Ανανεωτικές τάσεις

του Τάκη Καρβέλη
Ο Κ. Καρυωτάκης σε οικογενειακή φωτογραφία στη Συκιό Κορινθίας το καλοκαίρι του 1927. Η αδελφή του Νίτσα (κέντρο) με μια φίλη της και τον ανιψιό του. (Φωτ.: Αρχείο Μεγαλοκονόμου).
Η πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου μπορεί να χαρακτηριστεί η πιο τραγική, αν υπολογίσουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον εκπατρισμό χιλιάδων Ελλήνων, τη συντριβή των εθνικών ονείρων. Ενώ όμως στον ευρωπαϊκό χώρο πολλά έχουν συντελεστεί (κινήματα τουρισμού, νταντά, υπερρεαλισμού - ανατροπή των δεδομένων της ρεαλιστικής πεζογραφίας με τους Β. Γουλφ, Μ. Προυστ, Τζ. Τζόϊς, Φρ. Κάφκα κ.ά.), όσοι νέοι οραματίζονται την αναγέννηση της πνευματικής ζωής είναι ακόμη δεμένοι με το παρελθόν.

Στο χώρο της ποίησης είναι εμφανής η αποστασιοποίηση των νέων από την παλαμική παράδοση και η σύνδεση τους με την ποίηση των ρομαντικών και των πρώτων συμβολιστών. Πολλοί βέβαια από αυτούς που διαμόρφωσαν τη νεορομαντική και νεοσυμβολιστική σχολή, είχαν ήδη εμφανιστεί. Είναι οι Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Φωτός Γιοφύλλης, Κώστας Ουράνης (πρώτη δεκαετία)· Κλέων Παράσχος, Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ν. Χάγερ Μπουφίδης, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου (δεύτερη), Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Μιχ. Στασινόπουλος, Μαρία Πολυδούρη, Μίνως Ζώγος. Καίσαρ Εμμανουήλ, Μανώλης Κανελλής, Τεύκρος Ανθίας, Γιώργος Κοτζιούλας, Ορέστης Λάσκος, Αλέξανδρος Μπάρας, Γιάννης Σκαρίμπας. Νίκος Καββαδίας (μεσοπολεμική).

Τάση διαφυγής

Έχοντας μέσα τους την πικρή εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι ποιητές αυτοί διακατέχονται από τάση φυγής από την πραγματικότητα, την έλλειψη οποιασδήποτε πίστης, την αίσθηση υπαρξιακού κενού. Ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα του γαλλικού συμβολισμού προσπαθούν να δώσουν στο ποίημα έναν τόνο εσωτερικότερο, να το μετατρέψουν σε ένα διάχυτο μουσικό ρεύμα.

Ο καθένας από τους ανωτέρου ποιητές έχει τη θέση του στην ιστορία της ποίησής μας. Οι πιο αντιπροσωπευτικοί όμως από τους παλιότερους (οι της μεσοπολεμικής δεκαετίας έδωσαν το κύριο έργο αργότερα) είναι οι Ουράνης (εισάγει τα μοτίβα φυγής, ανίας και κοσμοπολιτισμού), Λαπαθιώτης, Παπανικολάου και, κυρίως, οι Φιλύρας, Άγρας, Καρυωτάκης. Ο πρώτος, συνδυάζοντας τις λυρικές τάσεις του με διάθεση ρεαλιστική σαρκαστική, οδηγεί την ποίηση του σε λύσεις πρωτοποριακές. Ο δεύτερος, καλλιεργώντας μια ποίηση που, μέσα από τις στιγμιαίες παύσεις, δημιουργεί την αίσθηση ενός τόνου αβρού και λικνιστικού και ξαναδίνει ζωή στα μικρά και φθαρτά πράγματα-σύμβολα της ζωής που φεύγει. Κορυφαίος, βέβαια, αυτής της γενιάς είναι ο Καρυωτάκης, που τα αδιέξοδά του τον οδήγησαν στην αυτοκτονία (1928). Οι ομότεχνοι, του έμειναν στο ρομαντικό τους κλίμα,την ελεγειακή διάθεση. Αυτός ξεχώρισε με τον ρεαλισμό του και την αναζήτηση μιας γραφής που, με το σπάσιμο του μέτρου και του ρυθμού, τη χρησιμοποίηση καθημερινού λεξιλογίου, δίνει με δραματική ένταση την όξυνση του πόνου και του σαρκασμού. Με την τελευταία κυρίως συλλογή του (Ελεγεία και Σάτιρες, 1927), έχοντας μέσα του τη διάθεση να σπάσει τη φόρμα του ποιήματος και τη μονοτονία του μέτρου, οδηγεί προς τη μοντέρνα ποίηση.

Σημαντική είναι και η παρουσία παλαιότερων ποιητών, από τους οποίους οδηγούν την ποίηση στο μοντερνισμό (Κ. Π. Καβάφης, Τάκης Παπατσώνης) και άλλοι στην ανανέωση (Κώστας Βάρναλης, 'Αγγελος Σικελιανός). Η ποίηση του Καβάφη από το 1920 αρχίζει να εδραιώνεται. Ο Παπατσώνης, επίσης, χρησιμοποιεί πρώιμα τον ελεύθερο στίχο και διαφοροποιείται από τους ποιητές της εποχής του. Ο Βάρναλης εκδίδει τις σημαντικότερες συλλογές του (Το φώς που καίει, 1922, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, 1927). Στηριζόμενος στη σολωμική και παλαμική παράδοση, θέτει τη μαρξιστική ιδεολογία του στην υπηρεσία της ποίησης, χωρίς να τη στερεί από έναν πηγαίο και αγνό λυρισμό. Η ποίηση του Σικελιανού κινείται ανάμεσα στην πηγαία λυρική διάθεση του (Στίχοι, 1920), και στην αφομοίωση της κρητικής παράδοσης (Δελφικός λόγος, 1927). Αξιοσημείωτη είναι και η διοργάνωση των Δελφικών Εορτών (1926-1932) με τη συμβολή και τη χρηματική βοήθεια της γυναίκας του, της Αμερικανίδας Εύας Πάλμερ.

Ως προς την πεζογραφία, από πολλούς νέους τίθεται το αίτημα απεμπλοκής από το πλαίσιο της ελληνικής ηθογραφίας και περισσότερης ψυχολογικής ανάλυσης. Προβάλλεται, δηλαδή, το αίτημα της εσωτερικότητας που θα βρει διέξοδο τη δεκαετία του '30. Διαπιστώνουμε σήμερα, βέβαια, πως -όπως και οι ποιητές- οι λύσεις στις οποίες οδηγήθηκαν ήταν περιορισμένες σε επιτεύγματα. Αδυνατώντας να απεμπλακούν από τη ηθογραφία (κάτι που επισήμανε ο Γιώργος Θεοτοκάς με το βιβλίο του Ελεύθερο Πνεύμα, 1929) και, να προχωρήσουν σε μυθιστορηματικές συνθέσεις, αρκέστηκαν κυρίως στο διήγημα. Γενικώς, μπορεί να χαρακτηριστεί γενιά αναζητητική και με διάθεση ανανεωτική, που όμως δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τις προθέσεις της. Αν θα θέλαμε, σχηματοποιώντας κάπως, να καθορίσουμε τις ομάδες των πεζογράφων με βασικό γνώμονα τις τεχνοτροπικές τάσεις ή τη θεματική τους, θα διακρίναμε τέσσερις: η πρώτη περιλαμβάνει πεζογράφους με συμβολιστικές τάσεις, η δεύτερη με κοινωνιστικές, η τρίτη με αντιπολεμικές και η τέταρτη με κοσμοπολίτικες.

Βασικό ερέθισμα για την ανάπτυξη της συμβολιστικής πεζογραφίας στάθηκε το Φθινόπωρο του Κ. Χατζόπουλου, που ανατρέπει τα δεδομένα της ρεαλιστικής πεζογραφίας. Πεζογράφοι που εντάσσονται σε αυτή την τάση είναι οι Ειρήνη η Αθηναία, Νίκος Νικολαΐδης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Πέτρος Χάρης, Άγγελος Τερζάκης (στα δύο πρώτα πεζά του), Θράσος Καστανάκης (το μυθιστόρημα Οι Πρίγκηπες, 1924, δίνει έμφαση στην ψυχολογική ανάλυση). Κύριο χαρακτηριστικό των περισσότερων πεζογραφημάτων είναι η ποιητική διάρθρωση του λόγου, η λυρική διάθεση, η έμφαση στην ψυχολογική ανάλυση.
Το έδαφος για την ανάπτυξη της κοινωνιστικής πεζογραφίας είναι πρόσφορο με το έργο των Θεοτόκη, Παρορίτη και Χατζόπουλου. Σε αυτό συνεργεί η ιστορική και πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα (προσφυγιά, ανάπτυξη αριστερού κινήματος, κ.ά.). Στους ανωτέρω συγγραφείς προστίθεται ο Δημοσθένης Βουτυράς, που εξέδωσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στη δεκαετία του '20. Οι ήρωες του απαρτίζουν έναν κόσμο, που τον διακρίνει η αβουλία, η μοιρολατρία, η υποταγή. Η θεματική του προβάλλει και υποβάλλει συγχρόνως μια μίζερη μικροαστική και λαϊκή ζωή, που κινείται μέσα στις φτωχογειτονιές και τις ταβέρνες.

Παράλληλα, με τη μετάφραση έργων του Χάμσουν και του Γκόρκι, δημιουργούνται και δύο ρεύματα που έχουν ως θεματική τους την αλήτικη ζωή και παρουσιάζουν δύο όψεις: η μία συνδέεται με το κλίμα της νεορομαντικής σχολής και εκφράζει τάση φυγής και ροπή στη μποέμικη ζωή, η άλλη είναι δεμένη με το ρεαλιστικό παρελθόν και το αριστερό κίνημα. Από τους συγγραφείς της δεύτερης τάσης αξίζει να μνημονευτούν οι Χρήστος Λεβάντας, Νίκος Κατηφόρης και Πέτρος Πικρός, ιδίως για το μυθιστόρημα Τουμπεκί (1927).

Η Μικρασιατική Καταστροφή και οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα κατά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα έδωσαν τροφή για την ανάπτυξη της αντιπολεμικής πεζογραφίας. Τρεις συγγραφείς που δεν εντάσσονται στις γενικότερες τάσεις της δεκαετίας θα παρουσιάσουν τα σημαντικότερα έργα τους. Ο Στρατής Μυριβήλης εξέδωσε τα Η ζωή εν τάφω (1924) και Διηγήματα (1928). Με το πρώτο εντάσσεται στη χορεία της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, η οποία άνθησε τότε στην Ευρώπη. Εκείνο που απασχολεί τον συγγραφέα δεν είναι τόσο ο ηρωισμός όσο η κριτική και η απανθρωπιά του πολέμου, που θύματα της είναι και οι φίλοι και οι εχθροί. Ο Ηλίας Βενέζης με το Νούμερο 31328 (εκδόθηκε το 1932 αλλά ένα μέρος δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1924) δίνει το δράμα του μικρασιατικού ελληνισμού, που το έζησε ως αιχμάλωτος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής. Ο Στρατής Δούκας με την Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929), στηριγμένος στο λαϊκό λόγο και διατηρώντας τα βασικά του στοιχεία, τον αναδημιουργεί. Χωρίς συναισθηματισμούς και εκφραστικό φόρτο, με λόγο λιτό και αδρό, μας έδωσε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της δεκαετίας.

Η κοσμοπολίτικη πεζογραφία κυριάρχησε από το 1928 έως το 1932 και γράφτηκε υπό την επίδραση ξένων προτύπων. Κυριότερος εκπρόσωπος της ο Καστανάκης, που με το μυθιστόρημα Το Παρίσι της νύχτας και τον έρωτα (1930) δίνει μια πλευρά της ζωής και της δραστηριότητας των Ελλήνων.

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή επισκόπηση, αξίζει να αναφέρουμε την εμφάνιση του Φώτη Κόντογλου (Pedro Casas, 1922) και την έκδοση δύο βιβλίων του Καζαντζάκη: Salvatores Dei/Ασκητική (1927) και Τι είδα στη Ρουσσία (Α' και Β' τόμοι, 1928).

Κατά την πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία για πρώτη φορά δημιουργείται μια κριτική συνείδηση, που θέτει πάνω απ' όλα την αισθητική ποιότητα του κρινόμενου έργου. Από τους κριτικούς οι περισσότεροι είναι ποιητές ή πεζογράφοι (Άγρας, Παναγιωτόπουλος, Παράσχος, Παπανικολάου κ.ά.) και άλλοι που ασχολήθηκαν αποκλειστικά με την κριτική (Λέων Κουκούλας, Αλκής Θρύλος, Τίμος Μαλάνος, Πέτρος Σπανδωνίδης, κ.ά.). Δέσποσαν όμως οι Γιάννης Αποστολάκης και Φώτος Πολίτης. Ξεκινώντας από προκατασκευασμένες ιδέες, στάθηκαν αντίθετοι, ιδίως ο πρώτος, σε ό,τι συντελούνταν γύρω τους. Με το Η ποίηση στη ζωή μας (1923) ο Αποστολάκης αναγνωρίζει μόνο την ποιητική αξία του Σολωμού. Με τις θέσεις του θα αντιδικήσει ο Βάρναλης (Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, 1925). Ο Πολίτης, με περισσότερη ευρύτητα, ζητεί την επιστροφή στη δημοτική παράδοση και τον Σολωμό. Παρότι διαθέτουν αισθητική παιδεία και προσέφεραν πολλά, διαφοροποιούνται αισθητά από τους νέους κριτικούς που, ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα των καιρών, δίνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, το στίγμα της εποχής τους.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1920-1930
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999


from ανεμουριον https://ift.tt/2PxNTKh
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη