του PETER MYRIAN
Ο φιλελληνισμός ως ενεργό κίνημα προέκυψε μετά το 1821, όταν ήδη οι «ραγιάδες» είχαν πάρει αποφασισμένοι τα όπλα. Προϋπέθετε, δηλαδή, την εξέγερση, η οποία και κίνησε τη συμπάθεια ή τον θαυμασμό των Ευρωπαίων. Στους προηγούμενους αιώνες, ανάλογης έκφρασης φιλελληνική κίνηση δεν υπήρχε. Διαπρεπείς Ευρωπαίοι με δηλωμένο ενδιαφέρον και συμπάθεια προς τους Νεοέλληνες, όπως οι: Κρούσιος, Βολταίρος και Χέλντερλιν, ήταν μεμονωμένες εξαιρέσεις. Μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης, οι περιηγητές που έφταναν κατά κύματα, κουβαλούσαν την εξιδανικευμένη εικόνα της κλασικής αρψαιότητας και είχαν σταθερά προσηλωμένο το ενδιαφέρον τους στις μετόπες του Παρθενώνα ή σε ανάλογα άλλα μνημεία. Οι Νεοέλληνες συνιστούσαν μεν το ζωντανό και γραφικό στοιχείο του σκηνικού αλλά παρέμεναν εξαχρειωμένοι Οθωμανοί υπήκοοι.Ακόμη κι αυτός ο Βύρωνας, στο πρώτο του ταξίδι έφτασε ως αρχαιολάτρης, ακολουθώντας μάλιστα μία από τις συνηθισμένες ως τότε διαδρομές των ξένων περιηγητών. Ωστόσο, αυτός, ο πιο εκκεντρικός των ρομαντικών, ήρθε στο πρώτο του ταξίδι (Σεπτ. 1809 - Απρ. 1811) ως προσκυνητής του ένδοξου παρελθόντος, για να καταλήξει στο δεύτερο (Αυγ. 1823 - Απρ. 1824) υπέρμαχος της ανεξαρτησίας της Νέας Ελλάδας. Η μεταστροφή του Βύρωνα γίνεται εμφανώς αντιληπτή στη δημοσιευμένη αλληλογραφία του από την Ελλάδα («Λόρδου Μπάυρον, Επιστολές από την Ελλάδα», μετάφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Ιδεόγραμμα», 1996). Εάν στην πρώτη του επιστολή (Πρέβεζα, 29 Σεπτ. 1809) γράφει λίγο πολύ ως περιηγητής, στη θεωρούμενη ως τελευταία (Μεσολόγγι, 9 Απρ. 1824) γράφει ως συνεργός στην Επανάσταση: «Έχω υπό τις διαταγές μου και μισθοδοτώ μερικές εκατοντάδες άνδρες στην υπηρεσία της ελληνικής κυβέρνησης και του Έθνους».
Ξεκίνησε λοιπόν ο Βύρωνας από ρομαντικός περιηγητής, για να καταλήξει ρομαντικός της Επανάστασης. Δεν πρόκειται ασφαλώς για διχασμό αλλά για διττή σχέση: η αρχαία Ελλάδα του αποκάλυψε τη σύγχρονη η οποία συμβάδιζε με το έμπρακτο των ρομαντικών του αρχών.
Την ελληνική εμπειρία του Βύρωνα, αυτή που τον ανέδειξε σε κορυφαίο του σύγχρονου φιλελληνισμού, παρουσιάζουν σήμερα οι «Επτά Ημέρες». (ΚΩΣΤΗΣ ΛΙΟΝΤΗΣ)
ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ (1809-11)
Ξύπνησα ένα πρωϊνό καί ήμουν διάσημος γράφει, το 1812, ο Βύρωνας. Η ποιητική συλλογή του «English Bards and Scotch Reviewers» έχει ήδη γίνει εκδοτική επιτυχία, αλλά και τα δύο πρώτα κάντος του «Childe Harold» έχουν αποτελέσει εκδοτικό θρίαμβο. Σε μεγάλο βαθμό, η δημοσιότητα αυτή οφείλεται στην Ελλάδα.Την πρώτη φορά που ο Βύρωνας επισκέπτεται την Ελλάδα είναι τον Σεπτέμβριο του 1809, όταν με φρεγάτα ξεκινά από τη Μάλτα και περνώντας τα νησιά του Ιονίου, φτάνει στο λιμάνι της Πάτρας. Μαζί του ο υπηρέτης του Fletcher και ο στενόs φίλος και συνταξιδιώτης του J. C. Hobhouse που και αυτός αργότερα εκδίδει το ημερολόγιο των ταξιδιών τους. Τη σύντομη επίσκεψη περιοχών της Πάτρας ακολουθεί ένα ταξίδι με προορισμό την Πρέβεζα όπου φθάνουν στις 29 Σεπτεμβρίου. Η πορεία του ταξιδιού αυτού τους οδηγεί στο Μεσολόγγι, όπου, λίγα χρόνια αργότερα, θα γραφούν οι τελευταίες σελίδες της ζωής του Βύρωνα. Σχεδιάζεται μια μεγαλόπρεπη αποβίβαση που θα προοιωνίζει αυτή του Μεσολογγίου, όμως, ο καιρός του χαλάςι τα σχέδια. Λίγο αργότερα, όταν ο δυνατός ελληνικός ήλιος κάνει την εμφάνισή του, ο Βύρωνας με τον Hobhouse ιππαστί επισκέπτονται τη Νικόπολη του Αυγούστου, μνημείο της νίκης του στο Άκτιο. Από την Πρέβεζα και διά μέσου της Άρτας στις 3 Οκτωβρίου, ακολουθούν βόρεια κατεύθυνση με τελικό προορισμό τα Ιωάννινα, όπου ο Βύρωνας σχεδιάζει να συναντήσει τον Αλί Πασά, που την περίοδο αυτή χρησιμοποιεί τους Βρετανούς σε πολιτικές ίντριγκες εναντίον των Γάλλων.
ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ
Στις 5 Οκτωβρίου φτάνουν στην πόλη και στη γνωστή λίμνη της όπου σπίτια, θόλοι και μιναρέδες αστράφτουν ανάμεσα σε λεμονιές και πορτοκαλιές. Την όμορφη αυτή εικόνα καταστρέφει η θέα κομμένου ανδρικού χεριού κρεμασμένου σε ένα δέντρο - χέρι Έλληνα που συνωμοτούσε κατά του Αλβανού δεσπότη. Όμως ο Αλί Πασας έχει ήδη αναχωρήσει για τη γενέτειρά του, το Τεπελένι, και έτσι συνεχίζουν την πορεία τους ανάμεσα σε εντυπωσιακά ορεινά τοπία για να φτάσουν στο Μοναστήρι της Ζίτσας, όπου βρίσκουν καταφύγιο από τη θύελλα. Ο Βύρωνας γράφει στη μητέρα του, στις 2 Νοεμβρίου του 1809, για το ταξίδι αυτό, ότι αποτελεί την πιο όμορφη περιπέτεια που μπορεί η μνήμη του να συγκροτήσει. Την επομένη, συναντιόνται για πρώτη φορά με τον Αλί Πασά, ο οποίος, προς έκπληξή τους, τους υποδέχεται με εγκαρδιότητα και στο πρόσωπό τους συγχαίρει τη βρετανική κυβέρνηση για την πρόσφατη κατάληψη των Ιονίων νήσων.![]() |
| Ο ΒΥΡΩΝΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Μ. ΑΣΙΑ (ΙΟΥΛΙΟΣ 1810) ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΕΚΑΜΗΝΟ ΠΕΡΙΠΟΥ (ΩΣ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1811) ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΩΝ, ΤΟ ΦΡΑΓΚΙΚΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΟΠΩΣ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ. ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΝΤΟΙΧΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΛΥΣΙΚΡΑΤΗ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΣΑΝ ΩΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. |
![]() |
| TO ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΡΓΥΡΗ (ΒΡΕΤΤΟΥ) ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΟΠΟΥ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ Ο ΒΥΡΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ 5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1809. ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ, ΕΝΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ, ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΙ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΝ 1820. ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΔΟ ΛΟΡΔΟΥ ΒΥΡΩΝΑ. (ΦΩΤ.: «ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΙΚΟΣ», 1983) |
Ο Αλί Πασάς αναγνωρίζει την αριστοκρατική καταγωγή του Βύρωνα στα μικρόσχημα αυτιά του και στα λεπτεπίλεπτα χέρια του και του προτείνει μια ακόμη συνάντηση το ίδιο απόγευμα, την οποία ο Βύρωνας δεν αποδέχεται. Δείχνει, όμως γοητευμένος από τις αντιθέσεις στο χαρακτήρα του Αλί Πασά. Από τη μια το στοιχείο της ευγένειας και από την άλλη αυτό της τραχύτητας και βαρβαρότητας. Αυτές οι αντιθέσεις αποτελούν το μοντέλο του για τον Πασά Γιαφίρ στη «Νύφη της Αβύδου» και για τον πειρατή Λάμπρο στον «Δον Ζουάν». Παρά το δύσκολο οδοιπορικό, ο Hobhouse γράφει στο ημερολόγιό του ότι ο Βύρωνας ετοιμάζει ένα μακροσκελές ποίημα σε Σπενσερική στροφή και κάνει αναφορά στο πρώτο κάντο του «Childe Harold’s Pilgrimage».
Σχεδιάζοντας αρχικά να επιστρέψει στην Πρέβεζα με πλοίο, για να αποφύγουν τις κακοτοπιές των βουνών, ένας δυνατός αέρας τους σπρώχνει προς τη Λευκάδα που είναι υπό τον έλεγχο των Γάλλων. Τότε αποφασίζουν να ακολουθήσουν το ορεινό μονοπάτι με οδηγούς Σουλιώτες, οι οποίοι το βράδυ σουβλίζουν μια γίδα και αρχίζουν το χορό και το τραγούδι γύρω από τη φωτιά. Ενώ ο Hobhouse θα προτιμούσε λίγες ώρες ύπνου, ο Βύρωνας εμποτισμένος την κλασική παιδεία, ανακαλύπτει στη σύγχρονη Ελλάδα μια πηγή ελευθερίας και επιστροφής στη φύση. Στις 20 Νοεμβρίου φτάνουν στο Μεσολόγγι όπου πληρώνουν τους οδηγούς και αρχίζουν το ταξίδι προς την Αθήνα διά μέσου της Βοστίτσας (Αίγιο). Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η αρχή της ταύτισής του με το επαναστατικό πνεύμα που κυριαρχεί στην Ελλάδα. Συναντά τον νεαρό Ανδρέα Λόντο που, με δάκρυα στα μάτια, τον μυεί στο μύθο του Ρήγα Φεραίου και του εξιστορεί το θάνατό του από χέρια Τούρκων το 1798. Η συνάντηση αυτή του Βύρωνα γίνεται ο κυρίαρχος άξονας που τον μεταστρέφει από απλό παρατηρητή σε ενεργό μέλος του Ελληνικού Αγώνα. Στο δρόμο για την Αθήνα σταματά στους Δελφούς (διά μέσου Ιτέας) όπου απογοητεύεται με τα λιγοστά στοιχεία - μιας περιοχής που δεν έχει ανασκαφτεί ακόμη -, δύο κίονες με ακιδογραφήματα ονόματα τουριστών στα οποία προσθέτουν και τα δικά τους.
ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ
Τελικά, Χριστούγεννα του 1809, διακρίνουν την Ακρόπολη ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων. Μια Αθήνα, μια πόλη χωρίς επαρκείς χώρους διαμονής των επισκεπτών της τότε, τους φιλοξενεί στην οικία της κυρίας Μακρή, χήρας του πρώην Βρετανού υποπρόξενου, με τις τρεις κόρες της, στην οδό Αγ. Θέκλας. Εδώ είναι πιθανόν να άρχισε ο Βύρωνας να μαθαίνει νέα ελληνικά, μεταφράζοντας ελληνικά τραγούδια στα αγγλικά, όπως ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου. Αρχίζει να συμπεριλαμβάνει ελληνικές λέξεις στην αλληλογραφία του, υπογράφοντας είτε ως ταπεινότατος δούλος είτε με το όνομά του στα ελληνικά Μπαιρών είτε ακόμη αφιερώνοντας ένα ποίημα στην Τερέζα - μία από τις τρεις κόρες - με ομοιοκαταληξία ελληνική.
Η μελέτη της ελληνικής γλώσσας και το συγκεκριμένο ταξίδι τον οδηγούν στο να δει τους Έλληνες όπως πραγματικά είναι και όχι όπως τους γνωρίζει μέσα από την ιστορία τους. Η ιστορική γνώση του για τη δεινή κατάσταση της Ελλάδας είναι εμφανής, καθώς συνδέει τη θέση των σκλαβωμένων Ελλήνων με αυτή των Νέγρων, των Καθολικών στην Αγγλία και των Εβραίων. Παραινεί τους Έλληνες να πετάξουν το ζυγό και να χτυπήσουν μόνοι τους τον κατακτητή χωρίς να περιμένουν τη βοήθεια των Γάλλων και των Ρώσων.
Από την οικία της κυρίας Μακρή και αργότερα από τη Μονή Καπουτσίνων, έρχεται σε επαφή με την ξένη κοινότητα στην Αθήνα και η σκληρή κριτική τους για τους Έλληνες τον εξαγριώνει. Για παράδειγμα, ο Γάλλος πρόξενος Fauvel επιμένει ότι λόγω της διαφθοράς τους οι Έλληνες δεν εδικαιούντο να απελευθερωθούν. Είναι αυτός και μαζί του ο Lusieri, που προσπαθούν να αρπάξουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για τους προστάτες τους, τον κόμη de Choiseul-Goufïin, πρέσβη της Γαλλίας στην Πύλη, και τον Thοmas Bruce, Lord Elgin, τον Άγγλο πρέσβη εκεί. Η λεηλασία και η ολοσχερής καταστροφή του Παρθενώνα προκαλεί στο Βύρωνα δηκτική αντίδραση που εκδηλώνεται στο ποίημά του «Η Κατάρα της Αθηνάς».
Ο Βύρωνας και ο Hobhouse αυτές τις πρώτες ημέρες της παραμονής τους στην Αθήνα τοπογραφούν την Αττική, όπως οι ίδιοι λένε, από την Ελευσίνα έως τον Υμηττό και την Πεντέλη όπου και επισκέπτονται το σημείο εξόρυξης των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Στις 19 Ιανουαρίου επισκέπτονται το Σούνιο όπου χαράζει το όνομά του (διατηρείται έως σήμερα) σε έναν από τους κίονες του ναού του Ποσειδώνα και τρεις ημέρες αργότερα ανεβαίνει στην Πεντέλη όπου και κινδυνεύει να χαθεί σε ένα λαβυρινθώδες σπήλαιο. Επισκέπτεται επίσης τον Μαραθώνα, του οποίου το όνομα αναφέρεται σε στίχους του. Εκεί, καθώς χωρικοί τον πλησιάζουν προτείνοντας του την αγορά την ιερής γης για 900 λίρες, αναφωνεί: οι στάχτες του Μιλτιάδη τόσο τιμώνται;
Με την πρώτη αυτή περίοδο στην Αθήνα να πλησιάζει στο τέλος, θεωρώ ότι πρέπει να γίνουν κάποια σχόλια για το ταξίδι αυτό. Το «Childe Harold» είναι, χωρίς αμφιβολία, το ποίημα στο οποίο ο Βύρωνας σχολιάζει την Ελλάδα εκτενέστατα και προσδίδει στον ποιητή αναγνώριση. Επίσης, αποτελεί καταλύτη για την κάθοδο φιλελλήνων στην Ελλάδα δέκα χρόνια αργότερα, αφού κάνει δεκαοκτώ διαφορετικές εκδόσεις στο Λονδίνο, μία στη Φιλαδέλφεια και μία στη Λειψία στο χρονικό διάστημα 1812-1827, ενώ κυκλοφορούν δύο εκδόσεις στη Γαλλία το 1828 και μία στην Ιταλία το 1829. Η αμεσότητα του ήρωα προβάλλεται με χαρακτηριστικό τρόπο, με τον οποίο οι ενθουσιώδεις εθελοντές από την Ευρώπη και την Αμερική εύκολα ταυτίζονται. Δίνει διατύπωση σε σκέψεις που απαντιόνται σε συνήθη μυαλά και υφαίνεις στο στίχο του την κοινή κληρονομιά μετρίως καλλιεργημένων ανδρών. Η υψηλή και συνεχής φήμη του πηγάζει από τη σαφήνεια και απλότητα των ελληνικών του θεμάτων.
ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Ξαφνικά, με το ΠΥΛΑΔΕΣ, που σαλπάρει προς Σμύρνη, ο Βύρωνας και ο Hobhouse αφήνουν την Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1810. Όπως αναφέρει ο Hobhouse, η αναχώρηση από την Αθήνα με κατεύθυνση τον Πειραιά είναι ψυχικά επώδυνη. Ειρωνεία της τύχης, το πολεμικό πλοίο που τους μεταφέρει, έχει δοθεί από τη βρετανική κυβέρνηση στον Lord Elgin να συνοδεύσει το δεύτερο φορτίο με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα.
Ο Βύρωνας φτάνει στη Σμύρνη στις 6 Μαρτίου όπου, προς μεγάλη του απογοήτευση, δεν καταφέρνει να βρει πλοίο να τους μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη έως το τέλος Μαρτίου. Δεν δείχνει να εντυπωσιάζεται από τη Σμύρνη και επισκέπτεται άλλες πόλεις γύρω από αυτήν, έως ότου φτάνει στην Έφεσο στις 15 του μηνός. Η απογοήτευση τον κυριεύει και αναφωνεί: ο ναός έχει σχεδόν φθαρεί και ο απόστολος Παύλος δεν χρειάζεται να γράφει επιστολές προς Εφεσίους τού σήμερα, αυτούς που έχουν μεταβάλει τη μεγαλοπρεπή μαρμάρινη εκκλησία σε τζαμί χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είναι προς το καλύτερο.
Είναι συνέχεια σκυθρωπός και στην αλληλογραφία του με τη μητέρα του διακρίνουμε ανησυχία για τα οικονομικά του - μια ανησυχία που τον διακατέχει σε όλη του τη ζωή - καθώς και εκνευρισμό για την ανικανότητα των δικηγόρων του να αντιμετωπίσουν τους δανειστές του στην Αγγλία. Επιθυμία του ήταν να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη και μετά να συνεχίσει για Περσία - χωρίς να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με την ιδέα επιστροφής στην Αγγλία. Λίγες ημέρες μετά, του παρουσιάζεται η ευκαιρία να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς δεν είχαν επίσημη άδεια να διασχίσουν τα Στενό των Δαρδανελίων, έμειναν αγκυροβολημένοι για δύο εβδομάδες στο ακρωτήρι Σίγειον. Η καθυστέρηση αυτή του έδωσε την ευκαιρία να εξερευνήσει τη βορειοδυτική πλευρό της Μικράς Ασίας, γνωστή ως Τρωάδα. Ήταν αυτή την περίοδο που είχαν προκύψει διαφωνίες για το εάν ήταν η αρχαία Τροία. (Από το τέλος του 19ου αιώνα η Τροία θεωρείται ότι βρίσκεται στο Hissarlik). Ο Βύρωνας, εμποτισμένος την κλασική παιδεία, γράφει: Ακόμη σέβομαι το πρωτότυπο, στα αντικείμενα και στο χώρο, ως απόδειξη της ιστορίας. Διαφορετικό δεν θα το απολάμβανα. Ποιος θα με πείσει ότι ο τάφος στον οποίο έχω ακουμπήσει, δεν ανήκει σε ήρωα; Το μεγαλείο του το αποδεικνύει. Οι άνθρωποι δεν μοχθούν για τάφους κοινών θνητών και μη ηρώων - γιατί λοιπόν να μην είναι αυτοί οι νεκροί ήρωες του Ομήρου; Καθώς κοιτάζει από το φινιστρίνι του διακρίνει έναν θόλο και θεωρεί ότι βλέπει τον τάφο του Αντίλοχου. Πλησίον, ο ποταμός Σκάμανδρος και το όρος Ίδη προκαλούν συγκίνηση στους ταξιδιώτες. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Βύρωνας τοποθετεί τον ήρωα του Δον Ζουάν να επισκέπτεται την περιοχή αυτή στο δρόμο για το σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης.
Το νερό είναι πάντα το στοιχείο που θέλγει τον Βύρωνα. Δεινός κολυμβητής, δεν αντιστέκεται στα νερό του Ελλησπόντου, όπως ο Λέανδρος για να συναντήσει την αγαπημένη του Ηρώ. Ξεκινώντας από την ευρωπαϊκή πλευρό μαζί με έναν νέο αξιωματικό από το πλοίο, σε ένα στοίχημα για το ποιος θα έφτανε πρώτος στην ασιατική πλευρό (ακολουθώντας την αντίθετη πορεία από αυτή του Λέανδρου του Οβιδίου) και φορώντας μακριά παντελόνια, ίσως για να καλύψει τη δυσμορφία του ποδιού του, διανύει την απόσταση σε μία ώρα και δέκα λεπτό, χάνοντας με διαφορά πέντε λεπτών από τον αξιωματικό Ekenhead.
Γι’ αυτόν του τον άθλο γράφει πολλές επιστολές σε φίλους του και τον συμπεριλαμβάνει σε στίχους του, ανάγοντάς το σε μέγιστο κατόρθωμα της ζωής του.

Τελικά, στις 13 Μαΐου οι μιναρέδες και τα καμπαναριό της Κωνσταντινούπολης διαγράφονται στον ορίζοντα. Η διαφορετικότητα της πόλεως του δημιουργεί την ακατάσχετη επιθυμία να τη γνωρίσει αλλά, με μοναδική ίσως εξαίρεση τα επτά χιλιόμετρα διαδρομής γύρω από τα γεμάτα κισσό τριπλό τείχη του Σαράι του Τοπ-καπί με τους 218 πύργους, δεν τον εντυπωσιάζει. Ίσως σε αυτό συντελεί το γεγονός ότι ο Hobhouse αποφασίζει να επιστρέψει στην Αγγλία αφήνοντας τον χωρίς τον επιστήθιο φίλο του. Ακόμη και η επίσκεψη στον Σουλτάνο Μαχμούντ II τον αφήνει αδιάφορο, ίσως διαισθανόμενος ότι λίγα χρόνια αργότερα θα αναγραφεί το όνομά του στον επίσημο κατάλογο εχθρών της Πύλης.
Ο Βύρωνας, αφού επισκεφθεί τις γύρω περιοχές, αφήνει την Κωνσταντινούπολη και προετοιμάζει την επιστροφή του στην Αθήνα και ενδεχομένως στην Αγγλία. Ακόμη αμφιταλαντεύεται για το αν θα ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του και γράφει: Άφησα τον τόπο μου χωρίς να το μετανιώσω, θα επιστρέψω χωρίς να το ευχαριστηθώ. Όμως μια νότα νοσταλγίας αφήνει να διαφαίνεται στην επιστολογραφία του, όταν αναλογίζεται το πατρικό του Newstead Abbey.
Ύστερα από ένα χρόνο ταξιδιών και περιπέτειας μαζί με τον Hobhouse, σαλπάρουν από την Κωνσταντινούπολη για την Κέα στις 14 Ιουλίου.
ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ο Βύρωνας ζει άλλους οκτώ μήνες στην Ελλάδα, διαφορετικούς από τους προηγούμενους. Η οικειότητα έχει αντικαταστήσει πλέον τη γοητεία του πρωτόγνωρου. Στην Αθήνα φτάνει στις 18 Ιουλίου του 1810 όπου συναντάται με γνωστούς από το Cambridge και, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, αρχίζει το οδοιπορικό του στην Πελοπόννησο.
Κατευθύνονται προς την Πάτρα με ένα σταθμό στον Κορινθιακό Κόλπο για να κολυμπήσει. Συναντάται με τον Άγγλο πρόξενο Strane στην Πάτρα και συνεχίζει για τη Βοστίτσα (Αίγιο), όπου ένα χρόνο νωρίτερα είχε συναντηθεί με τον Αντρέα Λόντο. Φεύγει για την Τρίπολη όπου ο Βελή Πασάς, ο γιος του Αλί Πασά, είναι ο ηγεμόνας του Μωριά. Επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά αυτή τη φορά αποφασίζει να μείνει στη Μονή των Καπουτσίνων, αντί της οικίας της κ. Μακρή - ίσως λόγω της μη ανταπόκρισής του σε αναμενόμενες προσδοκίες. Αυτή τη φορά η διαμονή του ήταν οργιαστική ανακαλώντας στη μνήμη του τις εποχές στο Harrow και στο Cambridge, όλο συγκεντρώσεις και συζητήσεις.
Συνεχίζει τις εξορμήσεις του στην Αττική και σε μια από αυτές, καθώς γυρίζει από το μπάνιο του στον Πειραιά, συναντά Τούρκους στρατιώτες που έχοντας περικυκλώσει ένα άλογο με επάνω του μια ζωντανή γυναίκα σε σακί, την οδηγούν στη θάλασσα να την πνίξουν επειδή είχε παράνομη ερωτική επαφή στη διάρκεια του ραμαζανιού. Δωροδοκώντας τους, απελευθερώνει τη γυναίκα με την υπόσχεση ότι αυτή θα ζει πλέον εκτός Αθηνών. Τη βοηθάει να εγκατασταθεί στη Θήβα προκαλώντας σχόλια για τη συμμετοχή του σε αυτό το συμβάν. Ίσως επειδή ήθελε να αποφύγει τα σχόλια, φεύγει για την Κόρινθο και την Πάτρα όπου μένει περισσότερο από όσο υπολόγιζε, λόγω μιας κρίσης ελονοσίας, και επιστρέφει στην Αθήνα στα μέσα του Οκτώβρη καθώς τα οικονομικό του οδηγούνται από το κακό στο χειρότερο και κάνει σκέψεις να πουλήσει το σπίτι του στο Newstead Abbey.
Άγγλοι, υποστηρικτές του αγώνα των Ελλήνων, αρχίζουν να κατακλύζουν την Αθήνα. Ο αέρας αρχίζει να μυρίζει επανάσταση και ο Βύρωνας αρχίζει να μαθαίνει δημοτικά ελληνικά με τη βοήθεια του Μαρμαροτούρη. Συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, και είναι τώρα, το χειμώνα 1810-11, που γράφει την «Κατάρα της Αθηνάς». Όμως οι οικονομικές υποθέσεις του στην Αγγλία ζητούν την παρουσία του και έτσι στις 21 Απριλίου, ύστερα από ένα μεγάλο αποχαιρετιστήριο συμπόσιο, σαλπάρει μετά τρεις ημέρες άπνοιας, με το Ύδρα για την Μάλτα. Έσχατη ειρωνεία της τύχης, τον βάζει αυτόν και το χειρόγραφό του «Η Κατάρα της Αθηνάς» να ταξιδεύουν στο ίδιο πλοίο με τμήματα των Μαρμάρων του Παρθενώνα υπό τη συνοδεία του Lusieri.
Λόρδος Βύρων 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 2000
Λόρδος Βύρων 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 2000
from ανεμουριον https://ift.tt/2vyHCYN
via IFTTT



