Στο μυθικό Υπόγειο

Του Μίμη Κουγιουμτζή
Τρεις διαφορετικές γενιές ηθοποιών του Θεάτρου Τέχνης: Αριστερά, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος από τα πρώτα στελέχη του Θεάτρου Τέχνης, ο Μίμης Κουγιουμτζής συνεχιστής της παράδοσης Κουν και η Κέλλυ Σαρατσοπούλου, ηθοποιός στο έργο που είχε γράψει ο Κουν, «Κορόνα ή γράμματα».
Μόνος φέρω φορτίο βαρύ
ξανοίχτηκα μόνος, μόνος στέκω.
Στράτα ακολουθώ μα που οδεύω
δεν... γνωρίζω.

Αυτοί οι στίχοι ανήκουν στον Κουν. Είναι παρμένοι από ένα πολύ νεανικό του ποίημα με τίτλο «Καημός». Και με τους λίγους αυτούς στίχους δεν αργεί κανείς να συλλάβει την νεανική εικόνα του Κουν και να την συγκρίνει με αυτήν... της αγιοσύνης που εξέπεμπε στο πέρας της ζωής του. Τον ασκητισμό και το πάθος που τον διέκρινε σε όλη τη διάρκεια της θεατρικής του πορείας. Κλεισμένος στο καβούκι του, με τις κεραίες του όμως ορθάνοιχτες να συλλαμβάνει τα μηνύματα του σύμπαντος. Ανοιξε δρόμους μυστικούς στα σκοτεινά χρόνια του μεσοπολέμου, της κατοχής, της χούντας και της μετέπειτα φωτεινής περιόδου της Δημοκρατίας.
Δύο ηθοποιοί και δύο συγγραφείς, από τα βασικότερα στελέχη του Θεάτρου Τέχνης: Μίμης Κουγιουμτζής, Ρένη Πιττακή, Λουλά Αναγνωστάκη και Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Ηταν ευτυχισμένος με τη μοναξιά του. Είχε κοντά του πάντοτε «πιστούς». Είχε εμάς κι εμείς εκείνον. «Πρέπει διαρκώς να δίνεις για να μπορείς να πάρεις». Και όταν έλεγε «δίνεις», εννοούσε ολοκληρωτικά. Το θέατρο ήταν η ζωή του και η ζωή του ήταν το θέατρο. Από τον Κουν έμαθα το «ζήτα τα πάντα αλλά δέξου και το τίποτα».

Πρωτοαντίκρισα τον Κουν στο μυθικό υπόγειο. Εκεί πήρα το βάπτισμα στα είκοσι μου χρόνια. Τότε ήταν που ένιωσα τον κόσμο. Δεν είχα παρελθόν. Τη γέννησή μου την οφείλω στους γονείς μου, όλα τα άλλα στον Κουν. Ημουν ένα νήπιο, στην κυριολεξία. Οταν πρωτόπαιξα στο θέατρο μπουσούλαγα στο πάτωμα. Ημουν στη Σχολή ακόμη, όταν μου έδωσε ένα ρόλο στην «Υψηλή εποπτεία» του Ζαν Ζενέ. Υπήρχαν δύο κρεβάτια στη σκηνή, όπως αυτά των στρατιωτών ή των καραβιών· το ένα πάνω στο άλλο. Οπότε επιχειρούσα να κατέβω και να σταθώ όρθιος στα πόδια μου, έπεφτα από το τρακ. Μου ήταν αδύνατο να περπατήσω· έφευγε το πάτωμα· χανόμουν.

Αναγκάστηκε τότε ο Κουν να μου βάλει στρώμα στο πάτωμα και να παίξω το ρόλο μπουσουλώντας στα τέσσερα. Δεν είχα παιδεία θεατρική ούτε είχα δει παράσταση πριν πάω στη Σχολή. Επαιζα στις σχολικές παραστάσεις όπως όλα τα παιδιά. Τελειώνοντας το γυμνάσιο έψαχνα για δουλειά. Δεν είχα τότε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Βρέθηκα στο υπόγειο με μια συστατική επιστολή για τον Κάρολο Κουν να με προσλάβει για δουλειά φροντιστηρίου ή σκηνικών. Δεν υπήρχε όμως τέτοια θέση στο υπόγειο. Για να μη φύγω άπρακτος, ο Κουν μου είπε να δω αν θέλω την παράσταση που παιζόταν. Μπήκα στην αίθουσα και παρακολούθησα το έργο. Οταν τελείωσε πήγα να τον ευχαριστήσω. «Τι σου άρεσε» με ρώτησε. «Δεν ξέρω» του απάντησα, «Μου άρεσαν εκείνα τα δύο παιδιά που βγήκαν στο διάλειμμα και τακτοποιούσαν τα έπιπλα της σκηνής». «Εσύ κάνεις για το θέατρο», μου είπε. «Να δώσεις εξετάσεις στη Σχολή». Εδωσα εξετάσεις, μπήκα στη σχολή και έγινα άνθρωπος για όλες τις δουλειές.

Ηγέτης -καθοδηγητής

Για τον Κουν οι ηθοποιοί-συνεργάτες έπρεπε να ενδιαφέρονται και να είναι απόλυτα συνδεμένοι με το θέατρο και όχι μόνο με το παίξιμο. Οι πρόβες διαρκούσαν πολλές ώρες και ακόμη περισσότερο το μετά. Ο δρόμος· το εστιατόριο· το σπίτι. Είχε τη δύναμη και τη γοητεία του ηγέτη-καθοδηγητή που μέσα από κουβέντες καθημερινές μετέδιδε τη μαγεία και τη σημαντικότητα των πιο ασήμαντων στιγμών. Σε άφηνε να παρασυρθείς από μόνος σου στην περιπέτεια της τέχνης του θεάτρου. Δεν συνήθιζε να δίνει συμβουλές. «Το να συμβουλεύεις κάποιον για το τι πρέπει να κάνει ή να μην κάνει, είναι ανώφελο. Είναι σαν να του στερείς την πρωτοβουλία να δει τα πράγματα μόνος του και ν’ αποφασίζεις εσύ. Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές».

Ωστόσο, ο ίδιος συμβουλευόταν τους άλλους. Σε κάθε γενική δοκιμή ρωτούσε τον ταξιθέτη, τον ταμία, τον άνθρωπο του μπαρ, πώς του φαινόταν η παράσταση. Αν συγκινήθηκε, αν γελούσε, αν τον κούρασε...
Με το έργο «Νεκροταφείο αυτοκινήτων» του Φερνάντο Αραμπάλ -στη φωτογραφία η Μάγια Λυμπεροπούλου και ο Μίμης Κουγιουμτζής- εγκαινιάστηκε το 1970 το καλοκαιρινό Θέατρο «Αττικόν» στην Κοδριγκτώνος. Παίχτηκε σε μετάφραση Παύλου Μάτεσι, σκηνοθεσία Κ. Κουν, σκηνογραφία Φ. Πατρικαλάκη και μουσική Γ. Ρωμανού.
εστιατόριο* το σπίτι. Είχε τη δύναμη και τη γοητεία του ηγέτη-καθοδηγητή που μέσα από κουβέντες καθημερινές μετέδιδε τη μαγεία και τη σημαντικότητα των πιο ασήμαντων στιγμών. Σε άφηνε να παρασυρθείς από μόνος σου στην περιπέτεια της τέχνης του θεάτρου. Δεν συνήθιζε να δίνει συμβουλές. «Το να συμβουλεύεις κάποιον για το τι πρέπει να κάνει ή να μην κάνει, είναι ανώφελο. Είναι σαν να του στερείς την πρωτοβουλία να δει τα πράγματα μόνος του και ν’ αποφασίζεις εσύ. Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές».

Ωστόσο, ο ίδιος συμβουλευόταν τους άλλους. Σε κάθε γενική δοκιμή ρωτούσε τον ταξιθέτη, τον ταμία, τον άνθρωπο του μπαρ, πώς του φαινόταν η παράσταση. Αν συγκινήθηκε, αν γελούσε, αν τον κούρασε...

«Μην περιμένετε να σας έρθει η κατάσταση», έλεγε στους ηθοποιούς. «Δεν θα ’ρθει ποτέ. Πρέπει να είστε προετοιμασμένοι να δεχτείτε την κατάσταση. Η κατάσταση θα σας έρθει όταν είστε ανοιχτοί να τη δεχτείτε. Πρέπει να είσαι έτοιμος να μπορείς να ερεθιστείς από έναν ήχο, από μια κίνηση, από μια σιωπή. Μη φοβάστε τις παύσεις. Η παύση δημιουργεί πολλές φορές ποίηση και μαγεία. Σημαντικός ηθοποιός είναι αυτός που ακούει σωστά, όχι αυτός που μιλάει. Αν ακούς σωστά θα απαντήσεις πειστικά»!...

Ο Κουν δεν είχε μέθοδο στη διδασκαλία του. Για κάθε έργο, για κάθε σκηνή, χρησιμοποιούσε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Δεν ανεχόταν το φτιαχτό, το ψεύτικο, το εντυπωσιακό. Αγωνιούσε να μη χαθεί η λεπτομέρεια της κάθε στιγμής. Εδινε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια της κίνησης· στο κάθε βλέμμα, στην αφή. «Την καρέκλα πρέπει εσύ να τη ζωντανέψεις», έλεγε. «Να της μεταδώσεις τη χαρά ή τη λύπη σου και να τη δεις χαρούμενη ή λυπημένη και θα το νοιώσει ο θεατής αυτό. Θα δει την καρέκλα να του χαμογελά».

Ο Ξανθίας

Ηλεγχε τα πάντα πάνω στη σκηνή. Αν τύχαινε κάποιος ηθοποιός να στέκεται δίπλα σ’ ένα σκαλοπάτι με τα πόδια κλειστά, αυτό ήταν ό,τι πιο αποκρουστικό για την αισθητική του. «Το σκαλοπάτι είναι εκεί για να το εκμεταλλευτείς. Βάλε επάνω το ένα σου πόδι για να του δείξεις ότι υπάρχει».

Μεγάλη αδυναμία είχε στα χρώματα· όχι στα χτυπητά. Σ’ αυτά με αποχρώσεις. Δεν μπορούσε να υποφέρει στα ρούχα το μπεζ. Το θεωρούσε πρόστυχο. Αν ένας χαρακτήρας στο έργο ήταν αντιπαθής και κυνικός, τον έντυνε με μπεζ παντελόνι, πουκάμισο και γραβάτα.

Το περίεργο είναι ότι είχε ένα σκύλο που τον φώναζε Ξανθία κι είχε χρώμα μπεζ. Ομως του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Τον έφερνε κάθε βράδυ στο θέατρο. Μια φορά τον άφησε στο σπίτι μόνο κι όταν γύρισε το βράδυ βρήκε το κρεβάτι του βρεγμένο. Κατάλαβε τι είχε συμβεί. Το άλλο πρωί μας είπε με συγκατάβαση. «Ο φουκαράς ο Ξανθίας μελαγχόλησε μόνος του και μου κατούρησε το κρεβάτι».

Μικρός ο Κουν ήταν συνεσταλμένος και κλειστός. Μια μέρα βγήκε στο μαχαλά, στην Πόλη, όπου έπαιζαν τα παιδιά. Τους είπε: Παίζω κι εγώ μαζί σας; Και του απάντησαν : «Τράβα τον αραμπά σου». Μας το ’λεγε και έσκαγε στα γέλια.

Πολλές φορές, σχεδόν πάντα μετά την πρόβα τρώγαμε όλοι μαζί στο «Ιντεάλ». Καθόμασταν στο τραπέζι έτοιμοι να παραγγείλουμε. Ερχόταν η σειρά του Κουν και έλεγε στο γκαρσόνι: «Τι χρωστάμε, παρακαλώ;».

Είχα τη μανία να κυκλοφορώ κρυφά με μια κινηματογραφική μηχανή για να αποθανατίζω στιγμιότυπα από τις πρόβες. Μια μέρα άκουσε τον θόρυβο της μηχανής και έγινε έξαλλος. Με πέταξε έξω από την πρόβα. Φώναξε τον διαχειριστή και του ζήτησε να με απολύσει. «Να λυθεί αμέσως το συμβόλαιο του Μίμη», είπε οργισμένος. Ο διαχειριστής έμεινε άφωνος. «Μα δεν έχουμε συμβόλαια, κύριε Κουν», ψέλλισε. «Να κάνουμε και να του το σχίσουμε αμέσως»!

Η μεγάλη του έγνοια και αγωνία ήταν η συνέχεια του Θεάτρου Τέχνης. Σε πολλές συνεντεύξεις αναφερόταν στο θέμα. Οσο προχωρούσε ο χρόνος και αισθανόταν ανήμπορος τόσο η αγωνία του κορυφωνόταν. «Θέλω να συνεχίσει να υπάρχει το Θέατρο Τέχνης και χωρίς εμένα. Γι’ αυτό έχω κοντά μου ανθρώπους φανατισμένους, με την ίδια αισθητική και παιδεία, ώστε να μπορούν αυτοί να το συνεχίσου ν».

Το οικονομικό πρόβλημα του Θεάτρου Τέχνης ήταν ο μόνιμος βραχνάς του. Αφότου ιδρύθηκε το Θέατρο Τέχνης, από το 1942 και μετά, ήταν πάντα με το δίσκο στο χέρι ζητώντας ενίσχυση και επιχορήγηση από ιδιώτες ή πολιτιστικούς φορείς. Μια χρονιά συναντήθηκε με έναν υπουργό Πολιτισμού και του παραπονέθηκε για τη μικρή επιχορήγηση που του έδινε: «Κύριε υπουργέ, τα χρήματα που μας δίνετε δεν αρκούν για τα τόσα που προσφέρουμε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό». Και η απάντηση: «Τι να γίνει... Κάντε λιγότερο, κ. Κουν».

Κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά γινόταν παιδί. Παρά την οικονομική ανέχεια πήγαινε σε συγκεκριμένα μαγαζιά που του κάνανε πίστωση και ψώνιζε για όλους. Για τους δυο Γιώργηδες, για τον Τζο, τον Κώστα του Γιάννη, τη Ρένη, τον Μίμη. Για όλους έβρισκε κάτι ξεχωριστό. Να μας ταιριάζει, να το έχουμε ανάγκη.

Κόβαμε την πίτα στο σπίτι του. Λυκαβηττού 12. Κάθε Πρωτοχρονιά. Επί τριάντα χρόνια. Όσο ήμασταν μαζί....
Κάρολος Κουν 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 1999


from ανεμουριον https://ift.tt/2V2Mn79
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη