Μια ρηξικέλευθη ηθοποιός

Της Εύης Προύσαλη
Η Κοτοπούλη στο θέατρο της, στο REX, στην Πανεπιστημίου, έθεσε τις βάσεις για μια σειρά μόνιμων συνεργασιών με αξιόλογους καλλιτέχνες και παράγοντες της θεατρικής τέχνης. Κάλεσε από το Παρίσι τον Γιαννούλη Σαραντίδη, συνεργάτη του Ζακ Κοπώ, για να τη σκηνοθετήσει. Επ' ευκαιρία της παράστασης ήρθε και ο Ζακ Κοπώ που έδωσε μια διάλεξη στο φουαγιέ του θεάτρου. Από αριστερά διακρίνονται: Κλ. Κλώνης, Δημ. Ροντήρης, Αντ. Φωκάς, Κ. Μπαστιάς, Μ. Κοτοπούλη, Ζακ Κοπώ, Γ. Γληνός, Μ. Σκουλούδης, Αλ. Μινωτής, Δίον. Ρώμας, Βασ. Λογοθετίδης, Καρ. Κουν, Ν. Δενδραμής. (Αρχείο Γ. Χατζηδάκη).
Κόρη των ηθοποιών Ελένης και Δημητρίου Κοτοπούλη, βγήκε στη σκηνή όντας ακόμη στις φασκιές, όταν η μητέρα της χρειάστηκε ένα μωρό για τον ρόλο της. Δύο χρονών είπε την πρώτη της ατάκα στον «Μάκμπεθ», τεσσάρων χρόνων ίπτατο ως «Έρωτας» κρεμασμένη από ένα σκοινί, επτά χρονών πάτησε το θεατρικό σανίδι «παίζοντας» μια μαθήτρια που «απεργεί» στην επιθεώρηση «Λίγο απ' όλα», ενώ έντεκα χρόνων υποδύθηκε τη γριά Γιάννενα στον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας». Αταίριαστες εμπειρίες για την παιδική ψυχή, που βίωνε περισσότερο έναν κόσμο πλασματικό, ψευδαισθητικό, μεταβαλλόμενο συνεχώς χωρίς ειρμό, τον Κόσμο της Σκηνής.

Αν και πολλοί συνάδελφοι της ⎼ άντρες και γυναίκες ⎼ μεγάλωσαν σε παρόμοιο περιβάλλον, η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν η μόνη που κατόρθωσε να αφομοιώσει, να αποστάξει και να μεταπλάσει τις ανοίκειες αυτές εμπειρίες της σε αυθεντική δημιουργία. Κι αυτό, γιατί, η συνεχής εναλλαγή τοπίων, καταστάσεων και συναισθημάτων βρήκαν γόνιμο έδαφος σ' ένα φλογερό ταμπεραμέντο και σε μια πολυδιάστατη ιδιοσυγκρασία. Πλαστουργήθηκε έτσι ένα μοναδικό καλλιτεχνικό φαινόμενο: μια ασύγκριτη ηθοποιός και μια δυναμική θιασάρχης: η Μαρίκα Κοτοπούλη.

