ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ

Σε διαφορετικές εποχές αρκετοί συγγραφείς είχαν γοητευθεί από τον Βουτυρά και είχαν εκφραστεί δημόσια.

Κωστής Παλαμάς

(...) «Ο κ. Βουτυράς δε θα συγκινήσει βέβαια με το λιγοστό, μα ουσιαστικόν, όσο κι αν είναι πρωτοβγαλμένον, έργο του, μήτ' εκείνους που τα διηγήματα δεν τα ξέρουν και δεν τα θέλουν παρά σα δακρυοστάλαχτες και ξελαρυγγιστικές πατινάδες Ροδοζούμηδων κάτου από το παράθυρο της Αρετούσας, μήτ' εκείνους που τα διηγήματα δεν τα προσέχουν και δεν τα σέβονται παρά σερβιρισμένα, μη στάξει και μη βρέξει, με την ηθική του Γεροστάθη. Οι πρώτοι βέβαια θα το βρούνε σαχλό, και οι δεύτεροι βρωμικό.

Ο Κωστής Παλαμάς υπογραμμίζει την άνεση και γνώση του Βουτυρά -στο διήγημα- ως είδος αφήγησης. «Ατάραχα και ξέγνοιαστα μας τα διηγείται τα πράγματα. Και μέσα στην ξεγνοιασιάν αυτή και στην αταραξίαν, απλωμένο ένα λεπτότατο στρώμα σκληρής ειρωνείας», γράφει.

Ομως εκείνοι που έχουν της ευαισθησίας και της ηθικής της τέχνης κάποιαν ιδέα διαφορετική θα το προσέξουν το έργον αυτό καθώς του αξίζει, όσο κι αν εδώ μορφά-σουν, όσο κι αν εκεί σκοντάψουν. Θα εκτιμήσουν αυτοί το νέο συγγραφέα που δούλεψε το έργο του νηφάλια, ευσυνείδητα και πονετικά με τα μέσα της ίδιας τέχνης πάντα, έξω από τα οποία μπορεί κανείς τόσο εύκολα να παραστρατίσει και να χάσει τα νερά του, κι ακόμα πιο εύκολα στην αγυρτία να ξεπέσει και στη χοντροκοπιά. Ατάραχα και ξέγνοιαστα μας τα διηγείται τα πράγματα. Και μέσα στην ξεγνοιασιάν αυτή και στην αταραξίαν, απλωμένο ένα λεπτότατο στρώμα σκληρής ειρωνείας. Η ψυχολογική παρατήρηση επιδέξια φερμένη και ξετυλιγμένη, η ζωγραφιά με λίγες γραμμές λιγνές, μα παραστατικές, που γίνεται ώς το τέλος η λιγνάδα τους κεντρί» (…)

1903

Γρ. Ξενόπουλος

(...) «και έρχομαι στη διήγηση. Ο κ. Β. έχει το χάρισμα να διηγείται; Εκθέτει τα πράγματα καλά, με την τάξη εκείνη και με την καθαρότητα που ο σκοπός της είναι να κάνει τον αναγνώστη του να τα παρακολουθεί με όσο το δυνατό λιγότερο κόπο; Όχι βέβαια. Ο αναγνώστης βάζει κόπο για να κρατήσει μια σειρά και πολλές φορές, κόπο μεγάλο. Είναι μέρη, μάλιστα, που, για να καταλάβει απλώς τι έτρεξε, πρέπει να λύσει ένα αίνιγμα (…).

»Η λύση του αινίγματος - δική μας δουλειά. Και αυτό το κάνει συχνότατα, για να μην πω κατά κανόνα. Από μια φρασούλα, από μια λεπτομέρεια, από μια λέξη, χαμένη μέσα στις άλλες -και που χανόμαστε κι εμείς αν δεν την προσέξουμε- πρέπει να συμπεραίνουμε ολοένα πως ο ήρωας πάει καβάλα και όχι με τα πόδια, πως είναι γέρος κι όχι νέος, πως είναι λεύτερος και όχι παντρεμένος, ή πως έπεσε στο ποτάμι να πνιγεί κι όχι πως του 'ρίξε απλώς μια πέτρα και εξακολούθησε το δρόμο του.

»Έτσι διηγείται ο κ. Β. (...) ξεκουράζει κάπως τον αναγνώστη και με μέρη όπου διηγείται πολύ καθαρά. Έπειτα τα αινίγματα του λύνονται όλα. Και εν' άλλο ακόμα: τη στιγμή που τα λύνει ο αναγνώστης, αισθάνεται μια πραγματική ευχαρίστηση, πρόσθετη κι αγνή, που γεννιέται μόνο απ' τον τρόπο της διήγησης. (...). Η ευχαρίστηση του αναγνώστη ισοζυγιάζει τον κόπο του. Είναι ένας κόπος που ανταμείβεται καλά. Ας προσθέσω πως ο τρόπος είναι πολύ ταιριαστός με το είδος αυτών των διηγημάτων κι ακόμα πως τον τρόπο αυτό τον γουστάρουν σήμερα πολλοί και πολύ. Είναι κάτι μοντέρνο.

»Η περιγραφή δεν είναι πράγμα τόσο χωριστό από τη διήγηση (...). Ε, στην περιγραφή ο κ. Β. είναι ανυπέρβλητος, απαράμιλλος! Κανένας Έλληνας συγγραφέας δεν τον ξεπερνά· και λιγοστοί, μου φαίνεται, από τους ξένους έχουν το χάρισμα στον ίδιο βαθμό. Εμείς οι άλλοι, για να περιγράψουμε ένα πρόσωπο ή ένα τοπίο, γράφουμε πολλά, πολλά-κάποτε ολάκερες σελίδες. Έτσι, κι όταν ακόμα δε μας διαφεύγουν οι χαρακτηριστικές, οι αναγκαίες λεπτομέρειες, βρίσκονται χαμένες μέσα στο πλήθος των περιττών. Ο κ. Β. γράφει λίγα, μα ακριβώς εκείνα που χρειάζονται. Οι σύντομες, οι γοργές περιγραφές του είναι καμωμένες μόνο από τις πιο χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Ζωγραφίζει στην εντέλεια με λίγες, ζωηρότατες, εκφραστικότατες, δυνατές πινελιές, που δίνουν αμέσως όλη την εντύπωση του πράγματος (…)

(...) »Κάθε διήγημα του κ. Β. διαβάζεται με ηδονή. Τόσο από μας, που βρίσκουμε τόσο ωραία ζωγραφισμένους αυτούς τους ανθρώπους και βλέπουμε όλη την ενθουσιασμένη αγάπη που τους έχει ο ζωγράφος τους -γιατί χωρίς αυτή την αγάπη δε γίνεται έργο τέχνης ζωντανό- όσο κι από τους άλλους, που βρίσκουνε ίσως πως τους μοιάζουν... Και στοχάζομαι πως, όσο θα περνά ο καιρός, με τόσο μεγαλύτερο πάθος θα διαβάζονται τα διηγήματα του κ. Β.».

1920

Πέτρος Χάρης

«Η τέχνη του μικρού διηγήματος είναι ένα λογοτεχνικό είδος, που πειθαρχείται από τους περισσότερους ίσως τεχνικούς νόμους. Απαράλλακτα το ίδιο συμβαίνει και με τα θεατρικά μονόπρακτα. Ο κ. Βουτυράς καλλιέργησε το μικρό διήγημα είτε από φυσική κλίση είτε από βιωτική ανάγκη σε τόσο πληθωρικό βαθμό, -το μικρό διήγημα είναι πολυζήτητο από κάθε έντυπο-, ώστε απέκτησε μιαν αριστουργηματική δεξιοτεχνία σ' αυτό το είδος της πρόζας. Το είδος του μικρού διηγήματος που το προόδευσε σε τόση υποδειγματική εντέλεια η τέχνη του Μοπασάν, του Αλφόνσου Ντοντέ και τελευταία του Μπαρμπίς, έχει κάτι το επιγραμματικά εκλεκτικό.

Διαλογή στην έμπνευση, περιορισμό στις εικόνες, ακόμα αυστηρή οικονομία στις λέξεις. Εν τούτοις η τέχνη του κ. Βουτυρά, που εξωτερικά δείχνει απόλυτην άγνοια τεχνικών περιορισμών και επιτηδεύσεων, βρίσκεται ολοκληρωτικά μέσα στην έννοια της τέχνης του μικρού διηγήματος. Η ατημέλεια του ύφους του κ. Βουτυρά -διακριτικότατο γνώρισμα της τέχνης του- δεν είναι τυχαία κι ασυλλόγιστη ελευθερία δοσμένη στην έμπνευση τόσο απεριόριστα. Ακριβώς αυτό είναι το ισχυρότατο και προσωπικότατο τεχνικό προτέρημα του κ. Βουτυρά. Προσέξετε μιαν εικόνα από οποιοδήποτε διήγημα του. Παρουσιάζεται λιτή κι ανεπιμέλητη σα να ρίχτηκε στο χαρτί μαζί με τη σύλληψη και τον οραματισμό. Παρουσιάζει δηλ. όλη την εντυπωτική και διανοητική γέννηση της εικόνας, την ανάπτυξη και την πληρότητα της. Στο θέλγητρο αυτό -και είναι απολαυστικότατο, γιατί σ' αφήνει να διανοηθείς, να προχωρήσεις και να συνταυτίσεις ίσως και κάποιες δικές σου συγγενικές εντυπώσεις- στηρίζεται η τεχνική επιτυχία του ύφους του».

1923

Άγγελος Τερζάκης

«Γιατί για το αρχιτεκτονικό του μέρος, το "σχέδιο" των διηγημάτων του, που τόσο συζητήθηκε, έχω πολύ διάφορη γνώμη.

Η ιστορική θέση του Βουτυρά στη νεοελληνική γραμματολογία είναι πως αυτός πρώτος έφερε το διήγημα από την ύπαιθρη χώρα στο αστικό περιβάλλον της σύγχρονης πολιτείας. Τη θέση αυτή του αναγνωρίζει κι ο Παρορίτης, γράφοντας: "Στο Βουτυρά ανήκει η τιμή πως αυτός πρώτος, λίγο πρωτήτερα από μένα, σημειώνει την αποφασιστική στροφή από το ηθογραφικό στο αστικό διήγημα". Μα η ιστορική του θέση, νομίζω εγώ, είναι και κάποια άλλη. Πώς αυτός, ο ατημέλητος κι απερίτεχνος συγγραφέας, ανανέωσε την αισθητική του ελληνικού διηγήματος, ειδικά στο κεφάλαιο του σχεδίου. Εδωσε διηγήματα φαινομενικά ανολοκλήρωτα, λογικά ασυγκρότητα, δίχως "αρχή, μέση και τέλος"; μα που με την αποσπασματική τους αυτή μορφή ελευθερώνουν τις δημιουργικές δυνάμεις της φαντασίας, κεντρίζουν τη συγκίνηση με την υποβολή και προεκτείνουν το καλλιτεχνικό όραμα απεριόριστα, ίσως πάνω σ' όλη την έκφραση της ζωής.

»Στάθηκε πρωτοπόρος σ' αυτό το κεφάλαιο, κι αν υπάρχει ένα πρόβλημα στην περίπτωση του, όπως έλεγα, είναι το πώς κατόρθωσε, ο απομονωμένος αυτός πνευματικά άνθρωπος, να νοιώσει την αισθητικήν έκφραση της εποχής του, να την αποδώσει αδρά και να συγχρονιστεί απόλυτα με τις μορφές της που τη στιγμή εκείνη κι από τότε ως σήμερα, κυριαρχούν στην Ευρώπη.

»Έδωσε διηγήματα, κυρίως μικρά, δίχως πλαστικά παγιωμένο μύθο, με σύνθεση απλή, πλοκή στοιχειώδη. Δεν τράβηξε το ενδιαφέρον του η υπόθεση. Στηρίχτηκε τις περισσότερες φορές, που είναι ίσως κ' οι καλύτερες του, σε μια παρατήρηση ψυχολογική κι όχι σε μιαν "ιστορία". Γύρω από την παρατήρηση αυτή ξύπνησε έναν κόσμο προσώπων σχεδιασμένων συνοπτικά, φευγαλέα, και γεγονότων πεζών, γοργών, φαινομενικά ασήμαντων. Καθήλωσε έτσι την έκφραση της καθημερινότητας, δίνοντας της, με την ευγλωττία μιας έμψυχης σιωπής, όλη της την κρυφή και μοιραία σημαντικότητα. Δε μίλησε με τη σχολαστικήν εμμονή του δι-δαχτικού αφηγητή. Διαιστάνθηκε τον τρόπο ν' ανοίγει προεκτάσεις με τη χρήση όχι του λόγου αλλά της τελείας. Δεν εξάντλησε το νόημα του. Αντί να εξιστορήσει, υπέδειξε. Αυτή είναι η συμβολή του.

»Ο,τι του κατηγορούσαν για έλλειψη σχεδίου, ήταν απλούστατα ένα καινούργιο σχέδιο».

1934

Στρατής Τσίρκας

«Ο Βουτυράς δεν εφαρμόζει την απλή μέθοδο της ρεαλιστικής ψυχολογίας, δεν περιγράφει δηλαδή, σα θεατής που στέκεται απ' έξω, την ψυχολογία του ήρωα του -όπως κάνει ένας Μπαλζάκ, ένας Φλωμπέρ, ένας Μωπασάν. Ούτε θα τον δούμε να σταματά τη διήγηση για να μας δώσει -"εκτός δράσεως" σα να λέμε- την ανάλυση των σκέψεων του ήρωα του. Ακόμη περισσότερο: οι άνθρωποι του Βουτυρά ούτε καν σκέφτονται στρωτά.

Σκέφτονται με μονόλεξα, μ' επιφωνήματα, με σύντομες φράσεις που 'ρχονται και ξανάρχονται σαν έμμονες ιδέες. Ενώ όμως σκέφτονται έτσι, ακατάστατα κι αποσμασματικά, θυμούνται καλά, βλέπουν καλά, μιλούν φυσικά, δρουν και πάντα προχωρούν στην επόμενη φάση της διήγησης. Απορεί με τον τρόπο της διήγησης του ο Ξενόπουλος. Αφού παραθέσει το τέλος απ' το διήγημα "Το Παιδί της Βουβής": "Τι συμβαίνει;" ρωτά. "Απλούστατα ο Φύκος, απελπισμένος έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Το λέει αυτό πουθενά ο συγγραφέας; Όχι. Πρέπει να το μαντεύσουμε. Από τι; Από τ' αποσιωπητικά, από το τραγούδι του θανάτου, από το μαύρο πένθιμο πέπλο... Ενας άλλος συγγραφέας, εκεί ανάμεσα στον τελευταίο και τον προτελευταίο παράγραφο αυτής της διήγησης, θα μας έλεγε με δύο λόγια και το κίνημα του Φύκου. Ο κ. Βουτυράς τίποτα... Κι αυτό το κάνει συχνότατα, για να μην πω κατά κανόνα. Από μια φρασούλα... πρέπει να συμπεραίνουμε ολοένα πως ο ήρωας πάει καβάλλα κι όχι με τα πόδια, πως είναι γέρος κι όχι νέος, πως είναι λέφτερος κι όχι παντρεμένος ή πως έπεσε στο ποτάμι να πνιγεί κι όχι πως του 'ρίξε απλώς μια πέτρα κι εξακολούθησε το δρόμο του”.

»Αντιγράφω αυτό το απόσπασμα και συγκρατώ ένα χαμόγελο. Τι θα 'λέγε σήμερα ο Ξενόπουλος για μια σελίδα του Τζέιμς Τζόις, του Ζαν Πολ Σαρτρ ή του Ουίλιαμ Φόλκνερ; Αν ο Βουτυράς συνήθιζε να απαντά στους κριτικούς του, ιδού τι πάνω κάτω θ' αποκρίνονταν στον Ξενόπουλο: "Πώς θες να σου πω πως ο Φύκος πνίγηκε αφού ο ΦΥΚΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΚΙ ΕΧΩ ΠΕΘΑΝΕΙ. Οι πεθαμένοι δεν μιλούν!". Μ' άλλα λόγια, ο συγγραφέας Βουτυράς, δεν καλεί τον αναγνώστη του να κοιτάξει μαζί του και να συγκινηθεί μαζί του "βλέποντας" απ' έξω τον ήρωα του διηγήματος του, αλλά τον αναγκάζει να μπει μέσα στον ήρωα του, να ζήσει από μέσα από τον ήρωα του, να νιώσει όπως ακριβώς νιώθει κι ο ήρωας του το γεγονός ή το αίσθημα εκείνης της στιγμής.

(...) »Αναφέρθηκαν ως τώρα τα ονόματα του Τζόις, του Φόλκνερ, του Σαρτρ και της Οντρί. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, γίνηκε με πρόθεση. Για να σχολιασθούν ωρισμένες πρωτοτυπίες της τέχνης του Βουτυρά χρειάζονταν να γίνει ένας παραλληλισμός με εκπρόσωπους του πιο μοντέρνου γραψίματος σήμερα. Είδαμε πόσο, σα λογοτεχνικό είδος, σα γλώσσα, ύφος, σχέδιο, διήγηση και διάλογος , η τέχνη του Βουτυρά γειτονεύει με τη μέθοδο των πιο πάνω συγγραφέων, που όλοι τους, ποιος λίγο και ποιος περισσότερο, ανήκουν μαζί με τον Μαλρό στη σχολή του Ψυχολογικού Ρεαλισμού. Καρπός ιας υπερώ-ριμης καλλιέργειας σ' αυτούς, αποτέλεσμα μιας πρωτόγονης κι αμόρφωτης μα διαισθητικής ευαισθησίας σε κείνον. Τα δυο άκρα αγγίζονται, πράγμα που δίνει και το μέτρο της αξίας τους»(…)

1948

Κώστας Βάρναλης

«Ο Βουτυράς δεν είναι μονάχα γεννημένο τάλαντο. Είναι και ακούραστος δουλευτής. Ολάκερο μισόν αιώνα δε σταμάτησε να δημιουργεί ανθρώπους και τύπους και ζωή και μέσα σ' αυτό το διάστημα έχει εκδόσει 34 τόμους διηγήματα και μυθιστορήματα, όλα εξαντλημένα.

»Εφερε στον ελληνικό λόγο το ζεστό αίμα του ρεαλισμού. Πήρε τη ζωή από μέσα του κι από τα κάτω. Είτε την έζησε, είτε την είδε, είτε την έπλασε ο ίδιος με το μυαλό του (αυτή η τελευταία περίπτωση είναι η κανονικότερη) είναι μια ζωή με πνοή, με νεύρο, με κίνηση και με προοπτική. Όσο κι αν ο ρεαλισμός του έχει (και πρέπει να έχει) το χαραχτήρα του αυθόρμητου, είναι κόσμος περασμένος από το διυλιστήριο μιας Σκέψης και ενός Σκοπού.

»Είναι σκέψη, που κατανοεί την πραγματικότητα κι είναι Σκοπός, που θέλει να κινήσει τη Σκέψη. Κι αυτό λέγεται Αλήθεια στην Τέχνη.

»Τάλαντο δυνατό και πρωθόρμητο, γράψιμο άμεσο δίχως επιτήδευση και μεγαλοστομία, λυρικά ξεσπάσματα και ζωγραφιές της φύσης από τα πιο διαλεχτά της πεζογραφίας μας, ο Βουτυράς δε ζήτησε ούτε να θαμπώσει τους αναγνώστες του (τέτιου είδους φλόγα σβήνει γρήγορα κι αφήνει μονάχα καπνό), ούτε να εμπορευτεί το ταλέντο του: να στρέφει τη συνείδηση του, "τα άγια των αγίων", κατά που φυσά ο αέρας!

Κι εδώ ξαναρχόμαστε από κει που αρχίσαμε. Ο Βουτυράς δεν είναι μονάχα μεγάλος πεζογράφος. Είναι και λευκός άνθρωπος. Η ισάδα, η ειλικρίνεια, το ήθος του Βουτυρά τού ανοίγουν όλες τις καρδιές φίλων και θαυμαστών. Άνθρωπος και Έργο, Συνείδηση και Δημιουργία πάνε μαζί. Στο Ηρώον των πνευματικών ανθρώπων της Ελλάδας, ο Βουτυράς παίρνει τη θέση του στη σειρά του Σολωμού, του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη, του Παλαμά και του Ξενόπουλου, που ήσαν και συγγραφείς και άνθρωποι - που ήσαν συγγραφείς γιατί ήσαν άνθρωποι».

1951

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΑΘΗΝΑ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 1998


from ανεμουριον https://ift.tt/2Ju9WiP
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη