Η Άλος, μια από τις λιγότερο γνωστές αλλά στρατηγικά καθοριστικές πόλεις της αρχαίας Θεσσαλίας, ήταν χτισμένη στις βορειοανατολικές υπώρειες του επιβλητικού Όθρυος, στα όρια της εύφορης πεδιάδας του Αλμυρού, μόλις 100 μέτρα από τη θάλασσα. Η γεωγραφική της θέση της έδινε τεράστια σημασία, καθώς επέτρεπε τον έλεγχο του στενού διαδρόμου που ένωνε τον Παγασητικό με τον Μαλιακό κόλπο — και κατ’ επέκταση το βόρειο με το νότιο τμήμα της Ελλάδας.
Η Άλος δεν είναι άγνωστη στη μεγάλη ποίηση του ελληνικού έπους. Αναφέρεται στον Κατάλογο Νεών της Ιλιάδας (Β 682), αποδεικνύοντας ότι η παρουσία της στον μυκηναϊκό κόσμο ήταν όχι μόνο υπαρκτή αλλά και αναγνωρισμένη. Στον Ηρόδοτο (7, 173), η Άλος καταγράφεται ως σημαντικό λιμάνι κατά τους Περσικούς Πολέμους, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των στόλων που κινούνταν στις δυτικές παρυφές του ελλαδικού κορμού.
Ωστόσο, η μοίρα της πόλης γνώρισε ριζικές ανατροπές. Το 346 π.Χ., ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας κατέστρεψε την Άλο, ενταγμένη στο σχέδιο εδραίωσης της μακεδονικής κυριαρχίας στον νότο. Δεν έμελλε όμως να σβήσει οριστικά. Κατά την πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, περίπου το 302 π.Χ., η πόλη επανιδρύθηκε πιθανότατα ως εμπορικό λιμάνι (επίνειο) της Αχαΐας Φθιώτιδας, συμμετέχοντας ξανά ενεργά στη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών.
Δυστυχώς, η αναγέννησή της δεν διήρκεσε πολύ. Ένας καταστροφικός σεισμός γύρω στο 265 π.Χ. φαίνεται πως έθεσε τέλος στην παρουσία της αρχαίας Άλου στην ιστορική σκηνή, προσθέτοντας το όνομά της στη μακρά λίστα των ελληνικών πόλεων που χάθηκαν μέσα από τη γη, αλλά όχι από τη μνήμη.
Σήμερα, η αρχαιολογική της παρουσία και η σημασία της στον διαχρονικό χάρτη της κεντρικής Ελλάδας μάς υπενθυμίζουν πως η ιστορία δεν γράφεται μόνο από τις μεγάλες πόλεις, αλλά και από τα στρατηγικά περάσματα, τις λιγοστές γραμμές των εθνικών ποιημάτων και τις αναμνήσεις της γης που κάποτε φιλοξένησε λαούς και μάχες.