Στην αρχή, ακολουθούσε ως ηθοποιός τον θίασο του πατέρα της Δημητρίου Κοτοπούλη στις περιοδείες του και βρισκόταν φυσικά κάτω από την «πατρική» εποπτεία. Ως η νεαρότερη (15 ετών) ηθοποιός του Βασιλικού Θεάτρου βρισκόταν κάτω από τη διδασκαλική μπαγκέτα του Θωμά Οικονόμου. Ήταν και ο πρώτος που έστρεψε το ενδιαφέρον της στα έργα του κλασικού δραματολογίου. Αργότερα, στη θιασαρχική της καριέρα συνδύασε τα στοιχεία που είχε αποκομίσει από τους δύο καθοδηγητές της: τον πατέρα της και τον Οικονόμου. Όσο όμως μεγάλωνε γινόταν ο ανεξάρτητος, χειμαρρώδης και παράτολμος χαρακτήρας που μάγευε και γοήτευε όσους την συναναστρέφονταν.
Το 1938 η Μαρίκα Κοτοπούλη συνεργάζεται με τον Γιώργο Παπά και παρουσιάζει στο θέατρο της την κωμωδία του Σόμερσετ Μωμ «Η λαίδη Μπέτση εξοφλεί». Σε εξαιρετική φόρμα οι δύο πρωταγωνιστές, προσελκύουν πλήθη των Αθηναίων θεατρόφιλων.
Η θεατρική της πορεία αναδεικνύει μια ισχυρή και ασυμβίβαστη με το κατεστημένο προσωπικότητα. Η πρώτη επαναστατική της πράξη, που φανερώνει ότι δεν επρόκειτο ποτέ να απαρνηθεί τα πιστεύω της, διαδραματίστηκε το 1905 στο Βασιλικό Θέατρο. Ο Θ. Οικονόμου της είχε δώσει τότε τον πρωταγωνιστικό ρόλο «Μόνα Βάνα». Οι πρόβες είχαν ολοκληρωθεί και η πρεμιέρα είχε αναγγελθεί στον Τύπο. Όμως, μια απροσδόκητη παρέμβαση του αυλάρχη Θων της αφαιρούσε τον ρόλο, ο οποίος δινόταν στην κ. Φραγκοπουλου. Η αντίδραση της Μαρίκας ήταν άμεση. Χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες ή να συνυπολογίσει το καλλιτεχνικό κόστος της αποχώρησής της από το Βασιλικό, τόλμησε να αντιταχθεί στη θέληση του αυλάρχη δηλώνοντας στη συνάντηση που είχε μαζί του ότι αποχωρεί εφόσον της παίρνουν «άδικα» τον ρόλο. Φυσικά το έργο δεν παίχτηκε, η Κοτοπούλη δεν υποτάχτηκε. Ήταν μόλις 18 χρόνων!

Συνεχής αναζήτηση

Το 1908 ίδρυσε τη «Νέα Σκηνή», που στεγαζόταν στο θέατρο της Ομόνοιας, και συνεργάστηκε με πρωταγωνιστές της εποχής. Το 1912 πήρε τα θιασάρχισσα ηνία στα χέρια της κι έκτοτε λειτούργησε με κριτήρια το καλλιτεχνικό της ένστικτο και την άσβεστη επιθυμία της να δοκιμάζει διαφορετικά και νέα πράγματα. Έχοντας κατακτήσει κοινό και κριτικούς δεν αρκείται στα κεκτημένα της, αλλά αγωνιά συνεχώς. Ταξιδεύει στο Παρίσι θέλοντας να παρακολουθήσει τις θεατρικές εξελίξεις και να διευρύνει τους ορίζοντές της: «...την ίδια βραδιά που έφτασα στο Παρίσι πήγα στο θέατρο. Και δεν αφήνω βραδιά που να μην πάω» (από γράμμα της στον Μήτσο Μυράτ). Ο ενθουσιασμός της είναι μεγάλος. Φέρνει νέα έργα, πείθεται για τη συμβολή του σκηνοθέτη στη διαδικασία και το αποτέλεσμα της θεατρικής πράξης, παρατηρεί τα νέα τεχνικά μέσα των ευρωπαϊκών σκηνών και τη σκηνογραφία κι επιδιώκει να τα εφαρμόσει στη «Νέα Σκηνή».

