Έλλη Λαμπέτη (1926, Βίλια - 1983, Νέα Υόρκη)

«Ναι, είμαι φυγόπονη - δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Φυγόπονη κι αναβλητική. Δεν έκανα στη ζωή μου πράγματα που έπρεπε να ξέρω ότι δεν θα τα κάνω ποτέ αν δεν τα κάνω τώρα. Στη δουλειά μου κυρίως. Είχα πολλά να κάνω στη δουλειά μου και δεν τα έκανα. Πέντε τάλαντα μού ΄δωσε ο Θεός και τα πέντε του τα επιστρέφω. Δεν τα αξιοποίησα. Δεν καλλιέργησα το ταλέντο μου για να καρποφορήσει όπως έπρεπε...» (Έλλη Λαμπέτη)

Έλλη Λούκου, ένα απ’ τα λαμπρότερα αστέρια του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Η ηθοποιός που με «τα μικρά σωματικά της αντίδωρα» πρόσφερε απλόχερα το πληθωρικό της ταλέντο στο θεατρικό μας πολιτισμό. Άνθρωπος χαρισματικός, που αφήνοντας το σανίδι είχε ήδη δημιουργήσει ένα «θρύλο». Σήμερα, εξακολουθεί να επηρεάζει τους εκκολαπτόμενους ηθοποιούς και να τέρπει το φανατικό κοινό της. Η Έλλη Λούκου γεννήθηκε το 1926 στα Βίλλια της Αττικής κι έζησε μόλις πενήντα επτά χρόνια, ως το 1983, οπότε άφησε την τελευταία της πνοή στη Νέα Υόρκη. Η πρώτη της προσπάθεια να προσεγγίσει το χώρο του θεάτρου απέτυχε. Όταν ένας θείος της ηθοποιός την παρουσίασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως επίδοξη μαθήτρια, η Λαμπέτη απορρίφθηκε με τη φράση «Σιγά μη χάσουμε την πρωταγωνίστρια!». Έτσι, φοίτησε στη βραχύβια δραματική σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη (που λειτούργησε ένα μόλις χρόνο). Η Λαμπέτη ανέλαβε τον πρώτο της ρόλο μαθήτρια ακόμη (1942), στην κωμωδία «Ταξίδι γάμου» του Ντε Φρις, όπου πρωταγωνιστούσε ο μετέπειτα σύντροφος της, Δ. Χορν. Μετά την αποφοίτηση της ενσάρκωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο ονειρόδραμα του Χάουπτμαν «Η Χάννελς πάει στον παράδεισο» (σκηνοθεσία Μόρντου, σκηνικά Ανεμογιάννη), που ανέβασε το θέατρο «Κοτοπούλη», όπου έπαιξε με τους Δ. Μυράτ, Ρ. Μυράτ, Ειρήνη Πρωτοπαπά, Δ. Παπαγιαννόπουλο, Χ. Τσαγανέα και Μαρίκα Κοτοπούλη. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1946), η Λαμπέτη αποδεικνύει την εσωτερικότητα και το βάθος του ταλέντου της με την έναρξη των σχεδόν «μυθικών» ερμηνειών της στο Θέατρο Τέχνης του Κουν. «Γυάλινος κόσμος» του Τένεσι Γουίλιαμς, «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ, «Ο ανακριτής» του Πρίστλεϊ, «Ματωμένος Γάμος» του Φ.Γ. Λόρκα. Ακολουθεί ένα πλήθος ρόλων που ενσάρκωσε κατά τις εμφανίσεις της στο θίασο «Κατερίνα» και στο θίασο «Κώστα Μουσούρη». Το πολύπλευρο, πηγαίο ταλέντο της έχει πια αναδειχτεί κι έτσι το 1951 βραβεύεται με το έπαθλο Κοτοπούλη που απονέμεται τότε για πρώτη φορά. Το 1955 συνεργάζεται με τον Χορν. Τα αποκυήματα αυτής της συνεργασίας καθιερώνονται ως ανεπανάληπτες επιτυχίες. Στα τρία χρόνια που ακολουθούν το ζευγάρι παρουσιάζει «ανάλαφρα» κι ευχάριστα έργα στο θίασο «Κεντρικόν» που έχει το ίδιο ιδρύσει. Το 1959 η Λαμπέτη εγκαταλείπει την Ελλάδα και το θέατρο κι ακολουθεί στην Αμερική τον Φρεντερίκ Γουέικμαν, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε. Απ’ το 1961 και για είκοσι χρόνια (ως το 1981) εμφανίζεται στο θέατρο σποραδικά. Το 1969 προσεβλήθη απ’ την επάρατη αρρώστια και ως το θάνατο της ήταν καρτερική και γενναία. Η Λαμπέτη είχε εθιστεί στην καρτερικότητα, αφού εκτός απ' τους γονείς της είχε χάσει και τα πέντε αδέρφια της. Η Λαμπέτη εμφανίστηκε και στον κινηματογράφο, σε παλιές όμορφες ταινίες, η ποιότητα των οποίων έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα αλώβητη, έτσι ώστε προκαλούν ακόμη τη συγκίνηση και τη νοσταλγία. Ο πρώτος της κινηματογραφικός ρόλος ήταν οι «Αδούλωτοι σκλάβοι» (1946), του Β. Παπαμιχάλη, Χαρακτηριστική ήταν η ερμηνεία της στα «Ματωμένα Χριστούγεννα» και τη σπονδυλωτή δημιουργία του Γ. Τζαβέλλα «Η κάλπικη λίρα». Οι ταινίες, όμως, που την καθιέρωσαν και την «απογείωσαν» στον κινηματογράφο ήταν οι δημιουργίες του Μ. Κακογιάννη «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1953), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956) και το «Τελευταίο ψέμα» (1958). Ας δούμε όμως τις κριτικές του Αγγέλου Τερζάκη, του Μάριου Πλωρίτη και της Ελευθερίας Ντάνου για ισάριθμους θεατρικούς ρόλους της καριέρας της. Ο Αγγ. Τερζάκης σχολιάζει την ερμηνεία της Λαμπέτη στο ρόλο της Κάθριν Σλόπερ στο έργο «Η κληρονόμος» των Ρουθ και Γκετς, που ανέβασε στις 5.10.1949 ο θίασος Κώστα Μουσούρη. Το απόσπασμα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 7.10.1949: «Ο χαρακτήρας της ηρωίδας έχει διαγραφεί καλά, με διακυμάνσεις λεπτότατες και σταθερό χέρι. Η δεσποινίς Λαμπέτη, που την ενσάρκωσε, σημείωσε έναν αληθινό δικαιολογημένο θρίαμβο. Είχε την ευαισθησία και την εσωτερική ειλικρίνεια που απαιτούσε ο ρόλος». Εξάλλου, ο Μάριος Πλωρίτης (σύζυγος της ηθοποιού απ’ το 1950 ως το 1953) γράφει στην «Ελευθερία» (24.2.1965) για την ερμηνεία της Λαμπέτη ως Μπλανς στο «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Γουίλιαμς: «...προσδοκούσαμε πάντοτε το έργο και το ρόλο που θα ήταν ευθέως (και όχι αντιστρόφως) ανάλογος με τις τόσο πλούσιες και πολύμορφες δυνατότητες της. [...] Την τραγική «ελεεινή μορφή» της Μπλανς Ντυ Μπουά έστησε η Λαμπέτη με μοναδική «ευγλωττία» στη σκηνή των Διονυσίων. Απ’ την πρώτη εμφάνιση της ως τη στερνή, οικτρή «έξοδο» της, ήταν η Μπλανς Ντι Μπουά, ως την τελευταία ίνα της με απόλυτη συνέπεια, διείσδυση ένταση. [...] Στην τραγικωμωδία αυτή που παίζει η Μπλανς, η Λαμπέτη έδωσε άπειρες αποχρώσεις, λεπτότατους κυματισμούς, νευρική δόνηση, οδυνηρότατο πάθος. Το δίχως άλλο, η Μπλανς της Έλλης Λαμπέτη είναι μία κορυφή στην ιστορία όχι μόνο της ίδιας αλλά και του θεάτρου μας». Η Έλλη Λαμπέτη πραγματοποιεί την τελευταία θεατρική της εμφάνιση αναλαμβάνοντας το ρόλο μίας κωφάλαλης στο έργο «Σάρα, τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού», του Μέντοφ. Γράφει η Ελευθερία Ντάνου στη «Νέα Πορεία» στις 24.04.1981: «Δεν ξέρω αν η κωφάλαλη Αμερικανίδα ηθοποιός που πρωτόπαιξε το έργο ήταν τόσο συναρπαστική όσο η Έλλη Λαμπέτη που είχε συνείδηση και των δύο κόσμων: του ήχου και της σιωπής. Η Αμερικανίδα έκανε μία ρεαλιστική εμφάνιση. Έπαιζε αυτό που ήταν. Πράγμα όχι πολύ δύσκολο.Η Λαμπέτη παράστησε, υποδύθηκε, ερμήνευσε μας αιφνιδίασε με την εκμάθηση της γλώσσας των σημάτων και του άφωνου ρόλου της. Ήταν έκτακτη σε κάθε της έκφραση. Με το ρόλο αυτό δημιούργησε μια νέα σελίδα στην προσφορά της στο Θέατρο». Αυτή, λοιπόν, ήταν η Έλλη Λούκου, μία ηθοποιός που δεν υποδυόταν το ρόλο της, αλλά τον ζούσε, μία ηθοποιός που με τη χαρακτηριστική φωνή και τα πελώρια μάτια της κυοφορούσε την έκσταση μέσα απ' τη μοναδικότητα και την πληθωρικότητα του υποκριτικού της ταλέντου. Πραγματικά, θα άξιζε να χαρακτηριστεί κάποια έστω πτυχή του θεάτρου με το όνομα της, όπως η μυθική κόρη της Νεφέλης στιγμάτισε για πάντα το στενό που χωρίζει την Ασία από την Ευρώπη, τον Ελλήσποντο. Γιατί αν όχι οτιδήποτε άλλο, τουλάχιστον απέδειξε ότι ηθοποιός σημαίνει φως.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΟΥΤΑ «ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ» ΕΚΔΟΣΗ «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» 2003


from ανεμουριον https://ift.tt/2l3g5cT
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη