ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλοί τρόποι για να διανύσει ένα έργο και η ανάμνησή του την απόσταση του χρόνου και να φτάσει ώς τον αναγνώστη. Το ίδιο συμβαίνει και με την επιβίωση της μνήμης του συγγραφέα. Ανάμεσα στους πιο ιδιάζοντες και ενδιαφέροντες είναι η υποδοχή και η φιλοξενία τους, η δεξίωση έργου και συγγραφέα, από ένα άλλο λογοτεχνικό κείμενο. Στην πρώτη περίπτωση, εκείνη του έργου, το νεότερο κείμενο διαλέγεται με το παλαιότερο, το αποδέχεται ή το απορρίπτει, το μιμείται, το μεταμορφώνει, το παρωδεί (αυτό το τελευταίο δεν σημαίνει πάντοτε ότι το σατιρίζει· υπάρχει και η μη σατιρική παρωδία)· ενσωματώνει αυτούσια ή μεταπλασμένα αποσπάσματά του και τα εντάσσει στον δικό του κόσμο,
Η ΚΑΙ-ΤΣΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ «Η ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΗ ΤΩΝ ΤΑΚΟΥΝΙΩΝ» ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ «ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΑΛΛΟΦΥΛΩΝ». ΣΚΙΤΣΟ ΤΗΣ Μ. ΣΚΑΡΠΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ».
χρησιμοποιεί τρόπους της ποιητικής και της θεματικής του, κ.λπ. Η διαλεκτική αυτή σχέση, η διακειμενική συμπεριφορά των κειμένων, πηγάζει από ποικίλες αισθητικές και ιδεολογικές αφορμές και αποβλέπει σε διάφορους αντίστοιχους σκοπούς. Στην περίπτωση πάλι του συγγραφέα, το κείμενο που τον φιλοξενεί, τον απομακρύνει λιγότερο ή περισσότερο από την πραγματικότητα, τον μεταφέρει στον κόσμο της φαντασίας και από ιστορικό πρόσωπο τον μεταλλάσσει σε πρόσωπο του μύθου. Η έκταση και η ένταση αυτής της αλλαγής ποικίλλουν και κυμαίνονται ανάμεσα στην αληθοφάνεια μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας και την πλασματικότητα ενός μυθιστορήματος.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ - ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Ο Γιάννης Σκαρίμπας, εξαιτίας ίσως της ιδιότυπης συμπεριφοράς του, αλλά και εκείνης των ηρώων του, αξιώθηκε πολύ νωρίς να μεταφερθεί ως λογοτεχνικό πρόσωπο σε ανάλογα κείμενα. Ετσι π.χ. έχουμε τη μυθιστορηματική βιογράφηση μιας μέρας από τη ζωή του στο γλαφυρό αφήγημα του Τόλη Καζαντζή, «Μια μέρα με τον Σκαρίμπα», τη μυθιστορηματική βιογραφία «Σκαρίμπας» του Γιώργου Παπαστάμου και την εμφάνισή του ως κυρ-Γιάννης στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη, «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους». Ομως η πιο γοητευτική δεξίωση του Σκαρίμπα και του έργου του γίνεται από το βιβλίο «Λιμενάρχης Ευρίπου» του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
Ο «Λιμενάρχης Ευρίπου» συνεχίζει ένα διάλογο με ήρωες και καταστάσεις των πεζογραφημάτων και των ποιημάτων του Σκαρίμπα, που ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος έχει αρχίσει στην προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του «Τρία θαλασσινά ειδύλλια». Στο διάλογο αυτόν συμμετέχει ως πρωταγωνιστής ο ίδιος ο Σκαρίμπας, ο οποίος έχοντας δημιουργήσει έναν δικό του ιδιότυπο και αναγνωρίσιμο κόσμο φαντασίας, γίνεται τώρα με τη σειρά του πρόσωπο αυτού του φανταστικού κόσμου.
Μεταφέρεται έτσι στο μύθο και μέσα στο καινούργιο περιβάλλον ζει τις περιπέτειες, συναντά ή υποδύεται τα πρόσωπα και πραγματοποιεί τις επιθυμίες που ονειρευόταν στα γραπτά του.
ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
Μαζί με τον Σκαρίμπα και τον αντισυμβατικό και ιδιόρρυθμο κόσμο του μεταφέρεται, συμπρωταγωνίστρια, και η Χαλκίδα του Σκαρίμπα και της εποχής του, με τα λιμάνια της, τα αλλόκοτα τρελά νερά της: «Α, τα νεύρα σας! Μα δεν το ξέρατε όταν ερχόσασταν στην πόλη μας; Το πηγαινέλα, βλέπετε, των νερών... όλοι μας έχουμε εδώ κάποια νευρικότητα... τα νερά, βλέπετε, τα νερά επηρεάζονται από το φεγγάρι κι εμείς με τη σειρά μας από κείνα, είναι ο ρυθμός της πόλης τέτοιος» (σ. 38), τα παραλοϊσμένα φεγγάρια της: «Δεν συμβαίνει βέβαια συχνά, κάθε άλλο, να βγαίνει το φεγγάρι μαύρο. Είναι κάτι που γίνεται -και μόνο στον τόπο μας- μια φορά στα τριάντα, μπορεί και στα σαράντα, χρόνια. Αλλά και τότε κανένας δεν το παίρνει χαμπάρι στην περίεργη παραθαλάσσια πόλη μας, μήτε οι σαββατογεννημένοι. Μόνο εκείνος έχει, από το πρωί της σημαδιακής και δύσκολης μέρας, μια τρομερή έξαψη, ένα είδος φαγούρας, που φουντώνει όσο περνάν οι ώρες και το απόγεμα γίνεται αληθινός πυρετός» (σ. 23). Ανοίγοντας ο αναγνώστης το βιβλίο αντικρίζει τη Χαλκίδα από το βορινό λιμάνι και το τελειώνει φεύγοντας από το νότιο. Καταπόδι έρχεται και ξανάρχεται όλος ο περίγυρός της «στην αποδώ για στην απέναντι μεριά», που έχει αθανατιστεί και από τον Σκαρίμπα· ο Καράμπαμπας, ο Χτυπάς, η Καναπίτσα, η Σουβάλα, ο Φάρος. Κι από κοντά η παλιά «Παλίρροια», το ουζερί του Νταβαρία, το εστιατόριο του Μουχρίτσα, τα αρχοντικά της, με κορυφαίο το Κόκκινο Σπίτι: «Ακαθόριστο ένα σούρουπο ήταν και τότε που κατηφόριζα γνοιασμένος στη Σουβάλα. Καθώς οι ανεμότρατες -από βαθιά-έρχονταν, μπουλούκιαζαν πάνωθέ τους οι βραδινοί γλάροι - και πού ’ν’ τος να τους τραγουδήσει πάλι; Δεξιά μου ταξίδευε κιόλας στα όνειρά του ο φάρος -τάχα σε ποια χάη ταχυδρομούσε το σπασμένο του φως;-, ζερβά μου το Κόκκινο Σπίτι έπλεε στην εσπερινή του αχλύ. Στα καταστρώματά του (λέω και το σκέβουμαι ποστάλι του Ευβοϊκού) θα χόρευαν -αμίλητες και αγέλαστες- μυλαίδες κι ένας τζουτζές με μπάκα, μαχαιρωμένος από την ομορφιά τους, θα σφάδαζε στις αστραπές τους» (σ. 99). Φυσικά δεν λείπει και η παλιά γέφυρα με το τόξο των φώτων της: «Θάματα γίνονται κάτω στο λιμάνι. Στέρεη και κομψή η γέφυρα της Χαλκίδας υψώνει πάνωθέ του το κατάφωτο τόξο της και η μια της άκρη ακουμπάει στο μώλο της Χριστιάνιας. Το φεγγάρι, που έχει γείρει προς τη δύση, τη φωτίζει πλάγια(...) Από τη βορεινή πλευρά, της Χριστιάνιας, στο κατάστρωμα της γέφυρας μπαίνει ένα λιγνό και ψηλομέτωπο ελάφι» (σ. 173). Τα δύο τελευταία αποσπάσματα φανερώνουν και την ατμόσφαιρα της ποίησης, αλλά και του παράδοξου, όπου τοποθετούνται ο Σκαρίμπας και η Χαλκίδα του.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΕΡΓΟΥ ΒΙΟΥ
Ο «Λιμενάρχης Ευρίπου» αποτελείται από δέκα διηγήματα με διπλή υπόσταση και λειτουργία· καθένα από αυτά λέει τη δική του αυτοτελή ιστορία και διαβάζεται αυτόνομα. Ολα όμως μαζί αρθρώνουν με την αλληλοδιαδοχή τους την περιπέτεια του μυθιστορηματικού Σκαρίμπα, που συνεχίζει τον περίεργο βίο του και την ιδιότυπη συμπεριφορά του επιβιώνοντας και μέσα στη νεοελληνική λογοτεχνική μυθολογία: «Αχ, το βρεμένο μου!» καταφέρεται ο άλλος Σκαρίμπας με καυστική γλώσσα εναντίον του αφηγητή στο διήγημα «Νότιο λιμάνι», «άλλους τους πυρπυρίζει ο έρωτας και δαύτον τον εμούσκεψε! Ωστε σε περιπτύχθηκε περιπαθώς η Ουλαλούμ, Ενδυμίωνα καλέ; Και το λες σα να ’τανε τ’ αγκάλιασμά
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΤΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΕΦΑΛΗΝΙΤΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΗΤΑΝΧΑΛΚΙΔΑΙΑ. Ο ΓΑΜΟΣ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΤΟΝ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΕ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ.
της μια μερίδα πατσά στου Μουχρίτσα, και θες τώρα, πανάθεμά σε, να το χάψω, κι ας το ξεφούρνισες μπιτ αλαχτάριστος, μωρέ θα σειόνταν τα όρη και τα βουνά αν η σκιά της μονάχα περνούσε πανουθέ τους, κι εσύ μήτε όσο τρέμει το πούπουλο! Και πού ’ναι τα σημάδια της ευεργεσίας, ξεσκισμένο στόμα; Ξέφτι ουτιδανό, μου ’ρχεται να σ’ αποξεφτίσω για τη βλαστήμια σου. Την Ουλαλούμ δεν την αξιώθηκε μήτ’ εκείνος που περιπλανήθηκε στ’ απεριπλάνητα, χρόνια την κυνηγάω κι εγώ δίχως να δω πάρεξ τον ίσκιο του διακαμού της στον ύπνο μου, και AYΤΗ το λοιπόν ήρθε κι έπεσε στραβή αντιπλωρά σου! Δείξε μου τότες τα χνάρια των αστεριών στη φάτσα του, δείχ’ τα μου ντε! Και πού ’ν’ τες οι νυχτερινές δροσιές της; Κάνε να πεις πως στέγνωξαν και σου τρώω τον καρίτζαφλο!» (σ. 101-102).
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΤΑΚΟΥΝΙΩΝ
Πλάι στον Σκαρίμπα, όπως δείχνει και το προηγούμενο απόσπασμα, ζωντανεύουν και οι γυναίκες του, με τη μουσική των τακουνιών τους, το άρωμα της ομορφιάς τους, την ολοσέληνη χλωμάδα της μεσοπολεμικής νεορομαντικής καταγωγής. Αλλοτε σαν πληγωμένα πουλιά, που μάχονται να ξεφτουρίσουν και άλλοτε σκληρές κι αναμπαιχτικές. Ερχονται όλες οι ερωτικές ηρωίδες του για να τον βασανίσουν, αλλά και να βασανιστούν. Τρυφερές και ρομαντικές ή δυναμικές και σκληρές έρχονται και φεύγουν σαν όραμα μέσα στο νυχτερινό αγιάζι· τον προσκαλούν σε ταξίδια ονείρου, που εκείνος είχε σχεδιάσει στα πεζά και στα ποιήματά του, ή τον εγκαλούν, επειδή τις άφησε έγκλειστες στα βιβλία του, δίχως να ολοκληρώσει τις περιπέτειές τους: «Ακριβώς! δεν έγινα ποτέ δική κανενός, έτσι που κατά τα παλαβά σου χούγια τρελά έμπλεξες τα νήματα της πραγματικότητας με τις κλωστές του ονείρου. Αδικα μαθήτεψες στα τακούνια μου τόσα χρόνια (...) στοίχειωσα άθλιε από τότε που αδιάντροπα μηχανεύτηκες και κατάφερες να ερωτευτώ -εγώ, μια πριγκίπισσα!- ένα ξόανο, έχασα και το Σταυρό του Νότου και τ’ Αστρο της Τραμουντάνας, μια περιπλανώμενη Γκοολέζα είμαι, μια του έρωτα αμποδεμένη» (σ. 91-92), τον κατηγορεί η Κάι-Τσου, που δραπέτευσε από τη νουβέλα «Η μαθητευομένη των τακουνιών» και ήρθε να ζητήσει το λόγο από τον Σκαρίμπα στο διήγημα του Τριανταφυλλόπουλου «Επιδρομή αλλοφύλων». Είναι, λοιπόν, όλες εκεί συγκεντρωμένες οι σημαντικές ηρωίδες του Σκαρίμπα· η μόνη ιδανική αγάπη του, η Φιγιέττα Πνευματικού, ως Φιγιέτ Σπιρίτ..., η Μίριαμ Χόπκινς Λάι, η Κάι-Τσου, η Μαίρη Δεπάνου, η ντόνα Πορτολές, η Ελιζε Μαίηλη, η Ουλαλούμ, η Αναμπέλα-Λη, είτε τις είχε εκείνος δημιουργήσει είτε τις είχε δανειστεί από ξένους ομοτέχνους, όπως π.χ. ο Πόε ή ο Χάμσουν. Παρουσιάζονται σαν να έχουν δραπετεύσει από τα ποιήματα και τα πεζά του, επειδή δεν μπορούσαν να μείνουν μακριά του ή επειδή εκείνος τις ετράβηξε κοντά του στην καινούργια του ζωή, του μύθου, για να τις έχει αποκλειστικά δικές του: Ελιζε! Ελιζε! δεν είσαι λοιπόν του λόρδου Μέιλι γυναίκα, στον άλλον ανήκεις, σ’ εκείνον που σ’ έπλασε» (σ. 119).
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΑΓΕΡΩΧΟ ΚΑΙ ΚΑΛΟΔΙΑΤΗΡΗΜΕΝΟ ΚΙ ΑΓΝΑΝΤΕΥΕΙ «ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΕΡΙΑ», ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΧΕΙ ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΣΕΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ο ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ: ΚΑΡΑΜΠΑΜΠΑΣ, ΧΤΥΠΑΣ, ΚΑΝΑΠΙΤΣΑ, ΣΟΥΒΑΛΑ, ΦΑΡΟΣ...
Η εμφάνιση κάποιας από αυτές αναστατώνει την πόλη, σκορπάει έναν τρυφερό ερωτισμό, ένα κλίμα μυστηρίου, μαγείας και προσμονής: κ’ εκείνης «να τρικυμίζεται πάμφωτος ο κόρφος της, αρχάγγελος στο μουράγιο και οι βάρκες όλες αστέρια, η φλέβα του λαιμού της γλυκά να σφύζει, να τρέμει φετίτσα φεγγαριού τ’ αχείλι της» (σ. 138), ενώ όταν σβήνεται το χαμόγελό τους «αμέσως σ’ όλο το λιμάνι λιγοστεύει αισθητά το φως, με αποτέλεσμα να μπερδεύουν τους λογαριασμούς τα γκαρσόνια των παραθαλάσσιων ουζερί και να διαπληκτίζονται με τους αγανακτισμένους πελάτες» (σ. 14).
ΓΝΩΡΙΜΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ενα παρόμοιο πέρασμα από το ρομαντικό στο ευτράπελο ανταποκρίνεται βέβαια στους συγγραφικούς τρόπους του Σκαρίμπα, ο οποίος, φορώντας το προσωπείο των παράξενων χαρακτήρων του έργου του, του Μαριάμπα, του Αντώνη Σουρούπη, του δόκιμου ανθυποπλοίαρχου του εμπορικού ναυτικού ή το προσωπείο του εαυτού του περιδιαβαίνει τη φανταστική Χαλκίδα και συναντιέται με άλλους χαρακτήρες ή με ομοτέχνους, όπως ο καταραμένος Αμερικάνος, ο Πόε ή ο Σικελιανός και κυρίως με τον αφηγητή, τον καθηγητάκο της γραμματικής, προσωπείο του ίδιου του Τριανταφυλλόπουλου.
ΣΥΧΝΑ ΠΥΚΝΑ, ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΙΤΙ, ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΚΑΡΙΜΠΑ. ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΓΕΜΑΤΟ ΜΥΘΟΥΣ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΥΣ, ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ...
Μαζί με τα πρόσωπα έργων του Σκαρίμπα υπάρχουν σε μετρημένες δόσεις και ενσωματωμένα στο προσωπικό ύφος του Τριανταφυλλόπουλου και άλλα γνώριμα στοιχεία του σκαριμπικού έργου, θεματικά και υφολογικά, ώστε ανάμεσά τους να αισθάνεται άνετα ο μυθικός Σκαρίμπας! Υπάρχουν λοιπόν η μεταμφίεση, το καράβι του ονείρου με τα γυάλινα πανιά, το τρένο, ο ξένος, οι γλάροι, το αναποδογύρισμα των πραγμάτων, η ενσωμάτωση στο πεζό κείμενο ποιημάτων, η ανορθόδοξη σύνταξη, το σπάσιμο των λέξεων, λέξεις σκαριμπικές κ.ά. Εντούτοις, ο Λιμενάρχης Ευρίπου υποδύεται τον κόσμο του Σκαρίμπα, για να τον μεταμορφώσει και να μεταφέρει τον δημιουργό του σε έναν παράλληλο, αλλά διαφορετικό κόσμο, όπου δεν υπάρχουν η διάλυση και οι αδιέξοδες καταστάσεις του μεσοπολέμου, αλλά η μουσική ατμόσφαιρα, ο λυρισμός και η τρυφερότητα· το παράδοξο δεν αποβλέπει το σκάνδαλο, αλλά στο θαύμα· η αποξένωση υποχωρεί μπροστά στην αγάπη, που συμφιλιώνει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, όσα είχαν μείνει μετέωρα και αδικαίωτα στα σκαριμπικά έργα.
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
Στο τελευταίο διήγημα «Βαρδιάνος στα δεμένα», καθώς και το βιβλίο οδεύει προς την έξοδο, ο μυθικός Σκαρίμπας, με θαλασσινό προσωπείο, συναντιέται με τις γυναίκες του στο πρόσωπο της Μαίρης Δεπάνου και ξανοίγονται μαζί στο ανοιχτό πέλαγος που φωσφορίζει, αφήνοντας πίσω τους τη Χαλκίδα, έχοντας κερδίσει το στοίχημα με την αγάπη, ενώ το
ΤΟ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟΥ. ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΟΠΟΥ ΟΙ ΧΑΛΚΙΔΑΙΟΙ ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΤΗ ΒΟΛΤΑ ΤΟΥΣ, ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΟΥ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΟΝΤΑΙ...
δεμένο απόμαχο καράβι, όπου πραγματοποιείται η συνάντηση, μεταμορφώνεται μέσα στη σεληνοφώτιστη βραδιά και γίνεται ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων. Ετσι ο «Λιμενάρχης Ευρίπου» δημιουργεί, με τη μνήμη και τη φαντασία, έναν κόσμο φιλόξενο και στοργικό, έναν «κρύφιο δρόμο», που προσφέρει την ευκαιρία στον Σκαρίμπα του μύθου και στα πρόσωπα των έργων του να πραγματοποιήσουν την επιθυμία τους και να φύγουν μακριά από την τρικυμία του κόσμου
-ξέρω- ένας κρύφιος θα με φέρει δρόμος
οξ’ από τα όρια του κόσμου.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΙΑΛΗΣΜΑΣ
Η ΧΑΛΚΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
6.4.1997
from ανεμουριον https://ift.tt/3cqH9Zo
via IFTTT


