Εμμανουήλ Ροΐδης (1836, Ερμούπολη - 1904, Αθήνα)

Του Γιάννη Λάμψα Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στη Σύρο, από οικογένεια εύπορη, το 1836. Από έξι ως δεκατριών χρόνων έζησε στη Γένοβα. Ύστερα γύρισε στη Σύρα, όπου ακολούθησε κανονικά σχολικά μαθήματα. Οικότροφος σε Λύκειο, ξενυχτούσε κρυφά διαβάζοντας άπληστα τα μυθιστορήματα του Δουμά. Από τότε πρωτοφανερώθηκε σ’ αυτόν και η συγγραφική διάθεση. Από τα 1855, παιδί σχεδόν ακόμη, πήγε πάλι σε ξένους τόπους, στη Γερμανία, στη Ρουμανία και στην Αίγυπτο. Κυριάρχησε, δηλαδή, ώς τα είκοσι επτά του χρόνια, ως την εποχή όπου ήρθε να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα, το κοσμοπολίτικο στοιχείο στη ζωή του. Φιλαναγνώστης, φιλότεχνος, μοίραζε τις ώρες του ανάμεσα στις βιβλιοθήκες, στα φροντιστήρια, στα μουσεία και στις συναυλίες. Τον απασχολούσε πολύ και η κοσμική ζωή. Δύο αλλεπάλληλα ατυχήματα, όμως, διατάραξαν την ευτυχία του: Η ακοή του ελαττώθηκε σε βαθμό ώστε να δυσκολεύει την κοσμική του ζωή, και μια σειρά από κακές επιχειρήσεις τον κατέστρεψαν οικονομικά. Το διάβασμα έγινε πια η μοναδική χαρά του... Ο Ροΐδης πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα με μια μετάφραση του «Οδοιπορικού» του Σατωβριάνδου το 1860. Ο πρόλογός του φανέρωνε πρώιμο ενδιαφέρον, σπάνιο τότε στην Ελλάδα, για τα ζητήματα του ύφους και της συγγραφής. Το 1866 άρχισε να γράφει την «Πάπισσα Ιωάννα». Την τιτλοφόρησε «μεσαιωνική μελέτη». Ήξερε όμως πως έγραφε μυθιστόρημα. Η «Πάπισσα Ιωάννα», με την ελεύθερη σκέψη της, με την κριτική της διάθεση, που συχνά αγγίζει τα θρησκευτικά πράγματα, με τις ωμές ερωτικές σκηνές της, προκάλεσε πολύ μεγάλο θόρυβο στην ελληνική κοινωνία τού 1866: Ήταν η αναίρεση της αισθητικής του ρομαντισμού, ήταν η αναίρεση του ρομαντικού ψυχικού κόσμου και των στενών του δεσμών με τη θρησκευτική πίστη. Η «Πάπισσα» καταδικάστηκε από την Εκκλησία.
Έτσι, μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, τρεις φορές συγγραφείς άξιοι λόγου καταδικάστηκαν για τις αντιλήψεις τους αναφορικά με τη θρησκεία: Ο Καΐρης το 1852, ο Λασκαράτος, του οποίου καταδικάστηκαν το 1856 τα «Μυστήρια της Κεφαλλονιάς», ο Ροΐδης τώρα. Η τροπή αυτή των καιρών πρέπει να ερμηνευθεί συνθετικά: Με την ανησυχία τής Εκκλησίας εμπρός σε εκδηλώσεις που θα μπορούσαν άλλοτε να την αφήσουν ατάραχη, με την προΐούσα σημασία την οποία της έδινε η Μεγάλη Ιδέα μέσα στο εθνικό σχήμα και με τη σύζευξη ρομαντισμού και θρησκευτικού συναισθήματος. Ανάμεσα στον νέο Ελληνισμό και στο κλασικιστικό όραμα του αρχαίου κόσμου παρεμβαλλόταν τώρα, ολοένα και σαφέστερα, ο μεσαιωνικός χριστιανικός κόσμος... Ο Ροΐδης απάντησε στην καταδίκη και στις κριτικές με μια σειρά από δημοσιεύματα: «Ολίγαι λέξεις εις απάντησιν της υπ’ αριθμ. 5688 εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου και Επιστολαί ενός Αγρινιώτου». Το οξύ πνεύμα του βρήκε κατάλληλο έδαφος για να ασκηθεί μέσα στις αδέξιες πολεμικές που του έγιναν. Τα πυροτεχνήματα τού λόγου του διαδέχονταν το ένα το άλλο: «Ο μέγας Κάρολος, αφού περιέδραμε την Ευρώπην θερίζων δάφνας και κεφαλάς διά της μακράς του σπάθης»... «Εις Ακυΐσγρανον, πόλιν περίφημον διά τα άγια λείψανα και τας βελόνας»... «Η δε Αγγλία είχε τότε το μονοπώλιον των θεολόγων ως σήμερον το των ατμομηχανών»... «Πλέκων εγκώμια εις τους αγίους και καλάθια εις τους αλιείς»... «Και οτέ μεν πινάκιον, οτέ δε ρητόν της γραφής εκσφενδονίζουσα κατ’ αυτών»...

Τα τελευταία χρόνια ο Ροΐδης δεν είχε, πάντως, πολλή φαντασία. Μετά την «Πάπισσα» δημοσίευσε μια σειρά από αφηγήματα γύρω στον Μεσαίωνα, σαν αποσπόρια, θα έλεγε κανείς, της μελέτης που έκανε για τη σύνταξη του μυθιστορήματος του. Είχε χάσει τα πολιτικά ενδιαφέροντά του, κύριο θέμα του κριτικού του έργου, και πολύ αργά, αφού το διήγημα καθιερώθηκε στη νέα μας λογοτεχνία, άρχισε να δημοσιεύει αυτά που ονομάστηκαν διηγήματά του. Είχε χάσει την περιουσία του. Σε κάποιες περιόδους δωριζόταν και παυόταν έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Αλλά κι αυτό το πέρασμά του από τη Βιβλιοθήκη τού έδωσε αφορμή να γράψει δύο από τους πιο δηκτικούς λιβέλους του... Γύρω στα 1890 ο Ροΐδης ήταν κουρασμένος, φτωχός, πικραμένος, με νοσταλγία για τα παιδικά του χρόνια. Δίπλα στα διαβάσματά του, που κι αυτά τα είχε αραιώσει η φτώχεια, βρήκε στις αναμνήσεις του μια καινούργια πηγή συγγραφών: Άρχιζε η διηγηματογραφική του περίοδος. Το πέρασμα των χρόνων ήρθε ν’ αφαιρέσει κάτι από την αρχική σκληράδα που είχε η εμφάνιση του συγγραφέα της «Πάπισσας». Η νοσταλγία, και μάλιστα των παιδικών χρόνων, έδινε έναν τόνο πιο μαλακό στην καινούργια του παραγωγή. Δεν επρόκειτο όμως για διηγήματα: Την ατροφική φαντασία του είχε αντικαταστήσει η μνήμη... Η δεκαετία 1890 με 1900 χαρακτηρίζεται μέσα στη ζωή του Ροΐδη από τα έργα αυτά. Δίσταζε ν’ ανοίξει την καρδιά του προς τη μεριά των ανθρώπων. Η συμπάθειά του εκδηλωνόταν προς τα ζώα: Ιστορίες αλόγων, σκύλων κ.λπ. Η παιδική του ζωή στη Σύρο του ενέπνευσε πολλές εκλεκτές σελίδες. Σε αυτήν όφειλε και το μόνο συγκροτημένο διήγημά του, την «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» (1894). Βέβαια, υπάρχει εδώ η θέληση να ψυχολογήσει, να διαπλάσει μια μορφή. Μα η θέληση αυτή διευκολύνεται επειδή ο τύπος του αδιάφορου ηδονιστή τον οποίο παρουσιάζει, θυμίζει πολύ τον Ροΐδη. Εξάλλου, περισσότερο από τη διαμόρφωση ενός τύπου βλέπουμε και πάλι να τον θέλγουν οι περιγραφές της επαρχιακής ζωής, γεμάτες λεπτή παρατήρηση, σαρκασμό και τέχνη του λόγου.

Το ύφος του είναι πάντα άψογο, και μάλιστα με λιγότερη εκζήτηση πρωτοτυπίας και σπινθηρισμού, έτσι ώστε να γίνεται πιο αγαπητό παρά στα παλιότερα ανάλογα έργα του και ιδίως στην «Πάπισσα Ιωάννα». Η γλώσσα του έμενε καθαρεύουσα πάντα, αλλά χωρίς την υπερβολή που έδειχναν παλαιότερες εργασίες του. Στη δημοτική έχουμε μόνο ένα αφήγημά του, γραμμένο σαν παραμύθι, με τον τίτλο «Η μηλιά». Ίσως ο Ροΐδης είχε σκοπό, γράφοντάς το, στα 1895, ν’ απαντήσει έμπρακτα σε όσους τον κατηγορούσαν ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα την οποία θεωρητικά υποστήριζε... Στα τελευταία του αυτά έργα προέχουν τα πιο εξωτερικά χαρακτηριστικά, η τάση για ευφυολογία, για επίδειξη πνεύματος. Αυτός ο μεγάλος δάσκαλος της επιμέλειας άρχισε να συγκεντρώνει οπαδούς ανάμεσα στην πιο πρόχειρη δημοσιογραφία. Ο Ροΐδης πέθανε το 1904, αλλά επέζησε σε αρκετούς νεότερούς του, που είχαν δεχθεί τη δική του επίδραση. Όμως, την κριτική του μέθοδο και τη βαριά συναίσθηση της ευθύνης που χαρακτήριζε τους κριτικούς του ελέγχους ένας μόνο την κληρονόμησε και την έφερε σε τελείωση: Ο Κωστής Παλαμάς. Οι εκδόσεις των έργων του Εμ. Ροΐδη είναι: Ιστορική νουβέλα, «Η Πάπισσα Ιωάννα», 1866. Διηγήματα: «Συριανά Διηγήματα», 1962, «Διηγήματα» (στην έκδοση των «Εργων», I-VII, 1911-1914). Κριτικά: «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», 1877, «Περί Συγχρόνου εν Ελλάδι Κριτικής», 1877, «Τα Κείμενα», 1877, «Γεννηθήτω Φως», 1878, «Πάρεργα», 1885, «Το Ταξίδι του Ψυχάρη», 1888, «Τα Είδωλα», 1893 κ.ά. Απαντα: «Εργα», τ. I-VII, Φέξης, 1911-1914. «Τα Εργα» (επιμ. Κ. Καιροφύλα), τ. I-IV, «Σύλλογος Ωφελίμων Βιβλίων», 1940-1947. «Η Πάπισσα Ιωάννα» (επιμ. Τ. Βουρνά), 1971. «Αφηγήματα», Γαλαξίας, 1969.
Μεγάλες μορφές 20 αιώνων Η Απογευματινή Αθήνα


from ανεμουριον https://ift.tt/3b2v77x
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη