
ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 13 ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001
Μ' αυτό το ψιλόβροχο και την πρωινή ομίχλη πρέπει να συγκεντρωθεί στην οδήγηση, μα το μυαλό του τρέχει αλλού. Ωστόσο, ενώ με το πηγαινέλα έχει σιχαθεί και το καφέ-κόκκινο της διαδρομής και το κουτσοχώρι, σήμερα βιάζεται να φθάσει. Μόνο μη δυναμώσει η βροχή, γιατί με τα παλιά λάστιχα και τα σαπίσματα του «συνταξιούχου» την έβαψα, Κύριε, λέει μ’ αγανάκτηση μέσα του, για να συνεχίσει μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό: Δύο χρόνια στην εξορία του Αδάμ, όπου ούτε να με δουν οι ευσεβείς Σου, και ο ρουφιάνος ο αντάρτης... τίποτα. Και ας το ξήλωσα το ρημάδι. Μέχρι τα ραμποτέ! Αφού τα ξέρεις, Κύριε, στον αέρα κοιμάμαι.
Η ομίχλη ευτυχώς άρχισε να διαλύεται, αλλά τώρα τον σουβλίζει ο γνωστός πόνος στο στήθος — τον πιάνει πάντοτε μετά το Δερβένι. Επαναλαμβάνει ψιθυριστά «πολλά τα πλήθη των εμών, Θεοτόκε, πταισμάτων προς Σε καταφεύγω, σωτηρίαν επιζητών», ώσπου ο πόνος υποχωρεί. Λίγο αργότερα, κάπως πιο χαλαρός, χασμουριέται. Χασμουριέται ξανά και ξανά, προσπαθώντας να διώξει τον ύπνο που βαραίνει τα βλέφαρά του, αφού όλη
τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. «Ακατανόητο σ’ εμάς του θνητούς πόσο η σαρξ ασθενής, Κύριε», μουρμουρίζει απολογητικά, «πόσο μάλλον όταν γη αγαθή κι ευλογημένη η Ερμιόνη!» Και στη σκέψη της τροφαντής γυναίκας από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που — με σπουδές και τα ρέστα στην πατρίδα της — κάνει κονσομασιόν για να ζήσει, τον τυλίγει μια ζεστασιά.
Το μπουρίνι στο μεταξύ είναι έτοιμο να ξεσπάσει, αλλά αυτός το αγνοεί. Εξακολουθεί να βλέπει μπροστά του το γυμνό της σώμα — φωτίζεται στη σκοτεινή κάμαρη από μια ηλιαχτίδα. Κείνη τη στιγμή όμως κάτι κοπαδιαστοί κεραυνοί γύρω του τον κάνουν και ψελλίζει «πώς ατενίσω, Σοι, τω Δεσπότη...».
Κακά τα ψέματα... Όταν γνωρίστηκαν στον οδοντίατρο, η Καυκάσια, όπως την αποκαλεί στα τρυφερά τους, «απεγνωσμένη δια τον βίον και δια τον τρόπον» προσήλθε εις αυτόν δια πνευματική βοήθεια, μα... Οι βουλίτσες στο αριστερό της ξεμανίκωτο μπράτσο ας όψονται. Αυτές ξεσήκωσαν εντός του μια ακατανίκητη λαχτάρα να κολλήσει τα χείλη του πάνω τους.
«Μεγάλη παρηγοριά η γυναικεία σάρκα, αν μάλιστα είσαι χήρος, Κύριε, και δεν έχεις κανέναν να πεις τις χαρές και τους καημούς σου», αναστενάζει από τα φυλλοκάρδια του. «Γι’ αυτό, Σου λέω, ο ευλογημένος ο αντάρτης, ας μου φανερώσει επιτέλους το “θησαυρό” κι ας μην είναι πολλά. Έπειτα, για σκέψου το λίγο. Κοτζαμάν Θεσσαλονίκη, με τόσες οικοδομές, βίλες, οικόπεδα, και γώ να μην ορίζω τίποτα; Δεν ζητάω πολλά. Α μπα! Να, ίσαμε να πιάσω ένα καλής κατασκευής δυάρι, με καινούρια έπιπλα, νοικοκυριά και ένα μεγάλο φαρδύ κρεβάτι».
