Με την επικράτηση του ψυχροπολεμικού κλίματος μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ένα νέο πολιτικό-στρατιωτικό μόρφωμα σχηματίστηκε στα Βαλκάνια. Το κομμουνιστικό μοντέλο υιοθετήθηκε από τις περισσότερες βαλκανικές χώρες, με τη Βουλγαρία να αποτελεί το κέντρο βάρους της σοβιετικής παρουσίας στα Βαλκάνια. Τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο του 1948, όταν παγιώθηκε η ρήξη μεταξύ Μόσχας και Βελιγραδίου, η Γιουγκοσλαβία έλεγχε την Αλβανία και προωθούσε την ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας που θα ένωνε την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία υπό ένα κουμουνιστικό καθεστώς. Ήδη, πολλά μέλη της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας έθεταν θέμα της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και της «ελληνικής καταπίεσης των
Μακεδόνων». Από την πλευρά της η κομμουνιστική Βουλγαρία, με την υποστήριξη της Μόσχας, επανέφερε το ζήτημα βουλγαρικής διεξόδου στο Αιγαίο. Άλλωστε στην Ελλάδα η κομμουνιστική πίεση είχε λάβει τη μορφή ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου (1946-1949) μεταξύ της εθνικής κυβέρνησης και του Δημοκρατικού Στρατού, που ελεγχόταν σε μεγάλο βαθμό από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Έτσι, η Ελλάδα αποτέλεσε ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα πεδία σύγκρουσης του Ψυχρού Πολέμου, όπου οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση βρέθηκαν αντιμέτωποι μέσω πληρεξουσίων. Την ίδια εποχή η Τουρκία, η οποία είχε υιοθετήσει μια καιροσκοπική και αμφιλεγόμενη στάση ουδετερότητας κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα σφοδρό πόλεμο νεύρων από τη ΕΣΣΔ, που κλιμακώθηκε με τα σοβιετικά αιτήματα για (α) την επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση των περιοχών της βορειοανατολικής Τουρκίας Καρς και Αρνταχάν και (β) την παραχώρηση σοβιετικών ναυτικών βάσεων στην περιοχή των Στενών. Η επιθετική πολιτική της σταλινικής Μόσχας στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή, σε συνδυασμό με την αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας να αντιταχθεί αποτελεσματικά στη σοβιετική διείσδυση, οδήγησαν στη δραστηριοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Το Δόγμα Τρούμαν, που εξαγγέλθηκε θριαμβευτικά στο Κογκρέσο από τον Αμερικανό πρόεδρο στις 12 Μαρτίου 1947, δεν αντανακλούσε απλώς τη δέσμευση των ΗΠΑ να δώσουν το δικό τους στίγμα στις εξελίξεις στην Εγγύς Ανατολή, αλλά υπογράμμιζε επίσης την ανάγκη να θεωρηθεί ο ελληνοτουρκικός χώρος ενιαίο στρατηγικό σύνολο. Ταυτόχρονα, ο Τρούμαν ανακοίνωσε την αμερικανική υποστήριξη για την ακεραιότητα της Ελλάδας και της Τουρκίας όπως και τη δέσμευση του για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς τις δύο αυτές χώρες. Η αμερικανική παρέμβαση σύντομα άλλαξε τις ισορροπίες στην Εγγύς Ανατολή. Η μαζική εισροή αμερικανικής βοήθειας το 1948, που ήταν κυρίως στρατιωτική, ενίσχυσε τη θέση του εθνικού στρατού, οδήγησε σταδιακά στην αποδυνάμωση και τελικά συνέτεινε στην εξουδετέρωση των Δημοκρατικών Δυνάμεων. Εξίσου σημαντική υπήρξε η αμερικανική παρέμβαση στην αναχαίτιση της διπλωματικής επίθεσης του Στάλιν εις βάρος της Τουρκίας. Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του 1940 τα κράτη της Βαλκανικής βρέθηκαν τοποθετημένα στα σύνορα δύο τεράστιων ιδεολογικοπολιτικών συνασπισμών και έμελλε να τους χωρίσει για πενήντα σχεδόν χρόνια ένα τείχος, που ξεκινούσε από τα Αδριατικά παράλια της Ηπείρου, διέσχιζε τη Μακεδονία, τη Θράκη και κατέληγε στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Η λογική του ψυχροπολεμικού συσχετισμού δυνάμεων με την επικράτηση των σφαιρών επιρροής, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1950, σήμαινε ότι οι χώρες της Βαλκανικής συνδέθηκαν με μια σχέση άμεσης εξάρτησης από τις δύο υπερδυνάμεις, αντιστοίχως. Ο κοινός κομμουνιστικός κίνδυνος και η σταδιακή προσχώρηση της Ελλάδας και της Τουρκίας στο στρατόπεδο των δυτικών χωρών, που κορυφώθηκε με την είσοδο των δύο χωρών στο NATO το 1952, οδήγησαν σε μια νέα προσέγγιση Αθήνας-Άγκυρας. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η προσέγγιση αυτή υπαγορεύθηκε από πολύ πιο διαφορετικούς όρους από εκείνους της συμφωνίας Βενιζέλου-Ατατούρκ της δεκαετίας του 1930, στόχος της οποίας ήταν η δημιουργία μιας ισχυρής ενδοβαλκανικής συμμαχίας και η αποφυγή εμπλοκής στους συνασπισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων. Το 1947, με το Δόγμα Τρούμαν, ο ελληνοτουρκικός χώρος μετατρεπόταν σε προπύργιο της αμυντικής ασπίδας του δυτικού κόσμου. Ωστόσο, οι δύο φάσεις της ελληνοτουρκικής φιλίας (1930-1938 και 1947-1954) είχαν ένα σημαντικό κοινό σημείο: και ol δύο εκφάνσεις της φιλίας αυτής δεν υπήρξαν αποτέλεσμα πηγαίας και αυτόβουλης ενέργειας, αλλά υπαγορεύθηκαν από εξωγενείς παράγοντες. Η προσέγγιση Βενιζέλου - Ατατούρκ ήταν κυρίως αποτέλεσμα από τη μια της αγγλικής διπλωματίας και από την άλλη της ιταλικής. Αλλά και το 1947 ο αγγλοαμερικανικός υπήρξε ο παράγων που παρότρυνε τις δύο χώρες σε αναθέρμανση των διμερών σχέσεων. Μια άλλη ιδιαιτερότητα του ελληνοτουρκικού άξονα ήταν η σημασία που απέδιδε η δυτική συμμαχία και ειδικότερα οι ΗΠΑ στην καθεμιά από τις δύο χώρες. Επισήμως, το Δόγμα Τρούμαν αντιμετώπιζε την Ελλάδα και την Τουρκία ως ενιαίο σύνολο, ακολουθώντας πολιτική «Ίσης ασφάλειας» και «ίσων αποστάσεων» απέναντι στην Αθήνα και την Άγκυρα. Ταυτόχρονα, όμως, η Ουάσιγκτον άρχιζε να διαμορφώνει μια άλλη αντίληψη για τη στρατηγική σημασία και στρατηγική αξία των εταίρων της στην Εγγύς Ανατολή. Είναι σαφές ότι οι προσωπικοί ανταγωνισμοί των πολιτικών ανδρών της Ελλάδας, η πολιτική αστάθεια της περιόδου 1946-1952, οι ουδετερόφιλες τάσεις που συνέχισαν να υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία ακόμη και μετά το πέρας του εμφυλίου πολέμου και η έντονη ανάμιξη του παλατιού στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, δημιούργησαν στις αμερικανικές υπηρεσίες την εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν ο λιγότερο αξιόπιστος εταίρος της νοτιοανατολικής πτέρυγας της δυτικής συμμαχίας. Ενδεικτική είναι η εντύπωση που είχε αποκομίσει από το ταξίδι στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1952 ο στρατηγός και μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος Αμερικανός δημοσιογράφος της «New York Times» και γνώστης των ελληνικών θεμάτων Cyrus Sulzberger, ο Αϊζενχάουερ «ήταν σαφώς στενοχωρημένος από όλες τις πολιτικές ραδιουργίες που συνεχίζονταν στην Ελλάδα [...] Θεωρούσε πως ο βασιλέας Παύλος ήταν καλός άνθρωπος, αλλά πως ήταν τελείως υπό τον έλεγχο της συζύγου του. Ήταν πεπεισμένος ότι η βασίλισσα ραδιουργούσε υπερβολικά». Επίσης, την κρίσιμη εκείνη περίοδο η ελληνική διπλωματία δεν μπόρεσε να προβάλει σωστά στους αμερικανικούς και νατοϊκούς κύκλους την πρόδηλη στρατηγική σημασία του ελληνικού χώρου. Δεν φαίνεται να προβλήθηκε επαρκώς η σημασία της νησιωτικής Ελλάδα, η οποία προσφέρει κάλυψη στα «τυφλά» Στενά, δίνοντας, σε αυτά το απαραίτητο «βάθος» που στερούνται. Ούτε προβλήθηκε όσο θα έπρεπε η στρατηγική σημασία της ηπειρωτικής Ελλάδας που, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, προάσπιζε το «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης, ενισχύοντας την προβληματική ασφάλεια της «έκκεντρης» Τουρκίας. Ενώ η Ελλάδα αδυνατούσε να προβάλει επαρκώς τα πλεονεκτήματα της για τη δυτική συμμαχία, η τουρκική διπλωματία εξαπέλυσε μια καλά οργανωμένη εκστρατεία προβολής της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας. Όπως αποκαλύπτει στα απομνημονεύματα του ο Τούρκος διπλωμάτης Zeki Kuneralp, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το επίκεντρο της τουρκικής διπλωματικής δραστηριότητας μεταφέρθηκε από την Άγκυρα στο Παρίσι, όπου στεγαζόταν η Γραμματεία της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ο ιθύνων νους της εκστρατείας αυτής ήταν ο γαλλοτραφής Fatin Zorlu, ο οποίος λίγο αργότερα διορίστηκε και υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Adrian Menderes.
![]() |
| Πειραιάς, 16 Δεκεμβρίου 1948. Ο βασιλιάς Παύλος αποκαλύπτει αναμνηστική μαρμάρινη πλάκα στο λιμάνι της πόλης, προς τιμήν του Αμερικανού προέδρου Χάρρυ Τρούμαν (Φωτ.: Συλλογή Μ.Γ. Τσαγκάρη). |
Αλλά και στον πολιτικό τομέα, μετά τη σαρωτική νίκη του δυτικόφιλου Δημοκρατικού Κόμματος το 1950 και την επανεκλογή του το 1954, η Τουρκία έδινε στους Δυτικούς μια εικόνα σταθερότητας. Σε αυτό συνέβαλε και η έλλειψη ενός δυναμικού αριστερού κινήματος στην Τουρκία στη μεταπολεμική περίοδο. Με γνώμονα τις εκτιμήσεις αυτές, η Ουάσιγκτον άρχισε να επανεξετάζει την αρχή των «ίσων αποστάσεων» που είχε υιοθετηθεί αρχικά με το Δόγμα Τρούμαν. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της προεδρίας Αϊζενχάουερ (1953-1961), η πολιτική μιας διακριτικής προτίμησης της Τουρκίας άρχισε να εδραιώνεται στους κόλπους της αμερικανικής διοικητικής μηχανής. Σιγά σιγά η πολιτική αυτή αποτέλεσε αναπόσπαστο συστατικό παράγοντα του δυτικού συνασπισμού και κεντρικό άξονα της αμερικανικής πολιτικής στρατηγικής διείσδυσης στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Εξάλλου, η αναβάθμιση αυτή πρόσφερε στην Τουρκία την ευχέρεια να διαχειρίζεται τα εθνικά θέματα με σχετική αυτονομία και να επιζητεί ηγετικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της Δυτικής Συμμαχίας. Στην προσπάθεια της αυτή, η τουρκική διπλωματία άρχισε να βρίσκει όλο και περισσότερους υποστηρικτές στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι πίεζαν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, για την ανάθεση στη Τουρκία ηγετικού ρόλου στη Μέση Ανατολή, με την Ελλάδα να περιορίζεται σε επικουρικό και συμπληρωματικό ρόλο. Τα νέα αυτά δεδομένα έγιναν ακόμη πιο ορατά με την υπόθεση της Κύπρου, όταν οι δυτικοί σύμμαχοι φάνηκαν απρόθυμοι να ικανοποιήσουν το αίτημα του Κυπριακού Ελληνισμού για ένωση με την Ελλάδα, επειδή μια τέτοια εξέλιξη θα δυσαρεστούσε την Τουρκία. Πάντως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι με το Δόγμα Τρούμαν δρομολογήθηκε μια διαδικασία η οποία τελικά επέτρεψε στον ελληνικό λαό να καθιερώσει ένα δημοκρατικό καθεστώς, να ενταχθεί θεσμικά στους ευρωπαϊκούς/δυτικούς οργανισμούς και να βιώσει μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη.
ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ 1945-1950
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
1999
from anemourion https://ift.tt/FcikhYE
via IFTTT

