Του Μάριου Πλωρίτη
Αν η «Λαϊκή σκηνή», που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν με τον Διονύση Δεβάρη και τον Γιάννη Τσαρούχη το 1934, ήταν «ελληνοκεντρική» σε ρεπερτόριο και ύφος, το Θέατρο Τέχνης ξεκίνησε και πορεύτηκε κάτω από διεθνείς αστερισμούς.
Ο κοσμοπολίτης Κουν, πριν έρθει στην Ελλάδα, είχε γνωρίσει το ευρωπαϊκό θέατρο και ήταν -κι έμεινε- λάτρης των μεγάλων δραματουργών του περασμένου αιώνα και των αρχών του τωρινού, αλλά και των σκηνοθετών που είχαν ανατρέψει τις σκηνικές μεθόδους της ευρωπαϊκής θυμέλης.
Το καλοκαίρι εκείνο του κατοχικού 1942 -τότε που άρχισαν οι προετοιμασίες για την «καθέλκυση» του Θεάτρου Τέχνης σε δύο χαμένα δωμάτια του σαραβαλιασμένου ήδη Ελληνικού Ωδείου της οδού Φειδίου -οι εκκολαπτόμενοι ηθοποιοί δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους σε έργα του Σαίξπηρ, του Ιψεν, του Στρίντμπεργκ, του Τσέχωφ- που ήταν ουσιαστικά άγνωστος στο κοινό μας. Κι ο Κουν μιλούσε στους μαθητές και τους συνεργάτες του για τις (άγνωστες, επίσης, στην Ελλάδα) σκηνοθετικές μεθόδους του Στανισλάφσκι και του Βαχτάνγκοφ. Αγνωστοι «τρόποι», που αποκάλυπταν άγνωστες πτυχές της δραματικής δημιουργίας και της σκηνικής πράξης. Από πολλές απόψεις, ήταν μια εποχή «παρθενογέννησης»...
![]() |
| Η Ελένη Χατζηαργύρη και ο Κάρολος Κουν στην «Εντα Γκάμπλερ» του Ιψεν που είχε παιχτεί από το θίασο της Κατερίνας το καλοκαίρι του 1950. |
Και στα χρόνια που ακολούθησαν -κάπου μισόν αιώνα- ο Κουν δεν έπαψε να ξαναδοκιμάζει και να ξαναδοκιμάζει στα έργα των «νεοκλασικών» - πέρα, βέβαια, από τη θερμή έγνοια του για τους νεοέλληνες συγγραφείς, πέρα από τις έξοχες «διδασκαλίες» της αρχαίας κωμωδίας και τραγωδίας. Ταυτόχρονα, με την οξύτατη όσφρησή του και την αχόρταγη δίψα του, «ανακάλυπτε» κι έφερνε στο θέατρό μας τους κορυφαίους ξένους μεσοπολεμικούς και μεταπολεμικούς δραματουργούς, από τον Λόρκα έως τον Μπρεχτ, από τον Ιονέσκο έως τον Μαξ Φρις, από τον Μπέκετ έως στον Αρθουρ Μίλερ, με προεξάρχοντα τον πιο αγαπημένο του, τον Τενεσί Ουίλιαμς.
Ποιητικός ρεαλισμός
Οσοι είχαν αγαλλιάσει για τον «λαϊκό εκπρεσιονισμό» της «Λαϊκής Σκηνής», απόρησαν, αρχικά, για τη στροφή του Κουν στον «ποιητικό ή φανταστικό ρεαλισμό» και για το ύφος του «Θεάτρου Δωματίου» (Kammezspiel) που χαρακτήρισε τη σκηνοθετική δουλειά του από τον «Βυσσινόκηπο» (του 1939) και που κυριάρχησε στο Θέατρο Τέχνης.
Μα όποιος θελήσει να δει ολόκληρη την ανέλιξη του Κουν στις βασικές «τέμνουσές» της, θα αναγνωρίσει πως η αρχική αναζήτηση της γνήσιας ελληνικότητας τον οδήγησε στην κατάκτηση μιας γενικότερης γνησιότητας. Γιατί η επαφή του με το ατόφιο λαϊκό στοιχείο τον δίδαξε πως ομορφιά δεν είναι η «κομψότητα» αλλά το πάθος, πως «ευγένεια» δεν έχουν οι τρόποι αλλά ο πόνος, πως το δράμα δεν είναι αλαλαγμός αλλά εσώτερη δόνηση, πως σημασία δεν έχει τόσο αυτό που λέγεται όσο αυτό που είναι. Κι όταν το «είναι» έχει αληθινή γνησιότητα, γνήσια, πειστικά θα ηχήσει και αυτό που λέγεται.
Το καίριο, το αποφασιστικό, το ανάλλαχτο σε όλα τα σκηνικά δημιουργήματα του Κουν έμεινε πάντα η πυρετική διείσδυση στο βυθό του πάθους και του ονείρου που -μαζί με τις κοινωνικές συσχετίσεις- καθορίζουν τις πράξεις του ατόμου και τις συγκρούσεις των ατόμων, που προκαλούν τις «δραματικές κρίσεις» ή τις φαιδρές παραλλαγές τους.
Κι αυτό στάθηκε η μεγάλη «διδασκαλία» του για ηθοποιούς και κοινό...
Κάρολος Κουν 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 1999
Κάρολος Κουν 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 1999
from ανεμουριον https://ift.tt/34tFDCh
via IFTTT


