεχούς φαρμακοεπαγρύπνησης. Στη δεύτερη περίπτωση, οι αρχικές κλινικές δοκιμές δεν κατέγραψαν πλήρως τον κίνδυνο, αλλά τα δεδομένα μετά την κυκλοφορία του στην αγορά κατέδειξαν σημαντική αύξηση περιστατικών ηπατικής ανεπάρκειας που σχετίζονταν με τη χρήση του. Ομοίως το Zelnorm (τεγκασερόδη) αποσύρθηκε από την αγορά για τον ίδιο λόγο που αποσύρθηκε το Vioxx, αλλά αργότερα επανήλθε στην κυκλοφορία με περιορισμούς στη χρήση του.
«Οι περιπτώσεις των Vioxx και Rezulin υποδεικνύουν ότι ακόμη και εγκεκριμένα φάρμακα μπορεί να αποτύχουν μετά την έγκρισή τους. Σε τέτοιες συνθήκες οι ρυθμιστικές αρχές (FDA, EMA) αντιδρούν με προειδοποιήσεις "μαύρου κουτιού" (για σοβαρούς κινδύνους), με περιορισμούς στη χρήση (π.χ. για ευάλωτους πληθυσμούς) ή και με πλήρη απόσυρση (αν οι κίνδυνοι υπερβαίνουν τα οφέλη)», σημειώνει η κα. Γαζούλη, προσθέτοντας πως η παρακολούθηση ενός φαρμάκου μετά την είσοδό του στην αγορά, γνωστή και ως παρακολούθηση Φάσης IV, διασφαλίζει τη συνεχή αξιολόγηση του προφίλ ασφαλείας του αφού αυτό φτάσει σε ένα ευρύτερο πληθυσμό ασθενών.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια, τα συστήματα φαρμακοεπαγρύπνησης, όπως το Σύστημα Αναφοράς Ανεπιθύμητων Παρενεργειών (FAERS) και αντίστοιχα το Σύστημα Αναφοράς Ανεπιθύμητων Παρενεργειών Εμβολίων (VAERS) που έχουν θεσπιστεί από τον FDA και το EudraVigilance του ΕΜΑ, συλλέγουν διαρκώς δεδομένα ασφάλειας. Το EudraVigilance είναι το ευρωπαϊκό δίκτυο διαχείρισης και επεξεργασίας δεδομένων για την αναφορά και αξιολόγηση ύποπτων παρενεργειών σε φάρμακα ή συσκευές που έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας ή που μελετώνται σε κλινικές δοκιμές στην Ευρώπη. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) λειτουργεί το σύστημα για λογαριασμό του ρυθμιστικού δικτύου φαρμάκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Επιπλέον, τεχνολογικές καινοτομίες (wearables, τεχνητή νοημοσύνη) βοηθούν στον ταχύτερο εντοπισμό κινδύνων. Για παράδειγμα, με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης αναλύονται δεδομένα από ηλεκτρονικά ιατρικά αρχεία για να αναγνωριστούν ασυνήθιστες αντιδράσεις», προσθέτει η κα. Γαζούλη.
Η Στρατηγική Αξιολόγησης και Μετριασμού Κινδύνου (Risk Evaluation & Mitigation Strategy, REMS) είναι ένα άλλο κρίσιμο πλαίσιο για τη διαχείριση γνωστών ή πιθανών άγνωστων κινδύνων που σχετίζονται με φάρμακα υψηλού ρίσκου. Στα παραπάνω προστίθεται και η παγκόσμια συνεργασία μεταξύ των ρυθμιστικών οργανισμών που ενισχύει την εποπτεία μετά τη διάθεση τους στην αγορά. Πρωτοβουλίες όπως το Διεθνές Συμβούλιο για την εναρμόνιση τεχνικών απαιτήσεων για την καταχώριση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση (ICH), που φέρνει σε επαφή τις ρυθμιστικές αρχές με τη φαρμακοβιομηχανία, και ο Παναμερικανικός Οργανισμός Υγείας (PAHO) στοχεύουν στην τυποποίηση της συλλογής και της αναφοράς δεδομένων ασφαλείας σε όλες τις χώρες.
Οι ρυθμιστικές αρχές ενθαρρύνουν επίσης τη διεξαγωγή περαιτέρω μελετών μετά την κυκλοφορία ενός φαρμάκου για να αξιολογηθεί η μακροπρόθεσμη ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα. Αυτές οι μελέτες ενδέχεται να επιβληθούν ως προϋπόθεση για την έγκριση φαρμάκων, η χρήση των οποίων εμπεριέχει πιθανούς κινδύνους.
Δεν αποσύρονται όλα τα επικίνδυνα φάρμακα
«Δεν αποσύρονται όλα τα «επικίνδυνα» φάρμακα. Κάποια παραμένουν στην αγορά με σημαντικές προειδοποιήσεις και περιορισμούς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα αντιβιοτικά φθοριοκινολόνης, τα οποία συνδέθηκαν με σοβαρές παρενέργειες στο νευρικό ή μυϊκό σύστημα, όπως ρήξη τένοντα ή ψυχιατρικές επιδράσεις, και σήμερα κυκλοφορούν συνοδευόμενα από αυστηρές επισημάνσεις για τους κινδύνους», αναφέρει η Ελληνίδα επιστήμονας.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν επίσης την ευθύνη να διεξάγουν μελέτες μετά τη διάθεση στην αγορά ενός φαρμάκου και να δημοσιοποιούν καινούργια δεδομένα ασφάλειας με απόλυτη διαφάνεια, πράγμα ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού.
«Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν νομική υποχρέωση να παρακολουθούν την ασφάλεια των φαρμάκων και να δημοσιεύουν νέα δεδομένα, αλλά και οι ασθενείς μπορούν να αναφέρουν οι ίδιοι τυχόν παρενέργειες μέσα από ειδικές πλατφόρμες. Και αυτό έχει σημασία», λέει η κα. Γαζούλη.
Σύμφωνα με την ίδια, οι εξελίξεις στα αποδεικτικά στοιχεία από πραγματικό περιβάλλον (Real-World Evidence, RWE) και στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) μετασχηματίζουν την επιτήρηση της ασφάλειας των φαρμάκων μετά την κυκλοφορία τους στην αγορά. Οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης μπορούν να αναλύσουν τεράστια σύνολα δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και να ανιχνεύσουν σήματα ασφάλειας που ενδέχεται να μην είναι εμφανή μέσω των συμβατικών μεθόδων αναφοράς. Επιπλέον, η προγνωστική μοντελοποίηση μπορεί να αξιολογήσει πιθανές αλληλεπιδράσεις φαρμάκων και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους προτού αυτές εξελιχθούν σε εκτεταμένες ανησυχίες για τη δημόσια υγεία.
Καθώς ο τομέας της φαρμακοεπαγρύπνησης εξελίσσεται, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη και όχι στην αντίδραση εκ των υστέρων. Αναπτύσσονται εργαλεία προληπτικής αξιολόγησης κινδύνου βάσει γενετικού προφίλ και ασφάλειας βάσει βιοδεικτών για να προβλεφθεί ποιοι πληθυσμοί ασθενών είναι πιο ευάλωτοι σε παρενέργειες. Αυτή η εξατομικευμένη παρακολούθηση της ασφάλειας των φαρμάκων μπορεί να προλάβει μεγάλης κλίμακας αποτυχίες τους και να διασφαλίσει καλύτερα αποτελέσματα για τους ασθενείς στο μέλλον.
«Η επιστήμη προχωρά συνεχώς προς την πρόληψη. Στο μέλλον, ορισμένα φάρμακα θα συνταγογραφούνται ανάλογα με το γενετικό προφίλ του ασθενούς, ενώ οι αλγόριθμοι θα προβλέπουν ποιος κινδυνεύει και από ποια παρενέργεια. Και αυτό μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Η έγκριση ενός φαρμάκου είναι η αφετηρία. Η πραγματική ασφάλεια ελέγχεται στην πράξη, μέσω συνεχούς εποπτείας και εφαρμογής προσαρμοστικών μέτρων. Ο ρόλος των γιατρών, των ασθενών (μέσω αναφορών) και των ρυθμιστικών φορέων παραμένει κρίσιμος για την πρόληψη μελλοντικών αποτυχιών», εκτιμά η κα. Γαζούλη.
from Όλες Οι Ειδήσεις - Dnews https://ift.tt/eQmOWX6
via IFTTT