Υιοθετούσε με ευκολία κάθε νέα ιδέα ή πρόταση που πίστευε ότι θα ωφελούσε την τέχνη του θεάτρου και θα αναβάθμιζε τη θέση των συντελεστών του. Συμμετείχε ενεργά στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών με δωρεές για την ενίσχυση του ταμείου του, αλλά και με ρηξικέλευθες προτάσεις, όπως φαίνεται από τα πρακτικά του συλλόγου (1911⎼1912): «... η Μ. Κοτοπούλη εδήλωσεν ότι παύει αποδίδουσα εις τον ημέτερον σύλλογο τα εν τω θεάτρω της εισπραττόμενα πεντάλεπτα, αν μη θεσπισθή και διά τας Κυρίας το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι...», άποψη που φανερώνει τη ριζοσπαστική της θέση τόσο για τον θεατρικό συνδικαλισμό όσο και για το φεμινιστικό κίνημα!

Κατά την ηλικιακή και θεατρική της ωριμότητα δεν εφησυχάζει. Φανατική οπαδός του εκσυγχρονισμού ήταν παρούσα σε όλες τις προσπάθειες των καλλιτεχνών και συγγραφέων για την αναγέννηση του Θεάτρου. Ρίχνεται σ' έναν αγώνα με υψηλές καλλιτεχνικές επιδιώξει, ιδρύοντας έναν θίασο τέχνης, την «Ελευθέρα Σκηνή» (1929), μαζί με τους Σπύρο Μελά και Μήτσο Μυράτ. Το θεατρικό τους μανιφέστο ταράζει τα λιμνάζοντα νερά του θεατρικού κατεστημένου: «Πιστεύουμε ότι προορισμός της Θεατρικής Τέχνης είναι... να ξεσκεπάσει την αιώνια μυστική ομορφιά που υπάρχει στη ζωή ... και σ' αυτό ακόμα το ναυάγιο της φτωχής μας ατομικής υπάρξεως ⎼ τον θάνατο ⎼ και να της χαρίσει τη γαλήνη του πολιτισμού. Πιστεύουμε ακόμη στην πλατειά της ανθρωπιστική επίδραση... και με την πίστη αυτή κατεβαίνουμε στον αγώνα». Έτσι, ο θίασος της «Ελευθέρας Σκηνής» εγκαινιάζει νέους όρους στη σκηνική πρακτική:
  • Θεωρεί απαραίτητη την παρουσία του σκηνοθέτη (τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει ο Σπ. Μελάς) στην καθοδήγηση του οποίου αφήνεται όλος ο θίασος.
  • Ορίζεται εξ αρχής το ρεπερτόριο της συγκεκριμένης σεζόν ώστε να μην ανεβαίνουν εσπευσμένα και πρόχειρα τα έργα, αλλά μόνο κατόπιν μακράς προετοιμασίας, τουλάχιστον σαράντα έως εξήντα δοκιμών.
  • Γίνεται προσπάθεια κατάργησης του υποβολείου, με την εντατικοποίηση της προετοιμασίας των ηθοποιών.
  • Η σκηνογραφία ανάγεται στο εξής σε σημαντικό σκηνικό παράγοντα και η φροντίδα της ανατίθεται στα χέρια φερέλπιδων ζωγράφων ⎼ σκηνογράφων.
  • Αντίστοιχη μέριμνα επιδεικνύεται και για τη μουσική επιμέλεια του κάθε έργου. Μάλιστα το πρώτο έργο της «Ελευθέρας Σκηνής» («Ντιμπούκ» του Αν Σκι) επενδύει μουσικά η Κατίνα Παξινού, γνωστή για την ευρεία μουσική της παιδεία. Στο δεύτερο έργο της, το «Σιμούν», αποφασίζει να καλέσει τον συγγραφέα Ανρί Λενορμάν, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα του. Ο Τύπος της εποχής αναγνωρίζει τις καινοτομίες του θιάσου της: «...εγκαινιάζουσα μάλιστα τον νεωτερισμόν να είναι, εγκαίρως προσκαλούμενος και ο συγγραφέας, παρών κατά τη διδασκαλία του έργου του».
  • Επιπλέον, γίνεται προσπάθεια υποβολής ατμόσφαιρας μέσω της χρήσης ιδιαίτερων φωτιστικών εφέ.

Αναβάθμιση της θεατρικής τέχνης

Παρ' όλα αυτά, η «Ελευθέρα Σκηνή» ναυάγησε οικονομικά, γιατί το θεατρόφιλο κοινό «...των ολίγων που καταλαβαίνουν κι αγαπούν το Ανώτερον» (Ξενόπουλος) δεν αρκούσε για να συντηρήσει τις πολυδάπανες παραγωγές της. Αν και δεν μακροημέρευσε, έθεσε στόχους κι έκανε αξιέπαινες προσπάθειες προς την πραγμάτωση τους. Εξάλλου, το γεγονός και μόνο ότι ο Θίασος ⎼ ο επονομαζόμενος εμπορικός ⎼ μιας βεντέτας, της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενδιαφερόταν για την αναβάθμιση της Θεατρικής Τέχνης και την ουσιαστική κοινωνική αποστολή της, ορίζει και καθορίζει το ήθος και το καλλιτεχνικό βεληνεκές της ηγέτιδας του.
Υπέρμαχη πάντα των νέων δημιουργών, τη βλέπουμε στη φωτογραφία με τον σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη, με τον οποίο είχε συνεργαστεί πολλές φορές, και τον νεοεμφανιζόμενο, τότε, συνθέτη, Μάνο Χατζιδάκι. Η φωτογραφία στην Αλεξάνδρεια.
Κάτω από τον πιεστικό ανταγωνισμό της με το Εθνικό Θέατρο (ίδρυση 1932), η Μ. Κοτοπούλη δεν παραιτήθηκε από την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της θεατρικής πράξης. Με τα εγκαίνια του νέου Θεάτρου Κοτοπούλη (1937) στο πολυτελές, μοντέρνο κτίριο του ΡΕΞ στην Πανεπιστημίου, έθεσε τις βάσεις για μια σειρά μόνιμων συνεργασιών με αξιόλογους καλλιτέχνες και παράγοντες της θεατρικής τέχνης. Κάλεσε από το Παρίσι τον Γιαννούλη Σαραντίδη, συνεργάτη του Ζακ Κοπώ, για να τη σκηνοθετήσει. Ο Σαραντίδης για να έρθει από το Παρίσι απέσπασε τη διαβεβαίωση της ότι δεν θα είχε παρεμβάσεις και ότι όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της ιδίας, θα υποτάσσονταν στα προστάγματα του. Οι συνεργάτες τους καταθέτουν ότι η Μαρίκα πειθάρχησε παραδειγματικά στις οδηγίες του, με απώτερο στόχο την πραγμάτωση ενός συνεπούς και άρτιου αισθητικά σκηνικού αποτελέσματος. Επιστράτευσε, επίσης, μια πλειάδα ταλαντούχων ζωγράφων και σκηνογράφων για να επιμεληθούν τα κοστούμια και τα σκηνικά: Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Ν. Χατζηκυριάκος⎼Γκίκας, Κλ. Κλώνης, Γ. Ανεμογιάννης, κ.ά. Αποτέλεσε έτσι τον πρώτο επαγγελματικό θίασο που αποπειράται να συμμορφωθεί με τα δεδομένα της διεθνούς Θεατρικής συγκυρίας.

Θηρεύτρια ταλέντων

Η ακόρεστη δίψα της για κάθε τι καινούργιο την ωθούσε στην ανεύρεση νέων καλλιτεχνών. Αφουγκραζόταν τον παλμό της νέας γενιάς και αντλούσε από τη δεξαμενή του πάθους της. Θηρεύτρια ταλέντων, δεν φείδονταν επαινετικών λόγων όταν ενθουσιαζόταν με την ανακάλυψη της, όπως στην περίπτωση της Ελένης Παπαδάκη: «...Είχα ακούσει τόσα πολλά καλά γι' αυτήν, ώστε με την απόφαση που έχω να συντελέσω όσο μπορώ στη δημιουργία νέων θεατρικών στοιχείων, την προσέλαβα. Η Ελ. Παπαδάκη μου αποκαλύπτεται τώρα στις πρόβες του Γλάρου σπουδαίο ταλέντο. Σπάνια είχα τέτοια συγκίνηση στο θέατρο, ακούγοντας την καινούργια μου συνεργάτιδα...».

Στις αρχές του φθινοπώρου του 1941 η Μαρίκα ⎼ κατόπιν προτροπής του Κωστή Μπαστιά ⎼ αποφασίζει να ιδρύσει μια Δραματική Σχολή. Δημοσιεύει αγγελία στις εφημερίδες καλώντας τους ενδιαφερόμενους υποψήφιους να παρουσιαστούν για εξετάσεις. Φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα φυτώριο ταλέντων, μα πάνω απ' όλα αναζητεί απεγνωσμένα τη «διάδοχο» της. Γιατί η Κοτοπούλη δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που εθελοτυφλεί. Δεν αντιστάθηκε στη φθορά του χρόνου και αποδέχτηκε στωικά το εφήμερο και το θνησιγενές της τέχνης της. Στο πρόσωπο της Έλλης Λαμπέτη, που γίνεται μαθήτρια της, θα βρει την κληρονόμο της καλλιτεχνικής της παρακαταθήκη!

Η Κοτοπούλη προσπάθησε να κρατήσει την ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στις οικονομικές υποχρεώσεις ενός θιασάρχη που οφείλει να συντηρεί τον θίασο του και στις καλλιτεχνικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες ενός ταλαντούχου ηθοποιού. Άλλωστε, στην προσπάθεια της να μην αποξενωθεί από την πηγή της Τέχνης της, καθιέρωσε απογευματινές παραστάσεις, παράλληλα με τις ψυχαγωγικές βραδινές, όπου ανέβαζε έργα κλασικού δραματολογίου, επιδεικνύοντας τις υψηλές ερμηνευτικές της δυνατότητες.

Η Κοτοπούλη στάθηκε μια άοκνη εργάτρια και της υποκριτικής τέχνης, αφού διέπρεψε σε όλο το φάσμα ρόλων του σύγχρονου της ρεπερτορίου. Ως ακάματη αθλήτρια, δεν αρκέστηκε σ' ένα μόνο άθλημα, αλλά προπονήθηκε και διακρίθηκε στο δέκαθλο του θεατρικού στίβου. Έκανε ρίψεις και άλματα που καμιά σύγχρονη της πρωταγωνίστρια δεν τόλμησε, ενώ μεγαλούργησε σε δρόμους αντοχής που απαιτούν πέρα από το θέαμα της ταχύτητας, την επιμονή και υπομονή που διακρίνει τους ξεχωριστούς. Οπερέτα, μουσικοχορευτικό θέαμα, επιθεώρηση, κομεντί, μπουλβάρ, δράμα, γερμανική τραγωδία, αρχαία ελληνική τραγωδία... είναι μερικές από τις επιδόσεις της. Δεν δίστασε να «τσαλακωθεί», να μεταμορφωθεί, να «...απαρνηθεί τη γυναικεία ματαιοδοξία και φιλαρέσκεια για χάρη της σωστής ερμηνείας του ρόλου» (Γ. Σιδερά), όταν έπαιξε τον Καραγκιόζη του Θ. Συναδινού. Κατέκτησε επάξια τα μετάλλια της πρωτιάς, που της απονεμήθηκαν απ' όλους τους κριτικούς της εποχής:

Α. Μαυρουδής: «...και προπάντων η φωνή της. Αιολική άρπα που τρέμει με βαθείς, επιβλητικούς μοιραίους τόνους εις την τραγωδίαν, που παιχνιδίζει γοητευτικά εις την κωμωδίαν σαν να θωπεύεται από την πνοήν τρελλής άρπας».

Ζ. Παπαντωνίου: «...Και η τέχνη της; …ποιός θα την ορίσει; Κανένας δε θα μπορέσει να πει αυτό είναι η τέχνη της... Το παίξιμο της είναι μια σκοτεινή emanation (πηγή) πνεύματος που γεμίζει τη σκηνήν».

Κι αλήθεια, όσα κι αν γράφτηκαν όσα κι αν ειπώθηκαν φαίνεται ότι δεν μπορούν να αποδώσουν τη σκηνική μαγεία της υποκριτικής της. Εφόσον κανένα ηχητικό ή οπτικό τεκμήριο δεν διασώθηκε για να την απαθανατίσει, απομένουν οι μαρτυρίες των συγχρόνων της κριτικών και διανοούμενων για να στήσουν το τρόπαιο του ταλέντου της : «Ρομαντικό ρεαλισμό», το ονόμασε ο Άλκης Θρύλος, «αυτάρκεια ενοχής για να δημιουργήσει μαγεία, πειστικότητα και αξία ακόμη και για τα ανάξια» ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, «ολοκληρωμένη ηθοποιό που συμπυκνώνει την Τέχνη του Θεάτρου», την αποκάλεσε ο Γάλλος Michel Paillares, «μεγάλη φυσιογνωμία και ηγετική καλλιτεχνική μορφή» ο Λέων Κουκούλας, «ασύγκριτη αναδημιουργός και ποιήτρια της σκηνής... φαντάζει πάντα σαν ολόφωτος φάρος που μέσα στην Ελλαδική διανοητική βαρυχειμωνιά, μας οδηγάει στο λιμάνι της βαθειάς πίστης στα πιο αγνά ιδανικά της Τέχνης και της Ιδέας», αποφαίνεται ο Μ. Καλομοίρης, «...όλες οι σκηνοθετικές, φωτιστικές, και σκηνοθετικές ανανεώσεις χρωστιούνται σ' αυτήν. Ακατάβλητη ζωτικότητα, έμπνευση αστέρευτη, πραγματοποιητική δύναμη και ικανότητα μοναδική και αφάνταστη εργατικότητα», καταθέτει ο Σ. Μελάς, «γεννήθηκε με το ατίμητο, το βασιλικό δώρο της ισχυρής προσωπικότητος» κατά τον Διονύσιο Ρώμα. Πάνω απ' όλα όμως, ήταν φτιαγμένη από τη στόφα απ' την οποία πλάθονται «...οι πραγματικά μεγάλοι, που όποια κι αν είναι η δράση τους, συναιρούν κάθε τους γνώρισμα (θετικό ή αρνητικό) σε μια έκφραση, σ' ένα ύφος επιβολής ακαταμάχητο. Τους δέχεται κανείς ακόμα και με το ζόρι. Είναι ή γίνονται Νόμοι. Τέτοια ήταν η Μαρίκα. Ξέφευγε από κάθε κριτική γιατί ήταν η ίδια ένα είδος κριτικής, ένα σύστημα κριτηρίων για τους άλλους!» (Αντώνης Καραντώνης).

Βιβλιογραφία: Φ. Ηλιάδης, «Μαρίκα Κοτοπούλη», Δωρικός, Αθήνα 1996. / Ελίζα⎼Άννα Δελβερούδη, «Η Μαρίκα Κοτοπούλη θιασάρχης» / Αντώνης Γλυτζούρης, «Η Μαρίκα Κοτοπούλη και η «Ελευθέρα Σκηνή»», Πρακτικά συμποσίου «Για τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το θέατρο στην Ερμούπολη, Ερμούπολη Σύρου 1994, ΚΝΕ/ΕΙΕ. / Γ. Σιδερής, «Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου 1794⎼1944», τόμος Β', Καστανιώτης, Αθήνα 2000. / «Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, 1917⎼1997, 80 χρόνια ΣΕΗ», εκδ. Κ&Π. Σμπίλιας, Αθήνα 1999.

ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2003


from ανεμουριον https://ift.tt/39Rkcfi
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη