Οι οικουμενικές διαστάσεις του Άγγελου Σικελιανού

Ο Σικελιανός θεωρούσε τα ποιήματα του ως «αχνάρια της υπαρξιακής διαλεκτικής πορείας της ψυχής του προς την κεντρική κατάκτηση μιας ενιαίας και μείζονος συνείδησης της Ζωής». Ο «Αλαφροΐσκιωτος», που κατά τον Ποιητή, «αποτελεί την πρώτη κοσμική προέκταση του μέσα στην ψυχή της Φύσης», είναι το πρώτο στάδιο στην πορεία αυτή, μέσα στο οποίο περιέχεται ολόκληρο το Είναι του, ως ο πρωταρχικός πυρήνας μιας καθαρά βιολογικής εμπειρίας της «κοσμικής συνείδησης της ζωής». Ο «Αλαφροΐσκιωτος» είναι ένα λυρικό αριστούργημα που ξεπερνάει τους δύο χιλιάδες στίχους. Η κοσμική εμπειρία που εκφράζει συνοψίζεται στο ορφικό ρητό ΠΑΙΣ ΕΙΜΙ ΓΑΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΥ ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΟΣ / ΑΥΤΑΡ ΓΕΝΟΣ ΕΜΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΝ που, για τον Ποιητή, αποτέλεσε «το πιο έμφυτο και πιο πηγαίο δόγμα»,
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟΝ «ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟ».
που συνόδευσε την ψυχή του και ακαίρια την πορεία του στη Ζωή. Για να προχωρήσει πιο πέρα απ' αυτή τη φυσιολογική συνείδηση και να φτάσει στην κατάκτηση μιας ενιαίας κοσμικής συνείδησης της Ιστορίας και της Ζωής, ο Σικελιανός αισθάνθηκε την ανάγκη να γνωρίσει σε βάθος την ελληνική παράδοση και τις οικουμενικές διαστάσεις της, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο αυτοδιδαχής που τον έφερνε σε άμεση επαφή τόσο με τα αρχαία κείμενα και μνημεία όσο και με τις παραδοσιακές μορφές ζωής του ελληνικού λαού. Την προσπάθεια του, να συλλάβει και να αποκαλύψει αυτήν την ενιαία συνείδηση, ο Σικελιανός εκφράζει στα ποιήματα των πέντε «Συνειδήσεων» που αποτελούν τον «Πρόλογο στη Ζωή», χρησιμοποιώντας σύμβολα από την ομαδική θρησκευτική και ψυχική ζωή του ελληνικού λαού, που διατηρούσανε την οικουμενική αιωνιότητα του μύθου.


ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΟΡΦΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

Μέσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα τρία υποστατικά σύμβολα της Ορφικής Λατρείας, ο Ελευσίνιος Στάχυς, το Διονυσιακό Κλήμα και το Εκατόφυλλο Ρόδο, με τα οποία πραγματώνονται οι τρεις διαδοχικοί βαθμοί μύησης στις απλές, αλλά απεριόριστα γόνιμες δημιουργικές αρχές, με τις οποίες ο άνθρωπος φτάνει στην ολοκλήρωση του ανθρωπισμού του και συνακόλουθα στη λύτρωση του. Όπως λέει στην τραγωδία του «Ο Διθύραμβος του Ρόδου» το Ελευσίνιο Στάχυ συμβολίζει την ομοιότητα και την ισότητα όλων των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο κι απέναντι στις βασικές ανάγκες της ζωής, και τον πρώτο βαθμό μύησης που οδηγεί στην Άρτια Ζωή. Το Διονυσιακό Κλήμα συμβολίζει την άγια ορμή της δημιουργίας και το δεύτερο βαθμό μύησης, την Άρτια Τέχνη, που αποκαλύπτει στον άνθρωπο το δημιουργικό Ρυθμό του Σύμπαντος, τον Έρωτα - Θάνατο [ή Πλούτωνα - Διόνυσο] που είναι το ίδιο, αφού αποτελούν τη διπρόσωπη έκφραση της ίδιας αρχέγονης ορμής που σπρώχνει αέναα τον αιώνιο κύκλο της ζωής και του θανάτου και τρέφει αέναα την άγια Μέθη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το Εκατόφυλλο Ρόδο συμβολίζει την τέλεια εναρμόνιση των αντινομιών, τη σύζευξη της Διονυσιακής Μέθης με την Απολλώνια Σοφία, κι αποκαλύπτει τον τρίτο βαθμό μύησης, την Άρτια Γνώση. Μ' αυτό τον τρίτο και τελικό βαθμό μύησης, ο άνθρωπος φτάνει «με λόγια, με πράξη ή με τρόπο» ως την ύψιστη εκείνη κορφή ΠΟΥ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ, Η ΓΝΩΣΗ ΑΓΑΠΗ / ΚΑΙ ΠΙΑ ΑΠ΄ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝ’ ΑΛΛΗ… Για να μυήσει την Ελλάδα και την ανθρωπότητα σ' αυτές τις δημιουργικές αρχές της ζωής, ο Σικελιανός έγραψε όλο το έργο του: λυρικά ποιήματα, τραγωδίες, άρθρα, μελέτες, ομιλίες και κηρύγματα.



ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Στη λυρική ποίηση που έγραψε ως το 1935, η διάσταση που κυριαρχεί είναι υπαρξιακή και σχετίζεται με τη διερεύνηση του κοσμικού προβλήματος της Ζωής και του θανάτου. Έτσι, ύστερ' από τον «Αλαφροΐσκιωτο», που εκφράζει την πρώτη κοσμική επικοινωνία του με την ψυχή της Φύσης, και ύστερ' από τον «Πρόλογο στη Ζωή» που εκφράζει την προσπάθεια του να ριζώσει στην παράδοση του για ν' αποχτήσει συνείδηση της υπαρξιακής υπόστασης του, ο Σικελιανός γράφει τα συνθετικά έργα του «Μήτηρ θεού» και «Πάσχα των Ελλήνων», όπου επιχειρεί μια βαθύτερη πνευματική επαφή με το Κοσμικό μυστήριο και «με το μεγάλο υποσυνείδητο θρησκευτικό κεφάλαιο» που, καθώς λέει, υπάρχει σαν «αλάτι αιωνιότητας» μέσα στα βάθη οποιασδήποτε εποχής. Στο «Μήτηρ θεού», η αισθαντικότητα του Ποιητή αντικρύζει το μυστήριο της αέναης δημιουργίας μεσ' από «το θάμπος του θανάτου», που αποτελεί «το πρώτο αίτιο της Ζωής» και «ορίζει την ουσιώδη σχέση του ανθρώπου με το Σύμπαν». Στο ποίημα αυτό, η Μητέρα - Θεά, αυτή η μεγάλη μυθική «Πρωτοεικόνα της Μητέρας Φύσης», δεν συμβολίζει πια μόνο την «πανθεϊστική ψυχή της ύλης», ή, από μια ανθρωπολογική άποψη, τη «Βασίλισσα - Μητέρα της κυψέλης», αλλά την «αιώνια ωδινόμενη στο κέντρο των πλασμάτων όλων, κοσμογονική ψυχή», τη θεία δύναμη που γεννάει αέναα και στη σκέψη μας μεταμορφώνει και το «θάνατο» σε δημιουργικό αίτιο για την ανανέωση της Ζωής. Γι' αυτό η «νεκρώσιμος ακολουθία» που φαίνεται να είναι το ποίημα αυτό, είναι στο βάθος της μιας δοξολογία «της πιο κρυφής πνοής της Δημιουργίας». Στο «Πάσχα των Ελλήνων», ο Σικελιανός επιχειρεί όχι με την αποκάλυψη μιας προσωπικής μυστικής εμπειρίας, όπως στο «Μήτηρ θεού», αλλά επικά και λυρικά να προσεγγίσει το θρησκευτικό υποσυνείδητο του ανθρώπου μέσ' από το «γνήσιο Μύθο του Χριστιανισμού». Για τον Σικελιανό, ο Μύθος αυτός «που οι ρίζες του βυθίζονται στην ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας, έχει παρανοηθεί, στρεβλωθεί ή εκμεταλλευθεί απέραντα από τους πιστούς του κι από τους αντιπάλους του, και για να ξαναποχτήσει το αληθινό του νόημα και την υπόσταση του πρέπει να ξανατοποθετηθεί μες στο πλαίσιο των αιώνιων διαστάσεων του». Την ξανατοποθέτηση αυτή επιχειρεί «διαστέλλοντας την όραση του κόσμου σ' έναν κύκλο έξω χρόνου κι έξω τόπου, που να περιλάβει σε μια πλέρια εικόνα την ύπαρξη» και ολόκληρη την προϊστορία και ιστορία. Έτσι, μέσα στο έργο αυτό συνυπάρχουν η Ελένη, οι Αργοναύτες, ο Έρωτας, ο Ευαγγελισμός, η Παναγία, ο Χριστός κι ο Άνθρωπος. Μέσα σ' αυτό το κοσμικό και υπεριστορικό μυθικό πλαίσιο, ο παρανοημένος χριστιανικός μύθος θα μπορούσε κατά τον ποιητή, «να πάρει ακέρια τη δυναμική ανάπτυξη του» και να κλείσει μέσα του «και την ιδέα της φύσης ως μητέρας όπου πάντοτε αγωνίζεται και βρίσκεται "εν γαστρι και βασανίζεται τεκείν"», και την ιδέα του ανθρώπου ως κοσμικού παράγοντος, που είναι υπεύθυνος, τόσο απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη, όσο και απέναντι «της ζωής του όλου», επειδή έχει εξουσία και είναι δημιουργός.



ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ


Στην περίοδο 1930 - 1942, ο Σικελιανός έγραψε μια σειρά ποιήματα που περιλαμβάνονται στη δεύτερη σειρά των «Λυρικών» του, στις ενότητες «Ορφικά» και «Ίμεροι». Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ρωσική Επανάσταση, η Μικρασιατική Καταστροφή, το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικός χάος του Μεσοπολέμου, η δυναστική κυριαρχία της τεχνολογίας και η ανερχόμενη ωφελιμιστική και «ωμά κερδοσκοπική αποτίμηση της ζωής», έχουν διαμορφώσει το ψυχικό και ιδεολογικό κλίμα στο οποίο ο ποιητής αντιδρά με τα μόνα όπλα που έχει στη διάθεση του, την ποίηση του.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΠΟΝΔΗ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1943. ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ Η ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ.
Όπως φαίνεται από το ποίημα «Το Βρέφος», που περιλαμβάνεται στα «Ορφικά» από το 1932, κατέχεται από την αγωνία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που τον βλέπει να έρχεται και, χρησιμοποιώντας το συμβολισμό ενός αρχαίου μύθου, καλεί τη διχασμένη ανθρωπότητα να σταματήσει τις αιώνιες διαμάχες της και να συμφιλιωθεί πριν αρχίσει το μακελιό, για να ζήσουν τα παιδιά της σε ειρήνη κι αγάπη. Το σημαντικότερο ποίημα στην ενότητα αυτή είναι η «Ιερά Οδός». Δημοσιεύθηκε το 1935 και πηγάζει από τις σύγχρονες αυτές εμπειρίες και από τη συνολική εμπειρία της ιστορίας και της προϊστορίας της ανθρωπότητας. Στο βαθυστόχαστο αυτό ποίημα, η οραματική φαντασία του Σικελιανού, ξεκινώντας από την απλή εικόνα μιας αρκούδας που χορεύει με το αρκουδάκι της κάτω από τη βία του χαλκά του γύφτου που την εξουσιάζει, συνδέει μ' έναν μεγαλόπνοο διαχρονικό συμβολισμό την αιώνια τραγική αντίθεση της ζωής με τους συμβολισμούς που την εκφράζουν από την προϊστορική αρκουδομορφική μητέρα - θεά ως την Ελευσίνια Δήμητρα και αργότερα ως την Παναγία και διατυπώνει την αιώνια λαχτάρα για μια ανθρωπότητα ελευθερωμένη και λυτρωμένη από τα πάθη της βίας, του διχασμού, της αδικίας και της αλληλοσφαγής, βιολογικά ενωμένη με τη Φύση και κοινωνικά και ψυχικά ενωμένη με ειρήνη εσωτερική και εξωτερική, με ισονομία και αγάπη. Μια ανθρωπότητα που υπήρχε στη μακρινή προϊστορική εποχή του Μητριαρχικού πολιτισμού και που ο Ποιητής πιστεύει πως θα υπάρχει και στο μέλλον. Για να έρθει αυτή η χρυσή, κατά τον Ησίοδο, εποχή, ο Σικελιανός αγωνίστηκε με όλο το κατοπινό έργο του και με τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, που αποτελεί μια κορυφαία πράξη στην πορεία της ψυχής του προς την κατάκτηση μιας «ενιαίας και μείζονος συνείδησης της Ζωής» και εμπνέει τα τελευταία έργα του. Στην ενότητα «Ίμεροι», όπου προσεγγίζει τον Έρωτα ως το γονιμοποιό αίτιο της ανανέωσης της Ζωής, η Μητέρα - Θεά, αυτή η θεία δύναμη που γεννάει αέναα και μεταμορφώνει το Θάνατο σε δημιουργικό αίτιο της Ζωής, παίρνει ένα ακόμα βαθύτερο και πληρέστερο κοσμικό περιεχόμενο, αφού εμπεριέχει και τον Έρωτα, που διαπερνάει με την πνοή του ολόκληρη τη Δημιουργία και είναι ομοούσιος του Θανάτου. Στο ποίημα «Λιλίθ», αυτή η μυστική μορφή της εβραϊκής μυθολογίας, εμφανίζεται ως «Μυστική Μεγάλη Πρωτοεικόνα της Θηλύτητας», η οποία ανατέλλει από τα βάθη της προοντολογικής αβύσσου ως μια δύναμη απόλυτα και ουσιαστικά ερωτική και θρησκευτική, που ακόμα η Δημιουργία δεν κατόρθωσε να την προβάλλει ολόκληρη στο φως της Ζωής, αλλά που πάντα καρτερεί, καρφωμένη στον προαιώνιο σταυρό της θηλύτητάς της τον Άξιο Λυτρωτή της, που είναι ο ίδιος ο Ποιητής. Στα ποιήματα αυτής της ενότητας, που τα έγραψε στην ακμή της πνευματικής και καλλιτεχνικής του ωριμότητας, ο Σικελιανός επιχειρεί και κατορθώνει μια έξοδο από το υπαρξιακό αδιέξοδο, συνειδητοποιώντας την ομοούσια δύναμη του Έρωτα και του Θανάτου που ορίζει τον αέναο κύκλο της Κοσμικής δημιουργίας, κέντρο της οποίας είναι ο Άνθρωπος. Έτσι, στο ποίημα «Μελέτη Θανάτου» αναζητώντας το κοσμικό αρχέτυπο Έρωτας - Θάνατος στις ρίζες του, η αισθαντικότητά του προχωρεί ως τα βάθη της προοντολογικής αβύσσου, όπου από το Θάνατο που αποτελεί το κέντρο του Παντός, ανατέλλει αδιάκοπα η Ζωή μέσα από τη διάπυρη πνοή του Έρωτα. Στο ποίημα αυτό που το έγραψε, όπως γράφει ο ίδιος, σε μια στιγμή που αισθανόταν να τον αγγίζει ο ίσκιος του θανάτου, η υπαρξιακή αγωνία του γίνεται μέσο «για να εκκολαφθεί συνειδητά ολόκληρη η ψυχή του μες στην πυρακτωμένη σφαίρα του Έρωτα, που κέντρο της είναι ο Θεός». Η εκκόλαψη αυτή τον απολυτρώνει από την αγωνία του θανάτου, καθώς συνειδητοποιεί το αείζωο της ύπαρξης του, φλεγόμενος και μη καιόμενος από τον ήλιο του ερωτικού πάθους, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ως πλάσμα και Πλάστης μαζί. Υπαρξιακά συνδεδεμένος με την ανέναη κοσμογονική πνοή του Έρωτα, ο Θάνατος δεν είναι πια ένα σκοτεινό νεκρό σημείο. Είναι «σύμφωνα με την κοσμικά οραματική προοπτική των Ελευσίνιων Μυστηρίων» το πιο βαθύ ορμητήριο της Ζωής, μια«ομοούσια δύναμη» με τον έρωτα, «μορφή του πόθου» για τον Σικελιανό, που ο άνθρωπος πρέπει να τον θεριέψει μέσα του για να λυτρωθεί απ' αυτόν: θανάτω θάνατον πατήσας! Με την ερωτική του ποίηση, που είναι βαθύτατα υπαρξιακή, ο Σικελιανός ολοκληρώνει την κοσμική προέκταση του μέσα στην ψυχή της φύσης, που άρχισε με τον «Αλαφροΐσκιωτο» σε ηλικία είκοσι χρόνων και την ονομάζει ορφική.


ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ

Οι «Επίνικοι II» [1940 - 1946], με τους οποίους τελειώνει το λυρικό έργο του Σικελιανού, σχετίζονται με άμεσα ιστορικά γεγονότα, όπως είναι το έπος της Ελλάδας στα βουνά της Αλβανίας, η Εθνική Αντίσταση, το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και η μεταπολεμική προοπτική του κόσμου. Οι ιδεολογικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους «Επίνικους Α» και στους «Επίνικους Β», μαρτυρούν πόσο ωρίμασε η ιστορική και κοινωνική συνείδηση του Σικελιανού στα χρόνια του Μεσοπολέμου και στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στους «Επίνικους I» [1912 - 1913], ο Ποιητής επηρεασμένος από τα όνειρα της μεγάλης ιδέας, και από τον πατριωτικό ενθουσιασμό που τον έζησε και ως στρατιώτης, υμνεί τις νίκες του ελληνικού στρατού και οραματίζεται την ώρα που η ελληνική φυλή, με τη βοήθεια του Θεού, θα παρακολουθούσε στην Αγία Σοφία τη συνέχεια της λειτουργία που, κατά το θρύλο, κόπηκε στη μέση με την άλωση της Πόλης. Το πνεύμα της ελευθερίας διαπερνάει σαν ορμητικός άνεμος μερικά από τα ποιήματα αυτά. Από το πνεύμα της ελευθερίας δονούνται και οι «Επίνικοι II», όχι όμως μόνο της εθνικής, αλλά και της κοινωνικής και όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της καθολικής και πανανθρώπινης ελευθερίας. Έτσι, στο «Πανανθρώπινο Εμβατήριο της Ελλάδας», εμπνευσμένος από τις εκπληκτικές νίκες του ελληνικού λαού στο μέτωπο της Αλβανίας, ο ποιητής βλέπει την Ελλάδα πρωτοπόρο στον αγώνα της ανθρωπότητας ενάντια στο «μαύρο φίδι» της τυραννίας που έχει ξαναζώσει τη γη, να «διασκορπάει τα σκότη» του φασισμού, υψώνοντας μεσούρανη τη δάδα της λευτεριάς» και της ανάστασης.
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΑΥΓΕΡΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΩΝ ΔΕΛΦΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ.
Στο ποίημα «Κλεισούρα», βλέπει τους απλούς φαντάρους να μάχονται στα χιονισμένα βουνά, μαγνητισμένοι από ένα όραμα «που λάμπει ψηλά σαν αστέρι που πάσκει ολοένα να φύγει απ' τα σύννεφα, / σάμπως βρέφος που μόνο του αγωνιέται απ' τα σπάργανα να βγει». Δεν ξέρουν ακόμα τ' όνομα του, μα έρχεται ο ποιητής να τους πει πως είναι το σταυρωμένο «πολύπαθο Πνέμα του ανθρώπου», και πως είναι αυτοί που πάνε, σαν τον Ηρακλή που λευτέρωσε τον Προμηθέα απ' τον Καύκασο, να το λυτρώσουν με τις λόγχες τους και να του δώσουν νέα ζωή από τη σάρκα κι από το αίμα τους. Στο ποίημα «Διόνυσος επί λίκνω», που γράφτηκε μια νύχτα αγρύπνιας τα Χριστούγεννα του 1941, αυτό το βρέφος που αγωνιζόταν να βγει απ' τα σπάργανα του κι έλαμπε σαν αστέρι που πάσκει να βγει απ' τα σύννεφα, το βλέπει σαν ένα νεογέννητο Χριστό - Διόνυσο, σύμβολο του καινούριου κόσμου που ο Σικελιανός, μαζί με όλη την αγωνιζόμενη ανθρωπότητα εκείνου του καιρού, έβλεπε να γεννιέται μέσα από τη μεγάλη νύχτα και της κατοχής, όπως γεννήθηκε ο κόσμος από τη Μητέρα - Νύχτα της κοσμογονίας. Εμπνευσμένος από τις ελπίδες που γεννούσε η ηρωική αντίσταση των λαών ενάντια στο τέρας του φασισμού και από τους φόβους να κατασπαραχτεί στο λίκνο του αυτό το βρέφος, όπως κατασπαράχτηκε από τους Τιτάνες ο Διόνυσος, ο ποιητής καλεί τους συντρόφους του πνευματικούς ανθρώπους και όλη την αγωνιζόμενη ανθρωπότητα, να περιφρουρήσουν αυτόν το νεοεγέννητο κόσμο από τους λύκους του παλιού που μυρίστηκαν τη γέννηση του και τρέχουν κοπάδια, στρατοί ολόκληροι, να το κατασπαράξουν στην κούνια του.

ΤΑΥΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οι φόβοι που εκφράζει ο Σικελιανός στο «Διόνυσος επί Λίκνω» βγήκαν, δυστυχώς, τραγικά αληθινοί. Οι λύκοι του παλιού κόσμου, που άκουγε ο Ποιητής στο προφητικό αυτό ποίημα, έσπρωξαν την Ελλάδα στην τραγωδία του Δεκέμβρη του 1944 και στην ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία του Εμφυλίου Πολέμου του 1946 - 1949, βύθισαν τον κόσμο στην ατέρμονη δίνη των ανταγωνισμών του ψυχρού πολέμου, το «γλυκό βρέφος» της «νέας Λευτεριάς» κατασπαράχτηκε, κι ο καινούργιος κόσμος έμεινε αυτό που ήταν πάντα, μια ασίγαστη λαχτάρα της ανθρωπότητας.
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΒΡΕΤΤΑΚΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1945.
Ωστόσο, η ακατάβλητη πίστη του Σικελιανού στις δημιουργικές δυνάμεις της ζωής δεν λύγισε. Λίγες μέρες μετά το τέλος του πολέμου, στις 19 Μαΐου του 1945, δημοσιεύει στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» το «Πνευματικό Εμβατήριο» που αποτελεί το κύκνιο άσμα του «Λυρικού Βίου» του. Εξήντα ένα χρονών και με σοβαρά κλονισμένη την υγεία του, αισθάνεται να ρίχνει, με το ποίημα αυτό, «το στερνό δαβλί» της ζωής του «στο φωτογονι της καινούργιας Λευτεριάς» της Ελλάδας και να λαμπαδιάζει η ψυχή του «στην έγνοια αυτής της Λευτεριάς». Ένας «δαυλός της Ιστορίας» της Ελλάδας αισθάνεται να είναι. Ένας φλεγόμενος Προμηθέας Πυρφόρος, που σ' αυτή την αποφασιστική στιγμή της Ιστορίας του κόσμου, πορεύεται μπροστά για ν' ανοίξει δρόμο στην ψυχή, στο πνεύμα, στο κορμί της Ελλάδας, και να φέξει «όλες τις γωνιές της Οικουμένης». Τη Μοίρα της Ελλάδας την αισθάνεται δική του Μοίρα. Στον Καύκασο του αγώνα και του μαρτυρίου της βάδιζε, «κρατώντας το αναμμένο του σηκώτι» και το πάτημα του θαρρεί πως είναι το τελευταίο, «γιατί πατάει μέσα στα αίματα της, γιατί σκοντάβει στα πτώματα της, γιατί το σώμα, η όψη του, όλο του το πνέμα καθρεφτιζόταν, σα σε λίμνη, μέσα στα αίματα της!». Σ' αυτό τον «άλικο καθρέφτη» της Ελλάδας, βλέπει τον εαυτό του σαν τον «καινούριο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης» που μέλλεται να πλαστεί για την Ελλάδα και για τον κόσμο όλο: μια πλάση πλημμυρισμένη «απ' τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη». Είναι από την Αγάπη αυτή, κι από την ασίγαστη έγνοια και αγωνία του γι' αυτή την καινούρια Λευτεριά της Ελλάδας και της Ανθρωπότητας που κινδύνευε, παρά τους ποταμούς αιμάτων που χύθηκαν γι' αυτήν, που πηγάζει η στεντόρια τούτη κραυγή: Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα· / ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Αυτή η έγνοια κι αγωνία δεν ήταν μόνο δική του. Μέσα στην κραυγή υπάρχουν οι έγνοιες κι αγωνίες όλων των λαών της γης, μόλις λίγες ημέρες ύστερα από το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη και ενώ συνεχιζόταν ακόμα στην Ασία. Όμως στον τόνο του ποιήματος δεν κυριαρχεί η αγωνία, αλλά ο αγωνιστικός παλμός, κι αυτό το υπογραμμίζει ο ποιητής, χαρακτηρίζοντας το έργου του πνευματικό εμβατήριο. Μολονότι πηγάζει από την άμεση επικαιρότητα, το ποίημα αυτό έχει μια διαχρονική διάσταση που υπονοείται με τις αναφορές του στην αρχαιότητα, με την αίσθηση του Ποιητή πως είναι «ένας δαυλός της Ιστορίας», ένας Προμηθέας Πυρφόρος που φωτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας και της ανθρωπότητας, και με τη συνείδηση πως το έργο του αυτό αποτελεί μια Πνευματική Διαθήκη στο λαό του και στην ανθρωπότητα, που υπονοείται με την αναφορά του στον Ηράκλειτο. Ο μεγάλος εκείνος σοφός της αρχαιότητας, λέει στην αρχή και στο τέλος του ποιήματος του ο Σικελιανός, έγραφε σε χαλκούς τους στοχασμούς του για την Αιωνιότητα και «τους κρεμνούσε ως άρματα στο Ναό της Έφεσος». Για την αιωνιότητα υπονοεί πως έγραψε κι αυτός τους στοχασμούς της ποίησης του και τους παρέδωσε ως άρματα σ' εμάς και στις ερχόμενες γενεές. Για τα άρματα αυτά, όπως ήθελε να είναι όλα τα ποιήματα του - άρματα για μια «επανάσταση της ποίησης», που οραματίσθηκε στην «Ελευσίνεια Διαθήκη» του και στην οποία αφιερώθηκε όλη τη ζωή του, του χρωστάμε την ευγνωμοσύνη μας. Στους διαβρωτικούς καιρούς που ζούμε πιο διαβρωτικούς και πιο επικίνδυνους από τους καιρούς που έζησε ο Σικελιανός, ας χρησιμοποιήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα ποιητικά αυτά άρματα, για να σηκώσουμε τον ήλιο απ' την Ελλάδα, για να σηκώνουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο, για να σηκώσουμε τη Ζωή πάνω απ' το θάνατο.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997


from ανεμουριον https://ift.tt/2PN1LRM
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη