Του Γιώργου Αρμένη
Πέρασαν τόσα χρόνια, κοντά δώδεκα από τότε που μας άφησες μόνους. Πού είσαι; Πού βρίσκεσαι, πού κατοικείς, με ποιους κάνεις παρέα, ποιους ξεστραβώνεις...
Αχ, και τι δεν θα ’δινα να ’ξερα...
Στο Α' έρχομαι και σου αφήνω τσιγάρα, ανάβω ένα και το αφήνω να σιγοκαίει. Κάθομαι στον μαντρότοιχο, σε κοιτάω και μονολογώ, γιατί εσύ δεν λες κουβέντα. Αλλες φορές κοιτάζω τις φωτογραφίες σου και πιο πολύ εκείνη με το τσιγάρο και το πονηρό χαμόγελο που σκοτώνει. Τι ωραίος που είσαι... με τα λευκά γένια και την πουκαμίσα που σου είχε ράψει η κυρά-Σεβαστή. Ακόμη και τα μάτια σου γελάνε. Να και τώρα που σε κοιτάζω είσαι ένας κούκλος. Μη γελάς. Βεντέτα, βεντέτα...
Λοιπόν, τώρα που το καλοσκέφτομαι, αυτή τη φωτογραφία δεν την εκτιμήσαμε όσο έπρεπε, διότι εσύ ποζάρισες στον Ντίμη αποφασισμένος να μας τα πεις όλα, αλλά δυστυχώς εμείς δεν καταλάβαμε τίποτα. Τώρα, μετά από δώδεκα χρόνια βλέπω πόσο κουτοί είμαστε, γιατί δεν είχαμε προσέξει αυτή τη λεπτομέρεια αν μη τι άλλο δεν θα ’μαστε έτσι όπως είμαστε. Οχι βέβαια ότι δεν ευθύνεσαι... Μη βγάζεις την ουρά σου απέξω...
Μας ήξερες. Πώς κάθισες και έγραψες ένα σημείωμα που οι νομικοί σου το ονόμασαν διαθήκη και ο καθένας το διαβάζει και το ερμηνεύει όπως θέλει; Μη γελάς Τσάρλι... Εχω ράμματα και εγώ για τη γούνα σου... Όχι μόνο εσύ...
Ο καημένος ο θείος που εσύ τον έθεσες επικεφαλή... Τι να κάνει... Δηλαδή, τι περίμενες να κάνει; Θα μου πεις, και ποιος δεν έχει αδυναμίες; Μήπως δεν είχες εσύ ή εγώ... Καλά άσε το Μιμάκο. Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ. Αλλά ήταν ο χαϊδεμένος σου. Καθότι σε μαγνητοφωνούσε, σε φιλμάριζε, για την Ιστορία... Μεταξύ μας ήταν ο πιο τυχερός... Κι αν θες να ξέρεις, έμαθε και να σκηνοθετεί. Αμέ! Σκίζει ο Μίμης.
Εγώ; Τι να κάνω εγώ; Παιδεύομαι, τρέχω γιατί μ’ αρέσει, δεν μπορώ να κάτσω, άμα κάτσω πάει κοιμήθηκα, άσε που φοβάμαι και το χειρότερο...
Λοιπόν, αγαπημένε μου, υπάρχουν και τα δύο θέατρα, μόνο που στο υπόγειο άλλαξε η είσοδος... Από είσοδο σκίζει. Μέσα, από τότε που έφυγες δεν έχω πάει. Πιστεύω να το ’χουν κρατήσει ίδιο. Φέτος ήρθε ο θείος στο υπόγειο με όλο το ασκέρι του... Τι ρωτάς, ποιους; Αφού τους ξέρεις έναν, έναν... Ναι, ναι... Ολοι αυτοί δυστυχώς! Ναι κούκλε μου, και αυτή εκεί είναι!! Βέβαια!! Οι αδυναμίες κακό πράγμα Τσάρλι μου...
Και τι κάνω εγώ; Εγώ έχω αποχωρήσει. Όχι, ποτέ δεν αποποιήθηκα την κληρονομιά σου. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ελα μη θυμώνεις... Συνέχισε να χαμογελάς...
Α, ξέχασα να σου πω... Πριν λίγο καιρό συναντηθήκαμε με τον Μίμη σ’ ένα μπαρ. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και τα είπαμε λίγο... Είχαμε, βλέπεις, να μιλήσουμε δώδεκα χρόνια. Στενοχωρήθηκα όμως γιατί έμαθα ότι χρωστάνε πάλι στο ΙΚΑ, και πολλά μάλιστα, ότι δεν κόπηκε η επιχορήγηση, ίσα-ίσα τριπλασιάστηκε και έχουν και την μπύρα. Ποια μπύρα; Καλά, άσε... Μέχρι περιοδείες μαμούθ κάνουνε. Βέβαια, τα καημένα τα πουλάκια, τις «Όρνιθες» σου, τις μάδησαν. Τις ξεπουπούλιασαν. Πού να έβλεπες και την αφίσα που ’χαν βγάλει... Εργο τέχνης. Αμα είναι να μη χαμογελάς... να σταματήσω...
Με τον θείο; Πώς; Τα ’χουμε πει πολλές φορές. Αλλά σήμερα τα λες, αύριο τα ξεχνάει. Δεν θυμάται τίποτα· μεγαλώνουμε. Και εμείς δεν είμαστε πια παιδιά...
Ο θείος είχε και ένα πρόβλημα υγείας, έγινε και ευσυγκίνητος, τον πήρα τηλέφωνο στο σπίτι, είχε τηλεφωνητή, στο θέατρο, άφησα το όνομά μου. Μπα τίποτα, όσο πήρε εσένα πήρε και εμένα. Είπαμε με τον Μίμη εκείνο το βράδυ να βρεθούμε μες’ τη χρονιά να κουβεντιάσουμε... Γιατί, αγαπημένε μου, φαντάζεσαι, να ξαναγραφτεί κανένα σημείωμα και να ορίζεται επικεφαλής του Θεάτρου Τέχνης Η... Ασε, δεν σου λέω διότι είσαι ικανός να σηκωθείς και τότε θα ’χουμε μεγάλες ανατροπές...
Σου υπόσχομαι ότι θα έρθω την άλλη ημέρα από την ετήσια φιέστα του μνημόσυνου... Θα σου ανάψω ένα τσιγάρο, θα καθήσω στον μαντρότοιχο και ίσως να τα πούμε όλα. Μόνο, σε παρακαλώ, εσύ συνέχισε να χαμογελάς...
Ο Μικρός
Κάρολος Κουν 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 1999
from ανεμουριον https://ift.tt/2wxfPbM
via IFTTT
