Εις ανάμνησιν...

Η παραλία της Χαλκίδας, το λιμάνι και η γέφυρα του Ευρίπου, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της πανέμορφης πόλης
ΣΤΑ ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ της δημοσιογραφικής μας διαδρομής είναι κάποιες στιγμές που, σε πείσμα του χρόνου, επιβιώνουν σαν να ήταν χθες. Ξεφεύγουν από τις συνήθεις επαγγελματικές αναμνήσεις, γίνονται αναμνήσεις προσωπικές, καταγραμμένες προπαντός στο μαγνητόφωνο της καρδιάς.

Μια απ’ αυτές και η γνωριμία με τον Γιάννη Σκαρίμπα. Αφησε εικόνες ανεξίτηλες και μια φωτογραφία μαζί του, αφορμή για να μου ζητηθεί τούτο το σημείωμα. Μια φωτογραφία η οποία, περίεργο γιατί, όλα αυτά τα χρόνια έμεινε στον τοίχο, ανάμεσα σε εκείνες προσφιλών απελθόντων από το μάταιο τούτο κόσμο, τόσο οικεία σε όλους, ώστε ο νέος της οικογένειας, όταν ήταν μικρός, να λέει: «Αυτός, νομίζω, ήταν ο παππούς της μάνας μου...».

Χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες, λοιπόν, τούτο το σημείωμα, γράφτηκε με επίγνωση ότι σε ένα αφιέρωμα για τον ιδιότυπο αιρετικό των Γραμμάτων μας δεν θα είχε βάρος άλλο από εκείνο της απλής προσωπικής μαρτυρίας. Της ανάμνησης από μια συνάντηση, στη συγκεκριμένη εποχή που αποκλήθηκε «μεταπολίτευση», με την Ιστορία παρούσα παντού γύρω και τους διανοούμενους ανοιχτό βιβλίο σε όλους.

Ηταν Ιούλιος του 75, πρωθυπουργεύοντος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η Μελίνα Μερκούρη, παρά τη διεθνή φήμη που ερχόμενη στην Ελλάδα έφερνε μαζί της, δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί βουλευτής. Ονειρευόταν να στρατευθεί στο γυναικείο κίνημα και έφτιαχνε κοινωνικές εκπομπές και εκπομπές για την Κύπρο, που η κρατική τηλεόραση αρνιόταν να τις προβάλει.

Ανάμεσά τους και μια ταινία για το τσιφλίκι του Μπέκερ στο Προκόπι της Εύβοιας και τις κινητοποιήσεις των χωρικών για να το αποκτήσουν. Τα γυρίσματα γίνονταν σε επανειλημμένες επισκέψεις, ο Ζυλ Ντασσέν έδινε σκηνοθετικές οδηγίες, βοηθούσε η Μανουέλα, φωτογράφιζαν ο Αρης Σταύρου και ο Σταύρος Χασάπης. Παραγωγός ο Δημήτρης Πόντικας και σε ρόλο «δημοσιογραφικών συμβούλων» ο Γιώργος Λιάνης και η γράφουσα, νεοπροσληφθείσα στη νιόβγαλτη «Ελευθεροτυπία» των 72 συντακτών.

Σκηνοθετημένος εναγκαλισμός...

Μετά ένα πρωινό γύρισμα, ντάλα μεσημέρι, η ακάματη Μελίνα είχε την ιδέα για μια επίσκεψη στον Γιάννη Σκαρίμπα, στην κοντινή Χαλκίδα. Ήθελε πολύ να τον γνωρίσει και, γιατί όχι, με αφορμή το επίμαχο χτήμα, να του έπαιρνε μια συνέντευξη για τις εκπομπές της. 

Σαν να ήταν χθες, λοιπόν, η ταπεινή μονοκατοικία, σε μια ανηφόρα δίπλα στη γέφυρα του Ευρίπου. Η αυλή γεμάτη κότες και πιτσιρικάδες της γειτονιάς, οι οποίοι έκπληκτοι από το παράξενο μπουλούκι με τη λευκοντυμένη ψηλή ξανθιά εμπρός και πίσω τους υπόλοιπους -συνεργείο, κάμερες, ηχοληπτικά και τα καινοφανή μικρά δημοσιογραφικά μαγνητόφωνα στον αέρα- βάλθηκαν να φωνάζουν: « Μπαρμπα-Γιάννηη-ηη, μουσαφίρηδες...».
Η Φανή Πετραλιά με τον συγγραφέα στο σπίτι του, τον Ιούλιο του 1975.
Και ο μπαρμπα Γιάννης να προβάλλει στο κεφαλόσκαλο. Κοντός, λιπόσαρκος, ηλιοκαμμένος μέσα στο φαρδύ του πουκάμισο, τα χέρια βαθιά στις τσέπες του φαρδιού πανταλονιού. Συνοφρυωμένος, εμφανώς απορημένος με τα όσα συνέβαιναν μπροστά στην πόρτα του. Η Μελίνα, ανυπόμονη να τον χαιρετάει ανεμίζοντας το πλατύγυρο καπέλο, να τρέχει προς τη σκάλα. Δυο δυο τα σκαλιά κι η τεράστια αγκαλιά της, μην υπολογίζοντας τη διαφορά στα ύψη, να κλείνει στο κενό, αφήνοντας εκτός κι από κάτω την ασκητική κεφαλή του εμβρόντητου οικοδεσπότη. Η αναγνώριση, φιλιά σταυρωτά και ο ενθουσιασμός του οπερατέρ που ζητούσε την επανάληψη της αυθόρμητης σκηνής με τα χέρια της Μελίνας να χαμηλώνουν και τον γελαστό τώρα μπαρμπα Γιάννη να σηκώνεται στις άκρες των παπουτσιών. Ο δεύτερος, σκηνοθετημένος εναγκαλισμός πέτυχε στην εντέλεια.

Ακολούθησαν ευγενικοί λόγοι εκατέρωθεν και αναθέματα για την προσφάτως καταποντισθείσα χούντα. Εποχή που ήταν, η ζωηρή συζήτηση στράφηκε πρωτίστως γύρω από την ελευθερία, τη δημοκρατία, το μεγαλείο του λαού, τις ελπίδες των νέων, την Ιστορία. Κι ακολούθησαν τα γράμματα, και οι τέχνες και ο αγαπημένος του Καραγκιόζης.

Παντού στίβες βιβλία και στο βάθος φύλακας-άγγελος η ευγενής και σιωπηλή κόρη του, λεπτή κυρία με φουντωτά μαύρα μαλλιά.

Έτοιμες απαντήσεις

Δίπλα στο τραπέζι-γραφείο, πάνω στην μπάντα του τοίχου, μια πρωτότυπη ταπετσαρία: κομματάκια χαρτί, διπλωμένα και καρφιτσωμένα κατά σειρές. Μας εξήγησε ότι ήσαν έτοιμες απαντήσεις για τους Αθηναίους δημοσιογράφους, οι οποίοι τον είχαν ανακαλύψει πρόσφατα και τον είχαν κάνει «της μόδας». Με «ειδικές αποστολές» στη Χαλκίδα και «αποκλειστικές» συνεντεύξεις στις οποίες όλοι, λίγο πολύ, του απηύθυναν τις ίδιες ερωτήσεις. «Γι’ αυτό κι εγώ -εξήγησε- κάθησα και τους ετοίμασα τις απαντήσεις, τις ξεκαρφιτσώνω, τους τις δίνω προς αντιγραφήν και ησυχάζω απ’ τα τσιμπούρια». Ναι, τέτοια διαβολική ευρεσιτεχνία ο μπαρμπα-Γιάννης!

Πήρε χαρτί και μολύβι και με μεγάλα γράμματα αυτοσυστήθηκε: «Γιάννης Σκαρίμπας, συνταξιούχος τελωνειακός, διασαφιστής και τάχα λογοτέχνης, συν κιόλας απαράσημος». Για να συμπληρώσει, στη συνέχεια, σε άλλο χαρτί: «Ανάξιος απόγονος ορεσειβίων προγόνων».

Μιλούσε αφοριστικά για θέματα που του κάναν κέφι. Είπε για τη νωπή ακόμη εφτάχρονη δικτατορία: «Επρόκειτο περί του αιωνίου σκυλοκαυγά συμφερόντων». Και για τον προσφιλή τότε προβληματισμό περί του κατεστημένου: «Το ελεεινό κατεστημένο είναι υπόθεση παλιότερη κι απ’ την πυραμίδα του Χέοπα. Γεννήθηκε τη μέρα που ένας άνθρωπος ξεστόμισε, «Αυτό είναι δικό μου».

Για τις εμμονές του σχετικά με την Ακαδημία Αθηνών: «Κουκουβαγείον όπου διαπρέπουν πολλοί». Για τους ακαδημαϊκούς: «Δημοκρατία γι’ αυτούς είναι όταν ακούσεις αλαφριά χτυπήματα πρωί στην πόρτα σου, να ξέρεις ότι είναι ο γαλατάς και όχι ο χωροφύλακας. Ωσάν να είναι πιθανό να τους βροντάει αυτονών νύχτα την πόρτα χωροφύλακας. Οι δικαιωματατζήδες...».

Και για την πολυσυζητημένη σχέση του με τη γλώσσα: «Εγώ τη γλώσσα τη βάζω κάτω και της αλλάζω τον αδόξαστο. Γίνεται ζυμάρι στα χέρια μου».

Λοιδόρησε τους «εθναμύντορες», τους «μοραλιστές», τους «πατριδοκάπηλους», τα «παράσημα», τις «χορηγίες», τις «προσωπικότητες», τους «ευπρεπιστές της γλώσσας», τους «λιποτάχτες της ανθρώπινης στάσης». Τους «σταυροκοπήτες και λευτεραντζήδες και κυριελέδες» και όλους όσων «γαστριμαργούν τα στομάχια από το αγαπάτε αλλήλους και τις... γαρίδες».

Σάρκασε την πενιχρή του σύνταξη, μας κέρασε από το ούζο που έπινε και μας κάλεσε για αύριο, στην καθημερινή του βόλτα στις άκρες της Χαλκίδας, από τις εφτά μέχρι τις δέκα το πρωί. Θα περνάγαμε -είπε- καλά, όμως μετά θα μας άφηνε γιατί του έμενε «λίγη ζωή και πολλή δουλειά». Είχε χρωστούμενα με το διάβασμα, τον Εντγκαρ Πόε και την ποίηση «εγγύς της λυρικής».

Ο αδέκαστος κριτής

Εκείνο τον καιρό είχε μόλις τελειώσει τον τρίτο τόμο του «Το '21 και η αλήθεια», ενώ στο συρτάρι -μας πληροφόρησε- μέναν κλεισμένα δεκατέσσερα θεατρικά έργα. «Οποιος θέλει, ας τα ζητήσει, εγώ δεν τα στέλνω σε κανέναν και προπαντός σε κανέναν εκ των δήθεν κριτικών».

Αργότερα, από δημοσίευμα στο περιοδικό «Διαβάζω» θα μάθαινα ότι, πριν από χρόνια είχε και ο ίδιος υπάρξει κριτικός. Με τους απολύτως, όμως, δικούς του όρους, στα «Ευβοϊκά Γράμματα», όπου, προκειμένου να διασφαλίσει την ανωνυμία και την αντικειμενικότητά του, έπεισε δι’ αλληλογραφίας τον εκδότη να τοποθετεί το προς κρίσιν βιβλίο έξω από τη Χαλκίδα, κάτω από μια μεγάλη πέτρα, όπου μετά τέσσερις μέρες και εκείνος με τη σειρά του, άφηνε τη βιβλιοκρισία του.

Λυπήθηκα εκ των υστέρων, γιατί δεν την ήξερα τότε αυτήν την πτυχή της πολύτροπης πνευματικής του προσφοράς. Ίσως όχι τόσο για να μου αναπτύξει την αντίληψή του για τον αδέκαστον της κριτικής, όσο για να μου διευκρινίσει, αν όντως, όπως λεγόταν, η υπ’ αυτού υποδειχθείσα πέτρα βρισκόταν μέσα στο εβραϊκό νεκροταφείο της Χαλκίδας.

ΦΑΝΗ ΠΕΤΡΑΛΙΑ
Η ΧΑΛΚΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997


from ανεμουριον https://ift.tt/2woQzEe
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη