Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε (Ανθολόγιο*)

Οι «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε» ξεκίνησαν το 1904 και τελείωσαν το 1909. Εκδόθηκαν το 1910 και θεωρούνται το πιο ευρύ πεζό έργο του Ρίλκε, το πιο ολοκληρωμένο του, που πλησιάζει τη φόρμα του μυθιστορήματος. Θα πρέπει να λάβει υπόψη κανείς ότι το 1904 ο Τόμας Μαν κυκλοφόρησε τον «Τόνιο Κρέγκερ» και το 1906 ο Μούζιλ τον «Νεαρό Τέρλες». Σ’ αυτή τη γερμανόφωνη ανθολογία εφήβων με τις αγωνίες και τις περιπέτειές τους, θα πρέπει να προστεθεί επίσης το αριστούργημα του Τζόυς «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεανική ηλικία» ως μια μοναδική παγκόσμια κατάθεση της κρίσης του ανθρώπου της εποχής και του Ευρωπαίου καλλιτέχνη. Τοποθετούν τον Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε κοντά στον «Οδυσσέα», το «Μαγικό Βουνό» και τον χωρίς ιδιότητες», προσδίδοντάς του ανάμεσα σ’ αυτές τις αναλογίες τη σημασία της αναζήτησης νέων μορφών έκφρασης και σκέψης. Το βιβλίο δεν έχει σχεδόν πλοκή.
Αποτελείται από αυτοβιογραφικές σελίδες, αποσπάσματα γεγονότων σφηνωμένων στη μνήμη, από αποσπάσματα επιστολών, από περιγραφή περαστικών προσώπων ή αντικειμένων που όλα τους όμως λειτουργούν σαν μια ενότητα μαρτυρώντας την αγωνιώδη προσπάθεια του ήρωα να βρει το πρόσωπό του, να ονομάσει την ύπαρξή του.
Αυτός είναι ο λόγος που η ένταση, η ψυχική πίεση, η αγωνία και το άγχος του ήρωα κάνουν το βιβλίο να είναι ένας προάγγελος της σχολής των υπαρξιστών που γεννήθηκε κατόπιν στο Παρίσι.
rue Toullier, 11 Σεπτεμβρίου
έξω
Ωστε λοιπόν εδώ έρχονται οι άνθρωποι για να ζήσουν, εγώ θα έλεγα μάλλον πως πεθαίνει κανείς εδώ. Ήμουν έξω. Είδα νοσοκομεία. Είδα έναν άνθρωπο που κλονίστηκε κ' έπεσε. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω του, αυτό με απάλλαξε από τα παρακάτω. Είδα μιαν έγκυο γυναίκα. Σερνόταν βαριά σ’ ενός ψηλού, ζεστού τοίχου το μάκρος, ψηλαφώντας τον κάποτε σα να ήθελε να βεβαιωθή πως ήταν ακόμα εκεί. Ναι, ήταν ακόμα εκεί. Από πίσω; Έψαξα στο σχεδιάγραμμά μου: Maison d’Accouchement. Καλά. Θα την ξεγεννήσουν - μπορούν. Παρακάτω, rue Saint-Jacques, ένα μεγάλο οικοδόμημα μ' ένα θόλο. Το σχεδιάγραμμα ανέφερε: Val de grace. Hopital militaire. Αυτό δεν ήταν ανάγκη βέβαια να το ξέρω, ωστόσο δεν βλάπτει. Ο στενός δρόμος άρχισε να μυρίζη απ’ όλες τις μεριές. Μύριζε, όσο μπορούσε να ξεχωρίση κανείς, ιοντοφόρμ, λίπος από pommes frites, φόβο. Όλες οι πολιτείες μυρίζουν το καλοκαίρι. Κ’ ύστερα είδα ένα ιδιότροπα θεότυφλο σπίτι, αδύνατο να βρεθή στο σχεδιάγραμμα, ωστόσο πάνω από την πόρτα στεκόταν ακόμα αρκετά ευανάγνωστα: Asyle de nuit. Πλάι στην πόρτα ήταν οι τιμές. Τις διάβασα. Δεν ήταν ακριβό.
Και τίποτ’ άλλο; Ένα παιδί μέσα σ' ένα σταματημένο παιδικό αμαξάκι: ήταν χοντρό, πρασινωπό, κ' είχε ένα ευδιάκριτο εξάνθημα πάνω στο μέτωπο. Αποθεραπευόταν καθώς φαίνεται και δεν πονούσε. Το παιδί κοιμόταν, το στόμα ήταν ανοιχτό, ανάπνεε ιοντοφόρμ, λίπος από pommes frites, φόβο. Αυτό ήταν μια φορά έτσι. Το κυριώτερο ήταν πως ζούσαμε. Αυτό ήταν το κυριώτερο.
βλέπω
Δεν το έχω πει; Μαθαίνω να βλέπω. Ναι, αρχίζω. Ακόμα δεν τα καταφέρνω. Ωστόσο θέλω να εκμεταλλευτώ τον καιρό μου.
Να μην καταλάβω λόγου χάρη ποτέ, πόσα πρόσωπα υπάρχουν. Υπάρχουν πλήθος άνθρωποι, αλλά ακόμα περισσότερα πρόσωπα, αφού ο καθένας έχει πολλά. Υπάρχουν άνθρωποι που φορούν χρόνια ένα πρόσωπο, φυσικά φθείρεται, λερώνει, ξεσχίζεται στις πτυχές, φαρδαίνει σαν τα γάντια που φόρεσε κανείς στο ταξίδι. Είναι οικονόμοι, απλοϊκοί άνθρωποι· δεν το αλλάζουν, δεν το καθαρίζουν καθόλου. Είναι αρκετά καλό, ισχυρίζονται, και ποιος μπορεί να τους απόδειξη το εναντίον; Τώρα ερωτάται βέβαια, αφού έχουν πολλά πρόσωπα, τι να τα κάνουν τ’ άλλα; Τα φυλάνε. Τα παιδιά τους θα τα φορέσουν. Αλλά συμβαίνει να βγαίνουν έξω και οι σκύλοι τους μ' αυτά. Και γιατί όχι; Το πρόσωπο είναι πρόσωπο.
Άλλοι φορούν τα πρόσωπά τους με δυσοίωνη γρηγοράδα, το ένα ύστερα από τ' άλλο, και τα χαλάνε. Νομίζουν στην αρχή, πως θα έχουν για πάντα πρόσωπα, αλλά μόλις είναι σαράντα: και ιδού το τελευταίο. Αυτό έχει φυσικά την τραγικότητά του. Δεν είναι συνηθισμένοι να προφυλάνε πρόσωπα, το τελευταίο τους χάλασε σε οκτώ μέρες, απέκτησε τρύπες, σε πολλές μεριές είναι λεπτό σαν χαρτί, κ' ύστερα προβάλλει πότε πότε το υπόστρωμα, το μη-πρόσωπο, και μ’ αυτό τριγυρίζουν.
στίχοι
Γιατί οι στίχοι δεν είναι, καθώς νομίζουν οι άνθρωποι, αισθήματα (αυτά τα έχει κανείς αρκετά νωρίς), είναι εμπειρίες. Για ένα στίχο πρέπει να δη κανείς πολλές πόλεις, ανθρώπους και πράγματα, πρέπει να γνωρίζη κανείς τα ζώα, πρέπει να αισθάνεται πώς πετάνε τα πουλιά και να ξέρη την κίνηση, με την οποία ανοίγουν τα μικρά λουλούδια το πρωί. Πρέπει να μπορή να στρέψη τη σκέψη του πίσω, σε δρόμους, σε άγνωστες περιοχές, σ' απροσδόκητες συναντήσεις και σ’ αποχωρισμούς που από καιρό τους περιμέναμε, - σε μέρες παιδικότητας, που μένουν ακόμα ανεξήγητες στους γονείς που έπρεπε να τους πικραίνουμε όταν μας έφερναν μια χαρά που δεν την νοιώθαμε (ήταν μια χαρά για έναν άλλον), σε αρρώστιες παιδιών που αρχίζουν τόσο παράξενα με τόσες βαθειές και βαρειές αλλαγές, σε μέρες, στα ήρεμα, περιορισμένα δωμάτια και πρωινά στη θάλασσα, στη θάλασσα παντού, σε θάλασσες, σε νύχτες ταξιδιών θορυβώδεις που πέταξαν ψηλά μ' όλα τ' αστέρια - και δεν είναι ακόμα αρκετό όταν μπορή κανείς όλα αυτά να τα σκέπτεται. Πρέπει να έχη αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες, που καμμιά τους δεν έμοιαζε με την άλλη, από κραυγές γυναικών ετοιμόγεννων, κι από ανάλαφρες λευκές, κοιμισμένες λεχώνες που κλείνονται.
Ωστόσο πρέπει να παραστάθηκε κανείς και σε ετοιμοθάνατους, πρέπει να κάθησε κοντά σε νεκρούς στο δωμάτιο με τ' ανοιχτό παράθυρο και τους εναλλασσόμενους θόρυβους. Κι ακόμα δεν αρκεί να έχη κανείς αναμνήσεις. Πρέπει να μπορή κανείς να τις λησμονά όταν είναι πολλές και πρέπει να έχη την μεγάλη υπομονή να περιμένη να ξανάρθουν. Επειδή δεν είναι ακόμα οι ίδιες οι αναμνήσεις. Μόνον όταν γίνουν αίμα μέσα μας, βλέμμα και χειρονομία, δίχως όνομα και δίχως πια να ξεχωρίζουν από μας τους ίδιους, τότε μόνον μπορεί να συμβή, σε μια πολύ σπάνια ώρα η πρώτη λέξη ενός στίχου να υψωθή στη μέση τους και να βγη απ’ αυτές.
Όλοι οι στίχοι μου όμως γεννήθηκαν διαφορετικά, ώστε λοιπόν δεν είναι στίχοι. Κι όταν έγραφα το δράμα μου, πόσο πλανήθηκα! Ήμουν ένας μιμητής κ' ένας τρελλός για να έχω την ανάγκη ενός τρίτου, για να διηγηθώ για το πεπρωμένο δύο ανθρώπων, που το είχαν κάνει βαρύ; Πόσο εύκολα έπεσα στην παγίδα. Κι όμως θα έπρεπε να γνωρίζω πως αυτός ο τρίτος που περνάει από κάθε ζωή και λογοτεχνία, αυτό το φάντασμα ενός τρίτου, που δεν υπήρξε ποτέ, δεν έχει καμμιά σημασία, ώστε πρέπει κανείς να τον αρνηθή. Ανήκει στα προσχήματα της φύσεως, που πάντα πασχίζει να απομακρύνη την προσοχή των ανθρώπων από τα βαθύτατα μυστικά της. Είναι το προπέτασμα, που πίσω του παίζεται ένα δράμα. Είναι ο θόρυβος στην είσοδο της άφωνης ηρεμίας μιας αληθινής σύγκρουσης. Θα νόμιζε κανείς πως ήταν δύσκολο σε όλους ως τώρα να μιλήσουν για τους δυό, γι’ αυτούς που πρόκειται· ο τρίτος, ακριβώς επειδή είναι τόσον ανυπόστατος, είναι το εύκολο της άσκησης, γι’ αυτόν όλοι μπορούν.
θεός
Ναι, είναι δυνατό.
Είναι δυνατό, να υπάρχουν άνθρωποι, που λένε «Θεός» και πιστεύουν πως αυτό είναι κάτι κοινό; - Κοίταξε μόνο, δύο παιδιά του σχολείου. Αγοράζει το ένα ένα μαχαίρι και την ίδια μέρα αγοράζει κι ο γείτονάς του ένα εντελώς όμοιο. Και τα δείχνουν ο ένας στον άλλον, ύστερα από μια βδομάδα, τα δυο μαχαίρια, και προκύπτει πως έχουν μονάχα ασήμαντες ομοιότητες - τόσο διαφορετικά καταντήσανε σε διαφορετικά χέρια. (Ναι, λέει η μητέρα του ενός πάνω σ’ αυτό: αφού τα χαλάτε με το πρώτο). Α, έτσι λοιπόν: είναι δυνατό, να πιστεύη κανείς ' πως θα μπορούσε να έχη ένα Θεό, χωρίς να τον μεταχειρίζεται;
Ναι, είναι δυνατό.
ποιητής
Δ εν ξέρετε τι είναι αυτό, ένας ποιητής; - Ο Βερλαίν... Ούτε; Καμμιάν ανάμνηση; Όχι. Δεν τον ξεχωρίσατε ανάμεσα σ’ αυτούς που γνωρίσατε; Δεν κάνετε διακρίσεις, το ξέρω. Όμως είναι ένας άλλος ποιητής αυτός που διαβάζω, ένας που δεν κατοικεί στο Παρίσι, ένας εντελώς άλλος. Ένας που έχει ένα ήσυχο σπίτι στο βουνό. Αυτός αντηχεί σαν καμπάνα σε καθάριον αέρα. Ένας ευτυχισμένος ποιητής που διηγείται για το παράθυρό του και για τις τζαμόπορτες της βιβλιοθήκης του που καθρεφτίζουν στοχαστικά ένα αγαπημένο, έρημο διάστημα. Να ο ποιητής ακριβώς που θάθελα να γίνω· επειδή ξέρει από κορίτσια, τόσο πολλά και θα ήξερα κ' εγώ πολλά γι’ αυτά. Ξέρει από κορίτσια που ζήσανε πριν από εκατό χρόνια· δεν πειράζει, πως είναι πεθαμένα, επειδή τα ξέρει όλα αυτός. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο. Προφέρει τα ονόματά τους, αυτά τα απαλά λεπτογραμμένα ονόματα με τα πλουμίδια της παλιάς εποχής, στα μακριά ψηφία και τα ηλικιωμένα ονόματα των μεγαλύτερων φιλενάδων τους, όπου κιόλας αντηχεί μαζί τους λίγη μοίρα, λίγη απογοήτευση και θάνατος. Ίσως σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του, από μαόνι, να πλαγιάζουν τα ξεθωριασμένα τους γράμματα και τα σκόρπια φύλλα των ημερολογίων τους που μιλούν για γενέθλια, για θερινές εκδρομές, για γενέθλια. Ή μπορεί να υπάρχη στο κυρτό κομμό στο βάθος της κρεβατοκάμαράς του ένα συρτάρι, όπου τ’ ανοιξιάτικα φορέματά τους είναι φυλαγμένα· λευκά φορέματα που φορέθηκαν τη Λαμπρή για πρώτη φορά, φορέματα από χνουδωτό τούλι, που ανήκουν κυρίως στο καλοκαίρι που δεν μπόρεσαν να το περιμένουν.
φόβος
Ο φόβος πως ένα μικρό μάλλινο νήμα, που προεξέχει από την ούγια της κουβέρτας, είναι σκληρό, σκληρό και κοφτερό σαν μια ατσαλένια βελόνα· ο φόβος, πως τούτο το μικρό κουμπί της νυχτικιάς μου είναι μεγαλύτερο από το κεφάλι μου, μεγάλο και βαρύ· ο φόβος, πως τούτο το ψίχουλο του ψωμιού, που πέφτει τώρα απ’ το κρεβάτι μου, θα ’φτάνε κάτω γυάλινο και σπασμένο, και η καταθλιπτική έγνοια μήπως μαζί του θα θραύονταν όλα, όλα για πάντα· ο φόβος, πως η λουρίδα από την άκρη μιας ανοιγμένης επιστολής είναι κάτι απαγορευμένο, που κανείς δεν επιτρέπεται να δη, κάτι απερίγραπτα πολύτιμο, που γι’ αυτό κανένα μέρος μέσα στην κάμαρα δεν είναι αρκετά ασφαλές· ο φόβος, πως θα κατάπινα, αν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, το κάρβουνο, που είναι μπροστά στη θερμάστρα· ο φόβος, πως κάποιος αριθμός μέσα στον εγκέφαλό μου αρχίζει να μεγαλώνη, ώσπου να μη χωρά πια μέσα μου· ο φόβος, πως αυτό που επάνω του είμαι πλαγιασμένος είναι γρανίτης, γκρίζος γρανίτης· ο φόβος, πως θα μπορούσα να κραύγαζα, πως θα μαζεύονταν μπρος στην πόρτα μου, και θα την άνοιγαν στο τέλος δια της βίας· ο φόβος, πως θα μπορούσα να προδοθώ και να τα πω όλα αυτά που φοβάμαι, κι ο φόβος πως δεν θα μπορούσα τίποτα να πω, επειδή όλα είναι ανέκφραστα - και οι άλλοι φόβοι... οι φόβοι.
Παρακάλεσα για τα παιδικά μου χρόνια και ξανάρθαν, κ' αισθάνομαι πως εξακολουθούν να είναι όπως πρώτα τόσο βαρειά, και πως τίποτα δεν ωφέλησε που μεγάλωσα.
καρδιά
Η ύπαρξη του τρομαχτικού σε κάθε συστατικό του αέρα. Το αναπνέεις με τη διαφάνειά του· ωστόσο μέσα σου κατακρημνίζεται, γίνεται σκληρό, παίρνει μυτερά, γεωμετρικά σχήματα ανάμεσα στα όργανα· επειδή όλα τα μαρτύρια και οι φρικαλεότητες που συνέβησαν στις πλατείες των εκτελέσεων, στις κάμαρες των βασανιστηρίων, στα φρενοκομεία, στις αίθουσες των εγχειρίσεων, κάτω απ’ τα τόξα των γεφυρών, το ύστερο φθινόπωρο: όλα αυτά τα χαρακτηρίζει μια επίμονη διάρκεια, όλα αυτά είναι αυθύπαρκτα και εξαρτώνται, ζηλότυπα για κάθε ον, από την τρομερή τους πραγματικότητα.
[...] Καλύτερα ίσως να έμενες στο σκοτάδι και να δοκίμαζε η απεριόριστη καρδιά σου, να είναι η βαρειά καρδιά όλων των δυσδιάκριτων. Τώρα συγκεντρώθηκες στον εαυτό σου, βλέπεις τον εαυτό σου μπροστά σου να τελειώνη μέσα στα χέρια σου και ξαναχαράζεις από καιρό σε καιρό με μιαν αβέβαιη κίνηση, το πρόσωπό σου. Και μέσα σου δεν υπάρχει πια χώρος· και σχεδόν σε καθησυχάζει η σκέψη, πως μέσα σ’ αυτή την εσωτερική σου στενότητα, αδύνατο να μπορέση να σταθή κάτι μεγάλο· πως και το ανήκουστο πρέπει να εισχωρήση και να περιοριστή, κατά τις περιστάσεις. Όμως έξω, έξω δεν υπάρχει σκοπός· κι όταν έξω υψώνεται η στάθμη, τότε υψώνεται και μέσα σου όχι μέσα σ’ αγγεία που βρίσκονται εν μέρει υπό την εξουσία σου ή στο φλέγμα των ατάραχων οργάνων σου: αυξαίνει μέσα στα τριχοειδή αγγεία, καθώς απορροφάται έως τις ακρότερες διακλαδώσεις της πολυσχιδούς σου υπάρξεως. Εκεί υψώνεται, εκεί σε πλημμυρίζει, ανεβαίνει ψηλότερα απ’ την αναπνοή σου, όπου καταφεύγεις όπως το τελευταίο σου καταφύγιο. Αχ, κ' έπειτα προς τα πού, προς τα πού; Η καρδιά σου σε σπρώχνει έξω από τον εαυτό σου, η καρδιά σου σε κυνηγά κι εσύ στέκεις σχεδόν πια έξω από τον εαυτό σου και δεν μπορείς πια να γυρίσης.
νύχτα
Ω νύχτα δίχως αντικείμενα. Ω παράθυρο τυφλό προς τα έξω, ω θύρες κλεισμένες προσεχτικά· θεσμοί παρμένοι παλαιόθεν δοκιμασμένοι, ποτέ ολότελα κατανοητοί. Ω ησυχία της σκάλας, ησυχία των διπλανών δωματίων, ησυχία ψηλά, πάνω στη στέγη. Ω μητέρα: ω μοναδική εσύ, που σκέπαζες όλη αυτή την ησυχία κάποτε στα παιδικά μου χρόνια. Που την παίρνεις επάνω σου λέγοντας: μην τρομάζης, εγώ είμαι. Που έχεις το θάρρος να είσαι μεσ' στη βαθειά νύχτα η ησυχία αυτή για κείνους που φοβούνται, που λειώνουν από φόβο. Ανάβεις ένα φως, κ' είσαι συ κιόλας ο θόρυβος. Και το προτείνεις λέγοντας: εγώ είμαι, μην τρομάζης. Και το απιθώνεις, σιγά, και δεν υπάρχει αμφιβολία: είσαι συ, συ είσαι το φως γύρω απ’ τα γνωστά αγαπημένα αντικείμενα, που βρίσκονται εδώ δίχως νόημα κρυφό, αγαθά, απλά, θετικά. Κι όταν κάτι θορυβή κάπου στον τοίχο ή κάνη ένα βήμα στα πατώματα: τότε χαμογελάς μόνο, χαμογελάς, χαμογελάς διάφανα σε βάθος φωτεινό στο περίφοβο πρόσωπο, που σ’ ερευνά, σα νάσουν ένα, και μέσα στο μυστικό κάθε πνιγμένου ήχου, συνεννοημένη μαζί του και σύμφωνη. Μοιάζει καμμιά δύναμη τη δύναμή σου μέσα στη γήινη κυριαρχία; Κοίτα, βασιλείς κοίτονται αλύγιστοι κι ο μυθολόγος δε μπορεί να τους διασκε-δάση. Πάνω στα μακάρια στήθη της ευνοουμένης τους, τους συνέχει η φρίκη και τους κάνει χαλαρούς κι ανόρεχτους. Κ’ έρχεσαι συ και κρατάς πίσω σου το τέρας, και το κρύβεις ολότελα, όχι σαν ένα προπέτασμα που μπορεί κανείς εδώ κ' εκεί να τ’ ανοίξη. Όχι σα να το ξεπέρασες με το κάλεσμα εκείνου που σε είχε ανάγκη. Σα να τα πρόλαβες όλα, όσα μπορούν να ’ρθουν, και να είχες πίσω σου μόνο την προσδρομή σου, τον αιώνιο δρόμο σου, το πέταγμα της αγάπης σου.
εκμαγείο
Ο χύτης, που κάθε μέρα περνώ από μπροστά του, έχει κρεμάσει πλάι στην πόρτα του δυο εκμαγεία. Το πρόσωπο της νεαρής πνιγμένης που το πήραν στο νεκροτομείο, επειδή ήταν ωραίο, επειδή χαμογελούσε, επειδή χαμογελούσε τόσο απατηλά σα να το ήξερε. Κι από κάτω το πρόσωπό του που ξέρει. Αυτόν το σκληρό κόμπο των σφιχτοδεμένων αισθήσεων. Αυτή την αδυσώπητη αυτοσυμπύκνωση μουσικής, που θέλει διαρκώς να εξατμίζεται. Το πρόσωπο εκείνου, που ένας Θεός του έκλεισε την ακοή, για να μην υπάρχουν άλλοι ήχοι απ’ τους δικούς του. Για να μη παραπλανηθή από το θολό κ’ εφήμερο των θορύβων. Αυτός, που μέσα του ήταν η διαύγεια και η διάρκειά τους· ώστε μόνον οι άτονες αισθήσεις να του φέρουν τον κόσμο αθόρυβα, έναν κόσμο σε ένταση, σε αναμονή, ανέτοιμον, πριν απ’ τη δημιουργία του ήχου.
Μην παρακαλής κανένα να μιλήση για σένα, ούτε καν περιφρονητικά. Κι όταν πέραση ο καιρός και δης πως τ’ όνομά σου κυκλοφορεί μεσ’ στους ανθρώπους, μη το παίρνης σοβαρώτερα απ’ όλα τ’ άλλα που βρίσκεις μέσα στο στόμα τους. Σκέψου: χάλασε, και πέταξέ το. Πάρε ένα άλλο, οποιοδήποτε, για να μπορή να σε καλή ο Θεός τη νύχτα. Και κρύψε το απ’ όλους.
θάνατος
Από τότε πολλές φορές συλλογίστηκα το φόβο του θανάτου, όχι χωρίς να λάβω υπ' όψη μου ωρισμένες δικές μου εμπειρίες. Νομίζω, μπορώ να πω τον αισθάνθηκα. Με κατελάμβανε μέσα στην πόλη, καταμεσίς στον κόσμο, συχνά δίχως αιτία. Πολλές φορές βέβαια συσσωρεύονταν οι αιτίες· όταν παραδείγματος χάρη κάποιος ξεψυχούσε πάνω σ' ένα πάγκο κι όλοι στέκονταν γύρω του και τον κοίταζαν κι αυτός είχε ξεπεράσει το φόβο, τότε εγώ είχα το φόβο μου. Ή στη Νεάπολη τότε: εκεί που καθόταν αυτό το νεαρό πρόσωπο, στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο απέναντι μου και πέθανε. Στην αρχή φαινόταν σαν λιποθυμία, εξακολουθήσαμε μάλιστα το δρόμο μας μια στιγμή. Όμως ύστερα δεν υπήρχε αμφιβολία πως έπρεπε να σταματήσουμε. Και πίσω μας στάθηκαν τα οχήματα κι αραδιάστηκαν το ένα πίσω από τ’ άλλο, σαν να μην προχωρούσε πιο κάτω σ’ αυτή τη διεύθυνση. Το χλωμό, παχύ κορίτσι θα μπορούσε να πεθάνη έτσι ήσυχα, ακουμπισμένο στη γειτόνισσά του. Όμως η μητέρα του δεν το παραδεχόταν αυτό. Της παρενέβαλε όλες τις δυνατές δυσκολίες. Της ανακάτωσε όλα τα ρούχα της, της έχυσε κάτι στο στόμα που δεν κρατούσε πια τίποτα. Έτριψε ένα υγρό πάνω στο μέτωπό της, που της έφερε κάποιος, κι όταν ύστερα τα μάτια αλλοιθώρισαν λίγο, άρχισε να την τραντάζη για να ξαναφέρη το βλέμμα της ίσια μπροστά. Φώναζε μέσα στα μάτια αυτά που δεν άκουγαν, την έσερνε και την τραβούσε ολόκληρη πέρα δώθε σαν μια κούκλα και στο τέλος την έβγαλε έξω και της χτυπούσε με όλη τη δύναμη το παχύ πρόσωπο, για να μην πεθάνη. Τότε φοβήθηκα.
γείτονας
Υπάρχει ένα πλάσμα που είναι τελείως άκακο όταν σου πέση στα μάτια· μόλις το αντιλαμβάνεσαι και το ξαναλησμονείς αμέσως. Μόλις όμως πέση στην ακοή σου, αόρατο κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο, τότε αναπτύσσεται εκεί, εκκολάπτεται κατά κάποιον τρόπο, κ' έχουμε δει περιπτώσεις, που έφτασε μέχρι τον εγκέφαλο κ' ευδοκίμησε μέσα σ' αυτό το όργανο εξοντωτικά, όμοια με τους πνευμονιόκοκκους του σκύλου, που εισχωρούν από τη μύτη.
Αυτό το πλάσμα είναι ο γείτονας.
Από τον καιρό λοιπόν που γυρίζω έτσι μονάχος, είχα αμέτρητους γείτονες· από πάνω μου κι από κάτω μου, δεξιά και αριστερά μου, κάποτε και τα τέσσερα είδη μαζί. Θα μπορούσα να γράψω απλώς την ιστορία των γειτόνων μου· αυτό θ’ αποτελούσε έργο ζωής. Θα ήταν βέβαια μάλλον η ιστορία των νοσηρών συμπτωμάτων, που προξένησαν αυτοί μέσα μου· όμως αυτή την ιδιότητα τη μοιράζονται μ' όλα τα πλάσματα αυτού του είδους, ώστε να μπορούν να προσδιοριστούν μόνο στις αλλοιώσεις που προξενούν σε ωρισμένους ιστούς.
χρόνος
Του ήρθε στο νου πως θα έπρεπε να υπάρχει μια κρατική υπηρεσία, ένα είδος Τράπεζα Χρόνου, όπου θα μπορούσε ν’ αλλάξη ένα μέρος των τιποτένιων του δευτερολέπτων. Στο κάτω κάτω ήταν γνήσια. Δεν είχε ακούσει ποτέ για ένα τέτοιο κατάστημα, όμως στο βιβλίο των διευθύνσεων απλώς θα μπορούσε να βρη κανείς κάτι τέτοιο, στο γράμμα Τ, ή ίσως ωνομαζόταν «Χρονοτράπεζα»· θα μπορούσε εύκολα να κοιτάξη κανείς και στο X. Ενδεχόμενο να πρέπει να λάβη κανείς υπ' όψη του και το γράμμα Α, επειδή υποτίθεται ότι είναι ένα αυτοκρατορικό ίδρυμα· αυτό ανταποκρινόταν στη σπουδαιότητά του.
ήχος
Σχεδόν ο καθένας ξέρει το θόρυβο που προξενεί ένα οποιοδήποτε τενεκεδένιο στρογγυλό αντικείμενο, ας πούμε, το πώμα ενός τενεκεδένιου κουτιού όταν ξεγλιστρήση απ’ τα χέρια μας. Συνήθως δεν πέφτει κάτω με δυνατό πάταγο, πέφτει σύντομα, εξακολουθεί να κυλά πάνω στο γύρο του, και γίνεται τότε μόνο δυσάρεστο, όταν ο κραδασμός κοντεύη να τελειώση, κι αναποδογυρίζει τρικλίζοντας προς όλες τις μεριές πριν σταματήση. Λοιπόν: αυτό είναι όλο· ένα τέτοιο τενεκεδένιο αντικείμενο έπεσε κάτω, κύλησε, σταμάτησε, και στο αναμεταξύ σ' ωρισμένα διαστήματα βρόντηξε. Όπως όλοι οι θόρυβοι, που επιβάλλονται επανειλημμένα, είχε κ' αυτός οργανωθή εσωτερικά· μεταβαλλόταν, δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Όμως αυτό ακριβώς συνηγορούσε για τη νομοτυπία του. Μπορούσε να είναι δυνατός ή απαλός ή μελαγχολικός· μπορούσε να χάνεται βιαστικός ή να κυλά ατέλειωτη ώρα πριν σταματήση. Και το τελευταίο ταλάντεμα ήταν πάντα απροσδόκητο.
μονήρης
Οταν μιλά κανείς για τους μονήρεις, προϋποθέτει πάντοτε πολλά. Νομίζει, πως οι άνθρωποι ξέρουν, για τι πρόκειται. Όχι, δεν το ξέρουν. Δεν έχουν δει ποτέ έναν μονήρη, τον μίσησαν μόνο, χωρίς να τον γνωρίζουν. Υπήρξαν οι γείτονές του που τον κατανάλωναν και οι φωνές στο πλαϊνό δωμάτιο που τον σκανδάλιζαν. Εξερέθιζαν τ’ αντικείμενα εναντίον του να θορυβούν και να τον επικαλύπτουν οι θόρυβοι. Τα παιδιά συμμαχούσαν εναντίον του, επειδή ήταν τρυφερός και παιδί, και κάθε του ανάπτυξη αναπτυσσόταν ενάντια στους ηλικιωμένους. Τον ιχνηλατούσαν μέσα στην κρύπτη του σαν ένα θηρεύσιμο ζώο, και στη μακριά του νεότητα δεν υπήρχε θηρευτική απαγόρευση. Κι όταν αυτός δεν εξαντλείτο και διέφευγε, τότε κραύγαζαν για κάθε τι που προερχόταν απ’ αυτόν, και το ωνόμαζαν άσχημο και το ενοχοποιούσαν. Κι όταν αυτός δεν έδινε προσοχή, τότε γίνονταν πιο έκδηλοι και του καταβρόχθιζαν την τροφή και ανάσαιναν τον αέρα του, και έφτυναν μέσα στη φτώχια του, ώστε να του γίνη αποκρουστική. Τον δυσφημούσαν, όπως δυσφημούν έναν μολυσμένο, και τον λιθοβολούσαν για ν’ απομακρυνθή πιο γρήγορα. Και είχαν δίκαιο μέσα στο παλαιό τους ένστικτο: επειδή ήταν πραγματικά εχθρός τους.
διάβασμα
Κάνει καλά κανείς να προσδιορίζη απλώς ωρισμένα πράγματα που δε θ’ αλλάξουν πια, χωρίς να θλίβεται για τα γεγονότα ή και μόνο να τα κρίνη. Έτσι είδα καθαρά, πως ποτέ δεν υπήρξα ένας σωστός αναγνώστης. Στα παιδικά μου χρόνια, φανταζόμουν το διάβασμα σαν ένα επάγγελμα, που θα το αναλάμβανε κανείς αργότερα μια φορά, όταν θα έρχονταν όλα τα επαγγέλματα, το ένα μετά το άλλο. Για να πω την αλήθεια, δεν είχα καμμιά συγκεκριμένη παράσταση, πότε αυτό θα μπορούσε να γίνη. Βασιζόμουν στο ότι θα το παρατηρούσε κανείς, όταν η ζωή μέχρι κάποιο σημείο θα λοξοδρομούσε και θα ερχόταν μόνον πια απ’ έξω, όπως ερχόταν πριν από μέσα. Φανταζόμουν πως τότε θα γινόταν ξεκάθαρη και με μια σημασία και καθόλου παρεξηγήσιμη. Με κανέναν τρόπο απλή, απεναντίας πολύ απαιτητική, περίπλοκη και δύσκολη αν θέλετε, αλλά οπωσδήποτε ορατή. Το ιδιόρρυθμα απεριόριστο της παιδικής ηλικίας, το δυσανάλογο, το ποτέ εντελώς ευδιάγνωστο, αυτό θα μπορούσε τότε να υπερνικηθή. Δεν ήταν βέβαια δυνατό να εννοηθή, πώς. Στο βάθος εξακολουθούσε ακόμα να μεγαλώνη και να κλείνεται απ’ όλες τις μεριές, κι όσο πιο πολύ έβλεπε κανείς έξω, τόσο περισσότερο εσώτατο ανατάρασσε μέσα του: ο Θεός ξέρει από πού προερχόταν. Όμως προφανώς αύξαινε μέχρι το ακρότατο κ' ύστερα αποσπαζόταν με μιας. Ήταν εύκολο να παρατηρήση κανείς πως οι ενήλικοι πολύ λίγο ανησυχούσαν γι' αυτό· τριγύριζαν, γνωμοδοτούσαν, κ’ ενεργούσαν, κι αν κάποτε συναντούσαν δυσκολίες, αυτό ωφειλόταν σε εξωτερικά αίτια.
Στην αρχή τέτοιων μεταβολών ασχολήθηκα κ' εγώ με το διάβασμα. Τότε θα καταπιανόταν με τα βιβλία κανείς, όπως με τους γνωστούς, θα υπήρχε γι' αυτά χρόνος, ένας ωρισμένος χρόνος που περνούσε κανονικά κ' ευχάριστα ακριβώς τόσος όσος χρειάζεται. Φυσικά θα υπήρχαν μερικά βιβλία που θα στέκονταν πιο κοντά του, κι αυτό δε θα πη πως θα ήταν εκ των προτέρων βέβαιος ότι δεν θα του απορροφούσαν ούτε μισή ώρα πότε πότε: έναν περίπατο, μια συνέντευξη, την αρχή μιας θεατρικής παράστασης ή ένα επείγον γράμμα. Ότι όμως θα λύγιζαν και θα ανακάτωναν τα μαλλιά του, σαν να είχε πλαγιάσει πάνω τους, ότι θ’ αποκτούσε φλογερά αυτιά και σαν μέταλλο παγωμένα χέρια, ότι ένα μακρύ χέρι θα καιγόταν ολόκληρο πλάι του, και μέσα στο κηροπήγιο αυτό, δόξα τω Θεώ, θ’ αποκλειόταν τότε εντελώς.
γυναίκα
Το πεπρωμένο αγαπά να εφευρίσκη σχέδια και μορφές. Η δυσκολία του στηρίζεται στο πολύπλοκο. Η ζωή όμως η ίδια είναι δύσκολη με την απλότητά της. Έχει μονάχα μερικά πράγματα δυσανάλογα στο μέγεθος με μας. Ο Άγιος, αρνούμενος το πεπρωμένο, αυτά εκλέγει ενώπιον του Θεού. Ότι όμως και η γυναίκα σύμφωνα με τη φύση της αναφορικά προς τον άντρα, πρέπει να κάνη την ίδια εκλογή, προκαλεί την τύχη όλων των ερωτικών σχέσεων: αποφασιστική και άμοιρη σαν μια αιώνια στέκει στο πλάι του άντρα που μεταβάλλεται. Πάντα ξεπερνά η γυναίκα που αγαπά το αγαπημένο πρόσωπο, επειδή η ζωή είναι μεγαλύτερη απ’ το πεπρωμένο. Το δόσιμό της θέλει να είναι άπειρο: αυτό είναι η ευτυχία της. Όμως ο ακατονόμαστος πόνος της αγάπης της ήταν πάντα ότι της ζητούν να περιορίση αυτό το δόσιμο.

* Μετάφραση Δημ. Μπέσκου από το βιβλίο «Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε», εκδόσεις Γαλαξίας-Ερμείας, 1978.


from ανεμουριον https://ift.tt/2LOq6F0
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη