
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια, ο Μακρυγιάννης διορίστηκε αρχιστράτηγος της εκτελεστικής δύναμης Πελοποννήσου, κι έμεινε σ’ αυτή τη θέση απ’ τις αρχές του 1828 ως το Μάιο του 1830. Διαφώνησε όμως με τον κυβερνήτη για το θέμα της εκπροσώπησης των στρατιωτικών στην Εθνική Συνέλευση του Άργους (1829), με αποτέλεσμα να χάσει τον στρατιωτικό βαθμό του. Τον Αύγουστο του 1834, ο Όθων τον προσκάλεσε να τον ακολουθήσει στο πρώτο του ταξίδι στη Στερεά Ελλάδα, τού έδωσε το βαθμό του συνταγματάρχη και τον διόρισε διοικητή της 8ης τετραρχίας και μέλος της επιτροπής για την κατάταξη και βαθμολογία των αγωνιστών. Παρ’ όλα αυτά, ο Μακρυγιάννης επέμενε να ζητάει τη θέσπιση ενός Συντάγματος, γιατί πίστευε ότι μόνο αυτό θα έδινε αληθινή ελευθερία στους Έλληνες Ως δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων, παρέσυρε το δημοτικό συμβούλιο να βγάλει ψήφισμα υπέρ του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να παυθεί ολόκληρο το συμβούλιο. Από τότε οι φιλελεύθεροι στρατιωτικοί και πολιτικοί πήγαιναν στο σπίτι του για να μυηθούν και να υπογράφουν τον Όρκο, που έλεγε ότι θα προσπαθούσαν με τη βία να επιβάλουν στον Όθωνα την παραχώρηση του Συντάγματος. Τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το σπίτι του είχε πολιορκηθεί, κι έτσι όλη τη δόξα της παραχώρησης του Συντάγματος τη συγκέντρωσε ο Δημήτριος Καλλέργης...
Στις εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων στην πρώτη συνταγματική Εθνική Συνέλευση, ο Μακρυγιάννης βγήκε πρώτος πληρεξούσιος Αθηνών και αντιστάθηκε με πείσμα στις τροποποιήσεις που πρότεινε ο Όθων στο Σύνταγμα που είχε ψηφισθεί. Με την κατηγορία ότι συνωμοτεί κατά της ζωής του βασιλέως, ο Μακρυγιάννης τέθηκε υπό περιορισμό και στις 15 Αυγούστου 1852 προφυλακίστηκε στον Μενδρεσέ, παρ’ όλη την πολύ κακή κατάσταση της υγείας του. Η δίκη του έγινε στο στρατοδικείο, στις 16 Μαρτίου 1853, και καταδικάστηκε σε θάνατο, με ψήφους 6 εναντίον μίας. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια, έπειτα σε 20 χρόνια, και τέλος, στις 2 Σεπτεμβρίου 1854, με μεσολάβηση του υπουργού Στρατιωτικών Δ. Καλλέργη απαλλάχθηκε από το υπόλοιπο της ποινής. Στα γεγονότα του 1862 δεν έλαβε μέρος, λόγω ασθένειας, αλλά ο γιος του Όθων που αργότερα (επί Γεωργίου Α’) εξελέγη βουλευτής Αττικής, μπήκε με τους άλλους επαναστάτες στα Ανάκτορα, πήρε από τον θρυμματισμένο θρόνο το στέμμα και το έφερε στον γερο-πατέρα του, ως δείγμα της κατάλυσης της τυραννίας. Στη Β’ Εθνοσυνέλευση ο Μακρυγιάννης βγήκε βουλευτής, αλλά δεν μετείχε στις συνεδριάσεις. Το 1862 του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου, και στις 20 Απριλίου 1864 τού αντιστράτηγου. Πέθανε στις 25 Απριλίου 1864, από σωματική εξάντληση.
Ο Μακρυγιάννης έγραψε με εξαιρετική σαφήνεια, γλαφυρότητα και ειλικρίνεια, παρ’ όλο που γνώριζε ελάχιστα γράμματα, πολύτιμα Απομνημονεύματα, που βρέθηκαν το 1905 από τον γιο του Κίτσο και παραδόθηκαν στον Ιωάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος, με δαπάνες της οικογένειας, τα εξέδωσε το 1907 σε δύο τόμους με τίτλο «Αρχείον του στρατηγού Μακρυγιάννη». Το 1947 έγινε μια δεύτερη έκδοσή τους, με τίτλο «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα», σε 2 τόμους και με επιμέλεια του Λίνου Πολίτη. Το κείμενο του Μακρυγιάννη έχει ένα εντελώς μοναδικό χρωματισμό, γιατί κανένα λόγιο στοιχείο δεν έρχεται να θολώσει την έκφραση του συναισθηματικού του κόσμου. Όταν στοχάζεται, ο στοχασμός του βγαίνει από την πείρα του και τη σοφία του λαού. Η γλώσσα του είναι σχεδόν ανόθευτη, και επιτρέπει να μάθει κανείς το ιδίωμα που μιλούσαν οι απλοί άνθρωποι της εποχής του. Ο διάλογος ξεπηδάει μες από την αφήγηση, με μια ψυχολογική ενότητα που πυκνώνει την έκφραση και την κάνει πολύ υποβλητική. Οι πράξεις του αποκαλύπτονται στηριγμένες στην ψυχολογία, στην Ιστορία, που τη θυμάται πάντα με υπερηφάνεια:
...Αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε- τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν- κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασην, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδίζουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
Βγαλμένος από τον λαό κρατεί μέσα του τον θησαυρό της παράδοσης. Έχει από κείνον τη δύναμη, τη γλωσσοπλαστική και την ικανότητα να συλλαμβάνει την έκφραση στην πρώτη φρεσκάδα της γένεσής της. Όμοια διαρθρωμένος είναι ολόκληρος ο εσωτερικός του κόσμος: Διηγείται τα όνειρά του, έχει εικαστική αντίληψη του κόσμου, τραγουδάει, αυτοσχεδιάζει δημοτικούς στίχους. Έτσι παρουσιάζεται σαν σύμβολο του νέου Ελληνισμού, με τα ελαττώμματα και τις αρετές που χαρακτηρίζουν τη φυλή, αυθόρμητος και υπολογιστικός, βίαιος και έτοιμος να συζητήσει. Τ’ απομνημονεύματά του ζωντανεύουν τη μνήμη μιας στιγμής της ανόθευτης ελληνικής παιδείας...
©
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΜΨΑΣ
ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 20 ΑΙΩΝΩΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
1995
from anemourion https://ift.tt/xpBQju7
via IFTTT


