Κωνσταντίνος Αλεξιάδης Στο Σχολείο των Τεχνών δίδασκε τότε ο Xavier Landerer, ο Φίλιππος Μαργαρίτης, ενώ επιστάτης του ήταν ο Κωσταντίνος Αλεξιάδης ή Μακεδόνας. Ο ρόλος του επιστάτη ήταν τότε ιδιαίτερα αναβαθμισμένος σε σχέση με σήμερα. Η απόδοση στον Αλεξιάδη του ονόματος Κώστας Μακεδόνας γίνεται το 1859, προφανώς από λάθος. Και αυτό γιατί εκείνη την περίοδο ως επιστάτης του Σχολείου αναφέρεται ο Κώστας Αλεξιάδης. Η Έκθεσις των Ελλανοδικών διά τα Ολύμπια του 1859 αναφέρει: «[...] Η φωτογραφική τέχνη ούσα νεωτάτη εφεύρεσις, μόλις προ ολίγων ετών εισήχθη εν Ελλάδι υπό το πρώτον του Μακεδόνος Κώστα, επιστάτου του Πολυτεχνείου και μετέπειτα υπό του κ. Φιλίππου Μαργαρίτη, ζωγράφου. Μετ' αυτόν ήλθεν ο Κ. Δ. Κωνσταντίνου και τελευταίως οι κ.κ. Α. Κάλφας καί Μωραΐτης». Η πληροφορία είναι σωστή, αν εξαιρέσει κανείς το λάθος που γίνεται στο επίθετο του φωτογράφου. Το 1848 στους διαγωνισμούς της Σχολής των Τεχνών του Πολυτεχνείου εξέθεσε ο «Κωνστ. Αλεξιάδης, διαφόρους φωτογραφημένας εικονογραφίας». Πρώτος αυτός, μαζί με τον Μαργαρίτη και πιθανόν τον Landerer, χειρίστηκαν τη «μεγάλην μηχανήν της φωτογραφίας, μετά πάντων των εις αυτήν ανηκόντων», που ανέφερε στο λόγο του ο διευθυντής του Σχολείου Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Η μηχανή χρησιμοποιήθηκε τον ίδιο χρόνο της απόκτησής της για ορισμένες λήψεις οι οποίες και εκτέθηκαν στην παραπάνω αναφερόμενη έκθεση. Ήταν δωρεά του Νικόλαου Μαντζουράνη, υποπρόξενου της Ελλάδας στη Βιέννη, γνωστού από τις προσφορές του στο Πολυτεχνείο καθώς και από τη συμμετοχή του σε εράνους του εξωτερικού για διάφορους φιλανθρωπικούς σκοπούς στην Ελλάδα. Για την τύχη της μηχανής αυτής καθώς και για δαγγεροτυπίες οι οποίες έγιναν με αυτήν δεν υπάρχει καμιά πληροφορία. Φίλιππος Μαργαρίτης Ο Μαργαρίτης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1810. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας και ήταν εύπορος έμπορος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις την Επανάσταση. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, οι Τούρκοι, που γνώριζαν τη δράση του, είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν.
Κατόρθωσε την τελευταία στιγμή να διαφύγει στην Ελλάδα με τη γυναίκα του και τα έξι παιδιά του, έχοντας χάσει όλη την περιουσία του. Εκτιμώντας την προσφορά του στο Έθνος, ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε να στείλει τους δύο γιους του, τον Φίλιππο και τον Γεώργιο, να σπουδάσουν με υποτροφία
![]() |
| ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Η PHILIBERT PERRAUD. Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΑΔΡΙΑΝΟΥ, ΔΑΓΓΕΡΟΤΥΠΙΑ (1847 Η 1848). |
του ελληνικού κράτους ζωγραφική στο εξωτερικό. Έτσι, ο μεν Φίλιππος πήγε στη Ρώμη, ενώ ο Γεώργιος στο Παρίσι. Η ανακάλυψη όμως μιας ανέκδοτης επιστολής του Φ. Μαργαρίτη προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, με ημερομηνία 14 Μαρτίου 1830, αποκαλύπτει ότι για κάποιο άγνωστο διάστημα ο Μαργαρίτης σπούδαζε ζωγραφική στη Βενετία και όχι στη Ρώμη, όπως πίστευαν όλοι μέχρι σήμερα.
Οι ιστορικοί τέχνης θεωρούν τους δύο αυτούς ζωγράφους τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που έφεραν και δίδαξαν στην Ελλάδα τη δυτική τεχνοτροπία της ζωγραφικής, που την εποχή εκείνη ήταν ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός. Πρώτος επέστρεψε ο Γεώργιος Μαργαρίτης το 1836. Έφερε τότε μαζί του ένα από τα πρώτα λιθογραφικά μηχανήματα, που το εγκατέστησε στο ατελιέ του στην οδό Ερμού. O Φίλιππος Μαργαρίτης γύρισε στην Ελλάδα έναν χρόνο αργότερα και εργάστηκε αρχικά μαζί με τον αδελφό του. Η εφημερίδα ΑΙΩΝ, το 1844, περιγράφει την φιλότεχνον επίσκεψιν του Πρωθυπουργού Ιωάννου Κωλέττη εις το Εθνικόν Εργαστήριον των αδελφών Μαργαρίτη». Το αρχείο του Πολυτεχνείου παρουσιάζει κενά στη δεκαετία 1840 - 1850, γεγονός που δυσκόλεψε τη χρονολόγηση ορισμένων πληροφοριών. Είναι γνωστό, όμως, ότι το 1842 ο Φ. Μαργαρίτης διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, όπου δίδαξε, μέχρι το 1863, Στοιχειώδη Γραφική και Ιχνογραφία. Το 1986 εντόπισα στο Μόναχο 11 δαγγεροτυπίες με απόψεις της Αθήνας. Όλες ήταν τοποθετημένες σε χάρτινα πασπαρτού που είχαν τυπωμένο στο κάτω δεξιό άκρο το όνομα Perraud de Paris. Μία μάλιστα από αυτές, που εικονίζει το ναό της Απτέρου Νίκης, είχε χαραγμένο στο κάτω δεξιό άκρο της την υπογραφή Φ. Μαργαρίτης. Έχοντας σπουδάσει στο εξωτερικό, ο Μαργαρίτης γνώριζε ιταλικά και πιθανόν γαλλικά, γεγονός που του επέτρεπε να επικοινωνεί και να ενημερώνεται για τις τελευταίες εξελίξεις της φωτογραφίας. Έκανε όμως και συχνά ταξίδια στο εξωτερικό για την πληρέστερη κατανόηση την νέων τεχνικών. Για το λόγο αυτό σύντομα μεταπήδησε στην τεχνική της καλοτυπίας και, λίγο μετά την εμφάνιση της μεθόδου του υγρού κολλωδίου, στράφηκε προς την τεχνική αυτή, δημιουργώντας τις πρώτες αλμπουμίνες, γύρω στα 1854 - 1855. Στα τέλη του 1848 υπολογίζεται ότι άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο της Αθήνας. Ήταν ουσιαστικά μια ξύλινη παράγκα που κατασκεύασε στον κήπο του σπιτιού που αποτελούσε προίκα της δεύτερης γυναίκας του Felicite, το γένος Badetti, στην πλατεία Κλαυθμώνος.
![]() |
|
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Η PHILIBERT PERRAUD. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΩΖΟΜΕΝΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΕΛΛΗΝΑ: Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΡΙΤΟΣ ΕΔΕΣΣΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΑΟΥΜ.
|
![]() |
|
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Η PHILIBERT PERRAUD. ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΓΝΩΣΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΟΘΩΝΑ. ΔΑΓΓΕΡΟΤΥΠΙΑ (1848).
|
Το σπίτι του βρισκόταν δίπλα στο σημερινό Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και αποτελούνταν από το κύριο σπίτι και από ένα βοηθητικό κτίσμα στην πρόσοψη. Στο κτίριο αυτό στεγαζόταν, μέχρι την κατεδάφισή του, το ζυθεστιατόριο Ο ΚΗΠΟΣ. Στην εσωτερική αυλή του σπιτιού είχε κατασκευάσει την ξύλινη εξέδρα, κλεισμένη από τις τρεις πλευρές, με σανίδες, για εξωτερικές λήψεις. Στον πίσω τοίχο της κρεμούσε για φόντο διάφορα πανό με τοπία που ζωγράφιζε ο ίδιος. Αργότερα, όταν οι πλάκες έγιναν πιο ευαίσθητες και επέτρεπαν λήψεις σε κλειστό χώρο, χρησιμοποιήθηκε ως φωτογραφείο το κτίριο της πρόσοψης. Για τους πρώτους πειραματισμούς του χρησιμοποιούσε σαν μοντέλο τη γυναίκα του Felicite, που, ντυμένη με τοπικές ελληνικές φορεσιές, πόζαρε σε διάφορες στάσεις. Οι φωτογραφίες αυτές είναι οι πρώτες ενδυματολογικές φωτογραφικές σπουδές στην Ελλάδα και αποτελούν πολύτιμο ιστορικό βοήθημα. Μην ξεχνώντας το ζωγραφικό του ταλέντο, ο Μαργαρίτης επιζωγράφιζε με χρώματα πολλές από τις φωτογραφίες αυτές, με πιστότητα που αγγίζει τα όρια της τελειότητας. Το 1849 σε διαφήμισή του σε εφημερίδα της εποχής ανέφερε: Ο ζωγράφος Φίλιππος Μαργαρίτης, ειδοποιεί τους επιθυμόντας να απεικονίσωσιν εαυτούς δια της ηλιοτυπίας ή να αποκτήσωσιν αντίτυπα μνημείων. Κατοικεί δε όντος εντός της οικίας, ένθα ήτο πρότερον το ανακτοβούλιον, απέναντι της Οικονομίας». Λόγω της θέσης του στο Πολυτεχνείο, της ιδιαίτερης φήμης που έχαιρε ως ζωγράφος και της βασιλικής εύνοιας, αλλά και ως πρωτοπόρος της νέας τέχνης, δεν χρειάστηκε να καταφύγει σε συχνές διαφημίσεις για να γίνει ευρύτερα γνωστός ως φωτογράφος. Μέλη της Βασιλικής Αυλής, αγωνιστές της Επανάστασης, ανώτεροι κληρικοί, πολιτικοί και Αθηναίοι της καλής κοινωνίας φωτογραφίζονταν στο φωτογραφείο του. Ο Μαργαρίτης είχε ιδιαίτερη σχέση με το Παλάτι. Λέγεται ότι είχε φιλοτεχνήσει και τα πορτρέτα του Όθωνα και της Αμαλίας, τα οποία δεν διασώθηκαν. Εκτός αυτού όμως, ο Schiefert (Σήφερτ), ο ένας από τους δύο προσωπικούς γιατρούς του Όθωνα, είχε παντρευτεί την αδελφή του Μαργαρίτη, τη Μαριγώ. Ο Φ. Μαργαρίτης είχε αποχωρήσει από το εργαστήριο του αδελφού του Γεωργίου μετά την παραίτηση του τελευταίου από το Σχολείο των Τεχνών, το 1858, όπου δίδασκε Ανωτέρα Ζωγραφική και Ελαιογραφία. Η συνεργασία των δύο αδελφών ζωγράφων περιορίστηκε κατόπιν μόνο στη φιλοτέχνηση ορισμένων τοιχογραφιών του Νέου Ανακτόρου του Όθωνα (σημερινή Βουλή των Ελλήνων). Χαράλαμπος Βιτουλαδίτης Γεννήθηκε στην Κέρκυρα, όπου και εργάστηκε ως επαγγελματίας φωτογράφος ταυτόχρονα με τον Φίλιππο Μαργαρίτη. Κατά τη διάρκεια της σύντομης σχετικά ζωής του ο Βιτουλαδίτης είχε ως επίσημο επάγγελμα τη φωτογραφία, αν και φαίνεται ότι αρχικά είχε ασχοληθεί με τη ζωγραφική, όπως αναφέρει σε «Δηλοποίησίν» του στην εφημερίδα Gazzetto lonica, το 1848.
![]() |
|
Η ΚΕΡΚΥΡΑ ΤΟ 1952
|
Ο Γεωργιάδης ήταν επίσης ενεργό μέλος της Φωτογραφικής Εταιρείας του Εδιμβούργου. Εργαζόταν μέχρι το 1876, οπότε χάνονται τα ίχνη του. Η ανακάλυψη πορτρέτου του που έγινε από τον φωτογράφο του Εδιμβούργου Thomas Η. Douglas (Τόμας X. Ντάγκλας) είναι το μόνο φωτογραφικό τεκμήριο που υπάρχει για τον φωτογράφο αυτόν. Επηρεασμένη από τη ζωγραφική και μην έχοντας ξεπεράσει τα τεχνικά της προβλήματα, η φωτογραφία δημιουργεί, κατά την πρώτη της δεκαετία, εικόνες χωρίς ιδιαίτερο αισθητικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Οι λήψεις έχουν χαρακτήρα καθαρά απεικονιστικό και πληροφοριακό, με στατικά πλάνα που ακολουθούν τις ζωγραφικές αντιλήψεις, αφού άλλωστε πολλοί φωτογράφοι ήταν ζωγράφοι πριν αρχίσουν ν' ασχολούνται με τη νέα εφεύρεση. Αντίστοιχη αντιμετώπιση συναντάται στα πορτρέτα, όπου ο μεγάλος χρόνος έκθεσης υποχρέωνε το μοντέλο να παίρνει μια παγερή έκφραση. Ο Σιμωνίδης και οι αρχαίοι Έλληνες Στις αρχές του 1848 εμφανίστηκε, κάτω από περίεργες συνθήκες, ένα κείμενο σχετικό με τη δαγγεροτυπία. Παρουσιάστηκε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης (1820-1867), ο οποίος διέδιδε ότι είχε κατορθώσει να βρει «τυχαία» στο Άγιο Όρος και στο Σινά ανέκδοτα χειρόγραφα αρχαίων συγγραφέων, όπως του Αρριανού και του Ησιόδου, καθώς και ένα του ζωγράφου Πανσέληνου, που περιείχαν σπουδαίες ανακαλύψεις. Στο τελευταίο μάλιστα χειρόγραφο ο Σιμωνίδης υποστήριζε ότι περιγραφόταν η μέθοδος της δαγγεροτυπίας.
Στο χειρόγραφο με τίτλο Έρμηνεία τῶν ζωγράφων ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ζωγραφίαν, ὑπό τοῦ Διονυσίου τοῦ ἱερομονάχου καί ζωγράφου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, συγγραφεῖσα ἐν Ἂθωνι τῷ 1458, που παρουσίασε ο Σιμωνίδης, υπήρχε το κεφάλαιο «Πῶς νά σηκώσης σπίτια, δένδρα, ζῶα, άνθρώπους είς τόν ἣλιον κι ὃ,τι ἂλλο θέλεις», που δεν βρισκόταν στις άλλες χειρόγραφες εκδόσεις του έργου. Σύμφωνα με την αναφορά στο τέλος του κεφαλαίου, η φωτογραφική εφεύρεση έγινε γνωστή στον Πανσέληνο σαν... όραμα. Όλη η περιγραφή καθώς και τα άλλα κείμενα που «βρήκε» ο Σιμωνίδης έμοιαζαν αυθεντικά, ώστε για αρκετά χρόνια να υπάρχει μεγάλη διαμάχη και αμφιβολία για τη γνησιότητά τους. Το Σεπτέμβριο του 1848 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ευτέρπη ένα άρθρο με τίτλο «Είκόνες διά τῆς νέας φωτογραφικῆς μεθόδου», όπου περιγράφεται συνοπτικά η μέθοδος και αναφέρονται οι προσπάθειες που γίνονταν για την εκτύπωση της φωτογραφίας πάνω στο χαρτί - δηλαδή της καλοτυπίας. Στο κείμενο αναφέρεται επίσης ότι: «Τοῦτο ὃμως κατώρθωσεν ἡ ἐπιστήμη σήμερον [εννοεί τη φωτογραφία]. Λέγομεν δέ σήμερον, διότι δέν ἒχομεν ὂρεξιν νά παραδεχθῶμεν τά θαυμάσια ἀκούσματα περί φωτοτυπίας κτλ. παρά τοῖς ἀρχαίοις, πρίν μᾶς δοθῶσιν ἀξιόχρεοι περί τῆς ἀληθείας αυτῶν ἀποδείξεις [...]». Η παράγραφος αυτή αναφέρεται στο επίμαχο κεφάλαιο για τη φωτογραφία από τα χειρόγραφα του Σιμωνίδη.
Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής ασχολήθηκαν με τις ανακαλύψεις του Σιμωνίδη· συστάθηκε μάλιστα και επιτροπή από ειδικούς για να μελετήσει τα κείμενα αυτά. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, «ἡ ἐπιτροπή τήν ὀποίαν προσεκάλεσε τό Ὑπουργεῖο τῆς Ἐκπαιδεύσεως διά νά γνωμοδοτήση περί τῶν εἰς χεῖρας τοῦ Σιμωνίδου εὐρισκομένων χειρογράφων, ἀπεφάνθη έν τῇ συνεδριάσει αὐτής κατά τήν 28ην Δεκεμβρίου (1848) ὂτι τά ὑποβληθέντα χειρόγραφα εἶναι γνήσια [...]», όπως αναφέρει η εφημερίδα ΑΙΩΝ σε φύλλο της τον Ιανουάριο του 1849. Το επίμαχο κεφάλαιο περιλαμβάνεται και στη Β' έκδοση της Ερμηνείας των Ζωγράφων... του Ανέστη Κωνσταντινίδη, το 1885, με την υποσημείωση, όμως, του εκδότη ότι είναι «πλαστογράφημα τοῦ κ. Σιμωνίδου».
Τελειωτική απάντηση στο θέμα του κεφαλαίου του Σιμωνίδη, που διέδιδε μάλιστα ότι ο Daguerre είχε αντιγράψει την εφεύρεση από τον Πανσέληνο, έδωσε ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στην ΠΑΔΩΡΑ το 1850. Σε μια μακροσκελή περιγραφή απέδειξε την πλαστότητα του κειμένου. Και στην κατακλείδα αναφέρει: «Συνέπεσε δέ, ὃταν ἐξεδόθη ἡ προκήρυξις ἐκείνη, νά ἒχω ἀνά χεῖρας τό ἐγχειρίδιου τῆς δαγγερροτυπίας (Manuel de Daguerrotypie τῆς συλλογής Roret). Ὁποία δέ ὑπῆρξεν ἡ ἒκπληξίς μου ὃταν παρέβαλον τόν Δαγέρρον μέ τόν Πανσέληνον. Δέν ἠξεύρω ἂν αὐτόν ἐκεῖνος ἣ αὐτός μετέφρασεν ἐκεῖνον»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ : 1939 - 1970 / ΑΛΚΗΣ Ξ. ΞΑΝΘΑΚΗΣ - ΑΘΗΝΑ : ΠΑΠΥΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ, 2008
from ανεμουριον https://ift.tt/2IkvFbZ
via IFTTT







