Ρωμανός Α Λεκαπηνός (920-944)

Ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός ή Λακαπηνός (920, Λέκαπα Καππαδοκίας-Πρώτη Πριγκιπόνησων, 944) υπήρξε ένας από τους ικανότατους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Διέθετε εξαιρετικές πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές ικανότητες. Ως χαρακτήρας ήταν δραστήριος, σταθερός, συνετός και μετριοπαθής. Επίσης, διέθετε μια από τις πιο σπουδαίες αρετές ενός ηγέτη, δηλαδή, την ικανότητα εκλογής ικανών συνεργατών, όπως ο «πρωτοβεστιάριος» και αργότερα «παρακοιμώμενος» Θεφάνης και ο έξοχος στρατηγός Ιωάννης ο Κουρκούας, ο οποίος το 923 διορίστηκε από τον Ρωμανό «δομέστικος των σχολών», δηλαδή, αρχιστράτηγος. Μερικοί σύγχρονοι μας, ιστορικοί θεωρούν τον Ρωμανό Λεκαπηνό, ως το μεγαλοφυέστερο Βυζαντινό αυτοκράτορα. Παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε με αυτή την άποψη, όμως, είναι αναμφισβήτητο ότι κατά την εποχή της βασιλείας του επιτεύχθηκε η ομόνοια της Εκκλησίας, αποκαταστάθηκαν καλές σχέσεις με τη Ρώμη και η ειρήνη με τη Βουλγαρία μετά από μακρόχρονους πολέμους. Το κυριότερο, όμως, επίτευγμα του Ρωμανού Α’ υπήρξε η αποκατάσταση του ασιατικού συνόρου.

ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ. ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΕΩΝ (927)

Οταν ο Συμεών πληροφορήθηκε ότι ο Ρωμανός Α’ ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο (το 920), καταλήφθηκε από οργή γιατί έβλεπε να ματαιώνονται τα σχέδια του οριστικά. Γι' αυτό το λόγο ζητούσε σε μια επιστολή του προς τον Πατριάρχη Νικόλαο την απομάκρυνση του Ρωμανού από το θρόνο. Ο Νικόλαος του απάντησε ότι ζητούσε αδύνατα πράγματα, εάν πίστευε ότι ήταν δυνατόν να καθαιρεθεί ο πανίσχυρος Ρωμανός. Ο Συμεών αντί άλλης απάντησης, εισέβαλε το θέρος του 921 στη Θράκη και προχώρησε μέχρι τους Κατασύρτες. Αποκρούστηκε, όμως, κοντά στη Θερμόπολη. Το επόμενο έτος (922), βουλγαρικά στρατεύματα πυρπόλησαν τα ανάκτορα των Πηγών. Το 923, ο Συμεών επανέλαβε τις επιδρομές του, πολιόρκησε και κατέλαβε την Αδριανούπολη, την οποία, όμως, σχεδόν αμέσως ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί. Στη συνέχεια, ο Συμεών επεδίωξε και πέτυχε να συνάψει συμμαχία με τους Άραβες της Αιγύπτου (Φατιμίδες) με σκοπό να επιτεθούν από κοινού κατά της Κωνσταντινούπολης. Όμως, ο Ρωμανός με δώρα και υποσχέσεις διέσπασε τη συμμαχία και απέτρεψε την επίθεση κατά της πρωτεύουσας και από την ξηρά και από τη θάλασσα. Κατά το Σεπτέμβριο του 924, ο Συμεών εξεστράτευσε με όλο του το Στρατό και αφού λεηλάτησε σύμφωνα με την πάγια συνήθεια του την πολύπαθη γη της Θράκης έφτασε μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά για δεύτερη φορά ο Συμεών θαμπώθηκε από τη μεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινούπολης και δίστασε να επιχειρήσει επίθεση και ζήτησε να συναντήσει τον αυτοκράτορα. Πράγματι, η συνάντηση έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου του 924 στο Κοσμίδιο και αποτελεί μια από τις δραματικότερες σκηνές της Ιστορίας. Στα πρόσωπα των δύο αυτών ηγετών εκπροσωπούνται δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι κόσμοι: Από τη μία πλευρά ο Συμεών που εκπροσωπούσε το βαρβαρικό κόσμο της αλαζονείας, ενώ από την άλλη ο Ρωμανός Α’ που εκπροσωπούσε τον ήμερο και πολιτισμένο ελληνοχριστιανικό κόσμο. Και ενώ ο Βούλγαρος ηγεμόνας προσήλθε με πολυτελή φρουρά, που την αποτελούσαν στρατιώτες «χρυσάσπιδες» και «αργυράσπιδες», για να προκαλέσει εντύπωση, αντίθετα ο Ρωμανός, αφού προσευχήθηκε στο ναό των Βλαχερνών, καταβρέχοντας με δάκρυα το άγιο έδαφος, υποδέχτηκε στην αποβάθρα κοντά στο Κοσμίδιο τον υπερφίαλο Βούλγαρο το ωμοφόριο «ώσπερ τινά θώρακα αδιάρρηκτον περιβαλλόμενος». Οι χρονογράφοι, παραθέτουν το κείμενο της ομιλίας του Ρωμανού Α’, ο οποίος είπε περίπου τα εξής: «Είσα θνητός, σε περιμένει ο θάνατος και η κρίση. Σήμερα ζεις και αύριο θα πεθάνεις. Ένας πυρετός θα στραγγίσει την περηφάνειά σου. Όταν θα βρεθείς μπροστά στον Θεό τι θα απολογηθείς για τις άδικες σφαγές;». Τι συζητήθηκε σ' αυτή τη συνάντηση; Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χρονογράφων, ο Ρωμανός ζήτησε από τον Συμεών ειρηνική πολιτική και ο Συμεών «κατένευε την ειρήνην ποιήσασθαι» (Λέων Γραμματικός). Δεν συνομολογήθηκε μεταξύ τους γραπτή συνθήκη, αλλά συμφώνησαν προφορικά οι μεν Βυζαντινοί να καταβάλουν χρήματα μαζί με τα «μεγαλοπρεπή δώρα» που δίδονταν σύμφωνα με πάγια συνήθεια της βυζαντινής αυλής, οι δε Βούλγαροι να αποδώσουν τα ελληνικά εδάφη που είχαν καταλάβει. Δεν επρόκειτο, όμως, να τηρήσει τις υποσχέσεις του ο Βούλγαρος ηγεμόνας, ο οποίος αφού διεπίστωσε ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει κύριος του Βυζαντινού Κράτους, άρχισε με άλλους τρόπους να επιδιώκει την πραγματοποίηση των υπερφίαλων φιλοδοξιών του. Πρώτα-πρώτα, άρχισε να ονομάζει τον εαυτό του «βασιλέα Ρωμαίων» ή «Βουλγάρων και Ρωμαίων» και στη συνέχεια, απέσπασε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τη Βουλγαρική Εκκλησία. Μετά το θάνατο του Συμεών (27 Μαΐου 927), κατέρρευσαν οι εφήμερες βουλγαρικές κατακτήσεις και διαλύθηκε το όνειρο της παγκόσμιας επικράτησης, του οποίου προϋπόθεση ήταν το βυζαντινό, αυτοκρατορικό στέμμα.
Ο γιος και διάδοχος του Πέτρος ακολούθησε φιλειρηνική, πολιτική με το Βυζάντιο, η οποία, μάλιστα, επισφραγίστηκε με το γάμο του με τη Μαρία τη Λεκαπηνή, εγγονή του γιου του Χριστόφορου. Ο γάμος τελέστηκε με λαμπρότητα στο Ναό της Θεοτόκου Πηγής στις 8 Οκτωβρίου του 927. Σύμφωνα με την ειρήνη, οι Βυζαντινοί πέτυχαν από εδαφικής πλευράς την επάνοδο στα προ του 823 σύνορα και την απόδοση των πόλεων του Εύξεινου Πόντου, Μεσημβρίας, Αγχιάλου και Σωζόπολης. Σε αντάλλαγμα, ο Ρωμανός ανέλαβε την υποχρέωση ετήσιας παροχής δώρων και αναγνώρισε στον Πέτρο, τον τίτλο του βασιλιά των Βουλγάρων. Έτσι, η μετριοπαθής πολιτική του Ρωμανού Α’ είχε τελικά ως αποτέλεσμα να διαμορφωθούν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, οι οποίες διατηρήθηκαν επί πολλές δεκαετίες. Σιγά - σιγά, η Βουλγαρία περιήλθε στη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου. Η ένταξη της στο βυζαντινό πολιτισμό έφτασε τώρα στο αποκορύφωμα.

ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ

Η αποκατάσταση της ειρήνης με τους Βουλγάρους (927), έδωσε τη δυνατότητα στους Βυζαντινούς να αφιερώσουν τις δυνάμεις τους στον αγώνα κατά των Αράβων της Ασίας, οι οποίοι αποτελούσαν μόνιμη απειλή. Ήδη, από το 922, ο Ρωμανός Α’ είχε διορίσει δομέστικο των Σχολών της Ανατολής (ήτοι αρχιστράτηγο) το φίλο του Ιωάννη Κουρκούα. Το 924, ο βυζαντινός στόλος, ο οποίος είχε ενισχυθεί από τον Ρωμανό, συνέτριψε κοντά στη Λήμνο τον αραβικό στόλο, του οποίου αρχηγός ήταν ο αρνησίθρησκος Λέων Τριπολίτης. Με τη νίκη αυτή, ο βυζαντινός στόλος αποκατέστησε το βυζαντινό έλεγχο στο Αιγαίο. Το 926 οι Βυζαντινοί είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς ναυτική εκστρατεία κατά της Αιγύπτου. Μετά τη σύναψη της βυζαντινο-βουλγαρικής ειρήνης, οι Βυζαντινοί με αρχηγό τον Ιωάννη Κουρκούα εξαπέλυσαν κατά ξηρά επίθεση κατά των Αράβων. Θέατρο των επιχειρήσεων υπήρξε η Αρμενία και η Μεσοποταμία. Εκεί ο Κουρκούας αναδείχτηκε μέγας στρατηγός. Εισήγαγε κατά τον St. Runciman «χέον πνεύμα εις την ανατολικήν πολιτικήν της Αυτοκρατορίας, πνεύμα θαρραλέας επιθέσεως». Επί είκοσι δύο έτη πολέμησε εκεί ο Κουρκούας και κατόρθωσε να προσαρτήσει στην Αυτοκρατορία εδάφη και πόλεις που είχαν καταληφθεί από τους Άραβες πριν από μακρό χρόνο. Το 927, ο Ιωάννης Κουρκούας εισέβαλε στην Αραβική Αρμενία, αφού κατέλαβε για λίγο το Σαμόσατα. Εκεί υπέταξε πολλές μουσουλμανικές πόλεις. Οι Άραβες δεν μπορούσαν να αντιδράσουν παρά μόνο με επιδρομές, ληστείες και διαρπαγές στη Μικρά Ασία.

ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΡΩΣΩΝ (941 και 944)

Τον Ιούνιο του 941, το Βυζάντιο δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση των Ρώσων, οι οποίοι με επικεφαλής τον ηγεμόνα τους Ιγώρ, νεότερο γιο του Ρούρικ και διάδοχο του αδελφού του Ρούρικ, Όλεγ, αποβιβάστηκαν στη Βιθυνία και λεηλάτησαν τις μικρασιατικές ακτές του Βοσπόρου και του Εύξεινου Πόντου. Η κατάσταση για τον Ρωμανό Α’ ήταν αρκετά δύσκολη, πρώτον, γιατί ο στόλος ήταν απησχολημένος στο Αιγαίο κατά των Σαρακηνών και δεύτερον γιατί ο στρατός, με αρχηγό τον Ιωάννη Κουρκούα βρισκόταν στα ανατολικά σύνορα του κράτους. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, ο Ρωμανός Α’ ανέθεσε τη διεύθυνση των επιχειρήσεων κατά των Ρώσων στον πρωτοβεστιάριο Θεοφάνη, ο οποίος με λίγα πλοία που είχαν μείνει στην Κωνσταντινούπολη έπλευσε κατά των Ρώσων και στην έξοδο του Βοσπόρου προς τη Μαύρη Θάλασσα κατεναυμάχησε τα ρωσικά πλοία με το υγρό πυρ. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού στόλου διέφυγε προς τα νότια και έπλευσε στη Βιθυνία, όπου παρέμεινε επί τρεις μήνες λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις γύρω περιοχές. Δεν μπορούσαν, όμως, να επιχειρήσουν τίποτε το σοβαρό κατά της Κωνσταντινούπολης γιατί τους παρακολουθούσαν από τη θάλασσα ο Θεοφάνης και από την ξηρά ο Βάρδας Φωκάς. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται δύσκολη για τους Ρώσους επιδρομείς, πρώτον γιατί πλησίαζε ο χειμώνας και δεύτερον γιατί άρχισαν να παρουσιάζονται ελλείψεις τροφίμων. Γι' αυτό αποφάσισαν να περάσουν το Βόσπορο και να καταφύγουν στην περιοχής της Θράκης και από εκεί να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Εν τω μεταξύ, ο Ρωμανός Α’ είχε ανακαλέσει από το ασιατικό μέτωπο τον Ιωάννη Κουρκούας, ο οποίος παρακολουθούσε τους αντιπάλους που είχαν αποβιβαστεί στη Βιθυνία. Όταν τα ρωσικά πλοία, χίλια περίπου ως προς τον αριθμό, έφτασαν μπροστά από την Κωνσταντινούπολη για να βγουν στο Αιγαίο, κατεστράφηκαν από τους Βυζαντινούς με το υγρό πυρ (11 Ιουνίου 941). Συγχρόνως, ο Ιωάννης Κουρκούας κατεπολέμησε και εκμηδένισε τους Ρώσους που ήταν στη Βιθυνία, από τους οποίους, ελάχιστοι κατόρθωσαν να σωθούν και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όπου διηγούνταν με φρίκη τον τρόμο που έζησαν από το υγρό πυρ". Τρία χρόνια αργότερα (το 943), ο Ιγκόρ, ο οποίος δεν είχε δεχτεί την ήττα του ως οριστική και τελεσίδικη, επεχείρησε νέα επίθεση από την ξηρά. Συγκέντρωσε μεγάλο στρατό στο Δούναβη, από Ρώσους, Βαράγγους, Πατσινάκες και άλλους, με σκοπό να επιτεθεί και πάλι κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Ρωμανός Α’ ανησύχησε και έστειλε αμέσως πρεσβεία στον Ιγκόρ με πλούσια δώρα και με τη διαβεβαίωση ότι ήταν πρόθυμος να καταβάλει ετησίως στους Ρώσους φόρους, αν παραιτούνταν από την εκστρατεία. Ο Ιγκόρ μετά από κάποιους δισταγμούς πείστηκε, ματαίωσε την εκστρατεία και επέστρεψε στο Κίεβο. Στη συνέχεια, υπογράφτηκε μεταξύ των δύο κρατών, συνθήκη (στις αρχές του 945) με την οποία επικυρώνονταν και ανανεώνονταν παλιότερες συμφωνίες (ιδιαίτερα η συμφωνία του 911). Η συνθήκη του 945, η οποία επρόκειτο να ισχύσει επί μακρό χρονικό διάστημα, συνέβαλε τα μέγιστα στην καλλιέργεια στενότερων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ του Βυζαντίου και των Ρώσων. Όπως εύκολα αντιλαμβανόμαστε στην πραγματικότητα δεν έγινε επιδρομή το 943-944 αλλά μόνο προετοιμασία για επιδρομή.

ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Α

Το τέλος του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα επρόκειτο να είναι τραγικό γιατί ανατράπηκε από τα ίδια τα παιδιά του. Ο μεγαλύτερος γιος του Ρωμανού, Χριστόφορος, που τον προόριζε για διάδοχο του, πέθανε το 931. Οι δύο άλλοι γιοι του Κωνσταντίνος και Στέφανος ήταν άσωτοι και ενδιαφέρονταν μόνο για τις απολαύσεις. Όμως ήταν φιλόδοξοι. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο πατέρας τους στη διαθήκη του όριζε ως πρώτο διάδοχο του τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, αποφάσισαν να αντιδράσουν και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία. Ένα άλλο γεγονός τους παρακίνησε να δράσουν αμέσως. Το Σεπτέμβριο του 944 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η Βέρθα, κόρη του Ούγου της Προβηγκίας για να παντρευτεί τον Ρωμανό, γιο του Κωνσταντίνου Ζ' και εγγονό του Ρωμανού Α’. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από τους δύο γιους του Ρωμανού ως απόδειξη της απόφασης του πατέρα τους να εξασφαλίσει τη συνέχιση της νόμιμης μακεδόνικης δυναστείας. Έτσι, λοιπόν, στις 16 Δεκεμβρίου του 944, ο Στέφανος Λεκαπηνός απήγαγε το γερασμένο πατέρα του από το Ιερό Παλάτιο, τον έριξε σε μια λέμβο και ωσάν να επρόκειτο για στασιαστή, τον μετέφερε στη νήσο Πρώτη, της Προποντίδας, όπου αναγκάστηκε να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Εκεί επρόκειτο να τερματίσει τη ζωή του εξόριστος και ταπεινωμένος ,ο άνθρωπος, ο οποίος υπήρξε μια από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες της Βυζαντινής Ιστορίας.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ


from ανεμουριον https://ift.tt/34H0Cjx
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη