| ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΗΣ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ, ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΓΟΡΕΥΕ ΜΗΝΥΣΕΙΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟ. ΤΟ ΘΕΜΙΔΟΣ ΜΕΛΑΘΡΟΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΗΝ ΤΟΥ ΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ... |
— Και προσέξετε· μη με βλέπετε έτσι κακοσουλούπωτο και αμελητέο· εμένα όλες οι πόρτες και οι πορτίτσες όλου τον Τύπου είναι ανοιχτές και τα καλοδέχονται τα γραφόμενα μου. Τότε μόνον ξυπνούν οι απαίσιοι. Και,
— Μπα, ποιος είναι αυτός ο κομπορρήμων επαρχιώτης, που τους θεούς κοντάει να απειλεί και τους δαιμόνους να φοβερίζει; Και κάτι ψυλλιάζονται... Ένας φόβος θολός και απροσδιόριστος τους τριγυρνά. Και για να έχουνε ήσυχους τους πισινούς τους, παν και ρωτάνε... Κι αλλάζουνε τη ρότα τους, κι εκεί που λένε να με εμβολίσουν με πλευρίζουνε πλαγίως...
Και τον έμαθαν και τον πλεύρισαν τον Σκαρίμπα (μόνο που δεν βγήκε τίποτε για ελόγου τους) και κάποτε τον έκαναν και μόδα και διαβάστηκαν τα έργα του και στον καιρό της Δικτατορίας παίχτηκε από την κυρία Ριάλδη «Ο ήχος του κώδωνος». Κι έπαιρναν το τρένο οι φοιτητές να πάνε στη Χαλκίδα να τον γνωρίσουν...
Έτσι γνώρισα κι εγώ τον Σκαρίμπα κι ήμουν διπλά περήφανος που ήταν και συντοπίτης μου. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως αυτά που έκανε και έλεγε δεν ήταν παραξενιές, αλλά εκφράζανε το ανυπότακτο πνεύμα του καθότι αναρχικός και εικονοκλάστης και μέχρι τα τελευταία του υπαγόρευε μηνύσεις σε διάφορους συμπολίτες του, ακόμη και από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Κι έτσι την πλήρωνε και ο υδραυλικός και ο ταχυδρόμος!.. Και υπάρχουν αυτές οι μηνύσεις στην Εισαγγελία Χαλκίδος και θα άξιζε κάποτε να εκδοθούνε, γιατί φωτίζουν πολλά στοιχεία του χαρακτήρα του, αλλά και τη μίζερη κοινωνική πραγματικότητα μιας επαρχιακής πόλης...
Κάποτε δεν άντεξε την τιμή που του έκανε ο δήμαρχος κύριος Σπανός, βλαστήμησε «την πουτάνα τη θάλασσα που τη γαμούν τα ψάρια, που τη γαμάει κι ο κάβουρας με τα στραβά ποδάρια», γι’ αυτό ζήτησε τάχαμου να πάει προς νερού του και την κοπάνησε...
Μιαν άλλη φορά είχε εξομολογηθεί στην Τόλη Καζαντζή, πως τον αναζήτησε η κυρία Κοτοπούλη που είχε πάει στη Χαλκίδα να παίξει με το θίασό της, γιατί δεν τον είδε μετά το τέλος της παράστασης και κατάλαβε πως δεν τον είχαν καλέσει, ως απόβλητο της πόλης. Και τους ζήτησε να την πάνε στο σπίτι του και επήρε την εκδίκησή του ο μπαρμπα-Γιάννης...
Είναι πολλά τα περιστατικά που συνέβαιναν με ήρωα τον αληθινό Σκαρίμπα που τον αντιμετωπίζανε σαν τρελό της γειτονιάς οι Χαλκιδαίοι, και πολλά έχει καταγράψει η κυρία Χατζηγιάννη, καθώς και τον σαρκασμό του για την υποκριτική συμπεριφορά και την ηλιθιότητα που βασίλευε στις καθωσπρέπει κυρίες - κοινωνίες...
— Οι λιλιά φορούσες που συντσιμπουσιάζονται υπέρ των απόρων της πόλεως του δη ευνόμονες να είναι για την χριστιανική ισοτιμία τους... μπορεί να είναι αθώοι, ένοχοι ή υπεύθυνα ανεύθυνοι, εμένα, όμως, μου κάθονται στο στομάχι...
Αν μελετήσει κανείς τα βιβλία του κι έχει δει αυτόν τον κοντούλη, κακοσουλούπωτο άνθρωπο να παίζει Καραγκιόζη για τα παιδιά που υπεραγαπούσε αλλά και για τους γειτόνους, που από ένα σημείο και πέρα τον υποδέχτηκαν κατανάγκη, τότε θα καταλάβει πως δεν ήταν γραφικός, ιδιότροπος, παράξενος και ο τρελός του χωριού, αλλά η ψυχή και η ζωή των πραγμάτων που οι άλλοι όχι μόνον δεν καταλάβαιναν αλλά και προσπερνούσαν...
Δυστυχώς και ευτυχώς κι αυτό έχει να κάνει με το εκ των υστέρων, κάθε πόλη και χωριό έχει την υπερηφάνεια του και καμαρώνει όταν κάποιος ξεχωρίζει, διακρίνεται και τιμάει τον γενέθλιο τόπο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό όπως ο Σκαρίμπας που ταυτίστηκε με τη Χαλκίδα.
Η Χαλκίδα έχει και σήμερα και για πάντα τον Σκαρίμπα της, αν και ξενομερίτης ήρθε, έζησε, έγραψε, ύμνησε και χλεύασε την τοπική κοινωνία και μετεωρίστηκε πάνω από τα τρελά νερά του Ευρίπου, στη μοναδική γέφυρα που ενώνει τη Στερεά με την Εύβοια, ζώντας και ίσως να μην είναι τυχαίο απέναντι στον Καράμπαμπα και κάτω από το πανέμορφο κάστρο... Για το πώς, καλύτερα να μην το πούμε· όσο για το δωματιάκι που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού, δεν πλήρωσε ποτέ το νοίκι του...
Ο Σκαρίμπας ταυτίστηκε ψυχή τε και σώματι με την καθημερινή ζωή της Χαλκίδας. Με τον ψαρά και τον ταβερνιάρη, όπως εκπληκτικά μας μεταφέρει ο Τόλης Καζαντζής στο βιβλίο του «Μια μέρα με τον Σκαρίμπα». Αισθανότανε πως του είχε χαριστεί η επί γης βασίλεια των ουρανών· γι’ αυτό έλεγε: «Δεν θα ήμουνα, λοιπόν, αγνώμων και καταπλεονέ κτης αν αποζήταγα εγκόσμιες προίκες και πανωπροίκια; Αστεία, αστειότατα πράγματα. Αυτά είναι για κείνους που ζούνε μέχρι να πεθάνουμε. Και γι’ αυτό φοβούνται τόσο, εν ζωή, τον θάνατό τους, μ’ αποτέλεσμα να πεθαίνουν κάθε μέρα χίλιες φορές από το φόβο τους. Ενώ εγώ, ποιον θάνατο να φοβηθώ, που κάθε μέρα ξαναγεννιέμαι, πεθαίνω κι ανασταίνομαι εν ευφροσύνη...
Λυτρωμένος ο Σκαρίμπας εν πολλοίς από τη ματαιότητα των ανθρωπίνων επιδιώξεων ήταν αυτός που πήρε τη ρεβάνς. Και εκεί που δεν του έδιναν σημασία τώρα τον τιμάνε πολλές φορές με τα καραγκιοζιλίκια τους ακόμη και με μεγαλόσταυρους αυτόν που πλήρης ημερών σάρκασε και την αδυναμία του να πιστέψει. Και κάλεσε τον παπά λίγο πριν πεθάνει να μεταλάβει και τον ξαπόστειλε καθώς το γράψανε και οι εφημερίδες της εποχής…
Κι ήθελε ακόμη και την τελευταία στιγμή να παίξει και με το Θεό του ο αθεόφοβος…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ / Η ΧΑΛΚΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ / ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ / Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / ΑΘΗΝΑ / 6.4.1997
from ανεμουριον https://ift.tt/3cvZLHB
via IFTTT