Βέβαια, όλα κι όλα! Τον «συνταξιούχο» του, το μοβ Καντέτ του — το μόνο, άλλωστε, περιουσιακό στοιχείο που του άφησε ο παπα-Βαγγέλης — δεν θα τον αλλάξει. Τον έχει πονέσει όλα αυτά τα χρόνια που τον μαστορεύει μόνος του.
«Ν’ απομείνει, εννοείται, Κύριε, και λίγη σερμαγιά στην τράπεζα, ώστε, εάν έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να με “παραιτήσουν” οι εχθροί μου απ’ το άγιό Σου σχήμα, που θέλω από καρδιάς να υπηρετώ. .. μόνο να βολτάρω άσκοπα, ο ανάξιος, και να κοιμάμαι όσο θέλω. Να κοιμάμαι — συγχώρησον τον αμαρτωλό, Κύριε — έχοντας για προσκεφάλι τα μαλακά στήθη της Ερμιόνης».
Και σιγοτραγουδά μερακλωμένος το Εσχότωσα από έρωτα, ιδού το έγκλημά μου. Άσμα πολυαγαπημένο στο καφενείον «οι μελλοθάνατοι», που συνήθως το άδουν εξαιρετικά παράφωνα και με μάτια γλαρωμένα από τη ρακή.
Ε, λοιπόν, σ’ αυτό το στέκι ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει, με τις φάρσες που μηχανεύονται εκεί μέσα. Άσε τις τραγελαφικές ιστορίες, όπως αυτή που του έρχεται τώρα. Σαν σκιζόταν, λέει, η γης τότε, στον μέγα σεισμό του ’32, οι σουρωμένοι θαμώνες του θρυλικού αυτού καφενείου και προμαχώνα της «πολιτισμένης» ζωής που προχωρά, ακριβώς τη στιγμή που ισοπεδώνονταν τα πάντα, αναφώνησαν έντρομοι με μια φωνή: «Μωρ’, τσακώστε τα ποτήρια, μην μας τα γκρεμίσ’ αυτός ο δαίμονας ο σεισμός και δεν θα ’χουμε με τι να πιούμε...».
Δεν χαμογελά, όπως άλλοτε, στη θύμηση αυτής της ιστορίας. Μέσα του ένα μαύρο κενό, ίδιο με το βαρύ μολυβένιο που σκέπασε τον ουρανό. Γιατί κάποιες στιγμές να του γεννιέται μια επιθυμία για την καταστροφή των πάντων;
Όμως, όταν το ίδιο του εξομολογήθηκε μια άκληρη γριά, σκυλιασμένη με τη ζωή και τον άνδρα της, την υποχρέωσε σε νηστεία, μετάνοια και προσευχή. Αλλά εκείνη, παρ’ ότι για χρόνια ολόκληρα έσκυβε σ’ όλους και όλα αδιαμαρτύρητα το κεφάλι, τον διέκοψε με διεσταλμένα από οργή μάτια. «Τον γέρο μου να κάνεις να μετανοήσει για τα ανομήματά του, που μ’ έχει ταγμένη να παιδεύομαι ολομόναχη μέχρι και τώρα, με ζώα και χωράφια. Τσάταλα να του αξιώσω το πρωί για προσάναμμα, κείνος ατάραχα θα μου πει: “Δεν πά’ να μου τσαμπουνάς εσύ... Εγώ το κοστούμ’ και στο καφενείο”. Όλα τα ρεμάλια, πριν ξημερώσει ο Θεός την ημέρα, στο καφενείον “οι μελλοθάνατοι”, να πίνουν ξεροσφύρι και να ονειρεύονται ξεμυαλίστρες, κι ας είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι τουφεκιές που τους απόμειναν».
Και συνέχιζε να τον κοιτά με μάτια που άστραφταν, υπονοώντας πως και αυτός, παπάς πράμα, καλό κουμάσι θα ’ναι, μιας και με το που πάτησε στα μέρη τους, συγχρωτίζεται μόνο μαζί τους.
Ε, ναι. Υπάρχει μια βαθύτερη σχέση ψυχής μ’ αυτά τα «ρεμάλια», των οποίων η λογική θεωρείται παραλογισμός απ’ όσους περνιούνται για νοικοκυραίοι. Άλλωστε, αν και έχουν καταστρέψει οι περισσότεροι τα πνευμόνια στις στοές των ορυχείων και ο πιο τυχερός ανάμεσά τους, όμοια με τους προγενέστερους μεταλλωρύχους που είχαν για στέκι αυτό το καφενείο, για πολύ λίγο θα χαρεί τη σύνταξη, μιζέριες και παρόμοια δεν τους αγγίζουν.
Στο μεταξύ, με όλες αυτές τις σκέψεις ούτε και το κατάλαβε πώς έφτασε ίσαμε αυτή την ατέλειωτη ανηφόρα με τα ελεεινά βαθουλώματα, όπου ο «συνταξιούχος» του αγκομαχά στην κυριολεξία. Γύρω του, προβάλλουν πανοραμικά οι λόφοι, δίχως ίχνος πράσινου, βυθισμένοι σ’ ένα γκρι-μπλε, μαβί χρώμα. Ιδανικός τόπος για γουέστερν, λέει νοερά, απολαμβάνοντας στο βάθος το αυστηρό, αρχέγονο τοπίο. Μόνο που κάτι τον πνίγει. Χάθηκαν, Κύριε, τα χωριά, που έχουν νεαρά κορίτσια, καφετέριες, ζωή τέλος πάντων, κι εμένα μ’ έριξαν για τιμωρία σε τούτον τον τόπο που ’ναι κρυμμένος από προσώπου γης; Εδώ, μέχρι και οι Γερμανοί το βρήκαν, λέει, τυχαία, επειδή κάποιοι από δαύτους χάθηκαν στο πυκνό ρουμάνι. Πάλι, δεν έχω παράπονο. Άλλωστε, στο κουτσοχώρι έμαθα για τις λίρες του αντάρτη. Πού θα μου πάει, όμως, ο ρουφιάνος; Ως πότε θα με κρύβει την κρυψώνα του; Τι λες; Αυτός ο ανιχνευτής τελευταίου τύπου που αγόρασα τις προάλλες δεν θα κάνει δουλειά; Και στην εικόνα του ανιχνευτή χρυσού, ο οποίος ταξιδεύει μαζί του μες στο πορτ-μπαγκάζ του «συνταξιούχου» του, αρχίζουν και τρέμουν τα χέρια του στο τιμόνι από ανυπομονησία. «Την πάσα ελπίδα μου, εντούτοις, εις Σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην Σου.»
Πάντως, χαλάλι που έδωσε τις τελευταίες του οικονομίες για να τον αγοράσει. Ας τον νομίζει ο Αυγέρης άφραγκο. Και όσο σκέφτεται την έκπληξη που θα κάνει του γέρου, το χαμόγελό του γίνεται 'πιο πλατύ. Ήδη τον βλέπει μπροστά του, με φανερά τα ίχνη της συγκίνησης στο πρόσωπό του στη θέα του ανιχνευτή. Όχι, καλύτερα, πρώτα να του κάνει το τραπέζι με το ωραιότατο μυδοπίλαφο που του έβαλε η Ερμιόνη στο τάπερ και μετά...
Ποτέ του δεν βαρυγκόμησε που ανέλαβε να τάίζει, να ποτίζει και να γιατροπορεύει τον γέρο. Ιδίως αφότου έμαθε ότι η γυναίκα και τα παιδιά του — μάλιστα ο ένας του γιος είναι μέγας και τρανός — ούτε να τον ξέρουν, αφότου γύρισε από την Τασκένδη, άφραγκος και ασθενής. Γιατί, λέει, στην Τασκένδη άφησε άλλα παιδιά και άλλη γυναίκα.
Όταν πρωτοπήγε ο ίδιος στο κουτσοχώρι, ζήτημα ν’ αντάλλαξαν με τον Αυγέρη στο καφενείο μια δυο κουβέντες. Τελικά... Μεσάνυχτα ήταν. Ούτε και το κατάλαβαν, με το μεθύσι που είχαν, πότε και πώς κατέληξαν από το καφενείον «οι μελλοθάνατοι» στο ιερό της εκκλησίας, «για ένα έσχατο, βρε αδελφέ». Έσχατο στο έσχατο, ο Αυγέρης έχασε τον εαυτό του. Ωστόσο, παρ’ ότι και ο ίδιος δεν όριζε χέρια και πόδια απ’ το μεθύσι, προσπαθούσε να διώξει το Πονηρόν απ’ τον Αυγέρη, που βέβαια οφείλονταν στη σούρα του, σταυρώνοντας τον και ψευδίζοντας «Κύριε ελέησον» δεκάδες φορές.
Από τότε τακίμιασαν. Και ένα μεσημέρι, εκεί που βολτάριζαν λίγο έξω απ’ το χωριό, του εξομολογήθηκε τα σώψυχά του. Του είπε λοιπόν πως δεν είχε γυρίσει στον τόπο του μόνο από νοσταλγία ή κι από λαχτάρα για τα παιδιά του. Γιατί πάνω απ’ όλα φώλιαζε η ελπίδα στο εγκαταλειμμένο σπίτι τού Παπύρα. Βλέπεις, τον καιρό που κρύβονταν εκεί μ’ έναν άλλο αντάρτη, προσπαθώντας να βρουν τρόπο να φυγαδεύσουν στον προορισμό του το πολύτιμο φορτίο που τους είχαν εμπιστευτεί, τους κάρφωσαν στους Μάϋδες.
Σ’ αυτό το σημείο η φωνή του Αυγέρη ξεχείλισε από θυμό και παράπονο κι έσπασε σε κλάματα. Κάτι άγαρμπα κλάματα... Κι αν φώναζε μέσα του γράμματα, χασάπη, γιατί κάτι σπουδαίο μυρίστηκε, δεν άνοιξε το στόμα του ξανά. Ωστόσο, ο Αυγέρης την επαύριο, αφού ζύγισε, όπως του είπε, όλη τη νύχτα το θέμα, ήρθε από μόνος του να του πει την πάσα αλήθεια. Και το ’κάνε με μια διήγηση ζωντανή, σε τόνους όμως χαμηλούς.
Είχε εκμηδενιστεί, θαρρείς, ο χρόνος, ιδίως στο σημείο που πήδηξε ο νεαρός τότε Αυγέρης από την πίσω πλευρά του σπιτιού. Και μετά από απίστευτες ταλαιπωρίες έφυγε, στη συνέχεια, μέσω Γιουγκοσλαβίας — δεν είχε ακόμα κλείσει ο δρόμος. Μονάχα που ο άλλος αντάρτης δεν τον ακολούθησε. Έμεινε για να κρύψει τις λίρες, που είχαν εμπιστευτεί στην ήδη αποδεκατισμένη ομάδα τους για ν’ αγοράσουν όπλα. Και μάλλον πρόλαβε να τις σιγουρέψει κάπου στο σπίτι, μπορεί και στην αυλή, λίγο πριν τον σκοτώσουν. Μα παρ’ όλο που έψαξε, ο Αυγέρης δεν βρήκε τίποτα. Και ούτε είχε πια κουράγιο και λεφτά για να συνεχίσει.
Έτσι, μόλο που βολευόταν ο ίδιος σ’ ένα δωματιάκι πίσω απ’ το ιερό, έπιασε το πέτρινο σπίτι του Παπύρα, σφραγισμένο ως τότε στα σάπια πορτοπαράθυρα με σανίδες, ένεκα που οι κληρονόμοι του είχαν να πατήσουν χρόνια στην Ελλάδα. Και κοίτα που είχαν εξουσιοδοτήσει τον Αυγέρη για τα νοίκια...
«Όμιως, τον πούστη τον αντάρτη, τίποτα! Τίποτα, κι ας το ξήλωσα το ρημάδι. Μέχρι τα ραμποτέ! Στον αέρα κοιμάμαι, όπως και γνωρίζεις, Κύριε».
Ένα μέρος του εαυτού του αμφιβάλλει για όσα του εξομολογήθηκε ο Αυγέρης. Μπας και τον παραμυθιάζει για να του τραβά κάθε λίγο και λιγάκι λεφτά; Η λαχτάρα του για τον θησαυρό τελικά νικά τον λαβύρινθο με τις υποψίες. Ε, ρε, τι ταξίδια και αραλίκια με την Ερμιόνη, αν βρει τις λίρες. Ναι, αλλά...
Πώς ξεπετιέται τόσο μυτερό σήμερα αυτό το αλλά... «Έκανα, άραγε, καλά που της τα ξεφούρνισα, έστω μέσες άκρες; Όταν μάλιστα μου το ξέκοψε την ώρα που την αγκάλιαζα: “Κόψε τα σαλιαρίσματα, Ταξιάρχη. Το μόνο που θέλω είναι λεφτά”».
Τότε, γιατί να βρεθεί μπόσικος; «Χαίρε βυθού αγνοίας εξέλκουσα!» Τώρα που το ξανασκέφτεται, σαν πολύ τον ψιλορωτούσε — δήθεν αδιάφορα — χθες βράδυ, που το παράκανε και αυτός με τις μπίρες. Μήπως και την περασμένη βδομάδα όλο στον μακαρίτη τον αντάρτη δεν το γύριζε;
Κύριε ελέησον, τον αμαρτωλό, λέει νοερά ξανά και ξανά, ενώ μ’ αυξανόμενη ταραχή χαϊδεύει τα πυκνά του γένια. Μπας και με ψαρεύει όλον αυτόν τον καιρό; Να ’χει μοιραστεί το μυστικό μου μ’ άλλους; Σκασμένος με τον εαυτό του, κοιτάζει αφηρημένα στο καθρεφτάκι. Δεν βαριέσαι, ο δρόμος ερημικός από αυτοκίνητα. Πλην του «σενιάν» πίσω του με τη λιμουζίνα.
«Λες;» Και κοκαλώνουν, θαρρείς, τα χέρια του στο τιμόνι. «Απ’ το Δερβένι ακόμα, ενώ πότε πότε με προσπερνά, σε λίγο, τσουπ, να τον ξανά από πίσω. Ικετεύω, Σε Παρθένε, τον ψυχικόν τάραχον και της αθυμίας την ζάλην διασκεδάσαι μου», επαναλαμβάνει μουδιασμένος. Και πάλι, να τον ακολουθεί στα φανερά; «Να ’ναι αστυνομικός και με πήρε για Αλβανό λαθρομετανάστη;» Μωρέ, μέχρι και αυτό του ’χει συμβεί στην Ομόνοια, όταν βρέθηκε εκεί σε κακό συναπάντημα με τους μπάτσους, δίχως ταυτότητα, δίχως ράσο, και τον τάραξαν στο ξύλο. Και όλη αυτή η ταλαιπωρία επειδή δεν έφθανε που το σουλούπι του ήταν, λέει, ύποπτο, έτσι αδύνατος και με λιγδιασμένη αλογοουρά, αλλά χάζευε και στο άσχετο. Και μάλιστα τη σήμερον ημέρα που απαγορεύεται να χαζεύεις. Τρόμαξε ίσαμε να ξεμπλέξει.
«Βρε, Ταξιάρχη, μπας και ανήκει σε σπείρα; Λες να δολοφονούν ανθρώπους στην ερημιά για εμπορία οργάνων; Να δεις πώς με πήρε στο κατόπι σαν αγόρασα τον ανιχνευτή και... Γίνομαι παράλογος. Έπαθα μανία καταδιώξεως, Κύριε». Και, επιτέλους, συμφωνεί με την άηχη φωνή που τον έχει πάρει από ώρα στο ψιλό, ως προς το αστυνομικό του δαιμόνιο, αναπτυγμένο στο έπακρον, αφότου διάβαζε μετά μανίας Μάσκα και Μυστήριο.
Το περίεργο, πως ποθεί κάποιες στιγμές να επιστρέφει στον καιρό εκείνο, μόλο που ο παπα-Βαγγέλης τον σάπιζε με το λουρί για το παραμικρό. Απ’ την άλλη, βέβαια, το ότι του έβαζε ως τιμωρία να γράψει μέχρι και δέκα φορές αποσπάσματα από την Ιερή Σύνοψη, δεν του έκανε κακό.
Μπα, όχι. Σίγουρα τον ακολουθεί. Αν και τούτος ο γραβατωμένος μπινές, Κύριε, μοιάζει από άλλο ανέκδοτο. Μα, να. Πάνω που θα τον προσπερνούσε άνετα στην ανηφόρα, έστριψε στον χωραφόδρομο. «Καμώνεται τον φυσιολάτρη, το καθίκι, Κύριε ελέησόν με τον αμαρτωλό». Ορίστε, φρενάρισε ο άνθρωπος για να κατουρήσει. «Ηλίθιε!».
Εντούτοις, αμέσως μετά βρίζει τον μπουρζουά της λιμουζίνας, που κάτι λέει γελώντας με φωνή πριν βάλει μπροστά. Κάτι υποτιμητικό για τον «συνταξιούχο» και τι ταιριαστό ζευγάρι είναι μαζί του. Τώρα που ηρέμησε κάπως, θα ’θελε να φρενάρει κάπου και ο ίδιος για να ξελαφρώσει, αλλά πολύ φοβάται πως δεν θα τα καταφέρει ο «συνταξιούχος» στην κατηφόρα, λόγω της γλίτσας από το ψιλόβροχο. Π’ ανάθεμά τον, παραγέρασε. Δια της βίας τον κουμαντάρει. Μηχανικά επαναλαμβάνει «αδικουμένων προστάτις, Συ υπάρχεις», όταν ακούει καθαρά τη φωνή του πατέρα του, του παπα-Βαγγέλη, να βρυχάται: «Βρε τομάρι! Ως πότε; Ως πότε, βρε χαμένε, θα ζητάς αρωγό στα ανομήματά σου την Παναγία;»
«Ω μήτερ του λόγου και παρθένε, των δυσχερών και δεινών με διάσωσον. Και πεθαμένος με καταδιώκει. Το γνωρίζεις δα πως σιχάθηκα εξαιτίας του και την πειθαρχία και την υπακοή. Δεν βαριέσαι. Στο βάθος, εγώ έκαμα τα δικά μου».
Καί ξαναζεί τώρα κάποιες απ’ τις μέρες της εφηβείας του, όταν άλλοτε περιπλανιόταν με τις ώρες στην παραλία μέσα στην ομίχλη, άλλοτε σε σφαιριστήρια ή σε σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες, μ’ ένα αίσθημα θλίψης και πανικού, μα ταυτόχρονα και με μια ασίγαστη λαχτάρα να κυριέψει τον κόσμο. Και πού δεν έψαχνε τότε τον εαυτό του. Ακόμα και στα ξένα τραγούδια, μολονότι δεν γνώριζε τη γλώσσα, αλλά θαρρείς κι έλεγαν ό,τι σκεφτόταν αυτός. Μετά... Μετά ήρθαν οι χειρότερες μέρες, όταν με το απολυτήριο του γυμνασίου — επιτέλους — στο χέρι, μπήκε στο καλαπόδι της κοινωνίας. Και ποια δουλειά δεν έκανε, αλήθεια. Λάντζα σε αίθουσα τελετών, μικροπωλητής, πλασιέ, κράχτης στα εμπορικά της Ερμού... Δυστυχώς, από παντού και παντού, χάίρι μηδέν.
«Δεν την ξέρεις, σάματις, τη συνέχεια, Κύριε; Να με πιπιλά το μυαλό και ο παπα-Βαγγέλης, που ’ταν εφημέριος στο κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής, ότι μέγιστη γιορτή της τσέπης είναι των ψυχών. Τελικά, μόλις πέθανε η μάνα μου και πήρε δίπλα του άλλη γυναίκα, με στεφάνωσε και μένα άρον άρον. Για να πάρω, χάρη στις γνωριμίες του βέβαια, τ’ άγιό σου σχήμα. Αλλά, ο Θεός σχωρέσ’ την πρεσβυτέρα μου, το προβατάκι του Θεού, που έφυγε τόσο νωρίς, δεν μου έκανε κέφι να πέσω στο κρεβάτι μαζί της». Και στο μεταξύ, καθώς συνεχίζει να οδηγεί πεσμένος στο τιμόνι, οι τύψεις, τα παράπονα, οι ταπεινώσεις αγκομαχούν, λαχανιάζουν.
Α, ρε άτιμη τύχη... Από εφημέριος σε λαμπρό ναό στο κέντρο της πόλης και με τόσα τυχερά, έπειτα από τρίμηνη παύση αργίας, εφημέριος στο κουτσοχώρι. Και γιατί; Διότι κάθε κίνησή του ελεγχόταν, καταγραφόταν και τύχαινε επίμονης μελέτης από τους ατσαλάκωτους υπεράνω του ναού, που δεν τους πήγαινε και δεν τον πήγαιναν με τίποτα. Και όταν τους έπιασε, άθελά του, στα πράσα για κάτι λοβιτούρες — δυστυχώς δεν είχε τις αποδείξεις —, ούτε και το κατάλαβε πότε τον τύλιξαν πρώτοι αυτοί σε μια κόλλα χαρτί. Του καταμαρτύρησαν πολλά στο εκκλησιαστικό δικαστήριο.
Πως παρηγόραγε με ιδιαίτερη θέρμη τις καλοκαμωμένες χήρες. Πως έπαιζε με το μπουζούκι του σε μια ταβερνούλα. Πως έπινε πάνω απ’ το κανονικό. Πως ήταν αθυρόστομος. Ένα σωρό πως, που τάχαμου σκανδάλιζαν τους πιστούς. Όχι, δηλαδή, πως ήταν και αυτός αθώα περιστερά. «Παρθένε, δέομαι δια παντός, εκ φθοράς των παθών μου ρυσθήναι με». Απορροφημένος μ’ όλες αυτές τις σκέψεις, ούτε που το κατάλαβε πότε κιόλας έφθασαν με το «συνταξιούχο» του στο Κουτσοχώρι, σώοι κι αβλαβείς. Κύριε, δόξα σοι! Όχι, δεν θα το ξαναπεί κουτσοχώρι. Μιας και αν βρει τον πολυπόθητο κρυψώνα, τον περιμένει πλέον ένα μέλλον γεμάτο φως.
Ποιο φως, Κύριε;...
«Α, ρε παπα-Ταξιάρχη, την γκαντεμιά σου», διακόπτει τις πικρές σκέψεις του ο μπάτσος του περιπολικού, «κόντεψες να το οριζοντιώσεις το ξένο σπίτι... Και τελικά, αντί για θησαυρό...» Και όπως σκύβει στη μεριά του με το στόμα ανοιχτό από το χάχανο, θαρρείς πως τον απειλούν θανάσιμα τα στραβά λυκίσια του δόντια. Αδιαφορεί για όσα του λέει παρακάτω. Αδιαφορεί και για τη βροχή, αν και σαρώνει τα πάντα έξω, διότι ξαναζεί τη μεγάλη στιγμή.
Η καρδιά του χτυπά δυνατά όσο σκάβει στο μέρος που επιμένει ο ανιχνευτής. Όχι, δεν είχε πει τίποτα τελικά του Αυγέρη, αλλά φαίνεται τον κατασκόπευε ο κερατάς.
Σκάβε σκάβε, ξεπαραχώνει έναν σκελετό, κάπου ανάμεσα στην αυλή και στα θεμέλια. Ηλίθιε ανιχνευτή! Στα οστά του κρανίου, δύο χρυσά δόντια!
Από κει και πέρα δεν μπορεί να βάλει τα γεγονότα στη σειρά. Αλλά τους βλέπει τώρα όλους μέσα στο καφενείον «οι μελλοθάνατοι» να χτυπιούνται από τα γέλια εις βάρος του, ενόσω τα κεράσματα πάνε κι έρχονται. Ο Αυγέρης έχει δακρύσει απ’ τα γέλια, κοντεύει να πνιγεί, και ας χάνει τα νοίκια της ψεύτικης εξουσιοδότησης. Όλοι λοιπόν στο κόλπο του θησαυρού;
Κοιτά τα χέρια του. Είναι ματωμένα. Μέσα στα αίματα είναι και το πρόσωπο και το στήθος του. Το χειρότερο, όλα, θαρρείς, πάλι γυρνάνε, όπως όταν τα έκανε γυαλιά καρφιά, με κείνη την αντάρα στο μυαλό και στην ψυχή του. Όμως ξαφνικά, έτσι που τους βλέπει ξανά όλους τους μέσα του, μέσα σε μια τρικυμιώδη ομίχλη να σφίγγουν στο στήθος τους τα ποτήρια, αναφωνώντας έντρομοι με μια φωνή: «Μωρ’, τσακώστε τα ποτήρια, μην και μας τα γκρεμίσ’ τούτος ο δαίμονας ο παπάς μας καί δεν θα’ χουμε με τι να πιούμε», ο λυγμός στον λαιμό του υποχωρεί και, απροσδόκητα και για τον ίδιο, ξεσπά σ’ ένα τρελό, ανακουφιστικό γέλιο.
from anemourion https://ift.tt/FJ2vUwB
via IFTTT