Αιμίλιος Βεάκης (1884, Πειραιάς - 1951, Αθήνα)

Πώς σ' αγαπώ! με την ψυχή, το νου και την καρδιά! / Με τη βαθιά την αίστηση και τον τρανό τον πόθο! / Και νοιώθω την αγάπη μου σα θάλασσα πλατιά / κ' ένα μεθύσι ερωτικό στην θύμηση σου νοιώθω. // Κι είσαι κοντά μου και παντού και γύρω μου κ' εντός μου / κ' είσαι στον Φοίβου τη θωριά, στου φεγγαριού το φως. / Για ολόρθη μπρος στα μάτια μου, για πλαγιασμένη εμπρός μου / κ' ολόγυμνη, όπου ο πόθος μου σ' αποζητά ο κρυφός. // Και πότε στον απέραντο τον κάμπο κάτω απ' τ' άστρα / πότε στη βάρκα τη μικρή με το λευκό πανί / και πότε πάλι —ω σκέψη μου πλάνα κι αναγελάστρα / στην έρμη καμαρούλα μου σε νύχτα σκοτεινή. // Και κάτω απ' το λιγόφωτο κοκκινωπό καντήλι / θωρώ ν' αχνοροδίζει μου ροδόπλαστη αγκαλιά / κι αργά τρεμοζυγώνοντας τα φλογισμένα χείλη / του πόθου πίνω το κρασί σ' αμέτρητα φιλιά. // Κι αν έρθ' η αυγή, μονάχο μου, χλωμό να με φωτίσει / δεν θάναι πόνου σπαραγμός που μέσα μου θα ζη, / εγώ, με της αγάπης μου το ερωτικό μεθύσι, / θα λέω πως επεράσαμε τη νύχτα μας μαζύ. («Ερωτικό μεθύσι» τον Αιμίλιου Βεάκη, από τη συλλογή ποιημάτων του «Τραγούδια της Αγάπης και της Ταβέρνας» —από τα ιδιωτικά αρχεία του Π. Βεάκη.).
Μύστης του Διονύσου, εμπνευσμένος δημιουργός, ποιητής της ζωής, στοχαστής της πραγματικότητας και ενσαρκωτής της θεατρικής μετουσίωσης είναι τα κεντρικά στοιχεία που συνθέτουν την πολυεδρική και πολύπλευρη προσωπικότητα του Αιμίλιου Βεάκη. Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Δεκεμβρίου 1884. Το θεατρικό ξεκίνημα της οικογένειας Βεάκη, το βρίσκουμε στον παππού του, ο οποίος εκτός από λόγιος και νομομαθής επιστήμων, ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του Νικόλαος Βεάκης ήταν αντιπρόσωπος του «Λόυδ Τριεστίνο» και η μητέρα του Αιμιλία το γένος Μέξη, ήταν βαρόνη στην Τεργέστη και συνάμα μία από τις πιο φωτισμένες γυναίκες της εποχής της. Μουσικός, ποιήτρια, ερασιτέχνης ηθοποιός στην Ιταλία, πέθανε από επιλόχειο πυρετό σαράντα μόλις μέρες από τη γέννηση του γιου της, γι' αυτό και του δώσανε το όνομα της. Σε ηλικία 3 ετών, ο μικρός Αιμίλιος χάνει και τον πατέρα του, και ανατρέφεται στα χέρια των θείων του, οι οποίοι τον προορίζουν για διάδοχο τους στο ξυλεμπόριο. Ο Βεάκης όμως από τα πρώτα κιόλας παιδικά του χρόνια, άρχισε να εκδηλώνει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, έγραφε ποιήματα, ζωγράφιζε, διοργάνωνε παραστάσεις με τους φίλους του, όπου σ' αυτές ένιωθε και την πιο μεγάλη ικανοποίηση. Οι θείοι του παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις αυτές και ανησυχούσαν. Εκείνος για να τους καθησυχάσει γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου (έχοντας σαν καθηγητή στη ζωγραφική τον Δημήτρη Χατζή), ενώ παράλληλα φοίτησε και στο Γυμνάσιο (αυτές τις πληροφορίες αναφέρει ο Αρτέμης Μάτσας στο βιβλίο τον «Μεγάλες Θεατρικές Οικογένειες»). Βρισκόμαστε στα 1900. Η Δραματική Σχολή του «Βασιλικού Θεάτρου» προκηρύσσει εξετάσεις και υποψήφιος τους είναι και ο Αιμίλιος Βεάκης. Καθηγητής του γίνεται ο Θωμάς Οικονόμου. Η Σχολή όμως κλείνει μετά από λίγο καιρό και ο Βεάκης βγαίνει αμέσως στα «παλιοσάνιδα της σκηνής» (όπως λέει ο ίδιος στο ημερολόγιο του) σε ηλικία 17 ετών με το θίασο της Ευαγγ. Νίκα στο Βόλο, την άνοιξη του 1901, με την κωμωδία του Σαρντού «Ποιους βάζουμε στα σπίτια μας». Με τον ίδιο θίασο πρωτοπαίζει στην Αθήνα (13.7.1901) τη φάρσα του Φεντώ «Σαμπινιόλ με το Στανιό» και ξεχώρισε αμέσως στο μικρό μπούφικο ρόλο του, ενός φτωχού δασκάλου με μακριά και αχτένιστα μαλλιά! Το ίδιο καλοκαίρι ετοιμάζονται να ανοίξουν τις αυλαίες τους η «Νέα Σκηνή» και το «Βασιλικόν», και ενώ τον ζητούν και τα δύο θέατρα, εκείνος προτιμάει την επαρχία. Δεκατρία χρόνια παίζει θέατρο επάνω σε πρόχειρα σανίδια, σε πατάρια, στημένα μες σε αυλές και σε καφενέδες. Σ' αυτό το «φτωχό θέατρο» θητεύει και αντρώνεται καλλιτεχνικά, ασκώντας το ταλέντο του σε αμέτρητους ρόλους και αυτή η συνεχής αλλαγή του ρεπερτορίου, του διευρύνει τους γνωστικούς του ορίζοντες. Σ' αυτά τα δεκατρία χρόνια, δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε με ακρίβεια το θεατρικό του μονοπάτι. Το 1901-1902 είναι με τη Μελπομένη Κωνσταντινοπούλου και ερμηνεύει μικρούς ρόλους. Ο ίδιος μας βεβαιώνει, πως εργάζεται ως το 1907 στο Μακεδονικό Αγώνα, δίνοντας παραστάσεις που τονώνανε το εθνικό φρόνημα. Σ' αυτή την περίοδο παντρεύεται την ηθοποιό Μαρία Ράμφου, κόρη του ηθοποιού Γιάννη Ράμφου, που όλα τα μέλη της οικογένειας του ήταν επίσης ηθοποιοί. Το 1908 περιοδεύει στην Κύπρο και στην Καλαμάτα. Επιστρατεύεται στους πολέμους 1912-13 και παίρνει προαγωγή σε λοχία «επ' ανδραγαθία», όπου και τις εμπειρίες του αυτές καταγράφει στο βιβλίο του «Πολεμικαί εντυπώσεις» (1914). Στο πρώτο του κεφάλαιο «ΚΑΤΑ ΤΟΥΡΚΩΝ - Αι πρώται ημέραι» σημειώνει:
«Ευρισκόμην μετά του θιάσου μου εις Δράμαν της Μακεδονίας, όταν ο πολιτικός ορίζων της Βαλκανικής ησθάνθη πίσω από τα βαριά σύννεφα, που τον περιτριγύριζαν, τας πρώτας συγκρούσεις των ηλεκτρικών ρευμάτων. Η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνι είχαν συμμαχήσει. Μεγάλος λόγος εγίνετο περί προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την συμμαχίαν αυτήν αν και πολλά συνετέλουν ώστε να πιστεύεται το εναντίον.
- Η Ελλάς είνε απησχολημένη με την εσωτερικήν της διοργάνωσιν και δεν σκέπτεται να κατέλθη εις αγώνα.
Αυτά είχε δηλώσει ο Βενιζέλος, ο θεός αυτός της Νέας Ελλάδος. Εν τούτοις από ημέρας εις ημέραν τα πράγματα εφαίνοντο καθαρώτερα. Παρά των Βαλκανικών εζητήθη από την Τουρκίαν, η εφαρμογή της Βερολινείου Συνθήκης και η Τουρκία είχεν αρνηθεί.  Ητο μια εποχή που η Τουρκία διευθύνετο από τον τουρκικόν όχλον. Το Σύνταγμα, το οποίον τόσον πρόωρα εδόθη εις έναν λαόν τελείως αμόρφωτον, δεν είχε κάμη άλλο παρά να ανάδειξη δημοκόπους. Οταν η δημοκοπία διευθύνει τας τύχας ενός κράτους, είνε αδύνατον να επικράτηση ποτέ λογική και όταν μία κυβέρνησις στηρίζει την ισχύν της επί του ψεύδους και επι των κολακειών με τας οποίας εσυνήθισε να τρέφη τον φανατικόν και ματαιόδοξον όχλον, είνε αδύνατον εις αυτήν να υπόδειξη εις τον λαόν, την αληθή και ακριβή θέσιν των πραγμάτων. Ο άνθρωπος του λαού της Κραταιάς Τουρκίας, ο τρεφόμενος μόνον με το γάλα του φανατισμού, που τον ποτίζει εν αφθονία, θρησκεία πλημμελής και τρομεραί όσον και γελοίαι παραδόσεις, ο αναγιγνώσκων εφημερίδας από τας οποίας ουδ' επί στιγμήν έλειψεν η κυβερνητική λογοκρισία, θα ήτο φύσει αδύνατον να παραδεχθή μίαν κυβέρνησιν του Ανίκητου Πατισάχ του Αυτοκράτορος των Αυτοκρατόρων, υποχωρούσαν προ των απαιτήσεων των κρατιδίων του Αίμου, χωρίς να φαντασθή, την κυβέρνησιν αυτήν αναφανδόν προδίδουσαν. Αλλά και οι επί της καθαρός δημοκοπίας στηρίξαντες την ισχύν και δημοτικότητα των κυβερνήται, δεν ήτο επίσης δυνατόν να παραδεχθούν μίαν τοιαύτην κρίσιν του λαού των επί της πολιτικής των».
Ο Αιμίλιος Βεάκης είναι ηθοποιός με διαμορφωμένη πολιτική συνείδηση και γνήσια ελληνικότητα. Η προσωπικότητα του πλάθεται μέσα στη γενικότερη δυναμική του περίγυρου. Στην αγωνία του τόπου του και των ανθρώπων. Το βιβλίο του κλείνει με έναν ύμνο για την Ελλάδα και το καθήκον που πρέπει να έχει κανείς για την Πατρίδα. «...Και όμως δεν υπάρχει τίποτα γλυκύτερον από την συναίσθησιν της ευσυνείδητου εκπληρώσεως του ιερού της Πατρίδος καθήκοντος. Ολα τα βάσανα, οι πίκρες, οι πόνοι μιας εκστρατείας περνούν και ξεχνούνται, και τίποτε άλλο δεν μένει στον πολεμιστή, παρά η συναίσθησις αυτής της εκπληρώσεως του ιερωτέρου των καθηκόντων του, και η ανάμνησις των προσφιλών μορφών των συμπολεμιστών του, των συντρόφων του της εκστρατείας, τους οποίους δεν δύναται πλέον να απόσπαση από το πνεύμα του και οι οποίοι του φαίνονται σαν μια άλλη του οικογένεια, που προσωρινώς έχει αποχωρισθή και πολύ γρήγορα θα ξαναρθή...». (αρχεία Π. Βεάκη) Το καινούργιο ξεκίνημα του άρχισε στην Αθήνα με το θίασο Τηλ. Λεπενιώτη - Χριστ. Καλογερικού με το έργο του Ηλ. Βουτιερίδη «Πολιτική που σκοτώνει» (7.7.1914). Επαιξε στο πρώτο έργο του Πιραντέλλο, που ανεβάστηκε για πρώτη φορά, το μονόπρακτο «Η Μέγγενη». Πρωτεϊκός καλλιτέχνης, ανεβοκατεβαίνει όλη την κλίμακα της θεατρικής Τέχνης με την πείρα και την ευλυγισία του πιο εξοικειωμένου ηθοποιού. Το 1915-16 συνεργάσθηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στα έργα «Παναγιά η Κατηφορήτισσα» του Χορν, «Ιουδήθ» του Χέμπελ, «Μήδεια» του Ευριπίδη και «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ (σε σκηνοθεσία Θ. Οικονόμου). Το 1917-18 έπαιξε με την Κυβέλη στο έργο «Ανθή» του Αντρέγιεφ. Η υποκριτική του τέχνη φτάνει να είναι πάνω από όλα πνοή, ένα ωρίμασμα, μια εξέλιξη και ανύψωση, που του έδωσε την ικανότητα να αναδυθεί από το σκοτάδι στ' αστραφτερό φως. Αλλά την οριστική καθιέρωση του ως ο «πρώτος τραγωδός» της εποχής του, θα την αποκτήσει το 1919, στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, που παρουσιάζει η «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου», με σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη. Στον επώνυμο ρόλο, ο Βεάκης, κινώντας μια διαδικασία αυτό-αποκάλυψης, γυρίζοντας πίσω και φτάνοντας ως το υποσυνείδητο, συγκλονίζει το ακροατήριο. Εδώ μιλάμε για υπέρβαση ορίων, για αναμέτρηση σε μια διαδικασία αυτογνωσίας, για ένα παθητικό θάρρος να αποκαλύπτεις τον εαυτό σου και να τον κάνεις να αναδύεται από μέσα σου. Με αυτή την «ανάδυση απ' τα βάθη του εαυτού του» ο Αιμίλιος Βεάκης συνοψίζει τη βαθύτερη αποστολή του. Το 1920 έδωσε παραστάσεις στη Σμύρνη με το έργο «Αρλεκίνος Βασιλιάς» του Λοτάρ και αποθεώθηκε. Πρωταγωνίστησε στα έργα «Αδελφοί Καραμαζώφ», «Εμπορος της Βενετίας», «Αθλιοι», «Ο Επιθεωρητής» «Πατρικό σπίτι», του Δάφνη, «Ο Θάνατος του Περικλέους», του Κορομηλά, ενώ ανέβασε και ένα δικό του έργο «Πλάι στον αρχηγό». Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε με την Κυβέλη στην «Επίθεση» του Μπερνστάιν, «Ανθή» και «Ανάσταση» του Τολστόι. Με προσωπικό θίασο ανέβασε για πρώτη φορά το «Φυντανάκι» του Χορν (1921), ενώ με αφορμή το δράμα «Κατακτητές» η εφ. «Αθήναι» τον χαρακτηρίζει ως τον «μεγαλύτερο καλλιτέχνη της ελληνικής σκηνής». Ο Αιμίλιος Βεάκης στα 35 του χρόνια είναι υπεύθυνος δάσκαλος και συμμετέχει στις αγωνίες των μαθητών του. «... Πρώτη έρχεται η σπουδή... σε όποια τέχνη. Γιατί δεν κάθεστε να φτιάχνετε... εκατό, διακόσια χρόνια μικρά σκίτσα χαρακτήρες δίχως ορισμένη υπόθεση, δίχως έργο... Πάνω σε μια φανταστική, αποσπασματική δράση... ίσα για να τους δείτε ν' αναπνένε να κινούνται, να ζητάνε να ξετυλιχθούνε. Και τότε θα βγει μονάχο του το σχέδιο και το μέτρημα του (Σ. Μακρής, Ν. Εστία από το Βιβλίο του Π. Κυπαρίσση «Βεάκης-Για την ιθαγένεια στην υποκριτική»). Με τον Χριστ. Νέζερ και την Σωτ. Ιατρίδου, ο Βεάκης επιχειρεί περιοδείες. Συνεργάζεται με την Κυβέλη (1924, 1925, 1928) και με την Κοτοπούλη (1925, 1926, 1927). Βαθύς και οργανωμένος στοχαστής, ποιητής της ομορφιάς δημοσιεύει το 1926 τα πρώτα του ποιήματα με τίτλο «Τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας». Δίνεται στο θέατρο έως θανάτου, κυριολεκτικά. Ο ιστορικός Ν. Λάσκαρης στη Ν. Εστία αναφέρει ένα σημαντικό επεισόδιο της θεατρικής του ζωής. «Με δικό του θίασο στο Χαρτούμ, στα 1930, ανεβάζοντας Οιδίποδα Τύραννο, ο Βεάκης αρρωσταίνει. Παρά τις συστάσεις του γιατρού παίζει στην παράσταση με ενέσεις μορφίνης και ακατάσχετη αιματουρία. Και ενώ παίζει, τα σανίδια της σκηνής βάφονται με το αίμα του...». Το 1931 σχηματίζει θίασο με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή, ανεβάζοντας τον «Πατέρα» του Στριντμπεργκ και συνεχίζει με το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο' Νηλ, με τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ και με τα «Σπασμένα φτερά» του Μπόγρη. Η επαναλειτουργία του Εθνικού Θεάτρου (1932) δίνει στον Αιμίλιο Βεάκη την ευκαιρία να υποδυθεί τους κορυφαίους ρόλους της ζωής του. Η δεκαετία 1932-1942, στάθηκε η εποχή της καλλιτεχνικής του ωριμότητας. «Αγαμέμνων» του Αισχύλου, «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, «Αμαξα» του Μεριμέ, «Αννα Κρίστυ» του Ο' Νηλ, «Δαντών» του Μπύχνερ, «Μπόρκμαν» του Ίψεν, «Οθέλλος», «Οιδίπους», «Φυντανάκι», «Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι», «Κύκλωψ» του Ευριπίδη, «Του φτωχού τ' αρνί» του Τσβάιχ, «Ιβάν ο τρομερός», «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ, «Ο Επιθεωρητής», «Αρραβωνιάσματα» του Μπόγρη, «Ρωμαίος και Ιουλιέττα», «Πριν από το Ηλιοβασίλεμα» του Χάουπτμαν, «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου και «Αμλετ» του Σαίξπηρ. Το 1938 πραγματοποιεί το παλιό όνειρο του ερμηνεύει τον «Βασιλιά Ληρ» με ανεπανάληπτο μεγαλείο, συντριβή και απόγνωση. Εμπνευσμένος δημιουργός, μέσα από το σοκ και το ρίγος, απορρίπτοντας τις καθημερινές μάσκες και τους μανιερισμούς, χωρίς τίποτα να κρύβει, εμπιστεύεται τον εαυτό του σε κάτι που πλησιάζει την «αγιότητα», ίσως και το στεφάνι του θείου Πάθους, τοποθετημένο στα άσπρα του μαλλιά να μην είναι μια τυχαία επιλογή. Στη διάρκεια της Κατοχής, αναγκάζεται να αποχωρήσει από το Εθνικό Θέατρο, αφού πρώτα ερμηνεύει τον Οιδίποδα Τύραννο, στο Ηρώδειο (17.7.1941). Τότε συνεργάζεται με την Κατερίνα Ανδρεάδη («Καίσαρας και Κλεοπάτρα» του Σω, «Σουπιά» του Μπαλζάκ και «Φαμπρ 1942», «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου, 1943). Συγκροτεί θίασο με τη Βάσω Μανωλίδου, τον Γ. Παππά και τον Ν. Δέντρωμα («Θαμπά τζάμια» της Όλγας Πριτελάου 1943, «Νειάτα» του Μαξ Χάλμπε, «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», 1944), ενώ συνεργάζεται πάλι με την Κατερίνα Ανδρεάδη και πρωταγωνιστεί στα έργα «Κυρία δε με μέλει» του Σαρντού, «Μάγδα» του Σούντερμανν και «Μις Μπα» του Μπεζιέρ. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι δύσκολα. Ο Αιμίλιος Βεάκης χάνει τη θέση του καθηγητή στο Ωδείο Αθηνών, το μοναδικό πόρο της ζωής του, διώκεται και ταπεινώνεται. Μετά τα Δεκεμβριανά του 1944, ακολουθεί το ΕΑΜ στην υποχώρηση του και δίνει παραστάσεις στις πόλεις που περνά. Πολύτιμος συμπαραστάτης της ζωής του είναι η ηθοποιός Σμαράγδα Μπόλλα, η δεύτερη σύζυγος του, την οποία και λάτρεψε. Το ποίημα του «Πιστή Ρεβέκκα», το αφιέρωσε στη λατρευτή σύντροφο της ζωής του.
Είσαι το φως κ' η Αλήθεια μου η πιστή. / Κλείνω τα μάτια κ' έρχομαι κοντά σου. / Στην όχτη φέρε με, στην άμμο τη ζεστή / που αργοκυλούν τα νάματα. // Και στης Αγάπης τον Ιορδάνη, έλα εσύ, / τη λέπρα της κακίας να μου πλύνεις / απ' την ψυχή, με την υδρία σου τη χρυσή / χύνοντας το νερό της Καλωσύνης!
Καρποί της σχέσης του Αιμίλιου Βεάκη με τη Σμαράγδα, είναι τα τρία τους παιδιά, η Μαρία, ο Γιάννης και ο Δημήτρης, που αργότερα κληρονομούν τη δημιουργική τέχνη του πατέρα τους και ακολουθούν το θεατρικό μονοπάτι. Το καλοκαίρι του 1945 συνεργάζεται με τους «Ενωμένους Καλλιτέχνες», και τον επόμενο χρόνο στο θέατρο «Βρεττάνια» με τον Γ. Παππά. Το 1947, λυπημένος και κουρασμένος από τις διώξεις, αποσύρεται από τη σκηνή, και ζητεί τη σύνταξη του. Του απονέμεται μια φτωχή σύνταξη «λόγω γήρατος»... Παράλληλα με τη θεατρική του σταδιοδρομία, ο Αιμίλιος Βεάκης έχει παίξει στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου «Το λιμάνι των δακρύων», «Αστέρω» (1929), «Η Φωνή της καρδιάς» (1942) και αργότερα τα «Αρραβωνιάσματα» (1949). Οι συλλογές ποιημάτων του - Τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας— Δερβενοχώρια, τα πεζά έργα του, Πολεμικές Εντυπώσεις 1912-13 - Παράσιτα και τα θεατρικά του έργα —Πλάι στον αρχηγό η Ρηνούλα - Επτά εκατομμύρια εισόδημα - Ζητώντας πρωταγωνίστρια, καθώς και η θεατρική διασκευή - Ταπεινοί και καταφρονεμένοι, θεωρούνται πλουσιότατο πνευματικό υλικό. Το 1949, γεμάτος ορμή διακόπτει την πενιχρή σύνταξη του και εμψυχώνει το νεανικό «Ρεαλιστικό θέατρο», αρχίζοντας με το έργο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Περγιάλη, συνεχίζει με το «Χρυσάφι» του Ο' Νηλ και το «Σχολείο Γυναικών» του Μολιέρου. Ο Θεοτοκάς, στη δεύτερη διεύθυνση του τον ξαναφωνάζει στο Εθνικό Θέατρο. Παίζει στη «Δάφνη Λωρεόλα» του Μπράιντι και τους «Τρεις κόσμους» του Δίον. Ρώμα. «Ηθελε να πεθάνει στη σκηνή. Το έλεγε και το ξανάλεγε αυτό, όταν έπαιζε στη "Λωρεόλα"». Ηθελε να τον βρη ο Θάνατος εκεί, όταν έκλεινε η αυλαία. Και κάθε φορά μου έλεγε λυπημένος: Δεν πέθανα ούτε σήμερα...» (Κυβέλη, Επιθεώρηση Τέχνης). Στις 13 Μαίου 1951 παίρνει μέρος στην εναρκτήρια θεατρική εκπομπή του ραδιοφώνου και ερμηνεύει την τελευταία σκηνή του «Οιδίποδα Τυράννου» και το «Κύκνειο άσμα» του Τσέχωφ. Ενα μήνα αργότερα, στις 29 Ιουνίου 1951 ο Αιμίλιος Βεάκης πεθαίνει από εγκεφαλική συμφόρηση και αφήνει τη σκηνή, που πάνω σ' αυτήν περπάτησε με την απλότητα και την ταπεινοφροσύνη των αγίων. Εάν κεντρικά στοιχεία των μυητικών τελετών είναι ο πλασματικός θάνατος και η πνευματική αναβίωση του μύστη που «πεθαίνει» στην παλιά του κατάσταση κι ανασταίνεται σε μια υψηλότερη σφαίρα, τότε αυτή τη μυητική αναβίωση στο χώρο της θεατρικής Τέχνης, τη σημαδεύει με τα λόγια του ο Αιμίλιος Βεάκης: 
«Η Τέχνη είναι εβδομήντα στα εκατό μελέτη... δεν μπορούμε να τα φορτώνουμε όλα στο ταλέντο και στην έμφυτη δεξιοτεχνία. Είμαι εξήντα επτά χρονών και τα πενήντα τα πέρασα πάνω στο σανίδι... Κι όταν παίζω και τον πιο μικρό ρόλο, κάθομαι μερόνυχτα και τον δουλεύω σα να πρωταρχίζω... ώσπου να τον νιώσω μέσ' στο αίμα μου». (Αιμ. Βεάκης, Ν. Εστία, από αυτήκοο μάρτυρα Σ. Μακρή)
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΖΩΤΟΣ «ΕΛΛΑΔΑ 20ός ΑΙΩΝΑΣ» ΕΚΔΟΣΗ «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ»


from ανεμουριον https://ift.tt/2PX0WFp
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη