
Σε στιγμές κρίσης, όταν η ασυδοσία των δεσποτών αμφισβητείται, ο «γάμος» της εξουσίας του χρήματος με τη λαϊκή κυριαρχία τρίζει.
Στις «Ευμενίδες», το τελευταίο από τα τρία έργα της «Ορέστειας» του Αισχύλου, οι Ερινύες κυνηγούν τον Ορέστη για το φόνο της Κλυταιμνήστρας, της μάνας του, και του Αίγισθου. Τον κυνηγούν μέχρι και την Αθήνα, όπου ζητά την προστασία της Αθηνάς.
Η Αθηνά ξέρει πως ο Ορέστης είναι προστατευόμενος του Απόλλωνα. Όμως το έγκλημά του είναι βαρύ –διπλή δολοφονία, και μάλιστα μητροκτονία– και ο λαός έχει ξεσηκωθεί: το κουκούλωμα δεν θάναι εύκολη υπόθεση.
Η λύση δεν μπορεί να δοθεί «από τα πάνω», από θεϊκό χέρι. Ούτε όμως και «από τα κάτω», από το λαό: αυτή η ιδέα της «μεσότητας» –ούτε δεσποτισμός, ούτε αναρχία– είναι κεντρική στη συγκρότηση του Άρειου Πάγου ως πολιτικό δικαστήριο, και κατ' επέκταση στη δημοκρατία που βρίσκεται στα σπάργανα.
Την πρακτική εφαρμογή αυτής της ιδέας της «μεσότητας» την εξηγεί η Αθηνά, δίνοντας το σήμα για τη σύσταση του δικαστηρίου:
«Ακούτε τώρα το τί ορίζω εδώ, Αθηναίοι:
Πρώτη φορά σήμερα εσείς κρίνετε δίκη
για αίμα χυμένο· μα το Βουλευτήριο τούτο
των δικαστών θα μείνει πια στο εξής για πάντα
στου Αιγέα τη χώρα. Πάνω στου Άρη αυτό το βράχο,
που οι Αμαζόνες είχαν στήσει τις σκηνές των,
όταν από έχτρα του Θησέα κίνησαν κι ήρθαν
για πόλεμο και πύργωσαν στο κάστρο ενάντια
καινούργιο κάστρο, τον ψηλόπυργο αυτόν τότε,
και κάμανε θυσίες στον Άρη, κι έτσι ως τώρα
κρατάει κι ο βράχος τ᾽ όνομά του, Άρειος πάγος,
— σ᾽ αυτόν επάνω ο Σεβασμός κι ο αδερφός Φόβος
θα συγκρατούνε το λαό μέρα και νύχτα
να μη αδικούν· φτάνει να μην παραμορφώνουν
με νέες τους νόμους αλλαγές οι ίδιοι οι πολίτες·
όταν μολύνεις καθαρό νερό με λάσπες
και βρωμερ᾽ αποχύματα, να πιεις δε θα ᾽χεις.
Ούτε δεσποτισμό μα ούτε αναρχία να στρέγει [...]»
Όπως είναι εμφανές, η αποκήρυξη των δύο «άκρων» δεν είναι πραγματική. Ως προς τη διαδικασία, πράγματι, αυτοί που διαβουλεύονται είναι οι εκπρόσωποι του λαού. Αλλά το κρίσιμο είναι οι αποφάσεις του βουλευτηρίου να συγκρατούν το λαό: να μη «μολύνουνε» τη θεϊκή βούληση με «λάσπες».
Εγγύηση πως ο λαός δεν θα το παρακάνει –ότι θα χρησιμοποιήσει με σύνεση την εξουσία του, ότι θα σεβαστεί το όριο και δεν θα τολμήσει να συγκρουστεί με τη βούληση του θεού–, δεν υπάρχει: δημοκρατία σημαίνει διακινδύνευση. Όμως, στη δημοκρατική διακινδύνευση που θεσπίζει η θεά Αθηνά, δεν είναι όλα στον αέρα: το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι διακύβευμα. Η Αθηνά, γόνος και κληρονόμος του Δία (κρατά, μας λέει ο Αισχύλος, τα κλειδιά του Κεραυνού: της θεοκρατικής βίας) ξεκαθαρίζει ότι στην πόλη «της» τον τελευταίο λόγο τον έχει εκείνη:
«Τις συμβουλές εμάκρυνα που είχα να δώσω
για το μέλλον στη πόλη μου· μα καιρός τώρα
να σηκώνεστ᾽ εσείς να ρίξετε στις κάλπες
την ψήφο σας και ξεδιαλύνετε την κρίση
μ᾽ όλο το σέβας του όρκου σας. Είπα ό,τι είχα.
[...] Σε μένα πέφτει το στερνό να πω το λόγο·
την ψήφο μου θα δώσω εγώ για τον Ορέστη,
γιατί δε μ᾽ έχει εμένα μάνα γεννημένη
και προτιμώ μ᾽ όλη μου την καρδιά τον άντρα,
σ᾽ όλα έξω από το γάμο· κι έτσι του πατέρα
το μέρος παίρνω κι ένα τίποτα λογιάζω
μιανής γυναίκας θάνατο, που έχει σκοτώσει
τον άντρα της τον κυβερνήτη τω σπιτιώ της·
λοιπόν κι αν ίσ᾽ οι ψήφοι βγουν, νικά ο Ορέστης».
Η παρωδία κοινοβουλευτικής διαδικασίας με την οποία απαλλάχθηκαν οι Βορίδης και Αυγενάκης για ένα έγκλημα «λευκού κολάρου» όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ, η χωρίς προσχήματα χειραγώγηση της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία, η τοποθέτησή των κυβερνώντων πάνω από το νόμο με πρωτοφανή τερτίπια –αυτή η ιδιοκτησιακή, εντέλει, αντίληψη για την εξουσία ως κληρονομικό δικαίωμα της «παράταξης»–, δίνουν στο κείμενο του Αισχύλου μια θλιβερή επικαιρότητα. Δεν είναι τυχαίος ο ξεσηκωμός των θεατών στο τέλος της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος: οι αναγωγές στα δικά μας, εγχώρια και διεθνή, είναι προφανείς.
Σε στιγμές κρίσης, όταν η ασυδοσία των δεσποτών αμφισβητείται, ο «γάμος» της εξουσίας του χρήματος με τη λαϊκή κυριαρχία τρίζει. Από το να επικρατήσει η «αναρχία», δεν είναι καλύτερο να συνεχίσουν ασύδοτοι αυτοί που νομίζουν τους εαυτούς τους θεούς;
[Το κείμενο των Ευμενίδων σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη (στίχοι 470-710) είναι εδώ. Για όσο μπορώ να πω, ο ενθουσιασμός κριτικών και κοινού για ττην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Θ. Τερζόπουλος ήταν παραπάνω από δικαιολογημένος]
from Όλες Οι Ειδήσεις - Dnews https://ift.tt/7vAMtof
via IFTTT