«ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ Ο…ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ…!» ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ Κ. ΜΩΚΟΥ


     Γιατί ρε οι άλλοι να…έχουν και όχι κι’εγώ; Παιδί και ατίθασος,ευπιστος και  ζωηρός,ζήλευε τους άλλους που είχαν μηχανές και έκαναν …κόντρες, έφαγε το παραμύθι από κάποιον…θείο (ο Περαίας είναι γεμάτος …θείους!) μπήκε στο …λούκι και άρχισε να…πασσάρει από …χορταρικό…μαντολάτο
και…τσικουλάτο!,μέχρι…σνιφάκια σε παρέες.

              Και πήρε το…φτυάρι του νερό!, αγόρασε μηχανή Honda εξακοσάρα παρακαλώ!, μοστράριζε μαρσάροντας,ντύνονταν στου Λοσάντα με Gant  και Marlboro, φόρτωνε και μια γκομενίτσα από Κερατσίνι μεριά, μέχρι που κάποιο… συνεταιράκι του στην πιάτσα…σάλιασε …βρώμισε και τον…εδωσε!.

      Βάρεσαν τα…σύρματα, του την έστησαν κάποια μέρα οι μπάτσοι ανάμεσα Καράμπαμπα και Άγιο Διονύση, τον…έψαξαν,του βρήκαν πάνω του το…εμπόρευμα, τον…έδεσαν και…ελάτε να μας πείτε, να  μας…ξηγήσετε τι είναι αυτά, πώς,από πού, πόσα  και…τα υπόλοιπα!.

      Και βγήκαν τα…μαντάτα, τον…κύκλωσαν με-μολύβι…κατακκόκινο! –«έμπορος ναρκωτικών»- οι αρχές…(νά’χαμε τι να’χαμε …δυό τελλάρα μπάμιες και δυο κρεμμύδια….σουβλερά!) και…βραχιολάτος, γραμμή για το…άσυλο!       
           
        Ντελικάτος, σχεδόν αμούστακος, πιτσιρικάς, ίσα  με δεκαεφτάρης…εισήλθε στο…ευαγές ίδρυμα του αναμορφωτήριου ο Αντωνάκης ο Σβίγκος ,έλαβε το… πτυχίον του και…απεφοίτησεν 25άρης, υπηρετήσας… ευδοκίμως τας διαδικασίας σωφρονισμού επί έτη οκτώ. Τον κτύπησε στον ώμο ο διευθυντής του ευχήθηκε «Καλή κοινωνία», «άντε και ν’αλλάξεις ρότα, να γίνεις καλός  άνθρωπος, χρήσιμος στην κοινωνία!».

       Και κατέβηκε στο Πέραμα, τό’μαθε η γειτονιά. Οι γειτόνισσες κρυφοκοίταζαν πίσω απ’τα κλειστά παράθυρα (πάντα έτσι κάνουν οι γειτόνισες! και δεν κοιτάνε την…καμπούρα, τις δικές τους τις …πομπές!) και άρχισαν τα σχόλια:

-Καλέ ο Αντώνης…βγήκε!. Τον είδα με τα μάτια μου, ολόιδιος σας λέω!. Τι ήθελε να μπλέξει, μ’εκείνα τα…παλιοπράγματα,τα…παλιόχορτα;!.-

    Είπαν κι’άλλα –τα γνωστά -βρήκαν και τη μάνα του.

 –Καλέ Κυρά Σωτηρία, μπράβο, βγήκε ο γιος σου, καλώς τον δέχτηκες!.

     Είπε η μάνα του μέσα της:

-Βρε δεν πάτε στο διάολο παλιογαλιάντρες!. Όσο ήταν μέσα, παλιάνθρωπο τον ανεβάζατε, παλιάνθρωπο τον κατεβάζατε.

      Μαζεύτηκαν στο σπίτι, είπε ο πατέρας του:

 -Μάγκα,με ξεφτίλισες!. Είπε και  η οικογένεια «ό,τι έγινε, έγινε»-το αίμα νερό δεν γίνεται-και όλα πήραν τον δρόμο τους.

      Έψαχνε για δουλειά ο Αντώνης, δούλευε εδώ κι’εκεί κάνα δυό ημέρες την εβδομάδα,μέχρι που τα αφεντικά μάθαιναν γι΄αυτόν τα …πίσω καθέκαστα (μικρός ο κόσμος!) και …χαίρετε!. Πάλι…αδειος, τέρτσος και στο …περίμενε! ο δικός σου.

       Τού’ριχνε κανα’δυό τάλληρα την ημέρα η μάνα του για τα τσιγάρα, αλλά δεν έφθαναν για τα…υπόλοιπα!

     Και πήρε τους δρόμους, κατέβηκε στο Ξαβέρι μπας και βρει κανένα παλιόφιλο, καμιά δουλειά, έτσι για να βγει στο…ξέφωτο,να πάρει…ανάσα.

    Και…αλώνιζε τα καφενεία και τα στέκια, από Μπαρουτάδικο μέχρι Αγιά-Σοφιά, μέχρι Ταμπούρια και Μανιάτικα, αλλά από δουλειά…περάστε αύριο!.

    Δούλεψε κάνα μήνα φορτοεκφορτωτής (κάτι τσουβάλια κατοστάρια της…ρίγας με αλεύρι, να σου βγαίνει η ψυχή!), τα λεφτά λίγα, φλόμωσε  από την αλευρόσκονη  και την κούραση, είπε, «αυτή δεν είναι δουλειά για μένα»  και τα παράτησε.

     Μεσημέρι, έπινε τα ούζα του στου Τσαγγουρή, εκειδά, ανάμεσα Γιαχνί Σοκάκι και Τρούμπα, όταν άκουσε πίσω του φωνές:

-Ρε σύ ο Αντώνης. Πού είσαι ρε μάγκα; Πού χάθηκες; Χρόνια και ζαμάνια!.

        Όπου, γυρίζει και βλέπει δυο γειτονάκια του, τον Γιώργη και τον Φίλιππα.

-Ρε σεις, πού είστε ρε βλάμηδες;Τι κάνετε;Τα δικά μου τα ξέρετε, Έμπλεξα και… έφαγα την…τουλούμπα, την πάτησα. Έπεσα και σ’ένα δικαστή μυστήριο με κάτι…πατομπούκαλα και …άστα να πάνε. Κόλαση!.

-Δεν σε φοβόμαστε ρε Αντώνη εσένα. Άλλωστε είσαι και…επιτήδειος. Η πιάτσα έχει να το λέει!. Δεν σου τό δωσε το …βαφτιστικό τζάμπα!

        Ήπιαν τα ούζα τους, θυμήθηκαν τα παιδικά, τα παλιά της…αλάνας και ρώτησε ο Φίλιππας:
-Και τι γίνεται ρε Αντώνη, πώς πας, τι κάνεις τώρα, πως τη βγάζεις;

-Αδερφέ πλάκα μου κάνεις, με δουλεύεις; Τίποτα. Όταν λέω τίποτα, τίποτα. Η κοινωνία είναι…πουτάνα. Είμαι και …κοκκινισμένος!. Εσείς τι κάνετε; Από δουλειά ;

-Ποια δουλειά ρε φίλε; Κάτι κοψοδουλιές του ποδαριού και έτερον ουδέν.Αλλά κάτι σκεφτόμαστε.
-Και τι σκεφτόσαστε ρε μόρτες;

-Άκου ν’ακούσεις, δώσε βάση και έχε προσοχή. Που υπάρχει το χρήμα ρε;

-Πού υπάρχει;

-Από πού το παίρνει ο κόσμος ρε;

-Από πού; Από τις τράπεζες.

-Μπράβο ρε φίλε, μέσα είσαι, από τα ΑΤΜ στις τράπεζες το παίρνει.

-Και λοιπόν;

-Τι και λοιπόν; Πάει κάποιος με την κάρτα στο ΑΤΜ, βάζει την κάρτα του, βαράει το pin  και το ποσόν και περιμένει να πάρει  τα λεφτά. Την ώρα  που κτυπάει  το pin στέκεσαι πίσω του και το …διαβάζεις.Περιμένεις, βγαίνουν  τα λεφτά  από το  μηχάνημα του  πετάμε  ένα χαρτονόμισμα  κάτω, σκύβει  να το πάρει νομίζοντας ότι έπεσε από τα λεφτά του και την ώρα που σκύβει του παίρνουμε την κάρτα του και στην σχισμή του βάζουμε μια άλλη άσχετη. Το άτομο αφού πήρε τα χρήματα, ασυναίσθητα  παίρνει  και την κάρτα από τη σχισμή χωρίς να έχει  αντιληφθεί ότι του την έχουμε αλλάξει, νομίζοντας ότι είναι η δική του.Φεύγει,πάει στο καλό και… τέλος!..

-Δηλαδή;

-Τι δηλαδή βρε νούμερο; Έχουμε στα χέρια μας την κάρτα του, ξέρουμε και το pin του και όποτε γουστάρουμε ύστερα από λίγο…τραβάμε με την κάρτα του το υπόλοιπο χρήμα του λογαριασμού του..Ολα καλά και…άγια και πάμε για…άλλα.

-Ρε σείς,τι …πατέντα, τι μαγκιά είναι τούτη; Τό’χετε ξανακάνει;

-Και βέβαια .

-Και πετυχαίνει;

-Αν πετυχαίνει λέει.Μόνο που πρέπει να είσαι σβέλτος και ν’αλλάζεις τράπεζες και τοποθεσίες. Ποτέ στο ίδιο μέρος.

-Ε‘ τότε να το κάνουμε.

        Το έκαναν μία, το έκαναν δύο, χρήμα …εύκολο κι’ αδούλευτο. Καλόμαθε ,γλυκάθηκε ο Αντωνάκης, φόρτωσε και είπε μέσα του:

-Τι τους θέλω αυτούς; Γιατί να μην την κάνω τη δουλειά μονάχος μου;

      Και στήθηκε εκειδά απέναντι στο τελωνείο στην τράπεζα, διάβασε το pin ενός ηλικιωμένου και την ώρα που άλλαζε την κάρτα στο ΑΤΜ, δυο χέρια τον έζωσαν και…περάστε δια τα περαιτέρω!.

      Βάρεσαν τα κουδούνια, πέρασαν στην αίθουσα οι δικαστές και ο πρόεδρος

.     Μόλις τον είδε ο Αντώνης έμεινε κόκκαλο!. Ο ίδιος κι’ απαράλαχτος που τον είχε …στείλει πριν οχτώ χρόνια. Αναστέναξε ο Αντώνης και είπε ο δικαστής: 

-Εσάς κάπου σας ξέρω ,κάτι μου θυμίζετε.Α’,μάλιστα,το γράφει εδώ στον φάκελό σας. Είστε λοιπόν υπότροπος.Δεν γίνεστε λοιπόν άνθρωπος.Πάρτε τώρα 5 χρονάκια για να βάλετε μυαλό!.

     Και πήρε την άγουσα ο Αντώνης.Μόνο με μια διαφορά: Αυτή τη φορά για τις φυλακές Κέρκυρας. Δύσκολα τα πράγματα. Και στην διαδρομή σκέφτονταν και παραμιλούσε:

 -Τι το ήθελα κι’εγώ να κάνω τη δουλειά μόνος μου; Άσε που σκέφτονταν αυτό που τούλεγε από μικρό η μάνα του:

 - Παιδί μου, να μην είσαι πλεονέκτης. Με τα λίγα, επαναπαυόμενος!. «Τα πολλά και τα…περίσσια,μας χαλάνε και τα …ίσια!».-

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη