ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ

Μετά το 972 και πριν το 985 ιδρύθηκε η μονή Βατοπεδίου (υπάρχει και η παλαιότερη γραφή Βατοπαιδίου, που συνδέεται με τη γνωστή παράδοση διάσωσης του γιου του Μεγάλου Θεοδοσίου Αρκαδίου, που ναυάγησε κοντά στο Άγιον Όρος και βρέθηκε σώος θαυματουργικά κοντά σε μια βάτο από τις πολλές που υπάρχουν στην πεδιάδα γύρω από το μοναστήρι, γι’ αυτό και η γραφή Βατοπεδίου θεωρείται ορθότερη) από 3 μοναχούς που κατάγονταν από την Αδριανούπολη, τον Αθανάσιο, τον Νικόλαο και τον Αντώνιο, που τους έστειλε στην περιοχή (βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου) ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Ο Νικόλαος είναι πιθανώς ο ηγούμενος του μοναστηριού, που συνυπογράφει το 985 πράξη του Πρώτου Θωμά. Οι Αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών βοήθησαν τη μονή οικονομικά. Το καθολικό της μονής Βατοπεδίου τιμάται επονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και ανεγέρθηκε πιθανώς το 985 (ανακαινίσθηκε το 1426). Το μαρμάρινο τέμπλο του (έργο των βυζαντινών χρόνων) έχει επικαλυφθεί από ξυλόγλυπτο του 1788. Ο ναός ιστορήθηκε το 1312 με έργα της μακεδονικής σχολής, που επιζωγραφήθηκαν το 1739 και το 1819 (αποκαταστάθηκαν και συντηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια). Το καθολικό είναι ενωμένο με πέντε παρεκκλήσια. Μέσα στον χώρο της μονής υπάρχουν άλλα 12. Η τράπεζα είναι του 12ου αι. και έχει ιστορηθεί το 1786. Η φιάλη έχει παραστάσεις του 1810. Τον 17ο αι. οι μοναχοί του Βατοπεδίου έφθασαν τους 300. Το 1990 ήταν μόλις 50 και το 1992 αυξήθηκαν σε 75. Ο σημερινός Καθηγούμενος λέγεται Εφραίμ και κατάγεται από την Κύπρο. Η μονή παρουσιάζει αξιόλογο εκδοτικό έργο. Από τη μονή προήλθε ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο φωτιστής των Ρώσων.

Μετά το 972 και πριν το 985 ιδρύθηκε η μονή Βατοπεδίου (υπάρχει και η παλαιότερη γραφή Βατοπαιδίου, που συνδέεται με τη γνωστή παράδοση διάσωσης του γιου του Μεγάλου Θεοδοσίου Αρκαδίου, που ναυάγησε κοντά στο Άγιον Όρος και βρέθηκε σώος θαυματουργικά κοντά σε μια βάτο από τις πολλές που υπάρχουν στην πεδιάδα γύρω από το μοναστήρι, γι’ αυτό και η γραφή Βατοπεδίου θεωρείται ορθότερη) από 3 μοναχούς που κατάγονταν από την Αδριανούπολη, τον Αθανάσιο, τον Νικόλαο και τον Αντώνιο, που τους έστειλε στην περιοχή (βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου) ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Ο Νικόλαος είναι πιθανώς ο ηγούμενος του μοναστηριού, που συνυπογράφει το 985 πράξη του Πρώτου Θωμά. Οι Αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών βοήθησαν τη μονή οικονομικά. Το καθολικό της μονής Βατοπεδίου τιμάται επονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και ανεγέρθηκε πιθανώς το 985 (ανακαινίσθηκε το 1426). Το μαρμάρινο τέμπλο του (έργο των βυζαντινών χρόνων) έχει επικαλυφθεί από ξυλόγλυπτο του 1788. Ο ναός ιστορήθηκε το 1312 με έργα της μακεδονικής σχολής, που επιζωγραφήθηκαν το 1739 και το 1819 (αποκαταστάθηκαν και συντηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια). Το καθολικό είναι ενωμένο με πέντε παρεκκλήσια. Μέσα στον χώρο της μονής υπάρχουν άλλα 12. Η τράπεζα είναι του 12ου αι. και έχει ιστορηθεί το 1786. Η φιάλη έχει παραστάσεις του 1810. Τον 17ο αι. οι μοναχοί του Βατοπεδίου έφθασαν τους 300. Το 1990 ήταν μόλις 50 και το 1992 αυξήθηκαν σε 75. Ο σημερινός Καθηγούμενος λέγεται Εφραίμ και κατάγεται από την Κύπρο. Η μονή παρουσιάζει αξιόλογο εκδοτικό έργο. Από τη μονή προήλθε ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο φωτιστής των Ρώσων.
Ι. Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ Ιστορία - Μνημεία - Κειμήλια ΕΚΔΟΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ

Βρίσκεται πάνω σ' ένα γραφικό ορμίσκο της βορειοανατολικής πλευράς της χερσονήσου, πλάι ακριβώς στις εκβολές ενός μεγάλου χειμάρρου, και τιμάται στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου [15 Αυγούστου]. Κατηφορίζοντας από τις Καρυές και ύστερα από ένα ευχάριστο περίπατο φτάνουμε εκεί σε μιάμιση ώρα περίπου. Τ ο μοναστήρι ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα, λίγο μετά τη Λαύρα και το Βατοπέδι, στη θέση ή περίπου εκεί, όπου προηγουμένως ήταν η λαύρα του αγίου Κλήμεντος. Η ίδρυσή του συνδέεται με τα ονόματα Ιωάννη του Ίβηρα και Ιωάννη του Τορνικίου. φαίνεται όμως ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο, αν και οι γεωργιανές πηγές διακρίνουν καθαρά τους δύο άνδρες. Ο Ιωάννης Τορνίκιος, που ήταν αυλικός του ηγεμόνα της Ιβηρίας Δαβίδ και αξιωματούχος του Βυζαντίου, τα εγκατέλειψε όλα και έγινε μοναχός στην αρχή σ' ένα μοναστήρι κάπου στη Μακεδονία. Μετά πήγε στον Όλυμπο και τελευταία στον Άθω, σε μια έρημη γωνιά στην περιοχή της Λαύρας, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τον όσιο Αθανάσιο και να τον παρακαλέσει να μείνει κοντά του. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Β' κάλεσε στην πρωτεύουσα τον μοναχό πια Τορνίκιο και ζήτησε τη βοήθειά του σε διάφορα διπλωματικά και στρατιωτικά θέματα και ειδικότερα στην καταστολή της ανταρσίας του στρατηγού Βάρδα Σκληρού, που είχε κιόλας στασιάσει εναντίον του κράτους και κτυπούσε τα βασιλικά στρατεύματα. Ο Τορνίκιος, υπακούοντας στην πρόσκληση του αυτοκράτορα, έβγαλε το ράσο και κινήθηκε αμέσως εναντίον του Βάρδα μαζί με τον ηγεμόνα Δαβίδ, τελειώνοντας την αποστολή του με επιτυχία. Κατόπιν γύρισε πάλι στο Όρος όπου άρχισε την ανέγερση του σημερινού μοναστηριού ή ίσως τη διεύρυνση και επέκταση της λαύρας του Κλήμεντος. Το μεγάλο αυτό έργο άρχισε και τελείωσε χάρη στις πλούσιες αυτοκρατορικές δωρεές και τα πολλά λάφυρα που πήρε μαζί του ύστερα από την παραπάνω νίκη του. Το νέο μοναστήρι ονομάστηκε από την αρχή των Ιβήρων από την καταγωγή των ιδρυτών και των πρώτων μοναχών που μόνασαν σ' αυτό και διατηρεί την ίδια ονομασία μέχρι σήμερα. Ωστόσο, το έτος 1357 με σιγίλλιο του πατριάρχη Καλλίστου Β’, το γεωργιανό αυτό ιερό καθίδρυμα ήρθε στα χέρια των Ελλήνων , που υπερείχαν αριθμητικά και πνευματικά έναντι των μοναχών από την Ιβηρία [Γεωργία]. Στο νεοσύστατο μοναστήρι προστέθηκαν από πολύ νωρίς και μέχρι τον 140 αιώνα πολλά μικρά μοναστήρια, όπως του Λεοντίου στη Θεσσαλονίκη, του Ιωάννη Κολοβού στην Ιερισσό, του Αγίου Σάββα, του Χάλδου, του Κάσπακος κ.ά. Δεν παρέμεινε, βέβαια, και αυτό ανέπαφο από τις διάφορες επιδρομές εναντίον του Όρους και τις ανάλογες συνέπειές τους. Σχετικά αναφέρονται πολλές καταστροφές του από πειρατές, από ενωτικούς της Δύσεως και τους φοβερούς Καταλανούς στις αρχές του 14ου αιώνα. Μετά όμως από όλα αυτά, οι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες, ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν και κυρίως ο ηγεμόνας της Ιβηρίας Γοργοράνης και οι διάδοχοί του ενίσχυσαν το έργο της ανοικοδομήσεώς του. Η νέα αυτή περίοδος της ακμής του μοναστηριού συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, οπότε εμφανίστηκαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Για τη λύση του αδιεξόδου αυτού οι Ιβηρίτες μοναχοί έφυγαν στην πατρίδα τους, όπου επισκέφθηκαν τον ηγεμόνα Αλέξανδρο ΣΤ’, στον οποίο παρέδωσαν τα κλειδιά του μοναστηριού ζητώντας του οικονομική βοήθεια. Αποτέλεσμα της ενέργειάς τους αυτής, σε συνδυασμό και με τις επισκέψεις τους σε άλλες χώρες, ήταν η συγκέντρωση πολλών χρημάτων , με τα οποία όχι μόνο ξεχρεώθηκε το μοναστήρι, αλλά άρχισε η ανέγερση καινούργιων οικοδομών και ο αριθμός των μοναχών του αυξήθηκε σημαντικά. Στα μέσα του 17ου αιώνα, Ιβηρίτες μοναχοί, ύστερα από σχετική παράκληση του τσάρου Αλεξίου, πήγαν στη Ρωσία φέρνοντας μαζί τους ως δώρο μια εικόνα, αντίγραφο της Παναγίας Πορταΐτισσας, με την οποία έγινε καλά η άρρωστη κόρη του. Τότε ο Αλέξιος, από ευγνωμοσύνη προς τη Θεοτόκο και τους Ιβηρίτες, αντί για άλλη βοήθεια, τους παραχώρησε το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, που βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της Μόσχας, Ενδιαφέρον όμως για το μοναστήρι δείχνουν την εποχή αυτή και πολλοί πατριάρχες, που το ενισχύουν με κάθε τρόπο. Εδώ έμεινε για λίγο χρόνο και ο εθνομάρτυρας πατριάρχης Γρηγόριος Ε’. Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821 το μοναστήρι των Ιβήρων βρέθηκε πάλι σε δύσκολη θέση οικονομικά, κυρίως ύστερα από τις μεγάλες προσφορές του στον κοινό αγώνα, Ακόμη ένα μέρος του μοναστηριού καταστράφηκε από δύο φοβερές πυρκαγιές στα χρόνια 1845 και 1865 και ανοικοδομήθηκε αργότερα χάρη στα πλούτη του και στις εισφορές πολλών χριστιανών , Το καθολικό του μοναστηριού, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κτίστηκε στο α' μισό του 11ου αιώνα από τον Ίβηρα μοναχό Γεώργιο Βαρασβατζέ, που χρημάτισε πολλά χρόνια ηγούμενος της μονής, και ανοικοδομήθηκε το 1513. Βρίσκεται στο μέσο περίπου της μεγάλης αυλής και ακολουθεί το σχήμα του βυζαντινού αγιορειτικού ρυθμού. Από το παλαιό καθολικό σώζεται ακόμη το ωραίο μαρμαροθέτημα με διάφορα γεωμετρικά σχήματα και μια μεγαλογράμματη επιγραφή γύρω γύρω: Εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής και εις τον αιώνα ου σαλευθήσεται, Γεώργιος μοναχός ο Ίβηρ και κτίτωρ. Αξιόλογα είναι εδώ και τα δίζωνα κιονόκρανα, σε δεύτερη φυσικά χρήση, με φύλλα ακάνθου και κεφάλια μοσχαριών στις γωνίες, που βρίσκονται στους κίονες του κυρίως ναού. Οι τοιχογραφίες του καθολικού ανήκουν σε διάφορες εποχές, από τον 160 μέχρι τον 190 αιώνα, οπότε έχουμε και επιζωγράφησή τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν το μεταβυζαντινό ξυλόγλυπτο τέμπλο με τον πλουσιότατο φυτικό του διάκοσμο, η πόρτα που οδηγεί από τον εξωνάρθηκα στη λιτή, κατασκευασμένη από άργυρο και έβενο με πολύ λεπτή τέχνη, και η αργυρή επτάφωτη λυχνία σε σχήμα λεμονιάς με 30 επιχρυσωμένα λεμόνια και 7 κηροπήγια, που, σύμφωνα με την έμμετρη διπλή επιγραφή τους, ελληνικά και ρωσικά, δόθηκε ως δώρο στον αρχιμανδρίτη Κύριλλο για το μοναστήρι του το έτος 1818 από τους κατοίκους της Μόσχας. Έξω από τον διπλό νάρθηκα του ναού προστέθηκε αργότερα και ένας τρίτος υαλόφρακτος νάρθηκας με τοιχογραφίες του έτους 1795. Μπροστά από το καθολικό υπάρχει η φιάλη του αγιασμού, που ανακαινίστηκε μετά την πυρκαγιά του 1865, και απέναντι από την πρόσοψή του η τράπεζα του μοναστηριού, που ανοικοδόμησε και μεγάλωσε ο αρχιμανδρίτης Αθανάσιος ο Ακαρνάν το έτος 1848 το ίδιο αυτό έτος κτίστηκε και το ψηλό κωδωνοστάσιο πάνω από την είσοδό της. Στο βάθος απέναντι από τη μεγάλη πύλη του μοναστηριού και στο μέσο περίπου της νότιας πλευράς του υψώνεται ο αμυντικός πύργος [1725], που σήμερα είναι πολύ κατεστραμμένος, ενώ αντίθετα σε καλή κατάσταση σώζεται άλλος ωραίος πύργος [1626] στον αρσανά του δίπλα στη θάλασσα. Εκτός από το καθολικό υπάρχουν άλλα 16 παρεκκλήσια μέσα στον περίβολο του μοναστηριού. Από αυτά τα δύο με τοιχογραφίες, του Αγίου Νικολάου [1846] και των Αρχαγγέλων [1812], βρίσκονται αντίστοιχα στο δεξιό και το αριστερό μέρος της λιτής. στο δεύτερο φυλάσσονται προσεκτικά τεμάχια από λείψανα 150 περίπου αγίων, τμήματα από τα όργανα, που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη Σταύρωση του Χριστού και ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου. Άλλα δύο σημαντικά παρεκκλήσια είναι κτισμένα στην αυλή, της Παναγίας Πορταΐτισσας και του Προδρόμου. Στο πρώτο [1680], που βρίσκεται δίπλα στην παλαιά είσοδο του μοναστηριού, φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας με πλούσιο επιχρυσωμένο ένδυμα, που, κατά την παράδοση, ταξιδεύοντας από την Πόλη πάνω στα κύματα, βγήκε από τη θάλασσα σε κάποιο σημείο κοντά στο σημερινό μοναστήρι. Η τοιχογράφηση του παρεκκλησίου έγινε το έτος 1683 και το εικονοστάσι του κατασκευάστηκε το 1785. Ακόμη θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο νάρθηκά του, που τοιχογραφήθηκε το 177 4, ανάμεσα στις παραστάσεις των αγίων εικονίζονται στη σειρά οι 'Ελληνες σοφοί Σόλων, Σοφοκλής, Θουκυδίδης, Πλάτων, Αριστοτέλης και Πλούταρχος και οι βασιλείς Αλέξανδρος και Δαρείος, Το άλλο παρεκκλήσι, του Τιμίου Προδρόμου, βρίσκεται στα ανατολικά του προηγούμενου, Ανοικοδομήθηκε από τα θεμέλια από τον ηγούμενο Αγάπιο [1710] και τοιχογραφήθηκε λίγα χρόνια αργότερα [1714]. το τέμπλο του αποτελεί λαμπρό έργο ξυλογλυπτικής τέχνης [1711 ]. Στα υπόλοιπα 12 παρεκκλήσια συναντούμε μόνο φορητές εικόνες. Έξω από το μοναστήρι υπάρχουν 11 καθίσματα, 13 κελλιά προς την κατεύθυνση των Καρυών , άλλα 3 προς τη μονή Φιλοθέου και 1 0 μέσα ή κοντά στις Καρυές' από αυτά του Αγίου Δημητρίου χρησιμεύει για αντιπροσωπείο. Στο μοναστήρι των Ιβήρων ανήκει και η σκήτη του Προδρόμου ή Ιβηριτική σκήτη, που βρίσκεται στα δυτικά του προς το βουνό σε απόσταση μισής ώρας. Πρόκειται για μια ελληνική, ιδιόρρυθμη σκήτη, που ιδρύθηκε το 1730, ενώ το κυριακό της κτίστηκε το 1779 και τοιχογραφήθηκε το 1799, Η σκήτη σήμερα περιέχει 8 καλύβες και ένα μικρό αριθμό [5 ή 6] μοναχών. Πλουσιότατο και από τα πιο αξιόλογα του Αγίου Όρους είναι το σκευοφυλάκιο της μονής Ιβήρων , το οποίο στεγάζεται μαζί με τη βιβλιοθήκη σ' ένα νεότερο ισόγειο κτίσμα μέσα στην αυλή. Σ' αυτό φυλάσσονται ανεκτίμητοι θησαυροί, ιερά χρυσοκέντητα άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί, δισκοπότηρα, εγκόλπια, μίτρες, ολόκληρη η αρχιερατική στολή του πατριάρχη Διονυσίου Δ', ο μανδύας του Γ ρηγορίου Ε', μια κεντημένη ωραία Πύλη [παραπέτασμα] της κεντήτριας Κοκκόνας Ωρολογά με την παράσταση της Μεταστάσεως της Θεοτόκου και πολλά άλλα ιερά αντικείμενα και κειμήλια. Τέλος ο λεγόμενος σάκκος του αυτοκράτορα Τσιμισκή, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη και που κοσμείται με διάφορα αραβουργηματοειδή σχήματα και παραστάσεις από 1 0 λιοντάρια και 4 δικέφαλους αετούς. κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για αρχιερατικό ένδυμα του 150υ αιώνα. Πλούσια και καλά οργανωμένη είναι και η βιβλιοθήκη του μοναστηριού. Περιέχει πάνω από 2.000 χειρόγραφα, ποικίλης ύλης και περιεχομένου, και 15 λειτουργικά ειλητάρια. Από όλους αυτούς τους κώδικες οι 123 είναι περγαμηνοί, ενώ οι υπόλοιποι βομβύκινοι [23] και χάρτινοι. σ' αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και 1 00 περίπου περγαμηνοί γραμμένοι σε γεωργιανή γλώσσα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικονογράφηση ορισμένων ελληνικών χειρογράφων , [όπως είναι των: 1 , 5, 55, 56, 111 , 463, 87 4 κ.ά.]. Εκτός όμως από το τμήμα των χειρογράφων η βιβλιοθήκη περιέχει και πάνω από 20.000 έντυπα, όπου βρίσκει κανείς μερικά σπουδαία αρχέτυπα και παλαίτυπα βιβλία. Στο χώρο της βιβλιοθήκης φυλάσσονται ακόμη πολλά πολύτιμα αυτοκρατορικά και πατριαρχικά έγγραφα και κυρίως τα χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου [946 και 958], Ρωμανού Β' [960], Βασιλείου Β .[980] κ.ά. Το μοναστήρι των Ιβήρων κατέχει την τρίτη θέση στη σειρά ιεραρχίας των 20 αθωνικών μοναστηριών. Είναι κοινόβιο [1990] και, καθώς σημειώσαμε παραπάνω, κατοικήθηκε από την αρχή από μοναχούς που κατάγονταν από την Ιβηρία, για την οποία κάποτε υπήρξε ένα μεγάλο πνευματικό κέντρο. Ο τελευταίος Ίβηρας πέθανε το 1955. Σήμερα αριθμεί 90 περίπου συνολικά μοναχούς μέσα και έξω από το μοναστήρι, στη σκήτη και στα διάφορα κελλιά του.
ΜΟΝΗ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ
Η Μονή Χιλανδαρίου (σερβικά: Манастир Хиландар) είναι σερβικό μοναστήρι που βρίσκεται στο βορειοανατολική πλευρά του Αγίου Όρους και είναι 4ο στην ιεραρχία των Αγιορείτικων Μονών. Έχει εξωτερικά εμφάνιση μεσαιωνικού κάστρου, καθώς είναι οχυρωμένη με τείχη που έχουν ύψος 30 μέτρων, μήκος 140 μέτρων και περιβάλλουν μια περιοχή πλάτους 75 μέτρων. Το μοναστήρι πήρε αυτή την μορφή, εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιδρομών κατά το παρελθόν. Θεωρείται το σημαντικότερο κέντρο του σερβικού πολιτισμού αφού η συμβολή του είναι τεράστια στην διαμόρφωση της παιδείας και της πνευματικότητας των Σέρβων μέσα στην ιστορία. Διατηρεί μια εξαιρετικά πλούσια συλλογή από πρωτότυπα παλαιά χειρόγραφα, εικόνες, τοιχογραφίες, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται από τους πιο σημαντικούς θησαυρούς του Σερβικού μεσαιωνικού πολιτισμού γενικότερα. Βρίσκεται στη λίστα της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1988, μαζί με άλλες 19 Μονές του Αγίου Όρους. Ηγούμενος Αρχιμανδρίτης Μεθόδιος. Tο όνομα της προήλθε κατά πάσα πιθανότατα από τον Έλληνα αγιορείτη μοναχό Γεώργιο Χιλανδάριο, ιδρυτή και κτήτορα της προγενέστερης Μονής που είχε κτισθεί τον 11ο αιώνα και σωζώμενα της μέρη μέχρι σήμερα με οικοδομικές βελτιώσεις είναι στην νοτιοδυτική πλευρά ο πύργος του Αγ. Γεωργίου, το νότιο και δυτικό εξωτερικό αμυντικό τείχος που στην εσωτερική τους πλευρά κτίσθηκαν αργότερα ξενώνες (κονάκια) και η τραπεζαρία (τράπεζα) της Μονής. Άλλοι πάλι δέχονται ότι το όνομα της Μονής προήλθε από την ετυμολογία της λέξης του βυζαντινού πλοίου «χελάνδιο» Το 1198 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ ο Άγγελος μετά από αίτημα του Στέφανου Α΄ Νεμάνια, (ηγεμόνα "μεγάλου ζουπάνου" της Σερβίας , που εκάρει μοναχός στην Μονή Στουντένιτσα στην Σερβία , έλαβε το όνομα Συμεών και μετά πήγε στον Άθω ) και του Ράστκο μικρότερου γιου του, (ο οποίος είχε καρεί επίσης μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Σάββας στην Μονή Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους και μόνασε επι 7 χρόνια στην Μονή Βατοπαιδίου) και την σύμφωνη γνώμη της ιεραρχίας του Αγίου Όρους, προσφέρει την εγκαταλειμμένη Μονή, ως αιώνιο δώρο στους Σέρβους. Αυτοί ανήγειραν τη μονή, σε περιοχή που παραχωρήθηκε από τη Μονή Βατοπεδίου, πράξη που επικύρωσε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Γ´ο Άγγελος το 1198 και έως το 1199 ο Συμεών και ο Σάββας έκτισαν το πρώτο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου (κεντρικός ναός), τον Πύργο του Αγ. Σάββα,τον Πύργο του Κωδωνοστασίου και το κελί του Αγ. Συμεών υπό την απεριόριστη χρηματοδότηση του μεγάλου Ζουπάνου Στέφανου Πρωτόστεπτου. Το 1199 ο Συμεών (Στέφανος Νεμάνια) εξέδωσε σαν κτήτορας το «Καταστατικό της Μονής» το οποίο έγραψε ο Σάββας με την συγκατάθεση του αδερφού του Στέφανου Πρωτόστεπτου. (Το γνήσιο χειρόγραφο του πρώτου «Καταστατικού της Μονής Χιλανδαρίου » φυλάσονταν έως τις 6 Απριλίου 1941 στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Βελιγραδίου που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο). Μετά την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης της μονής το 1198 ο Συμεών φέρνει από την Σερβία σημαντικό αριθμό μοναχών για να επανδρώσουν την Μονή. Την ίδια χρονιά παραχωρούνται σαν Μετόχι στην μονή, μερικά ολόκληρα χωριά στην περιοχή της Πριζρένης του Κοσσυφοπεδίου. Ο Σάββας πείθει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄Άγγελο να εκδώσει νέο χρυσόβουλο με το οποίο εξισώνει την Μονή Χιλανδαρίου με τις υπόλοιπες μονές του Αγίου Όρους και της παραχωρεί την εγκαταλειμμένη Μονή Ζυγού ως μετόχι στη Μονή Χιλανδαρίου η οποία βρίσκεται στην μέση του Αγίου Όρους μετονομάζεται από τους Σέρβους σε Ιβάνιτσα σταδιακά προσαρτήθηκαν στα όρια της Μονής πολλές άλλες μικρότερες ιστορικές μονές όπως του Αγίου Βασιλείου, της Κομίτισσας, του Κάλυκα, των Παπαρνικίων, του Ομολογητού, της Στροβηλαίας και άλλες. Ο μοναχός Συμεών πεθαίνει στις 13 Φεβρουαρίου 1199 και ενταφιάστηκε ( παρέμεινε εκεί για λίγα χρόνια ) στον παλαιό ναό της Μονής. Σύμφωνα με τη παράδοση από τον τάφο του Αγ. Συμεών βγαίνει κλήμα (έως σήμερα) του οποίου τα σταφύλια θεωρούνται θαυματουργά. Μετά τον θάνατο του Αγ. Συμεών ο Σάββας πήγε στις Καρυές όπου έκτισε ασκηταριό και εκεί έγραψε το 1199 το «Τυπικό των Καρυών» το οποίο θεωρείται το παλαιότερο χειρόγραφο που φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο. Το 1200 ο Άγιος Σάββας έγραψε το «Χιλανδαρινό τυπικό» (το οποίο βασίστηκε στο τυπικό της μονής της Παναγίας της Ευεργέτιδας της Κωνσταντινούπολης ) το οποίο ορίζει τους κανόνες του Χιλανδριανού κοινοβίου καθώς και την οργάνωση και διοίκηση του. Από την αρχή του 13ου αιώνα όλο το Άγιο Όρος πέρασε στην εξουσία των Λατίνων Σταυροφόρων (οι οποίοι το 1204 κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη), άρχισε να δέχεται ληστρικές επιδρομές και οι μονές άρχισαν να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο. Έτσι ο Άγ. Σάββας το 1214 φεύγει οριστικά από το Άγιο Όρος και μεταφέρει τα λείψανα του πατέρα του από το Χιλανδάρι στη Σερβία. Μετά από το τελευταίο ταξίδι του στην Παλαιστίνη, (έφερε από την Μονή του Αγ. Σάββα του Ηγιασμένου) και δώρισε στο Χιλανδάρι την παλαιότερη και πιο γνωστή εικόνα της, την «Παναγία Τριχερούσα». Για να προστατέψει καλύτερα την μονή ο βασιλιάς Στέφανος Ούρος Α΄ το 1262 κτίζει μεγάλο πύργο δίπλα της. Την ίδια εποχή αυξήθηκαν οι δωρεές σε κτήματα προς την Μονή από τους Σέρβους βασιλιάδες Στέφανο Ντραγκούτιν και Μιλούτιν, κυρίως στην Σερβία. Από την αρχή του 14ου αιώνα εμφανίστηκε ένας νέος κίνδυνος για όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους , οι Καταλανοί μισθοφόροι, τους οποίους κάλεσε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των Τούρκων, και έτσι κάποια στιγμή που δέν πληρώθηκαν για τις υπηρεσίες τους από τον αυτοκράτορα, στράφηκαν εναντίον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και αφού στρατοπέδευσαν κοντά στην Θεσσαλονίκη άρχισαν τις επιθέσεις σε όλο το Άγιο Όρος. Το Χιλανδάρι διασώθηκε από την καταστροφή, εξαιτίας των ισχυρών τειχών που το περιέβαλαν και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ηγουμένου της Μονής, Δανιήλ. Το Χιλανδάρι το βοήθησε σημαντικά ο βασιλιάς Μιλούτιν, ο οποίος γύρω στο 1320 έκτισε νέο μεγαλοπρεπέστερο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στην θέση του παλαιού, ο οποίος και διατηρήται έως σήμερα και είναι το «καθολικό» της Μονής.Την ίδια εποχή το μοναστήρι επεκτάθηκε προς την βόρεια πλευρά του με την ανέγερση νέων τειχών ενώ στην θέση της σημερινής πύλης έκτισε πύλη με πύργο πάνω στον οποίο λετουργούσε παρεκκλήσι του Αγ. Νικολάου (ο οποίος όμως γκρεμίστηκε από σεισμό στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα) και το 1320 έκτισε την τραπεζαρία (τράπεζα) που σώζεται έως σήμερα. Ο βασιλιάς την ίδια εποχή επίσης ανήγειρε άλλους 2 πύργους που χρησίμευαν και σαν παρατηρητήρια, τον ένα στο μέσο του δρόμου που οδηγεί από την Μονή προς την θάλασσα που ονομάστηκε «πύργος του Μιλούτιν» και στην βορειοανατολική θαλάσσια ακτή τον πύργο της Χρούσια.Ο κεντρικός ναός, η τραπεζαρία και το παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου τοιχογραφήθηκαν το 1321.Την ίδια χρονιά οι μοναχοί άρχισαν να αυξάνονται όλο και περισσότερο, και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος δώρισε στην Μονή σημαντικό αριθμό κτημάτων στην Ελλάδα. Την εποχή του αυτοκράτορα Στέφανου Ούρος Δ΄ Δουσάν, που το Άγιο Όρος πέρασε στην δικιά του επικράτεια, η Μονή έφθασε στην μεγαλύτερη ακμή της. Ο Στέφανος Ούρος Δ΄ Δουσάν την βοήθησε σημαντικά και της δώρισε μεγάλο αριθμό κτημάτων στην Σερβία και στην Ελλάδα. Εκείνη την εποχή στο Χιλανδάρι ανήκε το 1/5 της συνολικής έκτασης του Αγίου Όρους. Εκτός από τον αυτοκράτορα, την Μονή βοήθησαν σημαντικά και πολλοί Σέρβοι Άρχοντες όπως ο Σεβαστοκράτορας Βλάτκο, ο μεγάλος Βοεβόδας Νίκολα Στάνιεβιτς, ο Δεσπότης Ντέγιαν κ.ά. Ο Στέφανος Ούρος Δ΄ Δουσάν κατέφυγε στο Χιλανδάρι το 1347 λόγω της πανώλης που εξαπλώθηκε σε όλα τα Βαλκάνια, έφερε όμως μαζί του και την σύζυγο του αυτοκράτορα Γέλενα καταπατώντας το αυστηρό Άβατο του Αγίου Όρους σε γυναίκες. Σε ανάμνηση της αφίξεως του Σέρβου αυτοκράτορα στο Άγιο Όρος ακόμα και σήμερα υπάρχει λιτό μνημείο με σταυρό λίγο έξω από το μοναστήρι εκεί όπου οι μοναχοί προϋπάντησαν τον Ντούσαν και φύτεψαν και ένα ελαιόδεντρο το οποίο ονόμασαν «αυτοκρατορικό». Γύρω στο 1350 κτίσθηκε ο ναός των Αγ. Αρχαγγέλων και επεκτάθηκε το νοσοκομείο της Μονής ενώ η αυτοκράτειρα Γέλενα έκτισε το Κελί του Αγ. Σάββα στις Καρυές και το δώρισε στο Χιλανδάρι. Ήδη από τότε, το Άγιο Όρος και η Μονή Χιλανδαρίου, απέκτησαν μεγάλη φήμη και αξία στην Σερβία. Το 1354 ο Σάββας, προ-ηγούμενος της Μονής, εκλέχθηκε Πατριάρχης Σερβίας. Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Στέφανου Ούρος Δ΄ Δουσάν το 1355 η μονή συνέχισε να ανθίζει.Την Μονή συνέχισε να βοηθάνε οι Σέρβοι Άρχοντες. Ο πρίγκηπας Λάζαρ Χρεμπελιάνοβιτς γίνεται κτήτορας του εξωτερικού νάρθηκα στην δυτική πλευρά του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου το 1380. Προς το τέλος του 14ου αιώνα στο Χιλανδάρι άρχισαν να καταφεύγουν τα μέλη των οικογενειών Σέρβων αρχόντων και ευγενών.Οι Τούρκοι κατέκτησαν οριστικά την χερσόνησο του Άθω το 1430 κα έτσι άρχισαν οι βιαιότητες και η ανομία. Έτσι αρκετοί μοναχοί εγκατέλειψαν την Μονή και έφυγαν για την Σερβία. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μόνο με την έκδοση φιρμανίου του Σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή το 1457 με το οποίο κατοχυρώθηκε και πάλι η αυτονομία και τα δικαιώματα όλων των μονών του Αγίου Όρους. Μετά και την οριστική κατάκτηση όλης της Σερβίας, η μονή αναζήτησε νέους ισχυρούς προστάτες και βοήθεια από άλλες χώρες. Η Αγγελίνα Μπράνκοβιτς ( σύζυγος Τιτουλάριου της Ουγγαρίας και Σέρβου Δεσπότη) το 1503 παρακάλεσε τον Ρώσο πρίγκηπα Βασίλειο Ιβάνοβιτς να θέσει υπό την προστασία του το μοναστήρι.. Ο προ-ηγούμενος της μονής επισκέφθηκε το 1550 με 3 άλλους μοναχούς την Μόσχα και από τον Ιβάν Δ΄ τον Τρομερό ζήτησε προστασία . Ο τσάρος ζήτησε από τον Σουλτάνο περισσότερα δικαιώματα για την Μονή. Το 1556 ο τσάρος έστειλε μεγάλη οικονομική βοήθεια στην μονή και πολύτιμα δώρα. Και οι επόμενοι τσάροι βοήθησαν την μονή. Ο τσάρος Φιόντορ Α΄ Ιωάννοβιτς, (μετά από αίτημα του προ-ηγουμένου) το 1591 εξέδωσε χρυσόβουλο με το οποίο καθόρισε την σταθερή οικονομική βοήθεια και υποστήριξη της ρωσικής Μονής Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος. Τον 17ο αιώνα το Χιλανδάρι βοήθησαν οι Σέρβοι Πατριάρχες ( Αντώνιος , Ιωάννης , Μάξιμος ) και οι μητροπολίτες Ερζεγοβίνης και Βελιγραδίου. Την εποχή ( 1652 – 1678 ) που ηγούμενος ήταν ο Βίκτωρ έγινε ανακαίνιση σε αρκετά κτίρια της Μονής και σε αυτό βοήθησε οικονομικά ένας Σέρβος πλούσιος έμπορος από την Βενετία που έγινε μοναχός με το όνομα Νικάνωρ το 1662. Την εποχή εκείνη το Χιλανδάρι έφθασε στο σημείο να είναι η πρώτη Μονή σε αριθμό μοναχών σε όλο το Άγιο Όρος . Κατά την διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου η κατάσταση για τον πληθυσμό στην Σερβία χειροτέρεψε δραματικά και έγινε η Μεγάλη μετανάστευση των Σέρβων το 1690 προς τα βόρεια, σε εδάφη της Αυστροουγγρικής επικράτειας. Έτσι ο αριθμός των Σέρβων ιερέων μειώθηκε σημαντικά στη Σερβία και τα κενά καλύφθηκαν από Έλληνες ιερείς. Το ίδιο άρχισε να συμβαίνει στο Χιλανδάρι όταν τον 17ο αιώνα μειώθηκε δραματικά ο αριθμός των Σέρβων μοναχών και το κενό κατέλαβαν Έλληνες και Βούλγαροι μοναχοί ενώ η παρακμή διαπιστώνεται έντονα τον 18ο αιώνα μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1722. Την εποχή αυτή η μονή ουσιαστικά κατοικούνταν μόνο από Βουλγάρους μοναχούς. Η μονή δοκιμάστηκε και πάλι το 1891 από μια εξίσου ολέθρια πυρκαγιά. Οι μοναχοί της Μονής τον 18ο αιώνα ανέπτυξαν πνευματική σχέση και συνεργασία με την Μητρόπολη του Καρλοβικίου όπως και με πολλές ενοριακές κοινότητες. Στην αρχή του 19ου αιώνα δημιουργείται το νέο Σερβικό κράτος. Αυτό είχε επίδραση στην νέα αύξηση του αριθμού των Σέρβων μοναχών στην Μονή. Η αδερφότητα της Μονής με την βοήθεια του αρχιμανδρίτη Ονόρφιε Πόποβιτς ζήτησε το 1820 από τον ηγεμόνα Μίλο Ομπρένοβιτς να γίνει ανάδοχος και προστάτης της. Το νέο κράτος της Σερβίας έδειξε ενδιαφέρον και βοηθούσε ανάλογα με τις δυνατότητές της. Η αδερφότητα της Μονής εκείνη την περίοδο συχνά βοηθούσε στην Ελληνική Επανάσταση και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποστολή και εγκατάσταση τουρκικής φρουράς για μερικά χρόνια. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζεται διαμάχη Σέρβων και Βουλγάρων μοναχών για την ηγουμενία της Μονής. Μετά ξεσπά νέα μακροχρόνια διαμάχη για την οριοθέτηση της μονής και εκείνη την περίοδο εμφανίστηκαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα που λύθηκαν με την βοήθεια της Σερβίας. Το 1860 ο μητροπολίτης Βελιγραδίου Μιχαήλ κατάφερε να κατευνάσει την διαμάχη με τους Βούλγαρους μοναχούς, κυρίως μετά το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Η διένεξη με τους Βούλγαρους μοναχούς για την ηγουμενία της Μονής λύθηκε τελικά μετά την επίσκεψη του βασιλιά της Σερβίας, Αλεξάνδρου Ομπρένοβιτς στη Μονή Χιλανδαρίου το 1896.Την ίδια περίοδο ο μοναχός τσεχικής καταγωγής Σάββας ο Χιλανδαρινός τιμήθηκε με το μετάλλιο τιμής του Αγίου Σάββα για την μεγάλη του προσφορά στην οργάνωση και τακτοποίηση της βιβλιοθήκης της Μονής. Το σερβικό κράτος εξώφλησε όλα τα χρέη της Μονής και από τότε ξεκίνησαν να έρχονται και πάλι Σέρβοι για να μονάσουν στην Μονή. Στην αρχή του 20ου αιώνα οι Σέρβοι μοναχοί έγιναν πάλι πλειοψηφία . Τότε επισκέπτηκε την Μονή με την συνοδεία του σέρβου πρωθυπουργού Νικόλα Πάσιτς, ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ Καραγιώργεβιτς. Η Μονή βρίσκεται στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ηγούμενοι της μονής από το 1989 έως σήμερα ήταν και είναι : ο Παϊσιος Τανασίγεβιτς (1989—1992), ο Μωυσής Ζάρκοβιτς (1992—2010) και ο Μεθόδιος Μάρκοβιτς (από το 2010). Στις 3 προς 4 Μαρτίου 2004 στη Μονή, κατά τη διάρκεια της νύκτας ξέσπασε πυρκαγιά που γρήγορα έλαβε καταστροφικές διαστάσεις.[1] Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή η φωτιά προκλήθηκε από βουλωμένη καμινάδα.[2] Η φωτιά έκαψε πάνω από το μισό των κτιρίων της Μονής, 5761 τ.μ. από τα συνολικά 10.500 τ.μ. m2.[2][3] Κάηκαν ολοσχερώς δύο κονάκια, ο ξενώνας το ηγουμενείο και τέσσερα παρεκκλήσια.[2] Η πυρκαγιά από τη μια πλευρά έφτασε μέχρι την τραπεζαρία της Μονής από την δε άλλη πλευρά έως τον πύργο του Αγ. Σάββα.[2] Οι μοναχοί μαζί με τους εργάτες της Μονής και πέντε ομάδες της Πυροσβεστικής που ήρθαν από τις Καρυές και τον Πολύγυρο κατάφεραν να σβήσουν την φωτιά.[4] Η αποκατάσταση των υλικών καταστροφών άρχισε αμέσως, σχεδιάστηκε αρχικά να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2011.[1] Στην πορεία των εργασίων διαπιστώθηκε πως μαζί με τα κτίρια που έπρεπε εκ νέου να κτισθούν έπρεπε να ανακαινισθούν και τα υπόλοιπα εναπομείναντα κτίρια που υπέστησαν ελαφρότερες ζημιές.[5] Η αδερφότητα της Μονής Χιλανδαρίου με την σημαντική οικονομική, υλικοτεχνική και επιστημονική βοήθεια που έλαβε κυρίως από το κράτος της Σερβίας και της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως επίσης και από τις χρηματικές προσφορές απλών πολιτών από την Ελλάδα, την Ρωσία, το Σερβικό κρατίδιο της Βοσνίας και της Σερβικής διασποράς κατάφερε τελικά να αποκαταστήσει μέχρι το 2015 περισσότερο από το 60% του μοναστηριακού συγκροτήματος. Το Καθολικό της μονής Χιλανδαρίου, που κτίσθηκε γύρω στο 1293, είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου αποτελεί ένα από τους κομψότερους ναούς του Αγίου Όρους. Από το αρχικό, διατηρείται το θαυμάσιο δάπεδο από λευκό μάρμαρο μ' ένα μεγάλο σταυρό στη μέση, περιβαλλόμενο από ψηφιδωτές ταινίες διαφόρων πετρωμάτων. Η τοιχογράφησή του συνδέεται με τη Μακεδονική σχολή και είναι των ζωγράφων Ευτυχίου και Μιχαήλ. Θα πρέπει να έγινε γύρω στα 1313. Αξιόλογο είναι επίσης το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1774. Εδώ ακόμα βρίσκεται ο αρχικός τάφος του Αγίου Συμεών και πάνω από αυτόν βρίσκεται η επάργυρη σαρκοφάγος από το 1973. Η παλαιά ξύλινη σαρκοφάγος βρίσκεται στο σκευοφυλάκειο της μονής. Στην ανατολική γωνία του περιβόλου της μονής Χιλανδαρίου και μπροστά από τον πύργο του Αγίου Σάββα , βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αρχαγγέλλων. Στις πτέρυγες της μονής υπάρχουν άλλα ένδεκα παρεκκλήσια. Τα εννέα από αυτά είναι αγιογραφημένα, με τοιχογραφίες του 13ου μέχρι και του 18ου αιώνα . Από τα μη τοιχογραφημένα, των Αγίων Τεσσαράκοντα, έχει αξιόλογες φορητές εικόνες και ένα βημόθυρο του 1623. Το παρεκκλήσι του Αγίου Συμεών εγκαινιάστηκε πρόσφατα στο ομώνυμο κελί του. Βρίσκεται δίπλα στο καμπαναριό και πάνω από το ιστορικό πηγάδι της μονής. Έξω από τον περίβολο της μονής βρίσκονται δύο παρεκκλήσια. Εκείνο του κοιμητηρίου της μονής και στον κήπο το παρεκκλήσι του Αγίου Τρύφωνα. Ο κοιμητηριακός ναός είναι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η μονή Χιλανδαρίου έχει εξαρτήματά της είκοσι έξι κελιά, από τα οποία δύο κοντά στο μοναστήρι και τα υπόλοιπα στις Καρυές. Από τα κελιά αυτά είναι κατοικήσιμα τα ένδεκα.Κοντά στη μονή βρίσκεται το κελί της Αγίας Τριάδος. Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι επίσης το κελί της Μολυβοκκλησιάς, μισή ώρα βορειοδυτικά των Καρυών, με σπουδαίες τοιχογραφίες Κρητικής σχολής και πολύ αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα στον ναό του Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εξάρτημά της είναι και το ιστορικό Κάθισμα του Αγίου Βασιλείου πρώην μονύδριο, σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων από την μονή. Βρίσκεται στον αρσανά της μονής προς την πλευρά του Θρακικού πελάγους. Από τα μετόχια της μονής σήμερα σώζωνται τρία: της Κομίτσας, της Ζωοδόχου Πηγής κοντά στην Ιερισσό, και του Αγίου Νικολάου στη Σωζόπολη της Χαλκιδικής. Στις Καρυές η μονή Χιλανδαρίου έχει το ιστορικότερο ίσως Ησυχαστήριο του Αγίου Όρους. Καλείται Τυπικαριό, όπου ο άγιος Σάββας, σύμφωνα με την παράδοση, έφερε από την Λαύρα του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη τη σωζόμενη ακόμα και σήμερα εικόνα της Θεοτόκου της Γαλακτοτροφούσας όπως και την πατερίτσα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Λειτουργεί με το δικό του τυπικό από το 1199, που προσδιορίζει και τις προϋποθέσεις μοναχικής διαβίωσης αλλά και τις σχέσεις με την κυρίαρχη μονή. Η Μονή Χιλανδαρίου είναι χτισμένη σε απόσταση, περίπου, πέντε χιλιομέτρων από τον αρσανά της, το λιμανάκι της, σε μία καταπράσινη κοιλάδα στα βορειοανατολικά του Άθω. Προστατεύεται από τις στρογγυλεμένες κορυφές των λόφων που ανεβαίνουν μαλακά από τη θαλασσοδαρμένη ανατολική ακτή της χερσονήσου προς τη Δύση, προς την οροσειρά της χερσονήσου. Απέχει 2,30 ώρες από τη Μονή Ζωγράφου και 1,30 από τη Μονή Εσφιγμένου. Η Μοναστική δύναμη της Μονής, σύνολο μοναχών και εξαρτηματικών, κυμαίνεται σήμερα στα 70 άτομα. Στη Μονή αυτή αξίζει να δουν οι επισκέπτες τις τοιχογραφίες της μακεδονικής σχολής που βρίσκονται στο καθολικό, στη τράπεζα και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου,την ασημένια λάρνακα του αγίου Συμεών με το κλήμα (οι καρποί του οποίου φέρονται να έχουν λύσει, σύμφωνα με τη παράδοση, τη στειρότητα πολλών γυναικών)[6][εκκρεμεί παραπομπή]. Δύο σταυροί με Τίμιο Ξύλο, κομμάτια από το ακάνθινο στεφάνι και το καλάμι του Ιησού, ίχνη αίματος του Ιησού,το Άγιο Μανδήλιο του Ιησού, μέρος από το σάβανο του Ιησού, Άγιο μύρο του Ιησού, μικρές πέτρες του Γολγοθά, το λιβάνι και η σμύρνα που πρόσφεραν οι Μάγοι στον Ιησού, ιερά λείψανα των Αγίων: Γεωργίου, Ιουστίνης, Παρασκευής, Ονούφριου, Ιωάννη Προδρόμου, Βαρβάρας, Συμεών στυλίτη, Γρηγορίου Θεολόγου, Παντελεήμονος, Ευστρατίου, Μαρίνας, Ευτύχιου, Νικηφόρου, Προφήτη Ησαϊα. Υπάρχουν 8 θαυματουργές εικόνες της Παναγίας οι πιο γνωστές εκ των οποίων η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας, της Παναγίας της Αβραμιώτισσας, η ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Επίσης, διακρίνονται κάποια κεντητά άμφια και υφάσματα,το δίπτυχο με τις 24 μικρογραφίες, και πολυθρόνες κοσμημένες με φίλντισι. Στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού περιέχονται 181 ελληνικοί και 809 σλαβικοί κώδικες, τουλάχιστον 20.000 έντυπα βιβλία εκ των οποίων 3.000 είναι ελληνικά, καθώς επίσης και 400 έγγραφα διαφόρων γλωσσών. Επίσης την ιστορική βιβλιοθήκη της Μονής, το ιερό σκευοφυλάκιο όπως και το πλούσιο εικονοφυλάκιο.
ΜΟΝΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Η ίδρυση της μονής αναζητάται πολύ προ του 1169, εφόσον σε έγγραφο του έτους εκείνου σώζεται υπογραφή Κουτλουμουσιανού ηγουμένου ανάμεσα σε υπογραφές εκπροσώπων 28 αγιορειτικών μονών. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο ιδρυτής της μονής, μοναχός Κάλλιστος, προερχόταν από την αυλή του Κουτλουμούς, γενάρχου της ομώνυμης Μικρασιατικής δυναστείας Σελτζουκιδών. Πρώτος ευεργέτης της μονής ήταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Η μονή έλαβε μέρος σε όλα τα πνευματικά κινήματα της Ανατολής, αλλά επίσης υπέμεινε πολλές δοκιμασίες: την αυτοκρατορική βία μετά την αντίθεση του Αγίου Όρους στην ψευδένωση με τους παπικούς Λατίνους στη Λυών (1274), τις επιδρομές των Καταλανών και Τούρκων πειρατών (14ος αι.), την Οθωμανική δουλεία (1424-1912), αλλά και φυσικές καταστροφές από σεισμούς και πυρκαϊές.
Τον καιρό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, όταν στρατιωτικό απόσπασμα έφθασε στο Άγιον Όρος για να επιβάλει την ένωση με τον πάπα, την οποία είχε υπογράψει ο Έλληνας αυτοκράτορας στην Λυών, αρκετοί μοναχοί μαζί με τον ηγούμενο απαγχονίσθηκαν και τάφηκαν πίσω από το Καθολικό. Η αιματηρή αυτή ομολογία δεν έμεινε άμισθη. Το 1287 ο Πρώτος του Αγίου Όρους —την εποχή εκείνη πρόσωπο εκλεγμένο με διοικητικές αρμοδιότητες εφ’ όλου του Αγίου Όρους— παραχώρησε στο Κουτλουμούσι τη διαλυμένη τότε μονή του Σταυρονικήτα, ενώ το 1329 παραχωρήθηκε η μονή του Αναπαυσά. Οι προσαρτήσεις αυτές, μαζί με τη φιλοπρόοδο διάθεση και τους πνευματικούς αγώνες των πατέρων, οδήγησαν τη μονή σε αλματώδη ανάπτυξη. Οι απαρχές των σχέσεων της μονής με τη Βλαχία τοποθετούνται στα μέσα του 14ου αιώνα. Λεπτομέρειες για τις σχέσεις αυτές αντλούμε κυρίως από τις τρεις διαθήκες του Χαρίτωνα, του πιο φημισμένου ηγουμένου της μονής, ο οποίος εκλέχθηκε και Πρώτος του Αγίου Όρους. Ο Χαρίτων από την Ίμβρο ανέλαβε τους οίακες της μονής λίγο πριν το 1362 και επέδειξε τεράστιο ζήλο τόσο για την αδελφότητα όσο και για το μοναστηριακό συγκρότημα ως νέος κτήτορας. Με παραστάσεις και ενέργειές του προσεταιρίζεται τους ηγεμόνες της Ουγγροβλαχίας, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση ενός φιλόδοξου προγράμματος ανοικοδόμησης τμημάτων του μοναστηριακού συγκροτήματος και προβαίνουν σε κτηματικές δωρεές. Πρώτοι αρωγοί ήλθαν ο Αλέξανδρος Μπασαράμπ και ο διάδοχός του Ιωάννης Βλάδισλαβ. Ο τελευταίος όμως ζήτησε με επιμονή από τον Ηγούμενο να καταργήσει το κοινοβιακό σύστημα και να επιβάλει στη μονή τον ιδιόρρυθμο βίο, που επιτρέπει ίδιον πρόγραμμα και ατομική ιδιοκτησία. Τούτο εξυπηρετούσε τους τότε άμοιρους μοναστικής παραδόσεως Βλάχους μοναχούς, οι οποίοι ζητούσαν να εγκαταβιώσουν εκεί, πλην όμως δεν φαίνονταν έτοιμοι να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της κοινοβιακής ζωής. Ο Χαρίτων γράφει πως «η κοινοβιακή κατάσταση είναι ο επίγειος ουρανός και κλήρος των πατέρων» και διαμαρτύρεται για την «αήθη και ξένη των αληθών μοναχών βιωτή» των Βλάχων. Τελικώς, όμως, κατόπιν ισχυρών πιέσεων και μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο το Κουτλουμούσι «ὑπέκλινε τῆς κοινοβιακῆς ὁδοῦ καὶ ἐβάδισε τὴν τῶν ἑτέρων ἁγιορειτικῶν μονῶν», υπό τον όρο πάντως να αποσώζονται «τοῖς Ῥωμαίοις τὰ πρωτεῖα», δηλαδή να παραμείνει ελληνικό μοναστήρι. Αποτέλεσμα των σχέσεων αυτών ήταν η βαθιά επίδραση του ελληνικού στοιχείου στον πνευματικό βίο των παρίστριων επαρχιών. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης άγιος Φιλόθεος Κόκκινος χειροτονεί το 1372 μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας τον Χαρίτωνα, ο οποίος όμως δεν παραιτείται από την ηγουμενία στη μονή. Τον 14ο αιώνα το Κουτλουμούσι δεν έπαψε να ταλαιπωρείται από ληστρικές επιδρομές των πειρατών. Στην κρίσιμη περίοδο φθάνει η βασιλική ενίσχυση στο πρόσωπο του Ανδρονίκου 2ου Παλαιολόγου και λίγο αργότερα της Θεοδώρας Καντακουζηνής, με αντάλλαγμα να μνημονεύεται το όνομά της καθημερινά στη Θεία Λειτουργία και να ψάλλονται ετησίως ευχές για την ανάπαυση της ψυχής της. Το 1393 και 1395 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αντώνιος διακηρύσσει το Κουτλουμούσι και επισήμως Πατριαρχική Μονή, επικυρώνοντας την ανεξαρτησία της από κάθε πολιτική ή τοπική εκκλησιαστική αρχή, συμπεριλαμβανομένων των πατριαρχικών εξάρχων. Η αυτοδεσποτεία αυτή εξασφαλιζόταν και από τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, χάρις στα οποία οι μονές αποκαλούνται βασιλικές. Το 1497 το Κουτλουμούσι διέρχεται δια πυρός, για να αναστηθεί πάλι μέσα από τις στάχτες του. Στους αιώνες που ακολουθούν συνεχίζεται η παραχώρηση εκτεταμένων γαιών και μετοχίων από τους Βλάχους ηγεμόνες, ενώ αναλαμβάνεται ο έσωθεν και έξωθεν εξωραϊσμός του σε ένα μεγάλο ανακαινιστικό πρόγραμμα. Το 1508 οικοδομείται ο αμυντικός πύργος από τον Ράντου τον Μέγα, ενώ μια σημαντική περίοδος ως προς τις σχέσεις της μονής με τη Βλαχία είναι επίσης εκείνη του Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512-1521), ο οποίος επονόμασε τη μονή «μεγίστη Λαύρα της Ρωμανικής Χώρας». Δυσβάστακτες όμως ήσαν οι συνέπειες της πτώσεως της Αυτοκρατορίας: οικονομική κρίση λόγω επαχθούς φορολογίας και αποσπάσεως μοναστηριακών κτημάτων, και μείωση του αριθμού των μοναχών. Ευτυχώς εν καιρώ οι μονές πέτυχαν να εξαρτώνται όλες οι πολιτικές υποθέσεις τους απ’ ευθείας από τον Σουλτάνο. Από το 1574 η μονή του Κουτλουμουσίου κατέλαβε την έκτη θέση στην τιμητική ιεραρχία των μονών του Άθω. Τον 17ο και 18ο αιώνα για τη μονή φροντίζουν μόνον ευσεβείς Έλληνες, ενώ ιερομόναχοι αποστέλλονται προς εξυπηρέτηση των ανθηρών Ελληνικών κοινοτήτων της κεντρικής Ευρώπης. H εκπνοή του αιώνα θα αναδείξει τη δόξα της νεώτερης ιστορίας του Κουτλουμουσίου, τον Ίμβριο λόγιο Βαρθολομαίο, διδάσκαλο του Γένους και διορθωτή των λειτουργικών βιβλίων. Το 1856 με ομόφωνη αίτηση των πατέρων προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη η μονή επανέρχεται στην αρχαία κοινοβιακή τάξη μετά από ιδιόρρυθμο βίο πέντε αιώνων. Το 1863, ο Έλληνας εκ μητρός ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Ιωάννης 1ος ή Κούζα μετά από σειρά εχθροπραξιών προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες κατάσχει τα μετόχια όλων των Αθωνικών μοναστηριών, συμπεριλαμβανομένων αυτών της μονής Κουτλουμουσίου. Το 1870 επίσης πυρκαϊά καταστρέφει το μεγαλύτερο τμήμα του μοναστηριού. Ο ιερομόναχος Μελέτιος, διακεκριμένος για την αρετή και τα υψηλά διοικητικά του προσόντα, φθάνει με την ευλογία του Πατριαρχείου μέχρι τη Ρωσία, την Ευρώπη και την Αγγλία με μοναστηριακά γράμματα, για να διενεργήσει εράνους, έχοντας μαζί του το Τίμιο Ξύλο. Ανακατασκευάζει έτσι τη βόρεια πτέρυγα αλλά η κοίμησή του διακόπτει το ευρύτερο ανακαινιστικό του σχέδιο. Μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο το Κουτλουμούσι παραδόθηκε σε λειψανδρία. Η φθορά του χρόνου, μαζί με την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας του, έθεσαν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά του. Το 1980 αποτεφρώθηκε η ανατολική πτέρυγα, ενώ ραγδαίες βροχές προκάλεσαν κατολισθήσεις και ρηγματώσεις. Την ίδια εποχή όμως, με την προσέλευση νέων μοναχών άρχισε για τη μονή μια νέα περίοδος αύξησης και άνθισης. Στους εξαρτηματικούς αδελφούς της μονής ανήκε και ο γέρων Παΐσιος (Εζνεπίδης), που ασκήτεψε τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια της ζωής του στο Κελλί Παναγούδα και η φήμη της αγιότητάς του απλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Η μονή πανηγυρίζει στις 6 Αυγούστου. Υπάρχει επίσης αρχαίο έθιμο να υποδέχεται την εικόνα του Άξιον Εστί κατά τη λιτανεία της τη Δευτέρα της Διακαινησίμου και να αποστέλλει εφημέριο και ψάλτες στο Πρωτάτο για την τέλεση του Εσπερινού μετά το πέρας της λιτανείας. Την επόμενη ημέρα τελείται η λιτανεία της Κουτλουμουσιανής εικόνας, της Φοβεράς Προστασίας, την οποία υποδέχονται πανηγυρικά οι Καρυές και ο ναός του Πρωτάτου.ΜΟΝΗ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ
Η ίδρυση της μονής αναζητάται πολύ προ του 1169, εφόσον σε έγγραφο του έτους εκείνου σώζεται υπογραφή Κουτλουμουσιανού ηγουμένου ανάμεσα σε υπογραφές εκπροσώπων 28 αγιορειτικών μονών. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο ιδρυτής της μονής, μοναχός Κάλλιστος, προερχόταν από την αυλή του Κουτλουμούς, γενάρχου της ομώνυμης Μικρασιατικής δυναστείας Σελτζουκιδών. Πρώτος ευεργέτης της μονής ήταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Η μονή έλαβε μέρος σε όλα τα πνευματικά κινήματα της Ανατολής, αλλά επίσης υπέμεινε πολλές δοκιμασίες: την αυτοκρατορική βία μετά την αντίθεση του Αγίου Όρους στην ψευδένωση με τους παπικούς Λατίνους στη Λυών (1274), τις επιδρομές των Καταλανών και Τούρκων πειρατών (14ος αι.), την Οθωμανική δουλεία (1424-1912), αλλά και φυσικές καταστροφές από σεισμούς και πυρκαϊές. Τον καιρό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, όταν στρατιωτικό απόσπασμα έφθασε στο Άγιον Όρος για να επιβάλει την ένωση με τον πάπα, την οποία είχε υπογράψει ο Έλληνας αυτοκράτορας στην Λυών, αρκετοί μοναχοί μαζί με τον ηγούμενο απαγχονίσθηκαν και τάφηκαν πίσω από το Καθολικό. Η αιματηρή αυτή ομολογία δεν έμεινε άμισθη. Το 1287 ο Πρώτος του Αγίου Όρους —την εποχή εκείνη πρόσωπο εκλεγμένο με διοικητικές αρμοδιότητες εφ’ όλου του Αγίου Όρους— παραχώρησε στο Κουτλουμούσι τη διαλυμένη τότε μονή του Σταυρονικήτα, ενώ το 1329 παραχωρήθηκε η μονή του Αναπαυσά. Οι προσαρτήσεις αυτές, μαζί με τη φιλοπρόοδο διάθεση και τους πνευματικούς αγώνες των πατέρων, οδήγησαν τη μονή σε αλματώδη ανάπτυξη. Οι απαρχές των σχέσεων της μονής με τη Βλαχία τοποθετούνται στα μέσα του 14ου αιώνα. Λεπτομέρειες για τις σχέσεις αυτές αντλούμε κυρίως από τις τρεις διαθήκες του Χαρίτωνα, του πιο φημισμένου ηγουμένου της μονής, ο οποίος εκλέχθηκε και Πρώτος του Αγίου Όρους. Ο Χαρίτων από την Ίμβρο ανέλαβε τους οίακες της μονής λίγο πριν το 1362 και επέδειξε τεράστιο ζήλο τόσο για την αδελφότητα όσο και για το μοναστηριακό συγκρότημα ως νέος κτήτορας. Με παραστάσεις και ενέργειές του προσεταιρίζεται τους ηγεμόνες της Ουγγροβλαχίας, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση ενός φιλόδοξου προγράμματος ανοικοδόμησης τμημάτων του μοναστηριακού συγκροτήματος και προβαίνουν σε κτηματικές δωρεές. Πρώτοι αρωγοί ήλθαν ο Αλέξανδρος Μπασαράμπ και ο διάδοχός του Ιωάννης Βλάδισλαβ. Ο τελευταίος όμως ζήτησε με επιμονή από τον Ηγούμενο να καταργήσει το κοινοβιακό σύστημα και να επιβάλει στη μονή τον ιδιόρρυθμο βίο, που επιτρέπει ίδιον πρόγραμμα και ατομική ιδιοκτησία. Τούτο εξυπηρετούσε τους τότε άμοιρους μοναστικής παραδόσεως Βλάχους μοναχούς, οι οποίοι ζητούσαν να εγκαταβιώσουν εκεί, πλην όμως δεν φαίνονταν έτοιμοι να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της κοινοβιακής ζωής. Ο Χαρίτων γράφει πως «η κοινοβιακή κατάσταση είναι ο επίγειος ουρανός και κλήρος των πατέρων» και διαμαρτύρεται για την «αήθη και ξένη των αληθών μοναχών βιωτή» των Βλάχων. Τελικώς, όμως, κατόπιν ισχυρών πιέσεων και μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο το Κουτλουμούσι «ὑπέκλινε τῆς κοινοβιακῆς ὁδοῦ καὶ ἐβάδισε τὴν τῶν ἑτέρων ἁγιορειτικῶν μονῶν», υπό τον όρο πάντως να αποσώζονται «τοῖς Ῥωμαίοις τὰ πρωτεῖα», δηλαδή να παραμείνει ελληνικό μοναστήρι. Αποτέλεσμα των σχέσεων αυτών ήταν η βαθιά επίδραση του ελληνικού στοιχείου στον πνευματικό βίο των παρίστριων επαρχιών. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης άγιος Φιλόθεος Κόκκινος χειροτονεί το 1372 μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας τον Χαρίτωνα, ο οποίος όμως δεν παραιτείται από την ηγουμενία στη μονή. Τον 14ο αιώνα το Κουτλουμούσι δεν έπαψε να ταλαιπωρείται από ληστρικές επιδρομές των πειρατών. Στην κρίσιμη περίοδο φθάνει η βασιλική ενίσχυση στο πρόσωπο του Ανδρονίκου 2ου Παλαιολόγου και λίγο αργότερα της Θεοδώρας Καντακουζηνής, με αντάλλαγμα να μνημονεύεται το όνομά της καθημερινά στη Θεία Λειτουργία και να ψάλλονται ετησίως ευχές για την ανάπαυση της ψυχής της. Το 1393 και 1395 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αντώνιος διακηρύσσει το Κουτλουμούσι και επισήμως Πατριαρχική Μονή, επικυρώνοντας την ανεξαρτησία της από κάθε πολιτική ή τοπική εκκλησιαστική αρχή, συμπεριλαμβανομένων των πατριαρχικών εξάρχων. Η αυτοδεσποτεία αυτή εξασφαλιζόταν και από τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, χάρις στα οποία οι μονές αποκαλούνται βασιλικές. Το 1497 το Κουτλουμούσι διέρχεται δια πυρός, για να αναστηθεί πάλι μέσα από τις στάχτες του. Στους αιώνες που ακολουθούν συνεχίζεται η παραχώρηση εκτεταμένων γαιών και μετοχίων από τους Βλάχους ηγεμόνες, ενώ αναλαμβάνεται ο έσωθεν και έξωθεν εξωραϊσμός του σε ένα μεγάλο ανακαινιστικό πρόγραμμα. Το 1508 οικοδομείται ο αμυντικός πύργος από τον Ράντου τον Μέγα, ενώ μια σημαντική περίοδος ως προς τις σχέσεις της μονής με τη Βλαχία είναι επίσης εκείνη του Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512-1521), ο οποίος επονόμασε τη μονή «μεγίστη Λαύρα της Ρωμανικής Χώρας». Δυσβάστακτες όμως ήσαν οι συνέπειες της πτώσεως της Αυτοκρατορίας: οικονομική κρίση λόγω επαχθούς φορολογίας και αποσπάσεως μοναστηριακών κτημάτων, και μείωση του αριθμού των μοναχών. Ευτυχώς εν καιρώ οι μονές πέτυχαν να εξαρτώνται όλες οι πολιτικές υποθέσεις τους απ’ ευθείας από τον Σουλτάνο. Από το 1574 η μονή του Κουτλουμουσίου κατέλαβε την έκτη θέση στην τιμητική ιεραρχία των μονών του Άθω. Τον 17ο και 18ο αιώνα για τη μονή φροντίζουν μόνον ευσεβείς Έλληνες, ενώ ιερομόναχοι αποστέλλονται προς εξυπηρέτηση των ανθηρών Ελληνικών κοινοτήτων της κεντρικής Ευρώπης. H εκπνοή του αιώνα θα αναδείξει τη δόξα της νεώτερης ιστορίας του Κουτλουμουσίου, τον Ίμβριο λόγιο Βαρθολομαίο, διδάσκαλο του Γένους και διορθωτή των λειτουργικών βιβλίων. Το 1856 με ομόφωνη αίτηση των πατέρων προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη η μονή επανέρχεται στην αρχαία κοινοβιακή τάξη μετά από ιδιόρρυθμο βίο πέντε αιώνων. Το 1863, ο Έλληνας εκ μητρός ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Ιωάννης 1ος ή Κούζα μετά από σειρά εχθροπραξιών προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες κατάσχει τα μετόχια όλων των Αθωνικών μοναστηριών, συμπεριλαμβανομένων αυτών της μονής Κουτλουμουσίου. Το 1870 επίσης πυρκαϊά καταστρέφει το μεγαλύτερο τμήμα του μοναστηριού. Ο ιερομόναχος Μελέτιος, διακεκριμένος για την αρετή και τα υψηλά διοικητικά του προσόντα, φθάνει με την ευλογία του Πατριαρχείου μέχρι τη Ρωσία, την Ευρώπη και την Αγγλία με μοναστηριακά γράμματα, για να διενεργήσει εράνους, έχοντας μαζί του το Τίμιο Ξύλο. Ανακατασκευάζει έτσι τη βόρεια πτέρυγα αλλά η κοίμησή του διακόπτει το ευρύτερο ανακαινιστικό του σχέδιο. Μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο το Κουτλουμούσι παραδόθηκε σε λειψανδρία. Η φθορά του χρόνου, μαζί με την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας του, έθεσαν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά του. Το 1980 αποτεφρώθηκε η ανατολική πτέρυγα, ενώ ραγδαίες βροχές προκάλεσαν κατολισθήσεις και ρηγματώσεις. Την ίδια εποχή όμως, με την προσέλευση νέων μοναχών άρχισε για τη μονή μια νέα περίοδος αύξησης και άνθισης. Στους εξαρτηματικούς αδελφούς της μονής ανήκε και ο γέρων Παΐσιος (Εζνεπίδης), που ασκήτεψε τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια της ζωής του στο Κελλί Παναγούδα και η φήμη της αγιότητάς του απλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Η μονή πανηγυρίζει στις 6 Αυγούστου. Υπάρχει επίσης αρχαίο έθιμο να υποδέχεται την εικόνα του Άξιον Εστί κατά τη λιτανεία της τη Δευτέρα της Διακαινησίμου και να αποστέλλει εφημέριο και ψάλτες στο Πρωτάτο για την τέλεση του Εσπερινού μετά το πέρας της λιτανείας. Την επόμενη ημέρα τελείται η λιτανεία της Κουτλουμουσιανής εικόνας, της Φοβεράς Προστασίας, την οποία υποδέχονται πανηγυρικά οι Καρυές και ο ναός του Πρωτάτου.ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Η Μονή Παντοκράτορος είναι ελληνική και η έβδομη στην ιεραρχία του Αγίου Όρους. Έχει μορφή οχυρωμένου μεσαιωνικού κάστρου. Μέχρι τα μέσα του ΙΖ' αιώνα ήταν κοινόβιος και αργότερα «ιδιόρρυθμη». Και το 1992 από ιδιόρρυθμη, κοινοβιακή, όταν εισήλθε στη μονή νέα αδελφότητα προερχόμενη από τη Μονή Ξενοφώντος. Πρώτος ηγούμενος της κοινοβιακής μονής ήταν ο αρχιμανδρίτης Βησσαρίων, ο οποίος πέθανε το 2001 σε ηλικία 47 ετών από καρκίνο.Σημερινός ηγούμενος είναι ο γέροντας Γαβριήλ. Η Μονή είναι 7η στην τάξη των Αγιορείτικων Μοναστηριών και είναι παραθαλάσσια. Το Καθολικό της είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Κατέχει ως μέγα θησαύρισμα τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας. Στη βόρεια μεριά της λιτής βρίσκεται και το παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τους βυζαντινούς, πλην όμως Ενετούς πολίτες, αξιωματούχους κατά σάρκα αδελφούς Αλέξιο στρατοπεδάρχη και Ιωάννη πριμικήριο. Οι τάφοι των κτιτόρων βρίσκονται στην λιτή του καθολικού. Στην εδραίωση και ενίσχυση της μονής συνέβαλαν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννης Ε' ο Παλαιολόγος και Μανουήλ Β' ο Παλαιολόγος. Περί το τέλος της ΙΔ' εκατονταετηρίδας πυρπολήθηκε και καταστράφηκε. Επανιδρύθηκε όμως τάχιστα. Το αρχικό εμβαδόν της Μονής διπλασιάστηκε μετά από χορηγίες Ρουμάνων Ηγεμόνων, (16ος αιώνας). Αρκετά μονύδρια της εποχής εκείνης όπως του Ραβδούχου, του Φαλακρού, του Αγίου Δημητρίου, του Αυξεντίου προσαρτήθηκαν στην νεοσύστατη μονή Παντοκράτορος. Την οικονομική κρίση που δέχθηκε εξ΄ αιτίας των κατακτήσεων του Όρους από τους Τούρκους την αντιμετώπισε με την βοήθεια των ελληνικής καταγωγής ηγεμόνων παραδουναβίων περιοχών, Φαναριωτών, της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης B' της Ρωσίας και ευσεβών Χριστιανών. H μονή Παντοκράτορος διαθέτει οκτώ παρεκκλήσια εντός του μοναστηριακού της συγκροτήματος και επτά εκτός από αυτό. Ξεχωρίζει αυτό της Κοίμησης της Θεοτόκου που βρίσκεται στη λητή με τοιχογραφίες κρητικής τεχνοτροπίας του 1538, επιζωγραφισμένες όμως το 1868. Κοντά στην είσοδο της μονής βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου τοιχογραφημένο από τον 18ο αιώνα. Στην δυτική πτέρυγα , στη θέση του παλιού πύργου, βρίσκεται το παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου. Το παρεκκλήσι είναι ιστορημένο με τοιχογραφίες 18ου αιώνα. Στο τελευταίο όροφο του μεγάλου πύργου της μονής βρίσκεται το παρεκκλήσι της Αναλήψεως, ενώ στο δεύτερο πύργο της πάνω από την είσοδο βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονος. H μονή Παντοκράτορος διαθέτει δύο κοιμητηριακούς ναούς. Ο παλιός βρίσκεται στο χείλος απότομων βράχων νοτιοανατολικά της μονής και τιμάται στη μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Ο νεότερος είναι των Αγίων Αναργύρων, κτισμένος το 1771 αποτελεί το ναό ενός πρώην Καθίσματος. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει το εικονοφυλάκιο της μονής. Σε απόσταση μισής ώρας δυτικά είναι η Σκήτη του Προφήτη Ηλία, η οποία υπάγεται στη μονή. Η μονή Παντοκράτορος έχει και δέκα πέντε κελιά. Πέντε από αυτά βρίσκονται μέσα στα όρια των Καρυών. Τα υπόλοιπα είναι στην ευρύτερη περιοχή της μονής. Το ιστορικότερο κελί είναι το πρώην μονύδριο του Ραβδούχου, το οποίο στα τέλη του 12ου αιώνα είχε την 14η θέση στην ιεραρχία των εικοσιπέντε μονών της εποχής εκείνης. Διατηρεί υπολείμματα τοιχογραφιών του 12ου αιώνα με τις ολόσωμες παραστάσεις των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Σημαντικότατο εξάρτημα της μονής είναι και το κελί Άξιον Εστίν όπου παλαιότερα εφυλάσσετο η ομώνυμη εικόνα, που βρίσκεται πλέον στο ναό του Πρωτάτου. Στη περιοχή της Καψάλας, στον ομώνυμο ασκητικό οικισμό, υπάρχουν πενήντα καλύβες της μονής Παντοκράτορος. Στα κελιά οι γέροντες ασχολούνται με εργόχειρο, ξυλογλυπτική αλλά και με γεωργικές εργασίες. Η Μονή Παντοκράτορος έχει τέσσερα Καθίσματα στη περιοχή γύρω από το μοναστήρι. Αυτά είναι το Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων , του Αγίου Τρύφωνα στο κηπόσπιτο, των Αγίων Aναργύρων που αποτελεί και το κοιμητηριακό ναό και το Κάθισμα Πέτρου και Ονουφρίου, όπου ασκήτεψε τον 16ο αιώνα ο Άγιος Θεωνάς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Η Μοναστική δύναμη της Μονής, σύνολο μοναχών και εξαρτηματικών, κυμαίνεται σήμερα στα 70-80 άτομα. Σε απόσταση μίας ώρας νότια βρίσκεται η Μονή Σταυρονικήτα. Το μονοπάτι είναι εξαιρετικού κάλλους. Σε απόσταση μιάμισης ώρας νοτιοδυτικά βρίσκεται η Μονή Κουτλουμουσίου και οι Καρυές, ενώ στα βόρεια βρίσκεται η Μονή Βατοπεδίου, σε απόσταση 2:30 ωρών σε ένα αρκετά δύσκολο μονοπάτι. Στη Μονή αυτή αξίζει να δουν οι επισκέπτες, στο καθολικό, την ολόσωμη εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας, καθώς επίσης και στον πύργο της Μονής το ιερό σκευοφυλάκιο με τις περίφημες εικόνες του 14ου αιώνα.
ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Η Μονή Ξηροποτάμου είναι 8η στην ιεραρχία των Αγιορείτικων Μονών. Ιδρύθηκε από τον μοναχό Παύλο Ξηροποταμινό που μόνασε την εποχή του Οσίου Αθανασίου τον Αθωνίτη, (τέλη του 10ου αιώνα). Η δε ακμή της οφείλεται στους Παλαιολόγους. Στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον 16ο αιώνα στη Μονή αυτή στάθηκε μέγας ευεργέτης ο Σουλτάνος Σελίμ Β΄ που τη νίκη του εναντίον των Μαμελούκων της Τυνησίας, κατόπιν θαυματουργού εμφάνισης σαράντα πολεμιστών, την απέδωσε στους Αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρες, προστάτες της Μονής. Το καθολικό της είναι αφιερωμένο στους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Μεταξύ των κειμηλίων που φυλάσσονται στο Καθολικό συμπεριλαμβάνεται το μεγαλύτερο τεμάχιο Tιμίου Ξύλου που υπάρχει στον κόσμο (Έχει μήκος 31 εκατοστά, πλάτος 16 και πάχος 25 εκατοστά. Κατά μία παράδοση είναι δώρο του αυτοκράτορα Pωμανού A', ενώ κατά μία άλλη αποτελεί αφιέρωμα της Αυτοκράτειρας Πουλχερίας), άλλα μικρότερα τεμάχια του ίδιου ξύλου, λειψανοθήκη με οστά των Aγίων Σαράντα και άλλες με λείψανα αγίων. H μονή διαθέτει πολλά και αξιόλογα κειμήλια. Φυλάσσεται επίσης μέρος από τα δώρα των Mάγων που προσκύνησαν τη γέννηση του Χριστού, τμήμα από τον Aκάνθινο Στέφανο, το Σπόγγο και τη Xλαμύδα. Σε λειψανοθήκες, βρίσκονται τα λείψανα εξήντα ενός Aγίων Η μονή Ξηροποτάμου έχει συνολικά εντός και εκτός του μοναστηριακού της συγκροτήματος 16 παρεκκλήσια. Μέσα είναι επτά από τα οποία τα 5 είναι αγιογραφημένα. Στο Καθολικό αμφίπλευρα της λιτής υπάρχουν δύο αγιογραφημένα παρεκκλήσια των Αρχαγγέλων και των Aγίων Kωνσταντίνου και Eλένης. Από αυτά, που βρίσκονται στις πτέρυγες της μονής, τοιχογραφημένο είναι εκείνο της Υψώσεως του Tιμίου Σταυρού στη νοτιοδυτική γωνία. Τα υπόλοιπα φέρουν μόνον φορητές εικόνες και είναι του Προδρόμου και των Eισοδίων της Θεοτόκου στη δυτική πτέρυγα, και του Aγίου Θεοδοσίου και του Aγίου Γεωργίου στην ανατολική πτέρυγα της μονής. Έξω από τη μονή βρίσκονται τα άλλα εννέα παρεκκλήσια. Το κοιμητήριο της μονής Ξηροποτάμου είναι αφιερωμένο στους Άγιους Πάντες.
ΜΟΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται πάνω στο βουνό, αθέατο από την παραλία και χωμένο σε μια δασωμένη πλαγιά της νοτιοδυτικής πλευράς της χερσονήσου. Για να το επισκεφθεί κανείς πρέπει να βαδίσει μια ώρα περίπου από τον αρσανά του και πάνω από 3 ώρες από τις Καρυές. Τιμάται στη μνήμη του αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου). Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή Ζωγράφου ιδρύθηκε τον 100 αιώνα, στα χρόνια που αυτοκράτορας στο Βυζάντιο ήταν ο Λέων ΣΤ’ ο σοφός, από 3 μοναχούς, τον Μωυσή, τον Ααρών και τον Ιωάννη, που ήταν αδέρφια και κατάγονταν από την Αχρίδα. Η ίδια παράδοση, εξάλλου, μας πληροφορεί ότι οι 3 αυτοί ιδρυτές διαφωνούσαν ως προς την αφιέρωση του μοναστηριού, προτάσσοντας ο καθένας το πρόσωπο ή την εορτή που προτιμούσε. Συγκεκριμένα πρότειναν αντίστοιχα την Παναγία, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Γεώργιο, αλλά επειδή ήταν αδύνατο να καταλήξουν μόνοι τους κάπου, αποφάσισαν να αφήσουν το όλο θέμα στη θεία θέληση. 'Ετσι έκλεισαν μέσα στο καθολικό μια ξύλινη πλάκα και άρχισαν να προσεύχονται να γίνει το θαύμα. Πράγματι όταν πήγαν για να δουν το αποτέλεσμα, βρήκαν ζωγραφισμένη πάνω στο ξύλο την εικόνα του αγίου Γεωργίου, στον οποίο και αφιέρωσαν τη μονή και από το γεγονός αυτό ακριβώς την ονόμασαν μονή του αγίου «Γεωργίου τού Ζωγράφου».
Το ότι υπήρχε το μοναστήρι από τον 100 αιώνα φαίνεται καθαρά από το κείμενο του Α΄ Τυπικού του Αγίου 'Ορους, όπου υπογράφει ως ηγούμενός του ο «Γεώργιος ό Ζωγράφου». Η ιστορία του όμως μας είναι άγνωστη στους αμέσως επόμενους αιώνες, ίσως γιατί κάηκαν πολλά αρχεία από την εποχή αυτή. 'Ετσι ερχόμαστε στον 130 αιώνα, όπου τοποθετείται κανονικά ανάμεσα στις άλλες αγιορειτικές μονές και μάλιστα με μοναχούς Βουλγάρους. Στο τέλος περίπου του αιώνα αυτού φρόντισε πολύ για τη μονή ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Mιχαήλ Η' Παλαιολόγος, ώστε απορεί κανείς πώς αυτός ο ίδιος με τη συνεργασία και του πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου, ταγμένοι και οι δύο υπέρ της ενώσεως των δύο Εκκλησιών , βασάνισαν αγιορείτες ανθενωτικούς μοναχούς. Ειδικά στη μονή Ζωγράφου λένε ότι μαρτύρησαν, αφού ρίχτηκαν στη φωτιά από απεσταλμένους του αυτοκράτορα, 26 μοναχοί της και σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος κτίστηκε το 1873 και υπάρχει και μέχρι σήμερα ακόμη, ευλαβικά διατηρημένο, ένα κενοτάφιο μέσα στην αυλή. Οι αλύγιστοι εκείνοι ασκητές, πιστοί στην ορθόδοξη παράδοση και κηρυγμένοι με φανατισμό εναντίον της ενώσεως των εκκλησιών κάηκαν ζωντανοί μέσα στον πύργο της μονής στις 10 Οκτωβρίου 1276, όπως αναφέρει η επιγραφή του μνημείου. Το μοναστήρι λίγο αργότερα έζησε ξανά δύσκολες στιγμές και μάλιστα από τους Καταλανούς πειρατές, που το έκαψαν και το κατέστρεψαν στο μεγαλύτερο μέρος του. Ανοικοδομήθηκε όμως σύντομα χάρη στις χορηγίες των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων και κυρίως του Ανδρόνικου Β΄και του Ιωάννη Ε΄, καθώς επίσης και πολλών ηγεμόνων των παραδουναβίων χωρών. 'Ετσι αρχίζει μια νέα καλή οπωσδήποτε περίοδος για το μοναστήρι, που όμως δεν συνεχίστηκε για πολύ καιρό. Άλλαξαν σιγά σιγά τα πράγματα προς το χειρότερο και έφτασε μέχρι την τέλεια σχεδόν ερήμωσή του. Τη φορά αυτή την ανακαίνισή του θα την αναλάβουν οι ηγεμόνες της Ουγγροβλαχίας, από τους οποίους ξεχωρίζει ο Στέφανος ΣΤ΄ο καλός, που εργάστηκε πολύ για το μοναστήρι (1502). Στη συνέχεια έγιναν και άλλες εργασίες στη μονή. Συγκεκριμένα το 1716 ανακαινίστηκε η νοτιοανατολική πτέρυγα και στα χρόνια 1862-1896 επισκευάστηκαν η βορεινή με το μεγάλο πρόπυλο της μονής και η δυτική, που είναι και η ψηλότερη με τους εξαιρετικά χονδρούς τοίχους της, την κοινή τράπεζα και το αρχονταρίκι της. Γενικά ακολούθησε μια ανοδική πορεία σε όλη αυτή την περίοδο και η μονή Ζωγράφου έφτασε στο σημείο να ξεπερνά σε πλούτο πολλές από τις άλλες μονές του 'Ορους. Ως προς την εθνικότητα των πατέρων της μονής, στις αρχές του 180υ αιώνα και για πολύ καιρό, εκτός από τους Βουλγάρους κατοικούσαν σ' αυτή και Σέρβοι, καθώς και πολλοί 'Ελληνες μοναχοί. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε από το ότι οι Ακολουθίες στη μονή αυτή ψάλλονταν και στις δύο γλώσσες, στην ελληνική και βουλγαρική. Αλλά από το 1845 και μέχρι σήμερα επικράτησε το βουλγαρικό στοιχείο και έμειναν μόνο Βούλγαροι μοναχοί. Αυτοί, καθώς και άλλοι ομοεθνείς τους, που βρίσκονταν σε σκήτες και σε κελλιά του ’θω, δεν πήραν μέρος στο βουλγαρικό σχίσμα, στο τέλος του περασμένου αιώνα, γι' αυτό και ονομάστηκαν «Βουλγαρορθόδοξοι». Το καθολικό της μονής είναι νεότερο κτίσμα, που ανήκει στις αρχές του περασμένου αιώνα ( 180 1 ) , όπως και η τοιχογράφησή του ( 1817). Σε μια πέτρα στη νοτιοδυτική γωνία υπάρχει η χρονολογία 1840, πράγμα που σημαίνει ότι η πλευρά αυτή και ο υαλόφρακτος εξωνάρθηκάς του είναι μεταγενέστερα. Ακολουθεί ωστόσο μορφολογικά τον αγιορειτικό τρίκογχο τύπο και είναι κτισμένο με ωραία ισόδομη τοιχοποιία από λαξευμένες ορθογώνιες πέτρες και πλίνθους. Σε μερικά σημεία στις τέσσερις πλευρές του υπάρχουν εντοιχισμένα αξιόλογα ανάγλυφα κομμάτια με διάφορες παραστάσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, τέλος, το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και η Αγία Τράπεζα του καθολικού. Η τράπεζα, πολύ ευρύχωρη και χωρίς τοιχογραφίες, βρίσκεται απέναντι από την κεντρική είσοδο του καθολικού ενσωματωμένη στη δυτική πλευρά της μονής. Η φιάλη του αγιασμού υψώνεται κοντά στη βορειοδυτική εξωτερική γωνία του ναού και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Κατασκευασμένη όλη από μάρμαρο στεγάζεται με θόλο, που στηρίζεται πάνω σε 8 πεσσοκολόνες, τα ενδιάμεσα των οποίων , εκτός από δύο, φράζονται με θωράκια. Η κρήνη στο κέντρο με λεοντοκεφαλές υποβαστάζεται από μια μαρμάρινη μορφή καλογήρου, ενώ οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό της θόλου σώζονται πολύ ξεθωριασμένες. Εκτός από τον κεντρικό ναό η μονή διαθέτει και άλλα 8 παρεκκλήσια μέσα και 8 έξω από αυτή. Από αυτά τα σπουδαιότερα είναι δύο, της Παναγίας (Ακαθίστου), που βρίσκεται ανεξάρτητο μέσα στην αυλή και πλάι στο καθολικό με τοιχογραφίες του έτους 1780, και των Θεσσαλονικέων Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, στη δυτική πλευρά της μονής πάνω από την τράπεζα. Τα υπόλοιπα είναι: τρία με νεότερες τοιχογραφίες, της Μεταμορφώσεως (1869), του Προδρόμου (1768) και του Αγίου Δημητρίου, και άλλα τρία χωρίς τοιχογραφίες, των Αγίων Αναργύρων, των Αρχαγγέλων και των 26 Μαρτύρων. Τα παρεκκλήσια έξω από τη μονή βρίσκονται σε διάφορα εξαρτήματά της, καθίσματα και κελλιά. Τέλος σ' αυτήν ανήκουν δύο εργαστήρια στις Καρυές και ένα κελλί, της Μεταμορφώσεως, που χρησιμεύει για αντιπροσωπείο της. Από άποψη κειμηλίων η μονή Ζωγράφου σεμνύνεται κυρίως για τις δύο μεγάλες φορητές εικόνες του αγίου Γεωργίου, που φυλάσσονται στο καθολικό της, δεξιά και αριστερά στα δύο προσκυνητάρια του κυρίως ναού. Από αυτές η μία, στο δεξί προσκυνητάρι, θεωρείται αχειροποίητη προερχόμενη από την εποχή των πρώτων κτιτόρων της μονής, ενώ σχετική παράδοση αναφέρει ότι ένας ολιγόπιστος επίσκοπος, για να διαπιστώσει την αχειροποίητη πράγματι κατασκευή της, ακούμπησε πάνω σ' αυτή το δάκτυλό του, που αποκόπηκε αμέσως και φαίνεται ακόμη σήμερα κολλημένο πάνω στην εικόνα. Η δεύτερη εικόνα, αριστερά, εξίσου αξιόλογη με την προηγούμενη, διατηρεί μια μεταλλική επένδυση του 1822. Στη μονή σώζονται επίσης δύο ακόμη αξιόλογες εικόνες της Θεοτόκου, του Ακαθίστου και της Επακούουσας, για τις οποίες υπάρχουν αντίστοιχα δύο παραδόσεις. Για την πρώτη ότι κάποτε ένας γέροντας μοναχός διάβαζε αδιάκοπα μπροστά της τον Ακάθιστο ύμνο, οπότε με αυτόν ειδοποίησε η Παναγία τους άλλους πατέρες ότι έρχονται εναντίον τους πειρατές και με αυτό τον τρόπο γλύτωσαν , αφού έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα. Εκτός από τις θαυματουργές αυτές εικόνες της Θεοτόκου και του αγίου Γεωργίου, η μονή κατέχει πολλά τεμάχια από λείψανα αγίων, ιερά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη, άλλες φορητές εικόνες, μερικές πολύ ενδιαφέρουσες. Η βιβλιοθήκη της μονής περιέχει 162 ελληνικά και 388 σλαβικά χειρόγραφα, από τα οποία 26 είναι περγαμηνά και όλα τα άλλα χάρτινα νεότερα. Επίσης πάνω από 8.000 έντυπα βιβλία, τα περισσότερα σε βουλγαρική γλώσσα. Η μονή Ζωγράφου κατέχει τη στιγμή αυτή την ένατη θέση στη σειρά των 20 αθωνικών μοναστηριών και ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής και διοικήσεως από το 1841 αριθμεί μόνο 10 Βουλγάρους μοναχούς.
ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ

Είναι το πρώτο μοναστήρι που συναντούμε παραπλέοντας τη νοτιοδυτική ακτή του ’Αθω προς τη Δάφνη, μετά τους αρσανάδες των μονών Ζωγράφου και Κασταμονίτου. Βρίσκεται στην πλαγιά ενός βουνού που κατηφορίζει απότομα προς τη θάλασσα και τιμάται στο όνομα των αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ (8 Νοεμβρίου). Σύμφωνα με την παράδοση η μονή ιδρύθηκε στο β΄ μισό του 10ου αιώνα από κάποιον Ευθύμιο, που ήταν, λένε, μαθητής και συνασκητής του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου και είχε χρηματίσει «δοχειάρης», δηλαδή διαχειριστής του λαδιού και άλλων τροφίμων στη Λαύρα. Στην αρχή ο μοναχός αυτός είχε ιδρύσει ένα μικρό μοναστήρι κοντά στο λιμάνι της Δάφνης, που από το διακόνημά του ονομάστηκε του Δοχειαρίου. Λίγο όμως χρόνο μετά την ίδρυση και εξαιτίας της θέσεώς του διαλύθηκε, πιθανόν από πειρατές, και οι μοναχοί του σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία στη γύρω περιοχή. Μερικοί από αυτούς με επικεφαλής τον Ευθύμιο έφυγαν κάπως μακριά από τη Δάφνη και ήρθαν και ίδρυσαν τη σημερινή μονή, την οποία επίσης ονόμασαν του Δοχειαρίου. Σε μια πράξη του 1092, αναφέρεται ως ηγούμενος της μονής ο Νεόφυτος, που ήταν προηγουμένως πατρίκιος με το όνομα Νικόλαος και που φρόντισε πολύ γι' αυτή, και ακόμη ότι η μονή από την ίδρυσή της αφιερώθηκε στο όνομα των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Αντίθετα ο Κύριλλος Δοχειαρίτης στο «Προσκυνητάριον» της μονής, που τύπωσε το 1843, παρατηρεί ότι στην αρχή αφιερώθηκε στο όνομα του αγίου Νικολάου και αργότερα, χάρη στο θαύμα των Αρχαγγέλων, τιμήθηκε στο όνομά τους. Σιγά σιγά η μονή πήρε τη σημερινή της μορφή και, όπως η ιστορία των άλλων μοναστηριών , έτσι και η δική της άρχισε και συνεχίστηκε με διάφορες διακυμάνσεις. Τον 100 αιώνα, στο Α΄ κιόλας Τυπικό του Αγίου 'Ορους, κατέχει την εικοστή θέση μεταξύ των τότε μονυδρίων και περνά γενικά μια περίοδο ακμής, που διαρκεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο Β΄ Τυπικό έρχεται δέκατη στη σειρά ανάμεσα σε 18, που ήταν τότε τα μοναστήρια, και στο Γ΄Τυπικό ενδέκατη σε συνολικά 25. Στον 140 αιώνα τη μονή, που περνούσε μια δύσκολη περίοδο της ιστορίας της, ενίσχυσαν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄Παλαιολόγος και ο ηγεμόνας της Σερβίας Στέφανος Δ΄. Την ίδια εποχή προσαρτήθηκε σ' αυτήν η μονή του Καλλιγράφου, που, όπως φυσικά και τόσες άλλες, δεν υπάρχει σήμερα στο ’Αγιον 'Ορος. Αλλά παρ' όλες τις προσπάθειες αυτές η παρακμή της μονής συνεχίζεται, ιδιαίτερα μετά τις διάφορες πειρατικές επιδρομές εναντίον της, μέχρι τον 160 αιώνα, όταν ήρθε εδώ ο ιερέας Γεώργιος από την Αδριανούπολη και θεραπεύτηκε στο αγίασμα των Αρχαγγέλων , που υπάρχει και σήμερα στη μονή πλάι στο καθολικό. Αυτός, όπως αναφέρουν οι πηγές, βρήκε τη μονή Δοχειαρίου σχεδόν έρημη, αλλά, μετά τη θεραπεία του και εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στους Αρχαγγέλους, αφιερώθηκε ο ίδιος σ' αυτή και της δώρισε για τις διάφορες ανάγκες της ολόκληρη την περιουσία του (1560). Στην προσπάθεια αυτή του Γεωργίου βοήθησαν και διάφοροι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας και κυρίως ο Αλέξανδρος και η σύζυγός του Ρωξάνδρα (1568) που και εξαγόρασε τα κτήματα της μονής, τα οποία είχαν δημευθεί από τους Τούρκους, και τα έδωσε ξανά σ' αυτή. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν και άλλοι ευεργέτες, που έστειλαν πολλά χρήματα και της δώρισαν διάφορα κτήματα με τα οποία μπόρεσε κάπως να αναλάβει. Τότε ανοικοδομήθηκε η νότια πλευρά και ανακαινίστηκε ο ψηλός πύργος της (αρχές 170υ αι.). Κατά τη διάρκεια του 180υ αιώνα κτίστηκε το κωδωνοστάσιο και συμπληρώθηκε η βορειοανατολική πλευρά και όλες σχεδόν οι οικοδομές της μονής, που στο σύνολό τους εμφανίζουν ένα ακανόνιστο τετράπλευρο σχέδιο, σύμφωνα με τον ανώμαλο και χωρίς ενιαίο επίπεδο χώρο. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως του 1821 η μονή Δοχειαρίου έχασε όλα σχεδόν τα κειμήλιά της, καθώς και πολύ έμψυχο υλικό. Το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στο όνομα των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, βρίσκεται στο κάτω μέρος της αυλής κοντά στη δυτική πτέρυγα της μονής, που βλέπει προς τη θάλασσα. Είναι ψηλό και ευρύχωρο και σχηματίζει, όπως και τα άλλα αθωνικά καθολικά, δύο νάρθηκες, από τους οποίους ο εσωτερικός (λιτή) είναι πολύ μεγάλος. Ο σημερινός ναός κτίστηκε τον 160 αιώνα από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο και τη σύζυγό του Ρωξάνδρα. Οι σύγχρονες με την ίδρυση του ναού τοιχογραφίες με έντονα χαρακτηριστικά της τέχνης της Κρητικής σχολής, θεωρούνται πολύ αξιόλογες εικονογραφικά και τεχνοτροπικά. Αποδίδονται στον Κρητικό ζωγράφο Τζώρτζη (1568), που είχε ζωγραφίσει προηγουμένως το καθολικό της μονής Διονυσίου (1547) καθώς και άλλους ναούς έξω από το ’Αγιον 'Ορος. Το πλούσιο σε σχήματα και φυτικό διάκοσμο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε από καλούς τεχνίτες το 1783, ενώ εξίσου θαυμάσιο έργο ξυλογλυπτικής τέχνης μπορεί να θεωρηθεί και το κιβώριο, που υψώνεται πάνω από την Αγία Τράπεζα μέσα στο Ιερό Βήμα του ναού. Στο καθολικό αυτό, αριστερά στο νάρθηκα είναι θαμμένος ο επίσκοπος της Μολδοβλαχίας Θεοφάνης, που, αφού παραιτήθηκε από το θρόνο του, αποσύρθηκε εδώ και πέθανε ως Δοχειαρίτης μοναχός. Εκτός από το καθολικό η μονή Δοχειαρίου διαθέτει ακόμη 12 παρεκκλήσια μέσα και άλλα 3 έξω και γύρω από αυτή. Το σπουδαιότερο από όλα είναι της Παναγίας της Γ οργουπηκόου απέναντι από την είσοδο του καθολικού και δεξιά μπαίνοντας στην τράπεζα. Πήρε την ονομασία του από την ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου μέσα σ' αυτό, που θεωρείται το καλύτερο απόκτημα της μονής και από τις πιο γνωστές και σεβαστές εικόνες στο 'Ορος. Εδώ διορίζονται κάθε χρόνο από τη μονή δύο ιερομόναχοι, οι λεγόμενοι προσμονάριοι, που δέχονται τους πολυάριθμους προσκυνητές και ψάλλουν πότε ο ένας πότε ο άλλος τις παρακλήσεις μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. επίσης παίρνουν τις διάφορες προσφορές και φροντίζουν για την καθαριότητα και τις άλλες ανάγκες του παρεκκλησίου. Τα άλλα παρεκκλήσια είναι των αγίων 40 Μαρτύρων, Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Ευαγγελισμού, Αγίου Γεωργίου, Αρχαγγέλων, Αγίων Αναργύρων, Τριών Ιεραρχών, Αγίων Πάντων, προφήτη Ηλία, Αγίας Τριάδος, Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μοδέστου μέσα στη μονή, ενώ του Αγίου Ονουφρίου, του Αγίου Νικολάου και της Μεταμορφώσεως έξω από αυτή. Στις Καρυές η μονή κατέχει το κελλί των Αγίων Πάντων, που χρησιμεύει και για αντιπροσωπείο της. Η εντοιχισμένη στη δυτική πλευρά της μονής τράπεζά της κτίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Πρόχορο και τοιχογραφήθηκε τμηματικά τον 170 και 180αι. Από κειμήλια, εκτός από την εικόνα της Γοργοϋπηκόου, η μονή διαθέτει ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο, πολλά άλλα από λείψανα αγίων , ιερά σκεύη και άμφια, άλλα χρυσοκέντητα υφάσματα, σταυρούς ξύλινους και συρμάτινους, δισκοπότηρα κτλ. Η βιβλιοθήκη, που στεγάζεται στον τελευταίο όροφο του ψηλού και επιβλητικού πύργου της μονής, περιέχει 545 χειρόγραφα, από τα οποία τα 62 είναι περγαμηνά' από αυτά ξεχωρίζουν μερικά εικονογραφημένα και κυρίως το Μηνολόγιο, αριθμ. 5, που περιλαμβάνει πολλές και αξιόλογες μικρογραφίες. Στη βιβλιοθήκη αυτή, εκτός από το τμήμα των χειρογράφων, φυλάσσονται ακόμη πάνω από 5.000 έντυπα βιβλία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μερικά αρχέτυπα και παλαίτυπα, Η μονή Δοχειαρίου κατέχει σήμερα τη δέκατη θέση στη σειρά των μοναστηριών του Αγίου 'Ορους και αριθμεί 40 μοναχούς. Τα τελευταία χρόνια, όπως παρατηρήθηκε άλλωστε και με άλλες αγιορειτικές μονές, μετατράπηκε από ιδιόρρυθμη σε κοινόβια.
ΜΟΝΗ ΚΑΡΑΚΑΛΟΥ

Το μοναστήρι αυτό, αφιερωμένο στη μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου), βρίσκεται ανάμεσα στις μονές Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων, πάνω σε μια πλαγιά, απ' όπου αγναντεύει περήφανο τη θάλασσα. Με την ίδρυση και την ονομασία της μονής ασχολήθηκαν πολλοί ερευνητές, και πρότειναν διάφορες γνώμες. Σύμφωνα με την παράδοση η πρώτη ίδρυση της μονής αποδίδεται στον αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217), από τον οποίο πήρε και το όνομά της, Την όχι και τόσο σωστή αυτή άποψη δέχεται ο Ιωάννης Κομνηνός στο Προσκυνητάριον του Αγίου 'Ορους, ενώ ο Γεράσιμος Σμυρνάκης τροποποίησε κάπως αυτή την εκδοχή και υποστηρίζει ότι κτίσμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα είναι μόνο ο παραλιακός πύργος της μονής, Το ίδιο αβάσιμη θα πρέπει να θεωρηθεί η παραγωγή του ονόματος από το τουρκικό «καρά-κουλέ», που σημαίνει μαύρος πύργος, και τούτο γιατί η μονή με το παραπάνω όνομά της υπάρχει στο 'Ορος προτού κάνουν την εμφάνισή τους οι Τούρκοι στο χώρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 'ισως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε την ύπαρξη κάποιου μοναχού με το όνομα Καρακαλάς ή Καρακάλας -και τα δύο αυτά ονόματα ήταν πολύ γνωστά στο Βυζάντιο -, που ίδρυσε εδώ ένα μικρό μοναστήρι στις αρχές του 11 ου αιώνα, στο οποίο έδωσε και το όνομά του. Η μονή Καρακάλου αναφέρεται σε μια πράξη του Πρώτου Νικηφόρου (1018), όπου καθορίζονται τα σύνορά της με αυτά των Αμαλφινών και έτσι φαίνεται καθαρά η ύπαρξή της από την εποχή αυτή. Τώρα, το γεγονός ότι απουσιάζει από το Β 'Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1046), ίσως οφείλεται είτε στο ότι ήταν ακόμη μικρή και άσημη ή σε κάποιο άλλο λόγο άγνωστο σε μας σήμερα. Ο Νικόδημος Αγιορείτης μας πληροφορεί στο Πηδάλιό του ότι διάβασε ένα χρυσόβουλλο του Ρωμανού Δ.Διογένη ( 1 068-1 071 ), όπου ο αυτοκράτορας επικύρωνε μια παλαιότερη αφιέρωση στη μονή, που είχε σχέση με διάφορα κτήματα. από αυτό σώζεται μόνο η μολύβδινη σφραγίδα του με τις παραστάσεις του Χριστού με τον Ρωμανό και τη σύζυγό του στη μια πλευρά, και των τριών γιων τού αυτοκράτορα στην άλλη. Επίσης από τον ίδιο αιώνα προέρχεται και ένα άλλο έγγραφο του Πρώτου (1087), όπου ανάμεσα σε άλλους αναφέρεται και ο ηγούμενος της μονής Καρακάλου Μιχαήλ. Στη συνέχεια της ιστορίας της και μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως η μονή πέρασε από διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις. Ειδικότερα κατά τον 130 αιώνα ερημώθηκε σχεδόν εντελώς και ανακαινίστηκε σε λίγο από τους Παλαιολόγους αυτοκράτορες Ανδρόνικο Β' και Ιωάννη Ε'. Γι' αυτήν επίσης ενδιαφέρθηκαν πραγματικά ο πατριάρχης Αθανάσιος και ο Πρώτος Ισαάκ, που με έγγραφό του μαρτυρεί την άθλια κατάσταση της μονής ύστερα από τις καταστροφικές επιδρομές των πειρατών και των Λατίνων στρατιωτών σε όλο τον 130 αιώνα. Μετά όμως από την κρίση αυτή, όπως μαθαίνουμε πάλι από επίσημα έγγραφα, ο αριθμός των μοναχών της μονής αυξανόταν σιγά σιγά και παράλληλα πολλαπλασιάζονταν και οι ανάγκες της, έτσι ώστε χρειάστηκε να της παραχωρηθούν πολλά κτήματα στη Θεσσαλονίκη, στον Στρυμόνα, στη Λήμνο και αλλού, καθώς και το ανεξάρτητο κελλί του Εξυπολύτου, που βρισκόταν πιο πάνω από αυτή. Καταστράφηκε όμως πάλι η μονή από τους πειρατές για να ξανακτιστεί τον 160 αιώνα από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Πέτρο, που κατόρθωσε και εξαγόρασε για λογαριασμό της από τους Τούρκους τα μετόχια της (1570) και στο τέλος μόνασε και ο ίδιος εδώ. Τον επόμενο αιώνα ο βασιλιάς της Ιβηρίας Αρτχίλ 1 και ο αδελφός του Γεώργιος Βαχτάγ (1674), καθώς και ο μοναχός Ιωάσαφ και άλλοι αγιορείτες πατέρες τον 180 αιώνα φρόντισαν πολύ για το μοναστήρι. 'Ετσι έφτασε σε μεγάλη ακμή και σύμφωνα με μια μαρτυρία συντηρούσε τότε μερικές εκατοντάδες μοναχούς. Εξάλλου, γύρω στα μέσα του 170υ αιώνα δωρήθηκε στην Καρακάλου το μετόχι του αγίου Νικολάου στην Ισμαηλία. Ο περίβολος της μονής διαμορφώνεται τετράπλευρος και τα περισσότερα κτίριά της χρονολογούνται στα μεταβυζαντινά χρόνια. Ωστόσο σώζονται μερικά τμήματα από τις παλαιότερες οικοδομές και έτσι εκπροσωπούνται όλες σχεδόν οι εποχές. Ειδικότερα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις οικοδομικές περιόδους: η πρώτη τοποθετείται στα μέσα του 160υ αιώνα, όταν ο σουλτάνος Σουλεϊμάν (1535), ύστερα από τη σχετική αίτηση των ηγεμόνων της Ουγγροβλαχίας, επέτρεψε σ' αυτούς την ανοικοδόμηση της μονής, αλλά με τον όρο να μην επεκταθούν έξω από τα θεμέλιά της και φυσικά να μην κτίσουν νέα. τότε ιδρύθηκε το καθολικό, ανακαινίστηκαν τα κελλιά και κτίστηκε ο πύργος του αρσανά. η δεύτερη συμπίπτει με τις αρχές του 180υ αιώνα, 0πότε επισκευάστηκαν πολλές οικοδομές και έγιναν μερικές προσθήκες, και η τρίτη άρχισε αμέσως μετά την καταστρεπτική πυρκαγιά του 1875 και έγιναν η τράπεζα, η νότια πτέρυγα, ο ξενώνας και το βόρειο τμήμα της ανατολικής πλευράς της μονής. Η μονή Καρακάλου πήρε μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων και είναι γνωστό ότι ο ηγούμενός της Δαμασκηνός το 1854 δώρισε στον οπλαρχηγό Τσάμη Καρατάσο ένα ωραίο άλογο, πράγμα που έγινε αιτία να χάσει τη θέση του και να απομακρυνθεί και από την ίδια τη μονή. Στο β, μισό του περασμένου αιώνα ήρθαν εδώ πολλοί Ρώσοι μοναχοί με σκοπό να καταλάβουν τη μονή. Σχετικές πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτοί ήρθαν πρώτα στα εξαρτήματά της, που υπολόγιζαν να τα μετατρέψουν σε κοινόβιες σκήτες και από εκεί μετά να μπουν μέσα στη μονή. Δεν κατάφεραν όμως τελικά να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους αυτά. Πάνω από την είσοδο στη νοτιοδυτική πλευρά της μονής υψώνεται ο επιβλητικός πύργος της, που διατηρείται σε Καλή κατάσταση και φαίνεται από μακριά τονίζοντας περισσότερο και τον φρουριακό της χαρακτήρα. Το καθολικό της μονής, όμοιο και αυτό με τα άλλα του Αγίου 'Ορους, θεμελιώθηκε το 1548 και τελείωσε το 1563, για να γίνει μια μικρή ανακαίνισή του στις αρχές του 180υ αιώνα (1707), οπότε προστέθηκαν το κωδωνοστάσιο (1710) και ο εξωνάρθηκάς του (1714). Η τοιχογράφηση του κυρίως ναού έγινε το 1716, της λιτής το 1750 και του εξωνάρθηκα, όπου παριστάνεται ο μεγάλος κύκλος της Αποκαλύψεως, το 1763. Στο ξυλόγλυπτο μεταβυζαντινό τέμπλο του καθολικού σώζεται μια αξιόλογη φορητή εικόνα των δώδεκα Αποστόλων, έργο του γνωστού αγιορείτη ζωγράφου Διονυσίου από τη Φουρνά (1722). Η τράπεζα του μοναστηριού στη σημερινή της μορφή είναι κτίσμα του έτους 1875 και βρίσκεται ενσωματωμένη στη νότια πλευρά του. Φιάλη δεν υπάρχει εδώ, λόγω της πολύ περιορισμένης αυλής του μοναστηριού, όπως συμβαίνει και με λίγες ακόμη μονές στο 'Ορος. Εκτός από τον κεντρικό της ναό η μονή διαθέτει συνολικά άλλα 7 παρεκκλήσια, από τα οποία τα 4 είναι τοιχογραφημένα με νεότερες τοιχογραφίες. Επίσης 4 κελλιά στις Καρυές, ανάμεσα στα οποία είναι το αντιπροσωπείο της, και 14 στο δάσος βορειοδυτικά από αυτή, που τα περισσότερα σήμερα μένουν ακατοίκητα. Αξίζει να αναφερθούμε ιδιαίτερα εδώ, έστω με λίγες λέξεις, στον πύργο του αρσανά της μονής. Είναι έργο του ηγεμόνα Ιωάννου Πέτρου και του ηγουμένου της μονής Γερμανού και η κατασκευή του ανάγεται στο α ' μισό του 160υ αιώνα, όπως μας δείχνει η σχετική του επιγραφή: «'Ετος ζμβ'(1534) ετελειώθη ο πύργος και ο αρμπακάς».Φέρει προτείχισμα και επάλξεις και σχηματίζει την πόρτα πιο ψηλά από το έδαφος, πράγμα που σημαίνει ότι η είσοδος σ' αυτόν για λόγους ασφάλειας γινόταν με σκάλα, που την έσυραν από το εσωτερικό. Στον πύργο υπήρχε μικρός ναός και τράπεζα. Ανάμεσα στα κειμήλια της μονής Καρακάλου είναι ένα τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, λείψανα πολλών αγίων, ιερά άμφια, λειτουργικά σκεύη και άλλα αντικείμενα με ιστορική και καλλιτεχνική αξία. Επίσης πολλές φορητές εικόνες από τις οποίες ξεχωρίζουν, του ασπασμού Πέτρου και Παύλου, έργο του ζωγράφου Κωνσταντίνου Παλαιοκαπά (1640), της Περιτομής του Χριστού και άλλες. Η 6ι6λιοθήκη της μονής στεγάζεται σ' ένα ιδιαίτερο ισόγειο διαμέρισμα ανατολικά του καθολικού και περιέχει 279 χειρόγραφα, από τα οποία τα 42 περγαμηνά και τα άλλα χάρτινα νεότερα. επίσης ένα περγαμηνό λειτουργικό ειλητάριο. Στα λίγα εικονογραφημένα χειρόγραφά της έχουμε κατά κύριο λόγο επίτιτλα και αρχικά γράμματα με φυτικό διάκοσμο. Εκτός από τα χειρόγραφα στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται και 2.500 περίπου έντυπα βιβλία. Τέλος, στο αρχείο της μονής σώζονται μερικά χρυσόβουλλα και άλλα επίσημα έγγραφά της. Η μονή Καρακάλου ακολουθεί τον κοινοβιακό τρόπο ζωής από το 1813 (σιγίλλιο Κυρίλλου ΣΤ') και κατέχει την ενδέκατη θέση στη σειρά των 20 αθωνικών μοναστηριών.Αριθμεί συνολικά 30 περίπου μοναχούς.
ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
AGIOOROS.NET | Μισή ώρα πιο ψηλά από το προηγούμενο μοναστήρι βρίσκεται η μονή του Φιλοθέου πάνω σε ένα κατάφυτο οροπέδιο, όπου, σύμφωνα με μια παράδοση, υπήρχε κατά την αρχαιότητα το Ασκληπιείον. Απέχει από τις Καρυές δυόμιση ώρες δρόμο και είναι αφιερωμένη στην εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25 Μαρτίου). Επίσημα κάνει την εμφάνισή της σ' ένα έγγραφο του έτους 1 015, που αποτελεί υπόμνημα του Πρώτου Νικηφόρου και στο οποίο υπάρχει ανάμεσα σε άλλα και το όνομα «Γεώργιος μοναχός και ηγούμενος Φιλοθέου». Επίσης σώζεται και ένα άλλο, περίπου σύγχρονο με αυτό, έγγραφο (1021), στο οποίο η Φιλοθέου ονομάζεται «μονή της Πτέρης» και όπου μάλιστα επιχειρείται μια προσπάθεια διευθετήσεως των συνόρων ανάμεσα στις τρεις γειτονικές μονές, του Κραβάτου της Λαύρας, του Μαγουλά και της Πτέρης, δηλαδή του Φιλοθέου.Εξάλλου λίγο αργότερα, στο Β' Τυπικό του Αγίου 'Ορους, στη δωδέκατη θέση υπογράφει ο Λουκάς ως «ήγούμενος της μονής της Θεοτόκου ή Φιλοθέου». Από αυτά και άλλα στοιχεία γίνεται φανερό ότι η μονή ιδρύθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα, χρονολογία που συμφωνεί και με την παράδοση, σύμφωνα με την οποία ιδρυτής της είναι ο σύγχρονοςτου Αθανασίου Αθωνίτου όσιος Φιλόθεος. Την άποψη αυτή άλλωστε επιβεβαιώνει ένα εγκλητικό, λεγόμενο, γράμμα, που έγραψε για λογαριασμό του Παύλου Ξηροποταμηνού ο παραπάνω ηγούμενος της Φιλοθέου Γεώργιος (1016), Η μονή Φιλοθέου έμεινε για ένα χρονικό διάστημα στην αφάνεια, παρ' όλες τις δωρεές που έλαβε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-1081), με τις οποίες μπόρεσε να ανοικοδομηθεί και να πάρει, μόλις τότε, τη μορφή του μοναστηριού. Στο τέλος του 130υ και στον 140 αιώνα, οι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες φροντίζουν πολύ για τη μονή και μάλιστα ο Ανδρόνικος Β ', ο Ανδρόνικος Γ ' και ο Ιωάννης Ε ' .Ακόμη η έκδοση στην ίδια εποχή ενός χρυσοβούλλου από τον Στέφανο Δουσάν (1346), στην προσπάθειά του να επανδρώσει τη μονή, είχε ως αποτέλεσμα να έρθουν σ' αυτήν πολλοί Σέρβοι και σε λίγο και Βούλγαροι μοναχοί. 'Ενα δείγμα της καταστάσεως που δημιουργήθηκε και που φαίνεται ότι κράτησε πολύ, είναι μια πράξη του Πρώτου του έτους 1483, όπου ο ηγούμενος της μονής Φιλοθέου υπογράφει σλαβικά και όχι ελληνικά. Στο Β’ Τυπικό (1046) η μονή κατέχει τη δέκατη ένατη σειρά και στο Γ ‘ Τυπικό (1394) τη δέκατη τρίτη ανάμεσα σε όλα τα άλλα αθωνικά μοναστήρια. Στις αρχές του 160υ αιώνα ο ηγούμενός της Διονύσιος πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στη μονή και τη μετέτρεψε από ιδιόρρυθμη σε κοινόβια. Λόγω όμως της εχθρικής στάσεως των σλαβοφίλων Φιλοθειτών μοναχών, που αναχώρησαν από εδώ πολύ αργότερα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 'Ορος και να καταλήξει στον 'Ολυμπο, όπου ίδρυσε το δικό του μοναστήρι, που σώζεται μέχρι σήμερα γνωστό ως «μονή του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω». Στα μέσα περίπου του επομένου, 170υ, αιώνα (1641), ο τσάρος Μιχαήλ επέτρεψε στους Φιλοθείτες μοναχούς να περιέρχονται τη χώρα του κάθε έβδομο ή όγδοο χρόνο και να συγκεντρώνουν χρήματα από εράνους. Και αυτή όμως η χειρονομία δεν στάθηκε ικανή για να καλυτερεύσει πραγματικά η κατάσταση, που άλλαξε μόλις τον 180 αιώνα, ύστερα από το ενδιαφέρον που έδειξαν οι 'Ελληνες ηγεμόνες των παραδουναβίων χωρών. 'Ετσι ο Βλάχος ηγεμόνας Γρηγόριος Γκίκας το 1734 καθόρισε με ειδικό χρυσόβουλλό του ετήσια χορηγία για τη μονή από 6.600 άσπρα, με τον όρο να στέλνεται μια φορά το χρόνο στην ηγεμονία του για αγιασμό το δεξί χέρι του Χρυσοστόμου. παρόμοια απόφαση πήρε αργότερα και ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος. Η βοήθεια αυτή, αν και κράτησε λίγα μόνο χρόνια, ήταν αρκετή για να αναλάβει κάπως η μονή και να επιδιορθώσει πολλές από τις οικοδομές της. Την εποχή αυτή ξεχώρισε μέσα από τους μοναχούς της μονής μια μεγάλη προσωπικότητα για την Εκκλησία και το Γένος, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστός από τους αγώνες του κατά του κινδύνου του εξισλαμισμού της χώρας μας στα μαύρα εκείνα χρόνια της σκλαβιάς. Το 1871 το μοναστήρι, εκτός από το καθολικό, την τράπεζα και τη βιβλιοθήκη του, κάηκε σχεδόν ολόκληρο. Δεν έλειψε όμως και τη φορά αυτή η ευλάβεια των μοναχών, που το κράτησε πάντοτε ζωντανό και χάρη στην οποία, μαζί και με τις διάφορες δωρεές, ανακαινίστηκε σιγά σιγά και πήρε τη σημερινή του μορφή. Στα χρόνια αυτά βρήκαν την ευκαιρία να έρθουν σ' αυτό πολλοί Ρώσοι μοναχοί με τελικό σκοπό να το καταλάβουν, αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν και αυτή τη φορά τα σχέδιά τους χάρη στη σθεναρή στάση των Ελλήνων μοναχών. Τα κτίρια της μονής είναι τοποθετημένα σ' ένα τετράπλευρο περίβολο και, όπως και στις άλλες μονές του 'Ορους, προέρχονται κυρίως από τρεις περιόδους, δηλαδή αρχές 160υ μέσα 180υ και τέλος 190υ αιώνα. αλλά ειδικά στη μονή Φιλοθέου και τη στιγμή αυτή γίνονται αδιάκοπα διάφορες εργασίες και μάλιστα ανοικοδομείται η βορεινή πλευρά της. Το καθολικό της μονής, σύμφωνα με μια επιγραφή στον τοίχο του παραθύρου του δεξιού χορού, κτίστηκε το 1746 πάνω στα θεμέλια του παλαιού, το οποίο στο μεταξύ είχε πέσει Η τοιχογράφησή του γινόταν συνέχεια επί πολλά χρόνια και τελείωσε του κυρίως ναού το 1752, ενώ της λιτής και του εξωνάρθηκα το 1765. Επίσης η μαρμαρόστρωσή του συμπληρώθηκε το 1848 και το χρωμάτισμα και γυάλισμα του τέμπλου το 1853. Ο πύργος, τέλος, του κωδωνοστασίου είναι κτίσμα της ίδιας εποχής (1764). Η ενσωματωμένη στη δυτική πτέρυγα της μονής, απέναντι ακριβώς από την κύρια είσοδο του καθολικού, τράπεζα διευρύνθηκε τον 160 αιώνα. Σ' αυτή σώζονται, αν και όχι σε καλή κατάσταση, αξιόλογες τοιχογραφίες του 160υ αιώνα, ίσως Κρητικής σχολής. Μεταξύ του καθολικού και της τράπεζας υπάρχει η φιάλη του αγιασμού, κατασκευασμένη ολόκληρη από ωραίο άσπρο μάρμαρο. Εκτός από τον κεντρικό της ναό η μονή Φιλοθέου διαθέτει 6 ακόμη παρεκκλήσια μέσα στον περίβολό της. Αυτά είναι: τα δύο τοιχογραφημένα δεξιά και αριστερά της λιτής, δηλαδή των Αρχαγγέλων (1752) και του Τιμίου Προδρόμου (1776), όπου υπάρχει ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο (1786), της Αγίας Μαρίνας στον πύργο του κωδωνοστασίου, των Αγίων 5 Μαρτύρων στην ανατολική πλευρά και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Αγίου Νικολάου στη δυτική. 'Εξω από τη μονή είναι άλλα τρία, των Αγίων Πάντων στο κοιμητήρι, των Τριών Ιεραρχών ή Αγίου Τρύφωνος στον κήπο και της Παναγούδας ή Γενεσίου της Θεοτόκου. Επίσης 12 κελλιά που βρίσκονται γύρω της, από τα οποία τα μισά δεν κατοικούνται, και ένα στις Καρυές, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που χρησιμεύει και για αντιπροσωπείο της. Στο σκευοφυλάκιο της μονής φυλάσσονται: ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, δώρο του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ ' Βοτανειάτη, το δεξί χέρι του Χρυσοστόμου, δώρο του Ανδρονίκου Β ., λείψανα άλλων αγίων, σταυροί, πολλά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη. Οπωσδήποτε όμως το καλύτερο κειμήλιο για τη μονή Φιλοθέου, για το οποίο αυτή ιδιαίτερα σεμνύνεται, είναι η αξιόλογη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, που βρίσκεται στο αριστερό προσκυνητάρι του καθολικού. Η παράδοση τη θέλει πολύ παλαιά και μάλιστα ότι ήρθε στο 'Ορος πάνω στα κύματα, όπου την έρριξε στην Πόλη η Βικτωρία, σύζυγος του πατρικίου Συμεών, για να την περισώσει από τη μανία των εικονομάχων. Θεωρείται από τις πιο σεβαστές εικόνες στο ’γιον 'Ορος και είναι ντυμένη με μια νεότερη αλλά πολύ βαριά επένδυση. Εκτός από τη Γλυκοφιλούσα υπάρχει και μια άλλη αξιόλογη εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας, που και γι' αυτή λένε ότι ήρθε εδώ κατά θαυμαστό τρόπο από τη Νιγρίτα. Η βιβλιοθήκη της μονής περιέχει μαζί με τα πολλά έντυπά της και 250 χειρόγραφα, από τα οποία τα 54 είναι περγαμηνά. επίσης 2 λειτουργικά, πάλι περγαμηνά, ειλητάρια. Από τα εικονογραφημένα χειρόγραφα ξεχωρίζουμε εδώ το Τετραευάγγελο (αριθμ. 33), από τα αρχαιότερα του 'Ορους, με την παράσταση του Ευαγγελιστού Μάρκου. Η μονή Φιλοθέου ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ιδιόρρυθμης ζωής, έγινε κοινόβια την 1η Οκτωβρίου 1973 με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος του τότε πατριάρχη Δημητρίου. Από το έτος 1574 κατέχει τη δωδέκατη θέση στη σειρά των 20 μοναστηριών στον ’θω και αριθμεί πάνω από 90 συνολικά μοναχούς.
ΜΟΝΗ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ
Το επταόροφο μοναστήρι της Σιμωνόπετρας είναι το τολμηρότερο οικοδόμημα του Αγίου 'Ορους και ένα θαύμα στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική. Στέκει κυριολεκτικά σκαρφαλωμένο πάνω σε ένα απότομο πύργινο βράχο και αγναντεύει με όλη την επιβλητικότητά του τη γαλάζια, συνήθως, θάλασσα της νοτιοδυτικής πλευράς της χερσονήσου. τιμάται στη Γέννηση του Χριστού (25 Δεκεμβρίου) σε ανάμνηση του οράματος του ιδρυτή του. Η ίδρυση του μοναστηριού οφείλεται στον όσιο Σίμωνα, που έζησε στο 'Ορος στα μέσα περίπου του 13oυ αιώνα. Ειδικότερα, ο όσιος αυτός ασκήτευε εδώ κοντά, όταν είδε ένα φως πάνω στο βράχο τη νύκτα των Χριστουγέννων, από το οποίο οδηγημένος ήρθε στο σημείο αυτό και άρχισε το κτίσιμο του μοναστηριού. Στο δύσκολο έργο του τον βοήθησαν και οι άλλοι μοναχοί, που ήρθαν να μονάσουν κοντά του και που μερικοί από αυτούς διέθεσαν γι' αυτό και την ατομική τους περιουσία. Σύμφωνα όμως με μια σχετική παράδοση που αναφέρεται στο κτίσιμο της μονής, η πρώτη εκείνη ομάδα του Σίμωνα άρχισε να φοβάται, όσο ανέβαινε ψηλά, μέχρι το σημείο που αποφάσισαν όλοι να φύγουν αφήνοντας το έργο στη μέση. Τη στιγμή αυτή και προτού αναχωρήσουν οι πατέρες έστειλε ο Σίμων τον υποτακτικό του Ησαία να τους κεράσει, αλλά αυτός ξαφνικά γλύστρησε και έπεσε κατρακυλώντας πάνω στις προεξοχές του βράχου. Το θαύμα όμως έγινε και ο μοναχός στάθηκε όρθιος χωρίς να πάθει το παραμικρό και μαζί με αυτόν και ο δίσκος με τα σερβίτσια. Τότε, σύμφωνα με την παράδοση, εμψυχώθηκαν οι κτίστες και συνέχισαν τις εργασίες μέχρι το τέλος. Ο Σίμων ονόμασε από την αρχή το μοναστήρι «Νέα Βηθλεέμ», αλλά αργότερα αυτό πήρε τη σημερινή του ονομασία από τον ιδρυτή του και την πέτρα πάνω στην οποία είναι κτισμένο. Οι αρχικές οικοδομές αυξήθηκαν χάρη σε μια γενναία χορηγία του Σέρβου ηγεμόνα Ιωάννη Ούγγλεση το 1362 που, σύμφωνα με χρυσόβουλλό του, έστειλε εδώ τον επιστάτη Ευθύμιο με δώρα πολλά και πλούτη για να βοηθήσει στην αποπεράτωση της μονής. 'Ετσι, χάρη και σε διάφορες άλλες δωρεές, άρχισε μια καλή περίοδος στην ιστορία της. Στο Γ 'Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1394) τη βρίσκουμε στην εικοστή τρίτη θέση ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια και την ίδια αυτή εποχή διαθέτει μερικά μετόχια σε διάφορα μέρη έξω από το ‘Ορος. Στη συνέχεια όμως δυσάρεστα περιστατικά σταμάτησαν την ανοδική πορεία της μονής .Μια πυρκαγιά που έγινε το 1581 την κατέστρεψε ολόκληρη μαζί και με το αρχείο της, και, αφού ξανακτίστηκε, κάηκε πάλι από μια δεύτερη το 1626. 'Ετσι, καθώς ήταν φυσικό, η μονή έπεσε σε μεγάλη οικονομική κρίση και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να γίνει ιδιόρρυθμη, στο τέλος του 17oυ αιώνα. Τα πράγματα ωστόσο δεν άλλαξαν και συνεχίστηκε η παρακμή του μοναστηριού, που τη φορά αυτή μάλιστα πλησιάζει σε τέλεια σχεδόν ερήμωση. Ευτυχώς γι' αυτό, το 1762 ήρθε εδώ από την Καψάλα ο Σέρβος ιερομόναχος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ μαζί με άλλους μοναχούς, που, αν και έμεινε μόνο λίγο καιρό, βοήθησε αρκετά το μοναστήρι. Γι' αυτό επίσης φρόντισε πολύ ο Ιωάσαφ από τη Μυτιλήνη συγκεντρώνοντας χρήματα από διάφορες κατευθύνσεις και αποκτώντας για λογαριασμό του μοναστηριού το αριστερό χέρι της αγίας Μαγδαληνής, που βρίσκεται μέχρι σήμερασ'αυτό. Μετά από τις τελευταίες αυτές προσπάθειες και ξεπερνώντας κάπως τη μεγάλη κρίση του, το μοναστήρι έγινε ξανά κοινόβιο με σιγίλλιο του πατριάρχη Καλλινίκου (1801 ). Στα χρόνια της ελληνικής επαναστάσεως, όπως είδαμε και σε άλλες μονές, η Σιμωνόπετρα έμεινε με ελάχιστους μοναχούς και έφτασε σε σημείο να κλείσει για λίγο καιρό. Στο τέλος του περασμένου αιώνα (28 Μαίου 1891) έλαβε χώρα μια ακόμη φοβερή πυρκαγιά, από την οποία κάηκε πια ολότελα μαζί με το καθολικό και τη βιβλιοθήκη της. μόλις που κατόρθωσαν οι μοναχοί της να σωθούν την τελευταία στιγμή από κάποιο άνοιγμα παίρνοντας μαζί τους και τα άγια λείψανα. Και πάλι όμως ξανακτίστηκε με εράνους στη Ρωσία και προστέθηκε ακόμη η καινούργια επταώροφη πλευρά, που είχε αρχίσει να κτίζεται το 1864 επί ηγουμενίας Νεοφύτου. Το καθολικό, τιμώμενο στη Γέννηση του Χριστού, ανοικοδομήθηκε μετά την τελευταία πυρκαγιά και εμφανίζεται σχετικό μικρό. για την ώρα μένει χωρίς τοιχογραφίες. Βρίσκεται στο μέσο περίπου της στενόχωρης αυλής και ο νάρθηκάς του ενσωματώνεται στη δυτική πτέρυγα των κελλιών. Η μονή διαθέτει και πολλά παρεκκλήσια. Μέσα σ' αυτή βρίσκονται τα εξής 4: του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής, του Αγίου Χαραλάμπους και των Αρχαγγέλων, όλα χωρίς τοιχογραφίες, και έξω άλλα 11, στο κοιμητήρι, στον αρσανά και στα διάφορα εξαρτήματά της, κελλιά και καθίσματα. Πολλά από αυτά κάηκαν κατά τη μεγάλη πυρκαγιά στο ’γιον 'Ορος τον Αύγουστο του 1990. Στη μονή ανήκουν επίσης 5 κελλιά στην περιοχή των Καρυών, από τα οποία των Αγίων Πάντων χρησιμεύει για αντιπροσωπείο της, μερικά άλλα κτίρια εκεί, καθώς και στη Δάφνη, που τα ενοικιάζει σε υπηρεσίες και ιδιώτες. Τέλος, η μονή διαθέτει τα εξής μετόχια έξω από το ’γιον 'Ορος: της Αναλήψεως στην Αθήνα, του Αγίου Χαραλάμπους στη Θεσσαλονίκη, του Ευαγγελισμού στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, του Αγίου Αρτεμίου και Αγίου Αντύπα στη Σίφνο και της Παναγίας της Τρύγης στη Λήμνο. Από άποψη κειμηλίων η Σιμωνόπετρα, χωρίς να εμφανίζεται εξαιρετικά πλούσια, διαθέτει ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, λείψανα διαφόρων αγίων, όπως το χέρι της αγίας Μαγδαληνής και του αγίου Διονυσίου του «εν Ζακύνθω», ιερά άμφια και λειτουργικά σκεύη, σταυρούς, εγκόλπια, πολύτιμα καλύμματα Ευαγγελίων, φορητές εικόνες κτλ. Η βιβλιοθήκη ήταν αξιόλογη μέχρι την τελευταία πυρκαγιά του 1891. Είχε πολλά, ανάμεσα στα οποία και σπουδαία εικονογραφημένα, χειρόγραφα, που μόλις πρόλαβε να καταλογραφήσει ο Σπ. Λάμπρος. Σήμερα η μονή έχει να παρουσιάσει 123 νεότερα χειρόγραφα στο σκευοφυλάκιό της, ενώ σε άλλο χώρο ένα μεγάλο σχετικά αριθμό εντύπων βιβλίων. Η μονή της Σιμωνόπετρας ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής και διοικήσεως και κατέχει τη δέκατη τρίτη θέση μεταξύ των αθωνικών μοναστηριών. Τη στιγμή αυτή περνά μια καλή περίοδο στην ιστορία της και αριθμεί συνολικά 100 περίπου μοναχούς.ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Βρίσκεται πλάι σ' ένα μεγάλο χείμαρρο της δυτικής ποδιάς του Αθω και απέχει είκοσι λεπτά από τη θάλασσα, όπου ο αρσανάς της, και μιάμιση ώρα από το γειτονικό μοναστήρι του Διονυσίου. Σήμερα η μονή Αγίου Παύλου τιμάται στην Υπαπαντή του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου), ενώ παλαιότερα, σε διάφορες εποχές, ήταν αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό, στη Θεοτόκο και τον άγιο Γεώργιο. Μια παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της μονής στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 9ου αιώνα, συγχέοντας προφανώς δύο συνώνυμα πρόσωπα, τον όσιο Παύλο, που δήθεν μόναζε σε ένα ασκητήριο στην περιοχή της σημερινής μονής, και τον Παύλο Ξηροποταμηνό, που ήταν σύγχρονος του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Αλλη παράδοση αναφέρει ότι εδώ υπήρχε ένα παλαιό μοναστήρι, τιμώμενο στα Εισόδια της Θεοτόκου, που είχε ιδρυθεί από κάποιο Στέφανο στα χρόνια του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το πιο πιθανό είναι πως ο Παύλος Ξηροποταμηνός στο τέλος της ζωής του αποτραβήχτηκε από το μοναστήρι του σε τούτα εδώ τα μέρη, που ανήκαν επίσης στη μονή Ξηροποτάμου και ασκήτευσε σε κάποιο κελλί, που έκτισε μεταξύ των δύο χειμάρρων το β' μισό του 10ου αιώνα. Η μονή, ιδρυμένη στον ίδιο αυτό χώρο, ονομαζόταν στην αρχή του Ξηροποτάμου και αργότερα επικράτησε το σημερινό της όνομα, όμοιο με του κτίτορά της, όπως άλλωστε έγινε και με άλλες αγιορειτικές μονές. Λίγο μετά την ίδρυσή της και για δυο αιώνες η μονή Αγίου Παύλου δεν αναφέρεται ανάμεσα στις άλλες μονές του Ορους, ίσως γιατί είχε στο μεταξύ υποβιβαστεί σε κελλί. Μόλις το 1259 γίνεται ξανά λόγος γι' αυτή -αφιερωμένη μάλιστα τώρα στον Σωτήρα Χριστό- σ' 
ένα χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, με το οποίο επικυρώθηκαν ορισμένα κτήματά της. 'Εγινε όμως πάλι κελλί υπαγόμενο στη μονή Ξηροποτάμου, ιδίως μετά τις φοβερές επιδρομές των πειρατών εναντίον της, ίσως και αυτών των Καταλανών, και τις γνωστές συνέπειές τους. Το 1370 παραχωρήθηκε ως κελλί στους Σέρβους μοναχούς Γεράσιμο Ραδώνια και Αντώνιο Πηγάση και χάρη στις αδιάκοπες φροντίδες των δύο αυτών πήρε οριστικά πια τη θέση της ανάμεσα στα αθωνικά μοναστήρια. Σ' ένα παλαιότερο έγγραφο του Πρώτου Ισαάκ το 1316 υπογράφει και ο ηγούμενός της ως τριακοστός ένατος, ενώ στο Γ' Τυπικό του Αγίου Ορους η μονή Αγίου Παύλου βρίσκεται στη δέκατη όγδοη θέση. Τέλος, σε σιγίλλιο του πατριάρχη Ματθαίου (1404), που ρυθμίζει τις οριακές διαφορές της με τη μονή Διονυσίου, χαρακτηρίζεται

«άρχαία», που σημαίνει την παλαιότερη ύπαρξή της εδώ. Στις αρχές του 15ου αιώνα τη μονή ενίσχυσαν ο αδελφός του παραπάνω Γερασίμου Νικόλαος; ο Ραδοσλάβος Σαμπίας (1405), ο Ιωάννης Ζ' Παλαιολόγος ως δεσπότης της Θεσσαλονίκης (1406), ο Σέρβος ηγεμόνας Γκιούρ και ο αδερφός του Λάζαρος (1416), ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος (1437) και ο επίσης Σέρβος ηγεμόνας Βράνκοβιτς, που χρηματοδότησε το πρώτο σοβαρό οικοδομικό πρόγραμμα της μονής και έκτισε νέο ευρύτερο καθολικό στο όνομα του αγίου Γεωργίου. Η κόρη του Βράνκοβιτς Μάρα, σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β ' και μητέρα του Μωάμεθ του Πορθητή, δώρισε στη μονή 1000 δουκάτα και δύο κτήματα, στις Σέρρες και στα Νέα Ρόδα. Οι Τούρκοι στην άλωση της Πόλης πήραν τα τεμάχια από τα δώρα των τριών μάγων, που φυλάσσονταν σ' αυτή, και τα δώρισαν στη μητέρα του σουλτάνου, η οποία διατηρούσε πάντα τη χριστιανική της πίστη. Εκείνη θέλησε να τα μεταφέρει αυτοπροσώπως στη μονή του Αγίου Παύλου μαζί με πολλά άλλα αντικείμενα, αλλά, σύμφωνα με μια παράδοση, μετά την αποβίβασή της στη στεριά και ενώ ήταν έτοιμη να ανηφορίσει για τη μονή, άκουσε μια φωνή που της έλεγε να μην προχωρήσει πιο πέρα, γιατί εδώ στο 'Ορος υπάρχει μια άλλη βασίλισσα, η Θεοτόκος. αμέσως η Μάρα σταμάτησε και σε ανάμνηση του γεγονότος κτίστηκε αργότερα στο ίδιο εκείνο σημείο ένα εκκλησάκι. Στη συνέχεια ευεργέτησαν τη μονή οι ηγεμόνες των παραδουναβίων χωρών, 'Ελληνες και Ρουμάνοι, όπως ο Στέφανος ο μέγας, ο Νεάγκος Βασσαράβας που ξόδεψε για την ανέγερση του πύργου (1521) και ο Κωνσταντίνος Βασσαράβας Βραγκοβάνος, που φρόντισε για την ανακαίνιση και διεύρυνση των κτιρίων της και πολλοί άλλοι. Με τη συμπαράσταση των ηγεμόνων αυτών η μονή πέρασε μια σχετικά μεγάλη περίοδο ακμής, που συνεχίστηκε και στον επόμενο, 17ο, αιώνα οπότε μπορούσε και συντηρούσε 200 περίπου μοναχούς. Παρ' όλα όμως αυτά για ν' ανταποκριθεί στις μεγάλες οικονομικές της ανάγκες και μάλιστα στους βαρείς φόρους των Τούρκων και τις τοκογλυφίες των Εβραίων δανειστών της, αναγκάστηκε να πουλήσει σε λίγο πολλά από τα κτήματά της. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο δραστήριος σκευοφύλακάς της Γρηγόριος περιόδευσε σε πολλά μέρη και συγκέντρωσε αρκετά χρήματα, με τα οποία μπόρεσε να αναλάβει κάπως η μονή. Μετά από αυτόν, στις αρχές του 19ου αιώνα, άλλος μοναχός της ο Ανθιμος Κομνηνός από τη Σηλυμβρία, ηγούμενος των μετοχίων της Ρουμανίας και φίλος του πατριάρχη Γρηγορίου Ε ', έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ανακαίνιση της μονής, στην οποία επίσης δώρισε μερικά κτήματα στην Κασσάνδρα και τη Θάσο, καθώς και διάφορα εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια. Στα χρόνια της ελληνικής επαναστάσεως έμεινε σχεδόν έρημη, αφού έφυγαν οι περισσότεροι μοναχοί της έξω από το 'Ορος είτε για να βοηθήσουν στον κοινό αγώνα ή για να αποφύγουν τις βαρβαρότητες των Τούρκων. Κατόπιν όμως τα πράγματα άλλαξαν πάλι προς το καλύτερο και κυρίως μετά από τις δωρεές των τσάρων της Ρωσίας Αλεξάνδρου Α ' και Νικολάου Α '. Η μονή κτισμένη πάνω σε βράχο δε μπορούσε να επεκταθεί περισσότερο και γι' αυτό το λόγο αναγκάστηκε να αναπτύξει τις οικοδομές της σε ύψος. Πολλές φορές καταστράφηκε από διάφορες αιτίες, όπως είναι τελευταία η πυρκαγιά του 1902 και η πλημμύρα του 1911, οπότε και ξανακτίστηκε σχεδόν από την αρχή, χρονολικά οι κτιριακές της εγκαταστάσεις αποδίδονται σε πολλές εποχές και συγκεκριμένα στον 150 αιώνα κτίστηκε η βορεινή πλευρά, στις αρχές του 16ου ο αμυντικός πύργος, στις αρχές του 18ου ανακαινίστηκε η τράπεζα και στους δύο τελευταίους αιώνες, 19ο και 20ο, ανοικοδομήθηκαν όλα τα άλλα κτίρια της μονής. Το καθολικό της, που τιμάται στην Υπαπαντή του Κυρίου, σύμφωνα με μια επιγραφή έξω από την κόγχη, άρχισε να κτίζεται το 1839 και τελείωσε στις 23 Απριλίου του 1844, ημέρα του αγίου Γεωργίου. Η τοιχοποιία του είναι ολόκληρη από μάρμαρο και ο χωρισμός στα διάφορα μέρη του ναού γίνεται με κίονες, γι' αυτό και σχηματίζεται πολύ άνετος και ευρύχωρος στο εσωτερικό του. Ο ναός, ως νεότερο κτίσμα, παραμένει ακόμη χωρίς τοιχογραφίες, ενώ από το παλαιότερο καθολικό σώζεται στη βιβλιοθήκη της μονής ένα κομμάτι πολύ αξιόλογης τοιχογραφίας με το κεφάλι του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Εκτός από το καθολικό, η μονή διαθέτει 12 παρεκκλήσια, από τα οποία τα δύο, του Αγίου Παύλου και του Αγίου Γεωργίου, βρίσκονται δεξιά και αριστερά της λιτής, ενώ τα υπόλοιπα σε διάφορα άλλα σημεία μέσα και έξω από τη μονή. Το αξιολογότερο είναι, πάλι του Αγίου Γεωργίου, στη βορεινή πλευρά, με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες Κρητικής τέχνης (1555). Η μονή έχει δικά της 3 κελλιά στις Καρυές, από τα οποία του Αγίου Ανδρέα χρησιμεύει για αντιπροσωπείο της, το μετόχι του Μονοξυλίτη μέσα στο 'Ορος και μερικά άλλα έξω από αυτό, Στη μονή Αγίου Παύλου υπάγονται ακόμη δύο σκήτες, η Νέα Σκήτη και του Αγίου Δημητρίου. Η Νέα Σκήτη, αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), είναι ελληνική, ιδιόρρυθμη και βρίσκεται νοτιοανατολικά της μονής προς την παραλία παλαιότερα ονομαζόταν σκήτη του Πύργου. Οργανώθηκε και πήρε τη μορφή σκήτης στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα και εδώ ασκήτευσε μεταξύ άλλων και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Περιλαμβάνει 28 καλύβες, κτισμένες όλες σε γραφικές τοποθεσίες, και το κυριακό όπου φυλάσσονται 200 χειρόγραφα, φορητές εικόνες και άμφια, Αριθμεί γύρω στους 35 μοναχούς. Στο χώρο της Νέας Σκήτης είναι πιθανό να υπήρχε άλλοτε μια από τις αρχαίες κωμοπόλεις του Αθω. Αυτό βγαίνει ως συμπέρασμα, ύστερα από τους τάφους και άλλα αντικείμενα, και μάλιστα και νομίσματα, που βρέθηκαν στο πάνω μέρος της σκήτης. Η άλλη σκήτη, του Αγίου Δημητρίου ή Λάκκου Σκήτη ή Λακκοσκήτη, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου, ανάμεσα στη μονή και στον πύργο της Μορφωνού (Αμαλφινών). Κτισμένη στον 180 αιώνα είναι και αυτή ιδιόρρυθμη και αποτελείται από το κυριακό της και από 25 καλύβες, όπου κατοικούν, όχι σε όλες, λίγοι Ρουμάνοι μοναχοί Από τα πολλά κειμήλια, που έχει να παρουσιάσει η μονή Αγίου Παύλου, εκτός από τα δώρα των μάγων, που αναφέραμε παραπάνω, ξεχωρίζουμε ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, λείψανα πολλών αγίων, εγκόλπια, σταυρούς, ιερά σκεύη και άμφια. Κυρίως όμως ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός και ένα δίπτυχο θεωρούνται από τα καλύτερα κειμήλια της μονής και γενικά του Αγίου 'Ορους για τις μικρογραφίες που περιέχονται σ' αυτά. Ακόμη στη μονή σώζονται πολλές φορητές εικόνες, όπως της Παναγίας Μυροβλύτισσας, του αγίου Γεωργίου, της Δεήσεως (υαλογραφία) κτλ. Η βιβλιοθήκη της μονής, πολύ καλά οργανωμένη, περιέχει 494 χειρόγραφα, από τα οποία λίγα είναι περγαμηνά, και 12.500 περίπου έντυπα βιβλία. Η μονή του Αγίου Παύλου ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής από το 1840 ( σιγίλλιο πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ' .) και κατέχει τη δέκατη τέταρτη θέση ανάμεσα στις 20 μονές του 'Ορους. Οι μοναχοί της ξεπερνούν ως σύνολο τους 100, από τους οποίους οι 35 μένουν μέσα στη μονή, ενώ οι υπόλοιποι έξω στα εξαρτήματά της. Αλλοτε κατοικούσαν στη μονή και πολλοί Σέρβοι μοναχοί, γι' αυτό και η σφραγίδα της έφερε διπλή επιγραφή, ελληνική και σερβική, σε δύο κύκλους γύρω από την παράσταση του αγίου Γεωργίου.
ΜΟΝΗ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ
Το μοναστήρι αυτό είναι κτισμένο πάνω στο πλάτωμα ενός βράχου κοντά στη θάλασσα και στο μέσο περίπου της βορειοανατολικής ακτής της χερσονήσου, ανάμεσα στις μονές Ιβήρων και Παντοκράτορος. Από τις Καρυές απέχει μιάμιση ώρα περίπου δρόμο και τιμάται στη μνήμη του αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου). Η σημερινή ονομασία της μονής, σύμφωνα με μια μαρτυρία, που προέρχεται από κάποια αγιορειτική παράδοση, οφείλεται στο συνδυασμό των ονομάτων δύο μοναχών, του Σταύρου και του Νικήτα, που κατοικούσαν αντίστοιχα σε δυο κελλιά στην περιοχή της μονής, προτού αρχίσουν το κτίσιμο του ίδιου του μοναστηριού. ’λλη όμως παράδοση δέχεται ως ιδρυτή της μονής κάποιον Νικηφόρο Σταυρονικήτα, αξιωματικό του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, που της έδωσε και το όνομά του. Τέλος στο πρόβλημα αυτό έρχεται να δώσει απάντηση και μια τρίτη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η μονή κτίστηκε από τον πατρίκιο Νικήτα, που γιόρταζε την ονομαστική του εορτή στις 15 Σεπτεμβρίου, δηλαδή την επομένη της γψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), και από την ένωση των δύο λέξεων, του Σταυρού και τσυ κτίτορα, σχηματίστηκε η ονομασία της μονής. Εκτός όμως από την ονομασία της αυτή, πουεπικράτησε μέχρι σήμερα, η μονή σε παλαιά έγγραφα ονομάζεται «της Θεοτόκου» ή, περισσότερο συχνά, «του Στραβονικήτα», που φαίνεται ότι πρόκειται για το αρχικό ή για παραφθορά του σημερινού της ονόματος. Αλλά ποτέ «του Χαρίτωνος», όπως πιστεύουν μερικοί, που μάλιστα εντοπίζουν την ονομασία της αυτή στον 14o αιώνα, ενώ ξέρουμε ότι έτσι λεγόταν τότε μόνο η μονή Κουτλουμουσίου, προς τιμή του ομώνυμου και δραστηρίου ηγουμένου της και για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Υστερα από όλα αυτά είναι ευνόητο ότι η ίδρυση της μονής χάνεται μέσα σε πολλές και διάφορες παραδόσεις. Ωστόσο, και σύμφωνα με ένα έγγραφο του Πρώτου Νικηφόρου (1012), φαίνεται ότι υπήρχε ένα παλαιό μοναστήρι με το ίδιο όνομα από τις αρχές τουλάχιστον του 11ου αιώνα. Σ' αυτό καθώς και σε τρία ακόμη, σχεδόν σύγχρονά του, έγγραφα υπογράφει ανάμεσα σε άλλους και ο «Νικηφόρος μοναχός ό τοϋ Στραβωνικήτα», ενώ στο εγκλητικό λεγόμενο γράμμα του Παύλου Ξηροποταμηνού (1016) πάλι ο ίδιος, αλλά τη φορά αυτή ως μοναχός «τοϋ Σταυρονικήτα», γραφή που επικράτησε μέχρι σήμερα. Οι γραπτές αυτές μαρτυρίες, καθώς και πολλές άλλες που ακολουθούν κατόπιν, ενισχύουν την παραπάνω άποψή μας, ότι η μονή Σταυρονικήτα υπήρχε οπωσδήποτε ανάμεσα στο πλήθος των αγιορειτικών μοναστηριών, που ιδρύθηκαν ή θεμελιώθηκαν στα πρώτα κιόλας χρόνια του οργανωμένου μοναχικού βίου στον ’θω. Η πρώτη αυτή περίοδος της ιστορίας της μονής συνεχίστηκε κανονικά μέχρι τον 120 ή τις αρχές του 13oυ αιώνα, οπότε ερημώθηκε εντελώς, όπως και τόσα άλλα μοναστήρια στο 'Ορος. Αιτία της ερημώσεως αυτής ήταν οι συνεχείς πειρατικές επιδρομές στα διάφορα σημεία του Αιγαίου και μάλιστα στο ’γιον 'Ορος και η περίοδος της Φραγκοκρατίας μετά τη Δ ' Σταυροφορία (1204-1261) με τις γνωστές της συνέπειες για όλη την αυτοκρατορία. Την έρημη τότε μονή, σύμφωνα με τους αγιορειτικούς κανονισμούς, εξουσίαζε για ένα μικρό διάστημα ο Πρώτος του Αγίου 'Ορους και κατόπιν προσαρτήθηκε διαδοχικά στις μονές Κουτλουμουσίου και Φιλοθέου. Στη συνέχεια από τη μονή Φιλοθέου πουλήθηκε ως «κάθισμα» στον ηγούμενο της μονής Γηρομερίου (Θεσπρωτίας) Γρηγόριο μαζί με όλες τις κτιριακές της εγκαταστάσεις και τα κτήματά της (1533)' το σχετικό σιγίλλιο, που εκδόθηκε λίγα χρόνια αργότερα (1536) από τον φίλο του Γρηγορίου πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Α ', ξανάφερε το μοναστήρι σε τάξη μονής, που είχε ξεπέσει σε κελλί, και έτσι συμπληρώθηκε ο αριθμός των 20 μοναστηριών του ’θω έναντι των 19 προηγουμένως, Ο Γρηγόριος Γηρομερειάτης, όπως συνήθως αναφέρεται, άφησε σύντομα το δικό του μοναστήρι και εγκαταστάθηκε στο 'Ορος, όπου φρόντισε με όλες τις δυνάμεις του για την έρημη μονή Σταυρονικήτα, την οποία μεγάλωσε με τείχος γύρω γύρω, πολλά κελλιά και ανοικοδόμησε το καθολικό της. Επίσης, εξαιτίας της αυξήσεως του αριθμού των μοναχών της, επιδίωξε την προσάρτηση σ' αυτή του ερειπωμένου πια μονυδρίου του Φακηνού, που υπαγόταν μέχρι τότε στη μονή Παντοκράτορος, Μετά το θάνατο του Γρηγορίου (1540) το ανακαινιστικό του έργο συνέχισε ο ίδιος ο πατριάρχης Ιερεμίας, από αγάπη και εκτίμηση προς εκείνον. Σχετικά με την ανακαίνιση της μονής και την κατάστασή της στα χρόνια αυτά, μπορεί να βρει κανείς περισσότερες πληροφορίες στα δύο έγγραφα του Ιερεμία, στην Υποτύπωση και στη Διαθήκη του, Από αυτά άλλωστε μαθαίνουμε ότι, παρ' όλη την ιδιορρυθμία που ως τρόπος ζωής είχε αρχίσει να γενικεύεται πια στις άλλες αγιορειτικές μονές, η μονή Σταυρονικήτα ιδρύθηκε και λειτούργησε για πολύ καιρό ως κοινόβια, και μάλιστα αρκετά καλά οργανωμένη. Για τη μονή όμως αρχίζει μια δεύτερη περίοδος στην ιστορία της, με διάφορες διακυμάνσεις, που οφείλονταν κυρίως σε οικονομικές δυσκολίες, στον μικρό συνήθως αριθμό των πατέρων της και σε δύο μεγάλες πυρκαγιές. Είναι αλήθεια ότι χαρακτηριστικό της μονής αυτής ήταν πάντοτε η περιορισμένη περιουσία της σε σχέση προς τις άλλες μονές του 'Ορους και οι ολιγάριθμοι μοναχοί της, Ως νεοσύστατο όμως, κατά κάποιο τρόπο, μοναστήρι, το βοήθησαν με τη σειρά η Ιερά Κοινότης, ο «άρχων» Σερβόπουλος (1612), ο ιερομόναχος Μάρκος (1614), οι δημογέροντες του νησιού Τζια (1628), η σύζυγος του Θωμά Κλάδου Κουρτέσσα (1630), ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Γκίκας (1727-1740) κ.ά., που αγόρασαν για λογαριασμό της μονής πολλά μετόχια και κτήματα ή έστειλαν σ' αυτή χρήματα και άλλα δώρα. 'Ετσι μπόρεσε να συντηρηθεί όλα αυτά τα χρόνια και να επιδιορθώσει κάπως τα λίγα εξαρτήματά της, αγοράζοντας συγχρόνως και μερικά άλλα. Διάφορα όμως γεγονότα εμπόδισαν κατά διαστήματα την εξελικτική πορεία της μονής. Και πρώτα πρώτα οι συνεχείς διενέξεις της με τις άλλες γειτονικές μονές ή κελλιά, ιδίως με τη μονή Κουτλουμουσίου, σχετικά με οριακά και κτηματικά ζητήματα. Επίσης οι διάφορες πυρκαγιές, ο μεγάλος αυτός εχθρός των αθωνικών μοναστηριών, δεν άφησαν ανέπαφη και τη μονή Σταυρονικήτα. Μια από αυτές, από την οποία κάηκε ολόκληρη η μονή εκτός από τα επίσημα έγγραφά της, έγινε το 1607, και μια άλλη, εξίσου μεγάλη, το 17 41. Μετά όμως από αυτές δραστηριοποιήθηκαν οι μοναχοί της και κατόρθωσαν μαζί και με την εξωτερική βοήθεια, όπως είδαμε και παραπάνω, να επανορθώσουν τις καταστροφές της μονής. Τότε ειδικά ανακαινίστηκε το καθολικό (1628), κατασκευάστηκε το περίφημο υδραγωγείο της (1680), μεγάλωσε σε έκταση η τράπεζα ( 1770) και κτίστηκαν τα παρεκκλήσια των Αρχαγγέλων, του Αγίου Δημητρίου στο κοιμητήρι και των Αγίων 5 Μαρτύρων βορειοδυτικά της μονής. Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821 η μονή Σταυρονικήτα, όπως άλλωστε ολόκληρο το ’γιον 'Ορος, δοκιμάστηκε σκληρά. Τα οικονομικά της έφτασαν σε άθλια κατάσταση εξαιτίας των υπερβολικών χρεών της και της συμμετοχής της στον κοινό αγώνα και παράλληλα οι μοναχοί της διασκορπίστηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις έξω από το 'Ορος για να γλυτώσουν από τους Τούρκους, που είχαν εισβάλει σ' αυτό, ή για να βοηθήσουν τους άλλους 'Ελληνες εναντίον του κατακτητή. 'Ετσι έμεινε πάλι έρημη -με μερικές ακόμη άλλες αγιορειτικές μονές -καθώς και τα μετόχια της που βρίσκονταν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και αλλού. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για μια δεκαετία, ύστερα από την οποία άρχισε η αποχώρηση των Τούρκων από το 'Ορος και η επιστροφή στη μονή ορισμένων παλαιών μοναχών της, που είχαν στο μεταξύ επιζήσει Καινούργιες όμως συμφορές σταμάτησαν την πρόοδο της μονής και κατέστρεψαν όλους τους κόπους και τους αγώνες των προηγουμένων περιόδων.Οι αλλεπάλληλες πυρκαγιές των ετών 1864, 1874 και 1879, που έπληξαν τη μονή, προξένησαν σ' αυτή σοβαρές ζημιές. Και αυτή μεν ξανακτίστηκε, αλλά οι μοναχοί της αναγκάστηκαν να βάλουν μεγάλα χρέη, τα οποία έφεραν κατόπιν την παρακμή της και μπήκε για μια φορά ακόμη κάτω από την κηδεμονία της Ιεράς Κοινότητος. Από το αδιέξοδο αυτό έβγαλε τη μονή ο δραστήριος προ-ίστάμενός της Θεόφιλος, που ήταν προηγουμένως Βατοπεδινός αρχιμανδρίτης, χωρίς όμως να σημειωθεί ουσιαστική αλλαγή για πολύ καιρό, παρά μόνο τα τελευταία χρόνια που συνέπεσε μάλιστα με τη μετατροπή της σε κοινόβια και σε μια στιγμή, που η διάλυσή της φαινόταν Οίγουρη από τη μια μέρα στην άλλη. Από άποψη κτιριακών εγκαταστάσεων η μονή Σταυρονικήτα είναι το μικρότερο σε έκταση από τα 20 μοναστήρια του Αγίου 'Ορους. Χαρακτηριστικός είναι ο ψηλός οδοντωτός πύργος της, που φαίνεται από μακριά και που θαρρείς έχει φυτρώσει στην είσοδό της παραμένοντας εκεί μόνιμος φρουρός της και παρατηρητής. Το καθολικό της μονής, τιμώμενο στη μνήμη του αγίου Νικολάου, είναι το μικρότερο από όλα τα καθολικά των αγιορειτικών μοναστηριών. Κτίστηκε στα μέσα περίπου του 160υ αιώνα πάνω στον παλαιότερο ναό της Θεοτόκου και ανακαινίστηκε στα 1627/8. ο νάρθηκάς του ιδρύθηκε μετά το 1630. Βρίσκεται στα ανατολικά της στενότατης αυλής της μονής και έχει αξιόλογες τοιχογραφίες Κρητικής τέχνης από τον περίφημο ζωγράφο Θεοφάνη τον Κρητικό και τον γιο του Συμεών (1546). Στις τοιχογραφίες αυτές συναντάμε και το πορτραίτο του πατριάρχη Ιερεμία Α.στη στάση του κτίτορα, που κρατεί στα χέρια του ομοίωμα του ναού. Το ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε, σύμφωνα με την επιγραφή του, το 1743, όταν ήταν ηγούμενος της μονής ο Γρηγόριος από τη Χίο. Εκτός όμως από το καθολικό, η μονή διαθέτει και μερικά ακόμη παρεκκλήσια μέσα στον περίβολό της και έξω στα διάφορα εξαρτήματά της. Επίσης σ' αυτήν ανήκουν οι 33 από τις καλύβες στον οικισμό της Καψάλας και 4 κελλιά, από τα οποία τα δύο βρίσκονται στις Καρυές. Η τράπεζα είναι ενσωματωμένη στον επάνω όροφο της νότιας πλευράς και διασώζει αξιόλογες τοιχογραφίες πιθανόν της Κρητικής σχολής. Από τα κειμήλια της μονής αξίζει να αναφερθούν εδώ η πολύ ενδιαφέρουσα ψηφιδωτή εικόνα του αγίου Νικολάου του Στρειδά (από το στρείδι που ήταν κολλημένο επάνω στο μέτωπο του αγίου όταν βρέθηκε στη θάλασσα από τους ψαράδες), που φυλάσσεται στο καθολικό, το σπουδαίο Δωδεκάορτο στο τέμπλο (1546), τεμάχια από άγια λείψανα, παλαιά ιερά άμφια, λειτουργικά-εκκλησιαστικά σκεύη κτλ. Η βιβλιοθήκη στεγάζεται σε ισόγειο διαμέρισμα βόρεια του καθολικού και περιέχει 171 χειρόγραφα, από τα οποία τα 58 καθώς και 3 λειτουργικά ειλητάρια είναι γραμμένα πάνω σε περγαμηνή. Από τα χειρόγραφα ξεχωρίζουν 0ρισμένα εικονογραφημένα (όπως οι αριθμ. 43, 50, 56 κτλ.), με πλούσια διακόσμηση. Επίσης περιέχει και ένα μεγάλο αριθμό από έντυπα βιβλία. Η μονή Σταυρονικήτα είναι η πρώτη που άλλαξε τρόπο ζωής στα τελευταία χρόνια και από ιδιόρρυθμη έγινε κοινόβια, για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες μονές. Αριθμεί 50 περίπου μοναχούς μέσα και έξω από αυτή και κατέχει τη δέκατη πέμπτη θέση στη σειρά ιεραρχίας των 20 αθωνικών μοναστηριών.
ΜΟΝΗ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
Είναι κτισμένη πάνω σ' ένα ομαλό ύψωμα κοντά στη θάλασσα, ανάμεσα στις μονές Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος, και τιμάται στο όνομα του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου). Σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι αυτό ιδρύθηκε στον 10ο αιώνα από τον όσιο Ξενοφώντα, από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Ο όσιος αναφέρεται στη βιογραφία του ιδρυτή της Λαύρας Αθανασίου Αθωνίτη και μάλιστα ότι εκείνος θεράπευσε στο Μυλοπόταμο τον αδελφό του Θεόδωρο. Οι θρύλοι ταυτίζουν τον όσιο με τον Ξενοφώντα τον συγκλητικό, που έζησε στις αρχές του 60υ αιώνα και λένε μάλιστα ότι εκείνος έκτισε το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου. Ιστορικά η μονή αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ. Βοτανειάτη. Σχετικά μαθαίνουμε από μια πράξη του Πρώτου (1083), ότι ήρθε σ' αυτήν ο μέγας δρουγγάριος (ναύαρχος) του Νικηφόρου Στέφανος, που έγινε μοναχός και ηγούμενός της με το όνομα Συμεών και φρόντισε για την ανακαίνιση και διεύρυνση της μονής με προσωπικά του έξοδα και με τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Ξέρουμε ακόμη ότι την εποχή αυτή, καθώς και αργότερα, παραχωρήθηκαν στη μονή Ξενοφώντος διάφορα μετόχια μέσα και έξω από το 'Ορος. 'Ετσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα πέρασε γενικά μια περίοδο ακμής μέχρι την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους και την οριστική υποδούλωση σ' αυτούς του Βυζαντίου. Στο Γ’ Τυπικό του Αγίου 'Ορους έρχεται όγδοη στη σειρά ιεραρχίας των μονών. Η κατοπινή ιστορία της μονής δεν διαφέρει βασικά από αυτή των άλλων μοναστηριών. 'Εχουμε και εδώ αλλεπάλληλες καταστροφές από διάφορες πειρατικές ή άλλου είδους επιδρομές και μετά ανακαινίσεις και επανορθώσεις με τη βοήθεια των Βυζαντινών κυρίως αυτοκρατόρων και από τον 160 αιώνα των ηγεμόνων των παραδουναβίων χωρών και άλλων παραγόντων. όλοι αυτοί ευεργετούν τη μονή με πολλούς τρόπους και της προσφέρουν διάφορα δώρα. Είναι το πρώτο μοναστήρι που, μετά από την ιδιορρυθμία όπου είχε πέσει προηγουμένως όλο το 'Ορος, ξανάγινε κοινόβιο με σιγίλλιο του πατριάρχη Γαβριήλ Δ’ (1784). Στην αλλαγή αυτή έπαιξε σπουδαίο ρόλο ο Καυσοκαλυβίτης ιερομόναχος και πρώτος ηγούμενός της Παίσιος από τη Μυτιλήνη, που παράλληλα ανακαίνισε και μεγάλωσε τη μονή. Στην προσπάθειά του αυτή τον βοήθησε πραγματικά ο δραστήριος σκευοφύλακας Κωνσταντίνος και ο αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας, που περιόδευσε μάλιστα σε διάφορα μέρη και συγκέντρωσε αρκετά χρήματα. Στις αρχές του περασμένου αιώνα (1817) κάηκε από πυρκαγιά ένα μεγάλο μέρος της μονής, καθώς και πολλά παλαιά έγγραφά της. Σύντομα όμως ανοικοδομήθηκε και παράλληλα διευρύνθηκε, με έξοδα τη φορά αυτή του μητροπολίτη πρώην Σαμακόβου Φιλοθέου, που, μετά την απομάκρυνση από την επισκοπή του, ήρθε και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ως μοναχός στη μονή Ξενοφώντος, Το έργο του, εξάλλου, ό,τι δηλαδή δεν πρόλαβε να τελειώσει εκείνος, συνέχισε ο ηγούμενος της μονής Νικηφόρος από την Κύμη της Ευβοίας. Τ ο νέο καθολικό της μονής κτίστηκε στα χρόνια 1809-1819 με χρήματα του παραπάνω Φιλοθέου και βρίσκεται στο βορεινό μέρος της αυλής, Είναι μεγαλοπρεπέστατο και πολύ ευρύχωρο -το μεγαλύτερο ελληνικό καθολικό στο ’Αγιον 'Ορος -, με μαρμάρινο τέμπλο ξεχωριστό ως προς το σχέδιό του και την πολυχρωμία του υλικού με το οποίο είναι κατασκευασμένο. όμοια και σύγχρονη με αυτό είναι η Αγία Τράπεζα, Δεν φέρει τοιχογραφίες, εκτός από μερικές νεότερες στην πρόθεση και στη λιτή, αλλά μέσα σ' αυτό φυλάσσονται οι δύο μεγάλες και πολύ αξιόλογες ψηφιδωτές εικόνες των αγίων Γεωργίου και Δημητρίου. Επίσης στον δεξιό χορό παρατηρεί κανείς μια σειρά από εικόνες της Δεήσεως και των δώδεκα Αποστόλων, που προέρχονται πιθανόν από το εικονοστάσι κάποιου παρεκκλησίου και χρονολογούνται στο τέλος του 160υ αιώνα. Εκτός όμως από το νέο αυτό καθολικό σώζεται εδώ και το παλαιό, που βρίσκεται λίγα μέτρα μετά την είσοδο της μονής και ο νάρθηκάς του ενσωματώνεται στη δυτική πλευρά των κελλιών και της τράπεζας. Οι πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του είναι έργο του Κρητικού ζωγράφου Αντωνίου (1544). ακολούθησαν της λιτής (1564) και τέλος του εξωνάρθηκα (1637). Στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος είναι ένα μικρό παρεκκλήσι, του Αγίου Δημητρίου, που θεωρείται το αρχαιότερο κτίσμα του μοναστηριού. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού χρονολογείται στον 170 αιώνα και διακρίνεται για τον πλούσιο και κομψό φυτικό του διάκοσμο και τα τοξωτά πλαίσια στις εικόνες του. την αρχαιότητα του τέμπλου αυτού επιβεβαιώνει, εκτός από άλλα στοιχεία, και η σχηματοποίησηστα θέματα, καθώς και η ελαφρά έξεργη, σχεδόν επιπεδόγλυφη, τεχνική του. Εκτός από τα δύο καθολικά η μονή διαθέτει ακόμη 19 παρεκκλήσια, μέσα σ' αυτή, καθώς και έξω στα διάφορα εξαρτήματά της. από αυτά μέσα στη μονή είναι τα εξής 11 παρεκκλήσια, τα τέσσερα τοιχογραφημένα και τα άλλα χωρίς τοιχογραφίες: της Αγίας Ευφημίας, των Αγίων Αναργύρων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του Αγίου Λαζάρου και Αγίου Δημητρίου, tνσωματωμένα στο παλαιό καθολικό, και του Αγίου Στεφάνου, των Εισοδίων της Θεοτόκου, των Αγίων Αποστόλων, του Αγίου Νεκταρίου και της Αγίας Τριάδος σε άλλα σημεία της μονής· επίσης ένα κελλί στις Καρυές, του Αγίου Ανδρέα, που χρησιμεύει για αντιπροσωπείο της. 'Οπως είπαμε παραπάνω, συνέχεια προς τον εξωνάρθηκα του παλαιού καθολικού διαμορφώνεται η τράπεζα της μονής με τοιχογραφίες πάλι του 160υ αιώνα (1575), που σώζονται σήμερα με μεταγενέστερες επιζωγραφήσεις. Τέλος αναφέρουμε απλώς εδώ τη φιάλη του αγιασμού, δίπλα στο νέο καθολικό (1908), το κωδωνοστάσιο (1814) και τους δύο πύργους: Αγίων Αποστόλων και Αγίου Στεφάνου. Από τα πολλά κειμήλια της μονής ξεχωρίζουν οι δύο ψηφιδωτές εικόνες στο καθολικό, για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω, ένα εικονίδιο, από τα πιο σπάνια στο είδος του, πάνω σε στεατίτη με την παράσταση της Μεταμορφώσεως, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, πολύτιμες λειψανοθήκες με τεμάχια από λείψανα πολλών αγίων, ιερά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη κτλ.. Η βιβλιοθήκη της μονής, καλά οργανωμένη, στεγάζεται σ' ένα ασφαλές διαμέρισμα της νοτιοδυτικής πλευράς της και περιέχει 600 περίπου χειρόγραφα, από τα οποία τα 8 είναι περγαμηνά. Επίσης 2 λειτουργικά -περγαμηνά -ειλητάρια, τουρκικές σφραγίδες και άλλα έγγραφα και πάνω από 7.000 έντυπα βιβλία. Στη μονή Ξενοφώντος υπάγεται η σκήτη του Ευαγγελισμού, που βρίσκεται σε απόσταση μιας ώρας περίπου προς τα ανατολικά, πάνω σε μια καταπράσινη βουνοπλαγιά με ωραία θέα προς τη θάλασσα του Σιγγιτικού κόλπου. Είναι ελληνική, ιδιόρρυθμη και ιδρύθηκε το 1760 από τον ιερομόναχο Σιλβέστρο και τους μοναχούς Ευφραίμ και Αγάπιο. Αποτελείται από το -σύγχρονό της- κυριακό και 22 καλύβες, που δυστυχώς οι περισσότερες τη στιγμή αυτή μένουν ακατοίκητες' αριθμεί μόνο 7-8 πατέρες. Η βιβλιοθήκη της περιέχει μόνο έντυπα βιβλία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μερικά παλαίτυπα. Η μονή Ξενοφώντος είναι η δέκατη έκτη στη σειρά ιεραρχίας των 20 μοναστηριών και ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα. Διαθέτει 60 περίπου συνολικά μοναχούς μέσα και έξω από αυτή.ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Το μοναστήρι του Γρηγορίου είναι κτισμένο πάνω σε θαλασσόβραχους στη νοτιοδυτική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου. Βρίσκεται ανάμεσα στις μονές Σιμωνόπετρας και Διονυσίου και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου). Κτίστηκε τον 140 αιώνα στη σημερινή του θέση, όπου δεν ξέρουμε ακριβώς τι υπήρχε προηγουμένως. βέβαιοι δεν είμαστε ακόμη και για τον ιδρυτή του. Συνήθως αναφέρονται, και πολλές φορές με κάποια σύγχυση, τα ονόματα δύο Γρηγορίων, του Σιναίτου και του «από Συριανών». Νομίζουμε ότι και οι δύο θα πρέπει να θεωρηθούν κτίτορες και ιδρυτές της μονής, ο Γρηγόριος Σιναί'της γιατί στον τόπο αυτό συγκέντρωσε την πρώτη μοναχική αδελφότητα, και ο «από Συριάνων» γιατί έδωσε στην αδελφότητα αυτή συγκεκριμένους κανονισμούς και έκτισε τη μονή με τη σημερινή της μορφή. Εκτός όμως από τα δύο αυτά πρόσωπα, η έρευνα στις ημέρες μας αρχίζει να στρέφεται προς μια άλλη κατεύθυνση, θεωρώντας ως ιδρυτή της μονής τον Γρηγόριο τον νέο Σιναίτη, μαθητή του παραπάνω Γρηγορίου, που το λείψανό του σώζεται στη Σερβία. Η μονή αναφέρεται επίσημα για πρώτη φορά στα έγγραφα των ετών 1347 και 134Β, όπου υπάρχουν αντίστοιχα τα ονόματα δύο ηγουμένων της, του Καλλίστρατου και του Καλλίστου, και αργότερα στο Γ.Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1394), που τη βρίσκουμε εικοστή δεύτερη στη σειρά όλων των τότε μοναστηριών.Επίσης συναντάμε μια ακόμη αναφορά της σε ένα σύγχρονο με αυτά πρακτικό, που έχει σχέση με τη μονή Ζωγράφου, όπου υπογράφει και ο ηγούμενος Αβέρκιος Γρηγοριάτης. Μετά από όλα αυτά εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι για την ιστορία της μονής Γ ρηγορίου κατά τους πρώτους δύο αιώνες από την ίδρυσή της οι πληροφορίες μας είναι πολύ λίγες και σποραδικές. Ο περίφημος Ρώσος περιηγητής του 1Βου αιώνα Μπάρσκυ, έχοντας υπόψη του χαμένα χρυσόβουλλα της μονής αναφέρει ότι το 1500 ανακαίνισε το μοναστήρι από τα θεμέλιά του ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Στέφανος, ύστερα από την ερήμωσή του το 1497 από άγνωστη αιτία. ακόμη ότι το επισκέφθηκε ο ονομαστός για την τιμιότητα του βίου του μοναχός Σπυρίδων. Από έγγραφο πάλι του έτους 1513 μαθαίνουμε ότι η μονή καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από Αγαρηνούς επιδρομείς. Στη συνέχεια οι ηγεμόνες της Μολδαβίας δεν σταμάτησαν να στέλνουν τις δωρεές τους στη μονή μέχρι το 1720, σύμφωνα με χρυσόβουλλα που αναφέρει επίσης ο παραπάνω περιηγητής. Εξάλλου, από άλλες πηγές πληροφορούμαστε ότι η προστασία αυτή των ηγεμόνων των παραδουναβίων χωρών συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 190υ αιώνα. Τη μονή Γ ρηγορίου αναφέρει ο Μπάρσκυ ως τη μικρότερη από όλες τις άλλες μονές και ότι αποτελούνταν από 3-4 ορόφους στο σχήμα ψηλού πύργου, με μικρό τρουλλοσκέπαστο καθολικό, 4 παρεκκλήσια, τράπεζα, αποθήκες, μαγειρείο, αρχονταρίκι, νοσοκομείο και ΒΟ κελλιά για τους πατέρες. Επίσης μας πληροφορεί για τα αξιόλογα έργα τέχνης, τα κειμήλια, καθώς και τον μεγάλο αριθμό των εγγράφων, που κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε ξανά το μοναστήρι το 1761. σώθηκαν μόνο λίγα άγια λείψανα της μονής. Το μοναστήρι τότε έμεινε έρημο για ένα χρονικό διάστημα έως ότου το ανακαίνισε από τα θεμέλια ο περίφημος σκευοφύλακάς του Ιωακείμ ο Ακαρνάν, με εράνους που πήρε από τον σουλτάνο και τις ηγεμονίες. Αυτός ήταν μοναχός εδώ από το 1740, αλλά είχε εγκατασταθεί στο μεταξύ για περισσότερη ησυχία και άσκηση στη σκήτη της Αγίας ’ννας. Από εκεί επέστρεψε, μετά από τις θερμές παρακλήσεις πολλών Γ ρηγοριατών πατέρων, και ανέλαβε το μεγάλο έργο της ανορθώσεως της μονής. Αυτό συντελέστηκε το 1783 χάρη στις αδιάκοπες προσπάθειές του και στη βοήθεια των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, καθώς και του μητροπολίτη της Ουγγροβλαχίας Γρηγορίου και πολλών Φαναριωτών. Ο Ιωακείμ, ο νέος αυτός κτίτορας της μονής, αν και την έκτισε πάλι μικρή σε έκταση, τ'ην καλλώπισε και την πλούτισε με κάθε τρόπο. Στο τέλος περίπου του 190υ αιώνα, όταν ήταν ηγούμενός της ο Συμεών από την Τρίπολη, μεγάλωσε η δυτική πτέρυγα της μονής με νέες οικοδομές. Τότε έγινε το αρχονταρίκι και ορισμένα κελλιά μοναχών (1892), καθώς και τα μαρμαρένια προπύλαιά της (1896). 'Ετσι μετά από τις προσθήκες αυτές και μερικές άλλες ακόμη, διπλασιάστηκε σχεδόν ο χώρος της μονής και πήρε τη σημερινή της μορφή, Το καθολικό του μοναστηριού, τιμώμενο στο όνομα του αγίου Νικολάου, αρχισε να κτίζεται από τον Ιωακείμ σύμφωνα με τον τύπο των άλλων καθολικών στο 'Ορος. Η τοιχογράφησή του έγινε το 1779 από τους ζωγράφους Γαβριήλ και Γρηγόριο από την Καστοριά, όπως αναφέρει η επιγραφή δεξιά - στην είσοδο, Αργότερα το 1846, όταν ήταν ηγούμενος ο Νεόφυτος, κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε ο νάρθηκάς του. Αξιόλογο θεωρείται το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού με την πλούσια διακόσμησή του και πολλές σκηνές κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη. Μέσα στον κεντρικό αυτό ναό φυλάσσονται πολλά κειμήλια και φορητές εικόνες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι μία του αγίου Νικολάου και δύο της Παναγίας, Γαλακτοτροφούσας και Παντάνασσας. η τελευταία, που διασώθηκε από όλες τις πυρκαγιές, αφιερώθηκε στη μονή, σύμφωνα με την επιγραφή της, στο τέλος του 150υ αιώνα από τη Μαρία Παλαιολογίνα, τη μητέρα του ηγεμόνα Μπογδάνου. Εκτός από το καθολικό, η μονή Γ ρηγορίου διαθέτει ακόμη τα εξής 1 0 παρεκκλήσια μέσα και έξω από τον περίβολό της: της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας (1775), του Οσίου Γρηγορίου του κτίτορος (1851 ), της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου (180ς αι), των Αγίων Πάντων στο κοιμητήρι (κτίστηκε το 1724 και τοιχογραφήθηκε το 1739), του Αγίου Μοδέστου στον αρσανά (190ς αι), του Αγίου Τρύφωνα και του Προφήτη Ηλία (νεότερα). Επίσης υπάγονται σ' αυτή τρία καθίσματα, της Παναγίας (180ς αι), και των Αγίων Αθωνιτών πατέρων (190ς αι) κοντά στη μονή και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ψηλά στο δάσος. Στις Καρυές η μονή έχει 4 κελλιά, της γπαπαντής (Ιωασαφαίοι), των Αγίων Αναργύρων (Παχωμαίοι), του Αγίου Τρύφωνα, όπου μένει ο αντιπρόσωπός της στην Κοινότητα, και του Αγίου Αθανασίου. Η τράπεζα της μονής είναι ενσωματωμένη στη νότια πλευρά της κάτω από το καθολικό' κτίστηκε μετά την πυρκαγιά μαζί και με άλλα κτίσματα στο β'μισό του 180υ αιώνα. Από τους πολλούς θησαυρούς που κατέχει η μονή, αξίζει να αναφερθούν εδώ το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου και τα λείψανα πολλών αγίων (τα πόδια και η δεξιά παλάμη της αγίας Α ναστασίας κ.ά.), δύο χρυσοκέντητοι επιτάφιοι, παλαιά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί, πολύτιμα καλύμματα Ευαγγελίων και πολλά άλλα ιερά αντικείμενα. Η θιθλιοθήκη της μονής, ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά της, εμφανίζεται σήμερα σχετικά φτωχή, αλλά πολύ καλά οργανωμένη μέσα σ' ένα μικρό θολόκτιστο διαμέρισμα της δυτικής πλευράς. Περιέχει συνολικά 297 χειρόγραφα, από τα οποία τα 11 είναι περγαμηνά και μερικά εικονογραφημένα. Εδώ φυλάσσεται και το μοναδικό στον κόσμο χειρόγραφο του Ποιμένα του Ερμά (6 φύλλα), από το οποίο δυστυχώς αφαίρεσε 3 φύλλα ο αρχαιοκάπηλος Σιμωνίδης και τα έφερε στη Λειψία. Επίσης αριθμεί 6.000 περίπου έντυπα βιβλία, ανάμεσα στα οποία μπορεί να βρει κανείς ορισμένα αξιόλογα αρχέτυπα και παλαίτυπα. Εκτός όμως από τα χειρόγραφα και τα έντυπα, σώζονται στη μονή και πολλά ενδιαφέροντα έγγραφα, σιγίλλια, κηρόβουλλα, φερμάνια κτλ.. τα παλαιότερα είναι ένα τουρκικό σουρέτι του 1429 και ένας τουρκικός πάλι βακουφναμές του 1561. Η μονή Γ ρηγορίου κατέχει από το 157 4 τη δέκατη έβδομη θέση στη σειρά της ιεραρχίας των 20 αγιορειτικών μονών και ακολουθεί τον κοινοβιακό τρόπο ζωής από το 1840. διαθέτει συνολικά 70 περίπου μοναχούς.ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ

Μετά τον αρσανά του Χελανδαρίου και δίπλα ακριβώς στη θάλασσα μέσα σ' ένα γαλήνιο ορμίσκο είναι κτισμένο το μοναστήρι του Εσφιγμένου, που γιορτάζει την Ανάληψη του Κυρίου (40 μέρες μετά το Πάσχα). Σχετικά με την ονομασία της μονής παρατηρείται μεγάλη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών , Σύμφωνα με μία γνώμη αυτή οφείλεται στη θέση της μονής ανάμεσα στους τρεις λόφους, της Ζωοδόχου Πηγής, Σαμάρειας και Γριμποβίτσας, από τους οποίους κατά κάποιο τρόπο μοιάζει σαν να περισφίγγεται. Πάνω σ' αυτό ο Ιωάννης Κομνηνός στο βιβλίο του Προσκυνητάριον του Αγίου 'Ορους του ’θωνος, ανάμεσα σε άλλα γράφει: «Ονομάζεται του Εσφιγμένου, διότι είναι ανάμεσα σε τρία βουνάκια περιωρισμένο σιμά εις τον αιγιαλόν». ’λλοι υποστηρίζουν την άποψη ότι το όνομα αυτό έχει σχέση με τον ιδρυτή ή ανακαινιστή της μονής, που ήταν κάποιος μοναχός «μονοχίτων σχοινίφ σφιγκτφ έζωσμένος». Η ίδρυση της μονής, καθώς και εκείνης του Ξηροποτάμου, αποδίδεται από την αγιορειτική παράδοση στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β ' και την αδερφή του Πουλχερία (50ς αι.), Η μονή αυτή όμως, σύμφωνα με την ίδια την παράδοση, καταστράφηκε αργότερα από ένα βράχο, που ξεριζώθηκε από το βουνό και έπεσε καταπάνω της. λένε μάλιστα ότι τα ερείπιά της σώζονται μισό χιλιόμετρο πιο πέρα από το σημερινό μοναστήρι. Αλλά -μη μπορώντας φυσικά, να στηριχθούμε στις πληροφορίες αυτές -παραμένουν για την ώρα άγνωστοι ο ιδρυτής και ο ακριβής χρόνος της ιδρύσεως της μονής Εσφιγμένου. Με κάποια βεβαιότητα μπορούμε να τοποθετήσουμε την ίδρυσή της στο τέλος του 1 Οου ή στις αρχές του 11 ου αιώνα, όπως μαρτυρούν διάφορες γραπτές πηγές της εποχής αυτής. Συγκεκριμένα για πρώτη φορά αναφέρεται στο εγκλητικό λεγόμενο γράμμα του Παύλου Ξηροποταμηνού (1016), μετά στη διαθήκη του μοναχού Δημητρίου του ΧαλΚέως (1030), όπου υπογράφει ως εκτελεστής της ο «Θεόκτιστος μοναχός καί καθηγούμενος της μονης 'Εσφιγμένου», και τέλος στο Β 'Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1046). Η μονή μέχρι την τουρκική κατάκτηση πέρασε μια περίοδο ακμής από κάθε άποψη. Σ' αυτό συνετέλεσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ηγεμόνες άλλων ορθοδόξων χωρών , όπως ο Ιωάννης Ε ' Παλαιολόγος, ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δ ' , ο δεσπότης Γεώργιος Βράγκοβιτς και άλλοι. Δυσάρεστη ίσως παρένθεση στα ευτυχισμένα αυτά χρόνια της μονής αποτελούσαν οι συνεχείς αντιδικίες της για οριακές και κτηματικές διαφορές με τη γειτονική μονή του Βατοπεδίου και οι διάφορες πειρατικές επιδρομές επίσης δύο πυρκαγιές που έλαβαν χώρα στον 140 αιώνα. Ειδικά όμως το μοναστήρι υπέφερε πολλές φορές από τις πειρατικές επιδρομές λόγω της θέσης του στο απάνεμο εκείνο μέρος της θάλασσας, που το καθιστούσε εύκολη λεία των κουρσάρων, όπως αναφέρουν σχετικά οι «ένθυμήσεις» σε τρία χειρόγραφα (αριθ. 4, 14 και 296) της μονής. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ολοκληρωτική σχεδόν ερήμωσή της, οπότε βρήκαν ευκαιρία οι διπλανές μονές Χελανδαρίου και Ζωγράφου να πάρουν διάφορα κτήματά της και να έχουμε έτσι νέες φιλονεικίες και δικαστικούς αγώνες. Η μονή κατόρθωσε να ξεπεράσει τις διάφορες καταστροφές και δυσκολίες της, όπως φαίνεται και από ένα έγγραφο του έτους 1569, που αναφέρει 51 μοναχούς να εργάζονται δραστήρια για την ανασυγκρότησή της. Αργότερα, το 1655, ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξιος, ύστερα από νέες περιπέτειες της μονής, έδωσε τη σχετική άδεια στους Εσφιγμενίτες μοναχούς να περιοδεύουν κάθε πέντε χρόνια στη χώρα του και να συγκεντρώνουν εράνους. Εξάλλου την ίδια εποχή φρόντισαν γι' αυτήν και οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Στις αρχές του 180υ αιώνα και στη συνέχεια ευεργέτησαν τη μονή οι Μητροπολίτες Μελενίκου Γρηγόριος, που ήρθε εδώ ως μοναχός της και φρόντισε για την ανακαίνισή της, και ο Θεσσαλονίκης Δανιήλ, που τακτοποίησε τα οικονομικά της και την έκανε κοινόβια, ύστερα από τη συγκατάθεση της Κοινότητας και του πατριάρχη Γερασίμου. το σχετικό σιγίλλιο εκδόθηκε από τον εθνομάρτυρα πατριάρχη Γ ρηγόριο Ε .το 1797 , που φρόντισε και για την ανοικοδόμηση της νότιας πτέρυγας που στο μεταξύ είχε πέσει. Πολλές εργασίες έγιναν επίσης την εποχή αυτή από τους ικανούς ηγουμένους της Ακάκιο, Ευθύμιο, Θεοδώρητο και Αγαθάγγελο, απότους οποίους προέρχονται όλα τα σημερινά κτίρια. Τότε λειτούργησε στη μονή για πολύ χρόνό μία αγιογραφική σχολή υπό τον ηγούμενο Λουκά, διάδοχο του Αγαθαγγέλου, που πρόσφερε σ'αυτήν πολλές υπηρεσίες. Κατά την ελληνική επανάσταση η μονή Εσφιγμένου, καθώς βρισκόταν πρώτη προς τη μεριά του κόσμου, υπέφερε πολλά από τους Τούρκους που ήρθαν εξαγριωμένοι στο 'Ορος. Αλλά και την περίοδο αυτή παρουσίαζε κάποια ανάπτυξη και πρόοδο. Το αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου καθολικό της μονής κτίστηκε από τον ηγούμενο Θεοδώρητο στα χρόνια 1806-181 0 στη θέση του παλαιότερου ναού, και σύμφωνα με τον τύπο των άλλων καθολικών. τα εγκαίνιά του έκανε ένα χρόνο αργότερα ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε ., που βρισκόταν τότε στο ’γιον 'Ορος. Στο έργο της ανέγερσης βοήθησε πολύ ο μητροπολίτης Κασσανδρείας Ιγνάτιος, που διέθεσε για το σκοπό αυτό ολόκληρη την ατομική του περιουσία. Ο ναός, ευρύχωρος και μεγαλοπρεπής, σχηματίζει στην μολυβοσκέπαστη στέγη του 8 τρούλλους, από τους οποίους ο κεντρικός είναι μεγαλύτερος. Το μαρμάρινο υλικό μεταφέρθηκε εδώ από το νησί της Τήνου, από όπου καταγόταν και ο αρχιτέκτονάς του Παύλος. Η τοιχογράφηση του ναού έγινε στα χρόνια 1811 (κυρίως ναός) και 1818 (Ιερό Βήμα) από τους Γαλατσιάνους ζωγράφους Βενιαμίν, Ζαχαρία και Μακάριο, και του νάρθηκα το 1841 από τους Ιωάσαφ, Νικηφόρο, Γεράσιμο και ’νθιμο. Σ' αυτή την εποχή ανήκουν η Αγία Τράπεζα, τα αναλόγια, τα προσκυνητάρια καθώς και το ξυλόγλυπτο κοιλόκυρτο τέμπλο (1813), που επιχρυσώθηκε αργότερα (1846) και φέρει πλούσια φυτική διακόσμηση και διάφορες σκηνές στην κάτω ζώνη του, κυρίως από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. θεωρείται από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά τέμπλα στο ’γιον 'Ορος. Τα δύο παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας και η στοά μπροστά στην είσοδο του καθολικού προστέθηκαν το 1845 από τον πατριάρχη ’ νθιμο ΣΤ ., που ήταν προηγουμένως Εσφιγμενίτης μοναχός. Μπαίνοντας στη μονή από την κύρια είσοδό της συναντάμε τη φιάλη του αγιασμού έξω από τη νοτιοανατολική γωνία του καθολικού. Κτίστηκε το 1815 από τον ηγούμενο Ευθύμιο στη θέση της παλαιάς φιάλης, που προερχόταν από τα χρόνια του Ιωάννη Ε .Παλαιολόγου, και στεγάζεται με θόλο ο οποίος στηρίζεται σε 8 κιονίσκους, ανάμεσα στους οποίους είναι τοποθετημένα μαρμαρένια θωράκια με γλυπτό διάκοσμο. Απέναντι από την πρόσοψη του καθολικού βρίσκεται η κοινή τράπεζα της μονής, που έχει σχήμα ορθογώνιο. 'Εργο και αυτή του Ευθυμίου στεγάζεται σε ανεξάρτητο οικοδόμημα μέσα στην αυλή (1810). Οι τοιχογραφίες της (1811) σώζονται πολύ μαυρισμένες από τις φωτιές που άναβαν μέσα εδώ οι Τούρκοι στρατιώτες κατά την ελληνική επανάσταση. Εκτός τώρα από τον κεντρικό ναό, στη μονή ανήκουν και 13 ακόμη παρεκκλήσια, 8 μέσα και 5 έξω από αυτή. Από τα πρώτα τα δύο σπουδαιότερα είναι των Εισοδίων και των Αρχαγγέλων , δεξιά και αριστερά στη λιτή του καθολικού. τα υπόλοιπα 6 βρίσκονται σε διάφορα σημεία της μονής: των Αγίων Αναργύρων στο νοσοκομείο, του Αγίου Ανθίμου πλάι στο ηγουμενείο, όπου γίνονται οι κουρές των νέων μοναχών, του Αγίου Γεωργίου στη νοτιοανατολική γωνία με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω από την είσοδο της μονής (1854), του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των Αγίων Νείλου του Σοφού, Νείλου του Μυροβλήτη και Ιωάννου του Ελεήμονος στην ανατολική πτέρυγα. όλα αυτά είναι χωρίς τοιχογραφίες, αλλά περιέχουν φορητές εικόνες, σε μερικές από τις οποίες διακρίνεται το χέρι του αγιογράφου Λουκά ή παπα-Λουκά. Από τα εξωτερικά παρεκκλήσια αξίζει να αναφέρουμε εδώ του Αγίου Αντωνίου Πετσέρσκυ, που βρίσκεται απέναντι από τη μονή. ο όσιος αυτός είναι ο ιδρυτής της Λαύρας του Κιέβου και ταυτόχρονα ο θεμελιωτής του μοναχισμού στη Ρωσία με βάση τους γνωστούς σ' αυτόν ελληνικούς μοναστικούς θεσμούς, Τα άλλα παρεκκλήσια είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο κοιμητήριο, του Αγίου Μοδέστου, των Αγίων Θεοδώρων και των Αγίων Πάντων. Από τα κειμήλια της μονής πολλά φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιό της, που προσωρινά στεγάζεται μαζί με τη βιβλιοθήκη των χειρογράφων πάνω από το νάρθηκα του καθολικού' υπάρχουν εδώ σταυροί, εγκόλπια, ιερά άμφια, λειτουργικά σκεύη και άλλα αντικείμενα. Επίσης ένα μεγάλο κομμάτι (3,Ο5χ2,80) από τη σκηνή του Μεγ. Ναπολέοντα, δώρο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε .προς τη μονή, το οποίο και χρησιμοποιείται μία φορά το χρόνο, την ημέρα της ΑναλήΨεως που γιορτάζει η μονή, σαν παραπέτασμα στη βασίλειο πύλη του καθολικού. Εξάλλου στο Ιερό Βήμα βρίσκεται ο λεγόμενος σταυρός της Πουλχερίας, λειΨανοθήκες και πολλά κομμάτια από λείΨανα αγίων , καθώς και μία πολύ σπουδαία βυζαντινή εικόνα πάνω σε Ψηφιδωτό, μικρών διαστάσεων (0, 15χΟ,07). σ' αυτή παριστάνεται ολόσωμος και σε μετωπική στάση ο Χριστός, ευλογώντας με το δεξί του χέρι και κρατώντας στο αριστερό χέρι το Ευαγγέλιο. Το εικονίδιο αυτό περιβάλλεται από ένα ασημένιο πλαίσιο, στο οποίο εικονίζονται οι Απόστολοι ενώ στο κάτω μέρος του είναι τοποθετημένα μικρά κομματάκια από λείΨανα αγίων. Τέλος στο παλαιό ηγουμενείο υπάρχουν φορητές εικόνες, χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, σιγίλλια και άλλα έγγραφα. Η βιβλιοθήκη, όπου ανεβαίνει κανείς από μια στενή ελικοειδή σκάλα, περιέχει 372 χειρόγραφα, από τα οποία τα 75 είναι περγαμηνά και μερικά εικονογραφημένα, ανάμεσα στα οποία και το σπουδαιότατο Μηνολόγιο, αριθμ. 14, με τις 80 μικρογραφίες του. Εδώ βρίσκονται ακόμη γύρω στις 2.000 έντυπα βιβλία, ενώ πάνω από 7.000 φυλάσσονται σε άλλο σημείο του μοναστηριού στον δεύτερο όροφο της βορεινής πλευράς. Η μονή Εσφιγμένου ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής και κατέχει τη δέκατη όγδοη θέση ανάμεσα στις 20 μονές του ’θω. αριθμεί συνολικά 65 περίπου μοναχούς.
ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος ή «των Ρώσων» ή «Κοινόβιον των Καλλιμάχηδων» ή απλώς «Ρούσικο», είναι κτισμένο σ' έναν ορμίσκο μετά τη μονή Ξενοφώντος και λίγο προτού φθάσουμε στη Δάφνη, από την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου. Τιμάται στο όνομα του αγίου Παντελεήμονος (27 Ιουλίου). Η μονή στη σημερινή της θέση, κοντά στη θάλασσα, χρονολογείται μετά το 1765 και ειδικότερα στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Παλαιότερα βρισκόταν στη θέση, όπου είναι σήμερα ΤΟ Παλαιομονάστηρο, δηλ. η παλαιά μονή του Αγίου Παντελεήμονος ή μονή του Θεσσαλονικέως, που ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα. Τότε ήρθαν στο 'Ορος μοναχοί από τη Ρωσία ή Δαλματία και εγκαταστάθηκαν πρώτα στη μονή του Ξυλουργού. Ο αριθμός τους όμως σιγά σιγά μεγάλωσε και η Ιερά Κοινότης, ύστερα από τις σχετικές ενέργειες του ηγουμένου Λαυρεντίου και του Πρώτου,-τους παραχώρησε την έρημη πια μονή του Θεσσαλονικέως η μονή του Ξυλουργού κατόπιν ξέπεσε σε σκήτη (Βογορόδιτσα) και παρέμεινε έτσι μέχρι σήμερα. Μέχρι τον 130 αιώνα δεν υπάρχει καμιά πηγή, που να μας μιλά για το μοναστήρι αυτό και την ιστορική πορεία του. Και τούτο ίσως γιατί τότε κάηκε 0λόκληρο μαζί με όλα τα έγγραφά του από μια μεγάλη πυρκαγιά. Μετά μαθαίνουμε ότι ο Ανδρόνικος Β ' Παλαιολόγος επιβεβαίωσε με χρυσόβουλλό του τα κτήματα και τα δικαιώματα της μονής, ενώ αργότερα φρόντισαν γι' αυτήν και την ενίσχυσαν οικονομικά πολλοί Σέρβοι ηγεμόνες, που της δώρισαν μάλιστα και μερικά μετόχια και διάφορα κειμήλια. Αντίθετα όμως προς την ονομασία της μονής, των Ρώσων, ο ηγούμενός της την εποχή αυτή υπογράφει πάντοτε ελληνικά. Αυτό δείχνει ότι τότε κατοικούσαν εδώ περισσότεροι 'Ελληνες παρά Ρώσοι μοναχοί, μία κατάσταση που συνεχίστηκε μέχρι τό 1497 , οπότε έγινε το αντίθετο έπειτα από την προσέλευση πολλών Ρώσων από τη Ρωσία, μετά την απελευθέρωσή της από τον μογγολικό ζυγό. Στο Γ 'Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1394) η μονή έρχεται πέμπτη στη σειρά των τότε μοναστηριών.Ύστερα όμως από μια σύντομη περίοδο ακμής ξανάπεσε σε φτώχεια, σε σημείο που αναγκάστηκε να βάλει μεγάλα χρέη με αντίκρυσμα εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια, καθώς και πολλά κτήματά της. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε έκλεισε η πύλη της μονής και όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής Μπάρσκυ, στις δύο επισκέψεις του σ' αυτή βρήκε μόνο την πρώτη φορά τέσσερις μοναχούς, δύο Ρώσους και δύο Βουλγάρους, ενώ τη δεύτερη δεν βρήκε κανένα. 'Ετσι η μονή έπεσε πάλι στα χέρια των Ελλήνων , που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις παλαιές οικοδομές της και να έρθουν κοντά στη θάλασσα, στο μέρος όπου ο επίσκοπος Ιερισσού Χριστόφορος είχε κτίσει το 1667 το μικρό εκκλησάκι της Αναστάσεως. Εκεί έκτισαν τη νέα μονή του Αγίου Παντελεήμονος με τη βοήθεια των ηγεμόνων των παραδουναβίων χωρών και πουλώντας παράλληλα τα εκεί κτήματά της. Η ανέγερση της σημερινής μονής, όπως είπαμε και στην αρχή, συντελέστηκε στο τέλος του 18ου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου κυρίως με τη συνδρομή του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη, πού έκτισε και το καθολικό της. Ο πατριάρχης Καλλίνικος Ε .έκανε τη μονή κοινόβια το 1806 και όρισε να λέγεται «Αυθεντικό Κοινόβιο των Καλλιμάχηδων». Με την επανάσταση όμως έπεσε και πάλι σε παρακμή και λίγο αργότερα μπλέχτηκε στα δικαστήρια με τη γειτονική μονή Ξενοφώντος για οριακά ζητήματα. Και ενώ μετά από όλα αυτά είχε φθάσει σε άθλια πραγματικά κατάσταση, άρχισε από το 1840 να δέχεται ξανά Ρώσους μοναχούς που πολύ σύντομα αυξήθηκαν και πλειοψήφισαν στη μονή. 'Ετσι, όπως ήταν επόμενο, το 1875 ψήφισαν δικό τους ηγούμενο για πρώτη φορά στη νέα περίοδο της μονής και το μοναστήρι έγινε πέρα για πέρα ρωσικό. Στο τέλος του περασμένου αιώνα οι μοναχοί του Αγίου Παντελεήμονος ξεπερνούσαν τους 1000, ενώ πολλοί άλλοι ομοεθνείς τους βρίσκονταν σε διάφορα άλλα σημεία του 'Ορους, Η μονή δίνει σαν οικοδομικό συγκρότημα την εντύπωση μιας μικρής πολιτείας με τις πολλές και πολυώροφες οικοδομές της και τους υψηλούς τρούλλους των εκκλησιών. Μέχρι την τελευταία τρομερή πυρκαγιά (1968) ως αρχονταρίκι χρησίμευε μία πλευρά της μονής με τη μεγάλη αίθουσα, όπου υπήρχαν πολλές φωτογραφίες των τσάρων , Από τότε λειτουργεί έξω από τον περίβολο της μονής σ' ένα από τα μεγάλα οικοδομήματα δίπλα στη θάλασσα, που προορίζονταν άλλοτε για διάφορες ανάγκες, ενώ τώρα μένουν αχρησιμοποίητα. Το καθολικό της μονής, σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή πάνω από την είσοδο της λιτής, άρχισε να κτίζεται το 1812 κάι τελείωσε το 1821. Αφιερωμένο στο όνομα του αγίου Παντελεήμονος ακολουθεί τυπολογικά το σχήμα των άλλων αθωνικών καθολικών . Η τοιχοποιία του είναι με ορθογώνιες λαξευτές πέτρες και στη στέγη του υψώνονται 8 βολβόμορφοι τρούλλοι, με τους χαρακτηριστικούς σταυρούς στην κορυφή τους' παρόμοιοι τρούλλοι υπάρχουν και στα παρεκκλήσια της μονής, Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες του περασμένου αιώνα, ρωσικής τέχνης, Επίσης ρωσικής προελεύσεως είναι και το πλούσια διακοσμημένο τέμπλο του ναού. Οι ιερές ακολουθίες σ το καθολικό με ένα σιγίλλιο του έτους 1875 ορίστηκε να ψάλλονται και στις δύο γλώσσες, στην ελληνική και στη ρωσική, πράγμα που εφαρμόζεται και σήμερα. Απέναντι από την είσοδο του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα της μονής, ανεξάρτητο ορθογώνιο κτίριο μέσα στην αυλή που ιδρύθηκε το 1890 και τοιχογραφήθηκε το 1897' είναι πολύ μεγάλη και ευρύχωρη και μπορούν να σιτιστούν σ' αυτή 800 περίπου άτομα. Πάνω από την πρόσοψη της τράπεζας υψώνεται το κωδωνοστάσιο, όπου κρέμεται ένα πλήθος από ρωσικές καμπάνες σε διάφορα μεγέθη -η μία υπερβολικά βαριά και μεγάλη -και μπροστά σ' αυτήν , αριστερά στην είσοδό της, βρίσκεται η κάπως ιδιόμορφη και διαφορετική από τις άλλες φιάλη της. Εκτός από το καθολικό υπάρχουν και πολλά άλλα παρεκκλήσια μέσα και έξω από τη μονή. Και πρώτα μέσα σ' αυτή είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο πίσω μέρος του καθολικού και του Αγίου Μητροφάνη δυτικά της βιβλιοθήκης. στο πρώτο από αυτά οι Ακολουθίες γίνονται στα ελληνικά, ενώ στο δεύτερο στα ρωσικά. Στη βορεινή πτέρυγα της μονής είναι της Αναλήψεως, του Αγίου Στεργίου, του Αγίου Δημητρίου, των Αρχαγγέλων, του Αγίου Γερασίμου, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, των Αγίων και ισαποστόλων της Ρωσίας Βλαδιμήρου και 'Ολγας και, το διαιρεμένο σε δύο ναούς, του Αγίου Αλεξάνδρου του Νεύσκυ και της Αγίας Σκέπης με πλούσια εσωτερική διακόσμηση, πολλές χρυσεπένδυτες φορητές εικόνες και επιχρυσωμένο τέμπλο. Στη νότια πλευρά από τα 8 παρεκκλήσια, μετά την πυρκαγιά έμειναν δύο, του Αγίου Σάββα και του Αγίου Νικολάου. 'Εξω από τη μονή σώζονται δύο, των Αγίων Πέτρου, Αλεξίου, Ιωνά και Φιλίππου -όλοι μητροπολίτες Μόσχας -στο κοιμητήρι και της Μεταμορφώσεως στο σημερινό αρχονταρίκι. Επίσης 5 κελλιά, του Αγίου Ευθυμίου, των Αγίων Αναργύρων, της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Γεωργίου. από αυτά τα δύο τελευταία βρίσκονται στις Καρυές και στο τελευταίο στεγάζεται το αντιπροσωπείο της μονής. Εκτός όμως από τα παραπάνω στη μονή Παντελεήμονος ανήκουν και τα εξής τέσσερα εξαρτήματα: το μετόχι της Χρωμίτσας ή Χρωμίτισσας στην αρχή της χερσονήσου προς την Ουρανούπολη, κοινόβιο με λίγους Ρώσους μοναχούς, η σκήτη του Ξυλουργού ή Βογορόδιτσα (της Θεοτόκου), κοινόβια με ελάχιστους Βουλ γάρους μοναχούς κτισμένη στην περιοχή της μονής Παντοκράτορος, η Νέα Θηβαϊδα ή Γουρνοσκήτη, έρημη στη νοτιοδυτική πλευρά του 'Ορους, και το Παλαιομονάστηρο, που παραμένει σήμερα κλειστό. Από τους θησαυρούς της μονής ξεχωρίζουν πολλές φορητές εικόνες, όπως της Θεοτόκου Ιεροσολυμίτιδος, του Προδρόμου, του αγίου Παντελεήμονος, η ψηφιδωτή εικόνα του αγίου Αλεξάνδρου Νεύσκυ και άλλες, ένα πλήθος από ιερά άμφια κυρίως ρωσικής κατασκευής, σταυροί, εγκόλπια, τεμάχια από το Τίμιο Ξύλο, λείψανα αγίων κτλ. Επίσης στο παρεκκλήσι της Αγίας Σκέπης φυλάσσονται ένα αξιόλογο ’γιο Ποτήριο και ένα πολύτιμο έντυπο Ευαγγέλιο, δώρα του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Νικολάγιεβιτς, που επισκέφθηκε το 1845 τη μονή. Πολύ πλούσια είναι η βιβλιοθήκη της μονής, η οποία στεγάζεται σ' ένα ανεξάρτητο διώροφο οικοδόμημα μέσα στην αυλή. Περιλαμβάνει 1320 περίπου ελληνικά χειρόγραφα και άλλα 600 σλαβικά, καθώς και πολλά φύλλα από περγαμηνούς και χάρτινους κώδικες μέσα σε φάκελα. Από τα πολλά εικονογραφημένα χειρόγραφα εδώ ξεχωρίζουν για την πλούσια εικονογράφησή τους δύο: το Ευαγγέλιο αριθ. 2, και οι 16 Λόγοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου αριθμ. 6. Εκτός όμως από το τμήμα των χειρογράφων της η βιβλιοθήκη περιέχει και πάνω από 20.000 έντυπα βιβλία, ελληνικά και ρωσικά, όπου υπάρχουν μάλιστα και πολύ σπουδαίες παλαιές εκδόσεις. Η μονή Παντελεήμονος ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα από το 1803 και κατέχει τη δέκατη ένατη θέση στη σειρά της ιεραρχίας των 20 μοναστηριών στον ’θω. αριθμεί 30 περίπου μοναχούς, από τους οποίους ένας είναι 'Ελληνας.
ΜΟΝΗ ΚΩΝΣΤΑΜΟΝΙΤΟΥ

Η μονή Κασταμονίτου βρίσκεται σε μια από τις πιο γραφικές τοποθεσίες του 'Ορους κατά το μέρος του Σιγγιτικού κόλπου, αθέατη, κτισμένη μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος και σε απόσταση μισής ώρας περίπου από τη θάλασσα, όπου φαίνεται μόνο ο αρσανάς της. 'Εχει από τη μια μεριά τη μονή Ζωγράφου και από την άλλη του Δοχειαρίου και τιμάται στη μνήμη του πρωτομάρτυρα αγίου Στεφάνου (27 Δεκεμβρίου). Τόσο η ίδρυση όσο και η ονομασία της μονής χάνονται μέσα στις διάφορες παραδόσεις. Μία από αυτές τη θέλει ιδρυμένη στον 40 αιώνα από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ή τον γιο του Κώνσταντα, από όπου δήθεν θα πρέπει να ονομάζεται Κωνσταμονίτου. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση η ίδρυση της μονής οφείλεται σε κάποιον ασκητή που καταγόταν από την Κασταμονή της Μ. Ασίας ή που ονομαζόταν Κασταμονίτης, όνομα που το συναντάμε συχνά στους Βυζαντινούς και μάλιστα στα χρόνια που συμπίπτουν με την ίδρυση της μονής. έτσι αυτή θα πρέπει να ονομάζεται Κασταμονίτου. Θεωρούμε όμως απίθανη την άποψη μερικών ερευνητών , οι οποίοι ετυμολογούν την ίδια αυτή λέξη από τις πολλές καστανιές που υπάρχουν κοντά στη μονή . Ιστορικά η μονή αναφέρεται σε διάφορα κείμενα ήδη από τον 11 ο αιώνα. Πιο καθαρά όμως μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία της μονής από τις αρχές του 140υ αιώνα, όταν καταστράφηκε από τους Καταλανούς πειρατές, όπως και τόσες άλλες μονές του Αγίου 'Ορους. Από τότε έχουμε πληροφορίες για ορισμένες προσπάθειες που έγιναν για την ανοικοδόμησή της και για την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας της. Σχετικό με το δεύτερο θέμα είναι ένα χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε .Παλαιολόγου (1351), όπου μάλιστα γράφεται με την ονομασία Κωνσταμονίτου. Με τη ίδια αυτή επωνυμία τη βρίσκουμε και στο Γ ' Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1394), όπου έρχεται δέκατη έκτη στη σειρά των 25 τότε μοναστηριών , καθώς και σ' ένα χρυσόβουλλο του Μανουήλ Β .Παλαιολόγου, που, ανάμεσα σε άλλα, καθορίζει και τα σύνορα της μονής. Ως ευεργέτες και ανακαινιστές της μονής αξίζει επίσης να αναφερθούν ο ηγεμόνας Γεώργιος Βράγκοβιτς και η πριγκίπισσα της Σερβίας ’ννα η Φιλανθρωπινή, ο αρχιστράτηγος της Σερβίας Ράδιτς, που παραιτήθηκε από το αξίωμά του και ήρθε και μόνασε εδώ με το όνομα Ρωμανός, και άλλοι, Παρ' όλα όμως αυτά, τα κατοπινά χρόνια δεν ήταν και τόσο ευνοϊκά για τη μονή Κασταμονίτου. Με την επικράτηση των Τούρκων σ' ολόκληρο τον ελληνικό χώρο φαίνεται ότι είχε και αυτή την ίδια τύχη με τις άλλες μονές. ’ρχισαν οι μεγάλοι φόροι, που σε συνδυασμό και με άλλες κακοτυχίες της μονής την έρριξαν σε μια βαριά και διαρκή οικονομική κρίση. Μια καλή εικόνα της μονής στα χρόνια αυτά μας δίνουν ο μητροπολίτης Σάμου Ιωσήφ, που το 1666 βρήκε σ' αυτή μόνο 6 μοναχούς, και το σιγίλλιο του πατριάρχη Νεόφυτου Ζ ., με το οποίο έγινε κοινόβια με ηγούμενό της τον ιερομόναχο Γαβριήλ . η αλλαγή όμως αυτή λόγω της συνεχιζομένης φτώχειας και ακαταστασίας πραγματοποιήθηκε μόνο αργότερα, το 1818, όταν έγινε ηγούμενος ο Χρύσανθος, που εργάστηκε πολύ για την ανόρθωση της μονής. Στα ίδια αυτά χρόνια (1819-20) η Βασιλική, γυναίκα του Αλή πασά, έδωσε αρκετά χρήματα στον παραπάνω ηγούμενο, που βρισκόταν τότε στα Γιάννενα, με τα οποία αυτός ήρθε και ανοικοδόμησε ένα μέρος της μονής. Μερικές όμως οριακές διαφορές με τη γειτονική μονή Δοχειαρίου την ταλαιπώρησαν για μία ακόμη φορά. 'Ετσι χρειάστηκε να έρθει εδώ ο δραστήριος μοναχός Συμεών , που έγινε και ηγούμενός της, και ο οποίος, στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, συγκέντρωσε πολλές δωρεές, κυρίως από τη Ρωσία, και φρόντισε πραγματικά για τη μονή, την οποία και ανακαίνισε σε πολλά σημεία της. Τότε κτίστηκε και η βορεινή πλευρά, ανοικοδομήθηκε το καθολικό και η μονή ξεχρεώθηκε από τα μεγάλα χρέη της, Το σημερινό καθολικό της μονής, αφιερωμένο στη μνήμη του αγίου Στεφάνου, είναι νεότερο, όπως είπαμε παραπάνω, κτισμένο στα χρόνια 1860-71 στα ερείπια του παλαιότερου ναού. Ακολουθεί τον αγιορειτικό τύπο, χωρίς τοιχογραφίες, με μαρμαρόστρωτο το δάπεδό του και μαρμάρινο επίσης το τέμπλο του (1867). Εκτός όμως από τον κεντρικό αυτό ναό διαθέτει 4 ακόμη παρεκκλήσια μέσα στον περίβολό της και άλλα 5 έξω από αυτόν. Τα πρώτα είναι τα εξής: [α] της Θεοτόκου (1871) με πολύ κομψό και ιδιότυπο ξυλόγλυπτο τέμπλο, πάνω στο οποίο φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας, που έκαμε αρκετά θαύματα στη Ρωσία κατά την εκεί «ζητεία» του ηγουμένου και νέου κτίτορα της μονής Συμεών στα χρόνια 1872-76 [β] του Αγίου Κωνσταντίνου, που χρησιμοποιήθηκε ως καθολικό, όταν κατεδαφίστηκε το παλαιό και μέχρι να ανοικοδομηθεί το νέο με λίγες νεότερες, περισσότερο λαϊκής τέχνης, τοιχογραφίες [γ] των Αγίων Πάντων, μικρό και κατανυκτικό παρεκκλήσι και [δ] του Αγίου Νικολάου, μεγαλύτερο, στο νοσοκομείο-γηροκομείο της μονής. Τα ευρισκόμενα έξω από τη μονή παρεκκλήσια είναι: [α] των Αρχαγγέλων στο κοιμητήρι, με παλαιότερα βημόθυρα, [β] της Αγίας Τριάδος σε μία περίοπτη θέση, [γ] της Παναγούδας, μέσα στη ρεματιά, με αξιόλογες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, [δ] του Αγίου Αντωνίου στη θέση της παλαιάς μονής του Νεακίτου με ωραίο τέμπλο του 1670 και [ε] του Αγίου Νικολάου στον αρσανά, που όμως δεν λειτουργείται γιατί βρίσκεται σε διαφιλονεικούμενη από τις μονές Κασταμονίτου και Δοχειαρίου περιοχή και γιατί, κατά την παράδοση, εκεί γεννήθηκε παιδί στα χρόνια της επανάστασης, όταν είχε βρει καταφύγιο στο 'Ορος ο άμαχος πληθυσμός της Χαλκιδικής. Από τα κειμήλια της μονής αξίζει να αναφέρουμε εδώ τις τρεις παλαιές και θαυματουργές εικόνες, μέσα στο καθολικό. Η μία είναι του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, που χρονολογείται πιθανόν στον 8ο αιώνα και σύμφωνα με την παράδοση ήρθε στο 'Ορος από τα Ιεροσόλυμα στην περίοδο της εικονομαχίας μόνη της κατά θαυμαστό τρόπο. παρουσιάζει ίχνη από πυρκαγιά στο κάτω μέρος της και μια σχισμή στο αριστερό μάτι. Οι άλλες είναι της Θεοτόκου Οδηγητρίας (12ος αι.), την οποία δώρισε στη μονή, καθώς λένε, η ’ννα Φιλανθρωπινή, και της Θεοτόκου Αντιφωνήτριας, για την οποία υπάρχει ο θρύλος ότι γέμισε ένα πιθάρι που βρισκόταν κάτω από την εικόνα της με λάδι την παραμονή του αγίου Στεφάνου και το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα στη μονή. σχετικά λένε ότι «αντιφώνησε», δηλαδή διαβεβαίωσε για το θαύμα αυτό τον υπεύθυνο μοναχό, τον δοχειάρη, που στεναχωριόταν για την έλλειψη του λαδιού και μάλιστα στην πιο επίσημη ημέρα της μονής, Επίσης υπάρχει ακόμη και μια μικρή εικόνα πάλι του αγίου Στεφάνου, που ανήκει στον 16ο αιώνα, τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, κομμάτια από λείψανα πολλών αγίων μέσα σε θαυμάσιες και κομψές λειψανοθήκες, σταυροί, ιερά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη, ένας πολύ αξιόλογος βυζαντινός επιτάφιος, πολύτιμο Ευαγγέλιο με αργυρόχρυση επένδυση, δώρο της Βασιλικής, καθώς και πολλά χρήσιμα έγγραφα, χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα κτλ. Η βιβλιοθήκη της μονής στεγάζεται πάνω στο νάρθηκα του καθολικού και περιέχει 110 χειρόγραφα, από τα οποία τα 14 είναι σε περγαμηνή, καθώς και ένα μεγάλο αριθμό από έντυπα βιβλία. Η μονή Κασταμονίτου κατέχει την εικοστή θέση ανάμεσα στα αθωνικά μοναστήρια και ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής και διοίκησης' αριθμεί συνολικά 35 περίπου μοναχούς.
Ι. Μ. Χατζηφώτης
Οι θησαυροί του Αγίου Όρους
Ιστορία - Μνημεία - Κειμήλια
Απογευματινή
Απογευματινή
from ανεμουριον https://ift.tt/34yLoNO
via IFTTT













