ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ...

Η κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη διαδέχθηκε την αντίστοιχη του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου στις 6 Απριλίου του 1943. Η ημερομηνία ήταν σημαδιακή, δεύτερη επέτειος της γερμανικής επίθεσης ενάντια στην χώρα, το γεγονός εξίσου αξιοσημείωτο. Στη συγκυρία της άνοιξης του 1943, η ανάδειξη ενός νέου πολιτικού σχήματος σε κατεχόμενη χώρα, είχε οπωσδήποτε τη σημασία της. Για την ακρίβεια η κυβερνητική αλλαγή αντικατόπτριζε σε έναν βαθμό τις βαθύτερες εξελίξεις μέσα και έξω από τη χώρα. Βρισκόμαστε, ας θυμηθούμε, λίγους μήνες μετά το Ελ Αλαμέιν και τη συμμαχική απόβαση στη βόρεια Αφρική και λιγότερους από τη συντριβή των Γερμανών στο Στάλινγκραντ. Η έκβαση του πολέμου είχε αρχίσει να διακρίνεται, γεγονός που έδινε νέο περιεχόμενο στις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της κατεχόμενης χώρας. Στην τελευταία επικρατούσε εξάλλου εκρηκτική ατμόσφαιρα που αναβάθμιζε ακόμα περισσότερο την σημασία και την αποστολή της νέας κυβέρνησης, της τελευταίας της Κατοχικής περιόδου. Τις ίδιες εκείνες ημέρες μεγάλες ζώνες της ελληνικής υπαίθρου βρίσκονταν κυριολεκτικά σε πορεία απόσχισης από το κέντρο και τις ελεγχόμενες από τον εχθρό περιοχές. Να θυμίσουμε ότι τις πρώτες μέρες του 1943 οι αντάρτες στα ελληνικά βουνά έφθαναν μετά βίας τους χίλιους - αθροιστικά. Τον Μάιο υπήρχαν περισσότεροι από 20.000 και η Ελεύθερη Ελλάδα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν πλέον μία σταθερή πραγματικότητα. Οι Γερμανοί μπορούσαν να είναι περήφανοι για τη νέα κυβέρνηση με την οποία προίκισαν την κατεχόμενη χώρα. Παρά τη δυσμενή συγκυρία η «λύση Ράλλη» δημιουργούσε ένα κυβερνητικό σχήμα με σημαντικό κύρος, ανώτερο οπωσδήποτε από το αντίστοιχο που την ίδια εποχή διέθετε η εξόριστη κυβέρνηση του Λονδίνου. Εκτός από τον ίδιο τον Ράλλη, γόνο παλιάς πολιτικής οικογένειας με σημαντικές προσβάσεις στο συντηρητικό - πολιτικό και κοινωνικό - χώρο, τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης, ο Τσιριμώκος, ο Ταβουλάρης, ο Λούβαρης, ήταν πολιτικά στελέχη με ακτινοβολία σε ευρύτερους χώρους. Επρόκειτο για ένα εργαλείο με το οποίο οι Γερμανοί θα μπορούσαν να συνεργαστούν αποτελεσματικά στις δύσκολες ημέρες που έρχονταν. Το μέλλον επιβεβαίωσε αυτή τους την εκτίμηση.

ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ «ΜΠΕΛ ΕΠΟΚ»
Η νέα κυβέρνηση είχε ενισχυμένες δυνατότητες σε σχέση με τους προκατόχους της. Η μέσω του Ερυθρού Σταυρού επισιτιστική βοήθεια στη χώρα ξεπερνούσε ήδη τους 15.000 τόνους τον μήνα, ενώ από τον Απρίλιο κιόλας ένα από τα σουηδικά πλοία αποσπάστηκε στη γραμμή Τεργέστη-Πειραιά από όπου και πρόσθετε φορτία πολύτιμα ζάχαρης κυρίως από την κεντρική Ευρώπη. Στην Αθήνα δεν πέθαιναν πλέον από την πείνα, το 13% μόνο των «εργατικών» στρωμάτων βρισκόταν σε κατάσταση υποσιτισμού έναντι του 63% έναν χρόνο νωρίτερα. Αντίθετα, πολλοί ήταν εκείνοι που περνούσαν ιδιαίτερα καλά - στις συνθήκες του πολέμου εννοούμε. Αυτή η ευημερία δημιούργησε το απρόσμενο σκηνικό του καλοκαιριού του 1943, ένα είδος αθηναϊκής «Μπελ Επόκ» στην καρδιά του πολέμου. Το θέατρο, το τραγούδι, τα κέντρα διασκέδασης ήταν οι εξωτερικές ενδείξεις της νέας κατάστασης που όμως έκρυβε, στο υπόστρωμα, εκρηκτικές εξελίξεις. Η διαχείριση της βοήθειας από το εξωτερικό έδινε στη κυβέρνηση σημαντικά οικονομικά μέσα και τα επέτρεπε να ασκήσει πολιτική, στο κοινωνικό ιδιαίτερα επίπεδο. Μπορούσε δηλαδή να μοιράσει δουλειές και εκδουλεύσεις στα κοινωνικά στρώματα που δένονταν μαζί της, να δημιουργήσει εισοδήματα και προνόμια. Αυτή η λειτουργία, σε συνδυασμό με την σημαντική οικονομική δραστηριότητα που έφερνε στη χώρα ο πόλεμος και η ξένη κατοχή, αναδείκνυαν σημαντικό πλούτο και έκαναν πολλούς Έλληνες ιδιαίτερα πλούσιους. Η μεσολάβηση στις προμήθειες του στρατού Κατοχής, οι εργολαβίες στα μεγάλα δημόσια έργα που γίνονταν τότε στη χώρα - να αναφέρουμε ενδεικτικά το αεροδρόμιο του Ελληνικού - η συνεπακόλουθη «μαύρη αγορά» και το παιχνίδι με το χρυσό, άνοιγαν κοινωνικά χάσματα σε μία χώρα που δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους «ευκαιρίες» ή κοινωνικές ανατροπές, αν προτιμάτε. Σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Ράλλη η χώρα δεν έπαψε να διχάζεται από ολοένα και βαθύτερα κοινωνικά βάραθρα. Οι «ευνοούμενες» πόλεις σε αντιδιαστολή με την παραμερισμένη και ληστευόμενη ύπαιθρο, οι εργατικές, προσφυγικές συνοικίες στις πόλεις που έτρεχαν να προλάβουν τον πληθωρισμό και η επίδειξη των νεόπλουτων στο Κολωνάκι, στα θέατρα, στα πλούσια πάρτι, στους δρόμους. Πάνω από αυτά τα βάραθρα απλωνόταν το μίσος και πέρα από το μίσος η επανάσταση.

Η ΧΩΡΑ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
Το καλοκαίρι του 1943 η κυβέρνηση Ράλλη αντιμετώπισε με αυξανόμενη σκληρότητα τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις των μισθωτών στις πόλεις. Στην ύπαιθρο πάλι η προοδευτική αντικατάσταση των Ιταλών από γερμανικά στρατεύματα προκάλεσε τα πρώτα ολοκαυτώματα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την ενίσχυση του ΕΛΑΣ με τα ιταλικά όπλα, οι πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις στη χώρα πήραν πολεμική τροπή. Η κυβέρνηση Ράλλη, τα στρώματα που τη στήριζαν και οι πολιτικές δυνάμεις που την ενθάρρυναν βρέθηκαν στον ίδιο προμαχώνα με τους Γερμανούs για την αντιμετώπιση της μεγάλης απειλής: της επανάστασης δηλαδή, του ξεσπάσματος της δυσαρέσκειας των πολλών και της επαπειλούμενης επικράτησης των κομμουνιστών στην Ελλάδα. Το φθινόπωρο η αντικομμουνιστική σταυροφορία πήρε νέες απόλυτες διαστάσεις. Στην ύπαιθρο οι Γερμανοί έκαιγαν κατά εκατοντάδες τα χωριά και προκαλούσαν εκατόμβες όπως εκείνη των Καλαβρύτων. Προοδευτικά τη θέση τους σε πολλές περιοχές έπαιρναν τα Τάγματα Ασφαλείας, συνεισφορά της κυβέρνησης Ράλλη στην αντικομμουνιστική σταυροφορία και μικρή εγγύηση στα κοινωνικά εκείνα στρώματα που ένιωθαν εύθραυστη την «επιτυχία» τους στο κατοχικό περιβάλλον. Από τις αρχές κιόλας του 1944 η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Το συσσωρευμένο μίσος ξέσπασε σε αναρίθμητες αναμετρήσεις όπου τον λόγο πλέον είχαν τα όπλα και ο θάνατος. Στην ίδια την Αθήνα, όπου πολλοί εξακολουθούσαν να περνούν εξοργιστικά - για τον πολύ κόσμο - καλά, η ατμόσφαιρα έγινε βαριά, πολεμική, θανατηφόρα. Οι μεγάλοι βομβαρδισμοί του Πειραιά τον Ιανουάριο, το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων και η προοδευτική συρρίκνωση των έργων για λογαριασμό των αρχών Κατοχής, γέμισαν την πόλη ανέργους. Οι άστεγοι από τους βομβαρδισμούς συνάντησαν τους πυροπαθείς της υπαίθρου και όσους κατέφευγαν στην Αθήνα για να ξεφύγουν από τη γενικευμένη πλέον σύγκρουση στην ύπαιθρο. Οι τελευταίοι ήσαν κυρίως στρατευμένοι δεξιοί καθώς οι αριστεροί είχαν μάλλον την τάση να καταφεύγουν στα ελεύθερα και ασφαλή γι' αυτούς ορεινά. Από αυτές τις κατηγορίες πληθυσμού, τους άνεργοι, τους πρόσφυγες και τους κατεστραμμένοι που στήριζαν την επιβίωση τους στην κρατική μέριμνα, το Κράτος του Ιωάννη Ράλλη δημιούργησε ένα ισχυρό αντιεαμικό στρατόπεδο, περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες άνθρωποι εντάχθηκαν τότε στα Τάγματα Ασφαλείας. Η Αθήνα, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα έγινε πεδίο μάχης όπου οι δολοφονίες, οι αντεκδικήσεις, οι συγκρούσεις και οι καθημερινές συμπλοκές ήταν ο κανόνας. Ο φανατισμός μάλιστα θέριευε όσο ερχόταν πιο κοντά η ώρα της αποχώρησης των Γερμανών, τότε δηλαδή που θα κρινόταν το πολιτικό και κοινωνικό μέλλον της χώρας Στις παρυφές του αθηναϊκού κέντρου, εκεί όπου άρχιζαν οι συνοικίες των προσφύγων και των εργαζόμενων, οι κρεμασμένοι από τους στύλους και τα φανάρια του ηλεκτρικού έγιναν οικείο διακοσμητικό στοιχείο, χαρακτηριστικό μιας πόλης διαιρεμένης μέχρι θανάτου - ίσως και περισσότερο. Το καλοκαίρι του 1944 η εξαχρείωση και η απόλυτη παράδοση στη βία είχε φθάσει στο απόλυτο στην ακόμα κατεχόμενη Αθήνα. Η ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου στο πολιτικό προσκήνιο της Μέσης Ανατολής, αλλά και η επικείμενη απελευθέρωση της Ελλάδας, συρρίκνωσε και εκμηδένισε το κύρος της κυβέρνησης Ράλλη, αφήνοντας ολότελα ανεξέλεγκτες τις δυνάμεις που η ίδια είχε δημιουργήσει. Στην Αθήνα, ο συντονισμός του αντιεαμικού στρατοπέδου γινόταν πλέον περισσότερο από τη «Χ» και τις ανάλογες οργανώσεις, παρά από τους κυβερνητικούς παράγοντες. Τα Τάγματα Ασφαλείας δρούσαν πλέον και αυτά ως συμμορίες. Στην πόλη, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, η ιδέα της ουδετερότητας ή έστω της μετριοπάθειας είχε χαθεί. Τα αντίπαλα στρατόπεδα είχαν με ακρίβεια προσδιοριστεί και το μεταξύ τους διάστημα είχε ολότελα αδειάσει. Δεν υπήρχε απληροφόρητος ή αφελής στην τ0ότε Ελλάδα, στην τότε Αθήνα. Οι άνθρωποι ήξεραν με ακρίβεια τι ήθελαν, που εντάσσονταν, τι σκοπό εξυπηρετούσαν. Ήξεραν δε το τίμημα για τις επιλογές τους αυτές. Τίμημα που, στο τότε κλίμα, μπορούσε, απόλυτα φυσικά, να είναι η ίδια τους η ζωή. Ήταν μία εποχή που εμείς, πολλά χρόνια μετά, με τελείως διαφορετικές εμπειρίες δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε, ακόμα δε περισσότερο να σεβαστούμε στα μέτρα, στα πάθη, στις αλήθειες της...

ΓΙΩΡΓΟΣΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ 7 ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 9/3/2003 ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ


from ανεμουριον https://ift.tt/2Oa6FHc
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη