ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΙΑΔΡΑΧΜΟΝ ΕΠΑΘΛΟΝ

Γ. ΦΑΡΙΝΟΥ−ΜΑΛΑΜΑΤΑΡΗ | Στον δεύτερο διαγωνισμό της Εστίας το 1884 «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος» ο δεκαεφτάχρονος ανήσυχος πρωτοετής φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής Γρηγόριος Ξενόπουλος υποβάλλει διήγημα με τον ασυνήθιστο τίτλο «Ελληνικού αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον». [1] Η υπόθεση έχει περιληπτικά ως εξής: Ο αφηγητής προτίθεται να περιγράφει έναν τύπο της νεότερης Ελλάδας, τον άνθρωπο των γραμμάτων. Γι’ αυτό διαλέγει έναν νέο φοιτητή της Νομικής, τον Κλέωνα Βλασαρίδη, ο οποίος «λίαν συντόμως», ύστερα από την είσοδό του στη Νομική, θυσιάζει την Θέμιδα στις Μούσες. Εκδίδει ποιήματα και συγγράφει δίτομη ελληνική μυθιστορία για την Ελληνική Επανάσταση. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο νέος λογοτέχνης έχει ανάγκη χρημάτων, διότι η αδελφή του στο Ναύπλιο απαιτεί «καινουργή και κομψήν ενδυμασίαν» (18), [2] ο τυπογράφος του περιμένει τα λεφτά για τις ξυλογραφίες τού υπό έκδοση μυθιστορήματος του και η «ερωμένη» γειτονοπούλα του τον πρωτοχρονιάτικο μποναμά της.
Το οικονομικό του πρόβλημα το εκμυστηρεύεται στον προστάτη του κ. Ζήση, διευθυντή υπουργείου και καθιερωμένον λόγιο, ο οποίος συλλαμβάνει την ιδέα να το λύσει με την «προκήρυξη ενός διαγωνισμού Ελληνικού Διηγήματος», στην κριτική επιτροπή του οποίου θα συμμετείχε ο ίδιος και κάποιοι που μπορούσε να τους επηρεάσει. Πείθει μάλιστα τον πλούσιο εκδότη του περιοδικού ΓΛΑΥΞ να προκηρύξει διαγωνισμό με έπαθλο 300 δραχμές, τις οποίες θα προεισέπραττε ο Βλασαρίδης, ως δάνειο από τον Ζήση· θα τις επέστρεφε, όταν θα επρώτευε στο διαγωνισμό.
«ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΥΤΟ (1885) ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ «ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΥ» (ΑΦΗΓΗΣΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΦΗΓΗΣΗ). ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΞΗΓΩΝΤΑΣ ΔΙΑΡΚΩΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΑΝΕΙ, ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ ΠΑΡΩΔΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ […]».
«ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ Ο ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΠΟΥ ΕΜΕΛΛΕ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ».
Ο Βλασαρίδης εμπνέεται «ελληνικόν» διήγημα, στο οποίο μια κόρη καλής οικογένειας πέφτει στα χέρια ενός Δον Ζουάν, που «την σαγηνεύει, την προδίδει, την ατιμάζει και επιτέλους την αναγκάζει να... αυτοχειριασθή» (37). Το φάντασμα της κόρης τον καταδιώκει, μέχρις ότου ο πλάνος καταλήγει στον «νεόσκαπτον τάφον της νεάνιδος και εμβυθίζει την μάχαιραν εις το στήθος του» (37). Όλα τα σχετικά με τον Βλασαρίδη έρχονται κατ’ ευχήν, και έτσι την Πρωτοχρονιά, ύστερα από μια βόλτα−περιγραφή στην Ερμού, ξοδεύει τις τριακόσιες δραχμές, ενώ ο εκδότης του περιοδικού πεθαίνει λίγο πριν από την πληρωμή του βραβείου και ο άτυχος κ. Ζήσης χάνει τα χρήματά του.
Το διήγημα αυτό κρίθηκε ως έργο «δόκιμον», «ευφυούς και πεπειραμένου συγγραφέως», αλλά θεωρήθηκε από την επιτροπή του β' διαγωνισμού (Σκυλίτσης, Σακελλαρόπουλος, Προβελέγγιος) ως «λίβελλος» «κατά ορισμένων συμβάντων και προσώπων σχετιζομένων με τον πρώτον διαγωνισμόν της Εστίας» (Ροΐδης, Λάμπρος, Ν. Γ. Πολίτης) (74). [3] Ο Ξενόπουλος επανήλθε με μιαν Απολογία την οποία τύπωσε ιδίοις εξόδοις. Εξέδωσε το σύνολο (διήγημα, κριτική της επιτροπής, απολογία και αλληλογραφία με τον Ι. Ι. Σκυλίτση) σε βιβλίο το 1885 και το αφιέρωσε στον Ειρηναίο Ασώπιο, προσθέτοντας εννιασέλιδη επιστολική πραγματεία περί αφιερώσεων. Θα επιχειρήσω να κάνω ορισμένες επισημάνσεις για το έργο.

Επισημάνσεις

Το διήγημα που υποβάλλει ο Ξενόπουλος με σύγχρονους όρους ανήκει στην τεχνική του «εγκιβωτισμού» (αφήγηση μέσα σε αφήγηση): ένας ανώνυμος συγγραφέας −που τον ταυτίζουμε με τον Ξενόπουλο− γράφει ένα διήγημα (και το υποβάλλει στον β' διαγωνισμό της Εστίας)· το διήγημα αναφέρεται σε έναν νέο άνθρωπο των γραμμάτων (Κλέων Βλασαρίδης=Γ. Δροσίνης) που έγραψε ένα διήγημα και το υπέβαλε στον α' διαγωνισμό του περιοδικού ΓΛΑΥΞ (=Εστία). Οι αντιστοιχίες είναι προφανείς, αφού και οι κυριότεροι όροι του διαγωνισμού και το ποσόν του επάθλου είναι ταυτόσημα, ώστε είχε δίκιο η επιτροπή που χαρακτήρισε το διήγημα λίβελλο. Ολοι, λοιπόν, επέμειναν στη σάτιρα, και ο Ξενόπουλος έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις.
Κανείς, όσο ξέρω, δεν διάβασε το διήγημα ως παρωδία των όρων του Διαγωνισμού της Εστίας «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος»: «Η υπόθεσις του διηγήματος έσται ελληνική, τουτέστιν θα συνίσταται εις περιγραφήν σκηνών του βίου του ελληνικού λαού εν οιαδήποτε των περιόδων της ιστορίας αυτού ή εις εξιστόρησιν επεισοδίου τινός της ελληνικής ιστορίας». Μια διατύπωση που, όπως σωστά παρατήρησε ο Μ. Vitti, [4] συνέφυρε τα ήθη με την ιστορία, με σκοπό πάντως και στις δύο περιπτώσεις την απώθηση της ξένης (ρομαντικής) επίδρασης και την εξιδανίκευση (πάλι ρομαντισμός) της εθνικής ταυτότητας. Ακολουθώντας τις προδιαγραφές αυτές, ο μεν συγγραφέας Βλασαρίδης γράφει ένα διήγημα που βρίσκεται απολύτως μέσα στις προδιαγραφές του βυρωνικού ρομαντισμού, από τον οποίο προσπαθούσε να απαγκιστρωθεί η ελληνική πεζογραφία, ο δε συγγραφέας «Ξενόπουλος» γράφει ένα διήγημα που αναφέρεται σε έναν κοινωνικό τύπο, τον homme des lettres, τον άνθρωπο των γραμμάτων, έναν τύπο του οποίου αμφισβητείται η αυτοδύναμη ύπαρξη την εποχή εκείνη στην Ελλάδα. Άρα το μόνον «ελληνικόν» στην υπόθεση είναι οι συνθήκες διεξαγωγής του διαγωνισμού: «το τριακοσιάδραχμον έπαθλον διετέθει [sic] προ της δημοσιεύσεως και της προκηρύξεως ακόμη» (57)!
«ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ “ΑΠΟΛΟΓΙΑ” ΤΟΥ, ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΕΛΗΓΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ−ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ “Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ”».
Στη συνέχεια θα ήθελα να εστιάσουμε την προσοχή μας στην περιγραφή του «ανθρώπου των γραμμάτων». Στην ουσία το διήγημα περιλαμβάνει δυο τύπους λογιών, έναν απερχόμενο και έναν αναδυόμενο. Στον πρώτο ανήκαν, όπως έγραφε ο Μαρίνος Βρεττός το 1865 στο άρθρο του «Οι νεώτεροι Ελληνες», μ[5] όσοι «ως επί το πολύ» είχαν άλλην ασχολίαν· «οσάκις δεν είναι υπάλληλοι, δικηγόροι, στρατιωτικοί, ιατροί ή... δημόσιοι υπάλληλοι, είναι αναποφεύκτως καθηγηταί του πανεπιστημίου». Στον δεύτερο αυτοί που ζουν «από του καλάμου» τους. Στον πρώτο τύπο εντάσσεται ο πλασματικός κ. Ζήσης (=Ν. Γ. Πολίτης) −μολονότι νομίζω πως η περιγραφή συμπίπτει με την εικόνα του Αγγέλου Βλάχου, όπως τον περιγράφει αλλού ο Ξενόπουλος−, ο Ειρηναίος Ασώπιος, στον οποίο εν τέλει αφιερώνεται το βιβλίο Ελληνικού Αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον, καθώς και ο Ροΐδης, που υπόκειται στο ύφος του διηγήματος με τις περίφημες ψηλαφητές εικόνες, τις απρόοπτες και ιδιότροπες παρομοιώσεις που συνδυάζουν δύο ασύμβατους χαρακτηρισμούς στην ίδια εννοιολογική ενότητα, τις παραπομπές που δηλώνουν ευρυμάθεια και τις συχνές αποστροφές στον αναγνώστη που περιέχει το αυτοσυνειδητοποιημένο μυθιστόρημα. Το Ελληνικού Αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον αφηγείται παραπάνω από μια ιστορία, εξηγώντας διαρκώς στον αναγνώστη τι κάνει, και γιατί το κάνει, και ταυτοχρόνως παρωδεί την ιστορία που περιέχεται στην ιστορία. Έτσι, υπονομεύει τα όρια ανάμεσα στη μια ιστορία και την άλλη, ανάμεσα στα ήθη και την κριτική τους, ανάμεσα στην πρόθεση και τη δημιουργία, ανάμεσα στη δημιουργία και την κριτική, ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση, ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι των θεσμών και των τύπων.
Αν εξαιρέσουμε τη σκανδαλώδη ιστορία του «τριακοσιάδραχμου επάθλου», θα έλεγα ότι ο τύπος του Βλασαρίδη −όσο κι αν παρουσιάζεται γελοιογραφικά−, είναι σε μικρογραφία ο τύπος στον οποίο θα μπορούσε να ενταχτεί ο Ξενόπουλος, όταν έγραφε το διήγημα, και ο τύπος στον οποίο επρόκειτο να εξελιχθεί στο μέλλον: από δραστήριος φοιτητής που διαβάζει και κυρίως γράφει δοκίμια, διηγήματα, μυθιστορήματα, οργανώνει διαλέξεις και σκέφτεται να εκδώσει περιοδικό, σε έναν «εργάτη της πένας» που κερδίζει τη ζωή του δημοσιεύοντας το έργο του σε φυλλάδια ή εγγράφοντας συνδρομητές για τα βιβλία του και, κυρίως, γράφοντας στην εφημερίδα για το μεγάλο και ανώνυμο κοινό.

Τάση αυτοβιογράφησης

Στο πρώιμο αυτό έργο του Ξενόπουλου, διαγράφεται από την αρχή, τόσο στο κείμενο όσο και στο παρακείμενο (πρόλογοι, επίλογοι, κριτικές, απαντήσεις σε κριτικές κτλ.), σε μικρογραφία η μελλοντική του πορεία και η θεματογραφία του: Προβολή τύπων και ηθών, κυρίως ερωτικών, αθηναϊκών, αργότερα ζακυνθινών, και μικτών, που είναι στην πραγματικότητα τύποι και ήθη απαντώμενα στη γαλλική νατουραλιστική πεζογραφία (Zola αλλά και Paul de Kock) που διάβαζε, μαζί με μοτίβα της ρομαντικής πεζογραφίας, όπως τα φαντάσματα, τα χαμένα παιδιά, οι αυτοκτονίες, οι δολοφονίες για ερωτικούς λόγους κτλ.
Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχουν τα μυθιστορήματα που έχουν καλλιτέχνες ως ήρωες: ζωγράφους (Μυστικοί αρραβώνες), ποιητές (Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες), θεατρικούς συγγραφείς {Χωρίς τίποτε), διάσημους μυθιστοριογράφους (Παυλίνα, Μεγάλη γυναίκα). Εδώ η τάση της αυτοβιογράφησης διασταυρώνεται και προβάλλει το λαϊκό στερεότυπο του καλλιτέχνη ως γοητευτικού άντρα με απήχηση σε αστικά σαλόνια, όπου συχνάζουν και κορίτσια που ασχολούνται με τα γράμματα ή συγκινούνται από την τέχνη.
Ο ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ (1908;).
Η τάση αυτή του Ξενόπουλου πυκνώνει στη δεκαετία του ’30 και κορυφώνεται τόσο με την Παληά Αθήνα όσο και με τη βελτιωμένη και επαυξημένη αυτοβιογραφία του που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα. Ξεκινώντας από το Τριακοσιάδραχμον έπαθλον, ο συγγραφέας μυθιστοριοποίησε ολοένα και περισσότερο τον εαυτό του, τη ζωή του και τη συγγραφική του δραστηριότητα, φτάνοντας στο αυτοβιογραφικό−διδακτικό κείμενο Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα.
Ο συνδυασμός πεζογραφίας και κριτικής που παρουσιάστηκε στο Τριακοσιάδραχμον έπαθλον δεν επαναλήφθηκε στον Ξενόπουλο σε ενιαίο σύνολο: μάλλον διασπάστηκε και κατανεμήθηκε σε όλες τις δραστηριότητές του, και κυρίως στην πεζογραφία και την κριτική. Η κριτική ήταν ένας τομέας όπου ο Ξενόπουλος έδειξε τον καλύτερό του εαυτό ή τουλάχιστον μια δραστηριότητα, μέσω της οποίας προσπάθησε να κατοχυρώσει τη θέση του στον κανόνα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και, συγχρόνως, να προσεγγίζει πάντοτε το νέο και τους νέους.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Ξενόπουλος παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ένας «conteur», όπως τον χαρακτήρισε ο Καβάφης (1901). [6] Το ίδιο επανέλαβε και ο Νιρβάνας −που τον πρωτογνώρισε από την Απολογία του−, όταν τον υποδέχτηκε ως καταξιωμένο πλέον άνθρωπο των γραμμάτων στην Ακαδημία Αθηνών: «Δεν υπήρξατε ποτέ πληκτικός, κύριε. Και αυτό είναι το μέγα... μυστικόν όλων των δημοφιλών συγγραφέων». [7]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  1. Γ. Παπακώστα, Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Αθήνα 1982.
  2. Οι παραπομπές στο διήγημα.
  3. Παπακώστας, ό.π.
  4. Μ. Βίττι, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Αθήνα 1991.
  5. Μ. Π. Βρεττός, «Οι νεώτεροι Ελληνες» (I) Γ «Ο άνθρωπος των γραμμάτων, Εθνικόν Ημερολόγιον, τ. 5 (1865).
  6. Γ. Π. Σαββίδης, Κ. Π. Καβάφης και Γρ. Ξενόπουλος: Ανασύνθεση μιας λογοτεχνικής σχέσης 1901−1944, Αθήνα 1994.
  7. Περ. Ιόνιος Ανθολογία, τχ. 126,1939.
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


from ανεμουριον https://ift.tt/35ACMHE
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη