Της Ευδοκίας Δεληπέτρου
Ανήκει στις μορφές που σφράγισαν με την ακτινοβολία τους το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Την εποχή που το άστρο της Μαρίκας Κοτοπούλη λάμπει στο θεατρικό στερέωμα, το ελληνικό κράτος ενηλικιώνεται επιδιώκοντας την πολιτική και εδαφική σταθερότητα μέσα στη δίνη των μεγάλων ιστορικών γεγονότων. Η ελληνική κοινωνία αστικοποιείται, η τάση διερεύνησης της εθνικής ταυτότητας εντείνεται και το κίνημα του δημοτικισμού φτάνει σε έξαρση. Ο ευαίσθητος θεατρικός δέκτης αναπαράγει την αστάθεια και την ιδεολογική ένταση - αρχίζει μια περίοδος έντονων αναζητήσεων και μεγάλων αλλαγών, καθώς πραγματοποιείται η αργή μετάβαση από τις πρώιμες συνθήκες του 19ου αι. στην ωριμότητα του 20ού. Η καλλιτεχνική σταδιοδρομία της μεγάλης ηθοποιού καθόρισε τη μετάβαση αυτή με το υψηλό καλλιτεχνικό της έργο, τον δυναμισμό και την υποδειγματική αφοσίωση στην τέχνη της. Η έντονη ζωή της εκτός θεάτρου αποτέλεσε και αυτή μέρος του θρύλου που περιβάλλει το όνομα Μαρίκα Κοτοπούλη και έχει χτιστεί με υλικά μυθιστορηματικά: πηγαίο ταλέντο, ισχυρή βούληση, χαρισματική προσωπικότητα, έρωτας, δόξα, πάθος για ζωή και για την τέχνη, σε καιρούς ταραγμένους και δύσκολους.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη γεννήθηκε και μεγάλωσε ουσιαστικά στο θέατρο. Ο Δημήτρης Κοτοπούλης, ο πατέρας της, επικεφαλής του «Δραματικού Θιάσου Πρόοδος», υπήρξε από τους πιο καλλιεργημένους ηθοποιούς. Η μητέρα της Ελένη, ηθοποιός κι αυτή - πρώην δασκάλα - βρισκόταν επί σκηνής, όταν στις 3 Μαΐου 1887, την κατέλαβαν οι ωδίνες. Λίγες ώρες αργότερα, στο σπίτι τους στο Μεταξουργείο, έφερε στον κόσμο τη Μαρίκα, την τέταρτη κόρη της - «την μικρότερα και την μεγαλυτέρα κατά την υποκριτικήν».
Ο «Δραματικός Θίασος Πρόοδος» ακολουθούσε τα πρότυπα του 19ου αι.: είχε οργανωθεί σε οικογενειακή βάση και περιόδευε συχνότατα, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο. Παρά τις αντιξοότητες της οικονομικής αστάθειας και των συνεχών μετακινήσεων, η Μαρίκα έλαβε εξαιρετική μόρφωση, φοίτησε στο Αρσάκειο και μιλούσε πολύ καλά αγγλικά και γαλλικά. Η παιδεία και η σημαντική καλλιτεχνική αγωγή τροφοδότησαν μία από τις πιο καλλιεργημένες θεατρικές προσωπικότητες του καιρού της. Στον κύκλο της ανήκαν σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής και το σπίτι της υπήρξε ανοιχτό φιλολογικό και καλλιτεχνικό κέντρο.
Στα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής της, η Μαρίκα αντιλαμβάνεται το θέατρο σαν το φυσικό της περιβάλλον. «Το θέατρο δεν το ξεχώρισα ποτέ από τη ζωή. Την ανθρωπότητα την είδα πάντα χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα: Στους ηθοποιούς που έπαιζαν και στους θεατές που έβλεπαν. Και είναι πολύ φυσικό να ήθελα ν' ανήκω στους πρώτους που είχαν κάποια πρωτοβουλία [...] Ποτέ μου δεν σκέφτηκα πως μπορούσα να γίνω κάτι άλλο από ηθοποιός.». Μέχρι το 1902 είχε ήδη εμφανιστεί πολλές φορές στο θέατρο, στο πλαίσιο του πατρικού θιάσου, και είχε δοκιμαστεί σε δραματικό ειδύλλιο, κωμωδία, κωμειδύλλιο και επιθεώρηση. Όταν ήρθε η επιτυχία της Κυρά-Γιάνναινας, στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας», ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων.
Ντεμπούτο στο κλασικό ρεπερτόριο
Την ίδια εποχή ο Θωμάς Οικονόμου στο Βασιλικό και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος με τη Νέα Σκηνή επιδιώκουν να εισαγάγουν το ελληνικό θέατρο στον αιώνα της σκηνοθεσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο μεγάλες πρωταγωνίστριες μαθήτευσαν κοντά τους: όταν η Κυβέλη εγγραφόταν στους μύστες της Νέας Σκηνής, η Μαρίκα Κοτοπούλη έκανε το επιτυχημένο ντεμπούτο της στο Βασιλικό ερμηνεύοντας τον Πουκ, στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας». Είχε έρθει η ώρα να δοκιμαστεί και στο κλασικό ρεπερτόριο και να καθιερωθεί σαν νεαρή πρωταγωνίστρια δημιουργώντας μερικές από τις μεγάλες επιτυχίες της: Βιόλα στη «Δωδέκατη Νύχτα» και Κατερίνα στο «Ημέρωμα της Στρίγγλας» του Σαίξπηρ, Μαργαρίτα στον «Φάουστ» και Ιφιγένεια στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε, Ηρώ στο «Ηρώ και Λέανδρος» του Γκριλπάρτσερ κ.ά. Στο Βασιλικό, επίσης, η Μαρίκα θα γνωρίσει το αρχαίο δράμα, μέσα στο ταραγμένο κλίμα των Ορεστιακών. Από τότε και σε όλη την πορεία της υπήρξε θερμή υπέρμαχος του δημοτικισμού. Η συνεργασία και η προσωπική της σχέση με τον Θωμά Οικονόμου καθόρισαν τη σταδιοδρομία της, σε μία κρίσιμη για τη διαμόρφωση της στιγμή, της υπέδειξε καλλιτεχνικές διαστάσεις πέρα από αυτές που είχε γνωρίσει έως τώρα και την έφερε σε επαφή με τις θεατρικές αντιλήψεις του νέου αιώνα.
Τα παρασκηνιακά προβλήματα του Βασιλικού οδήγησαν τη Μαρίκα Κοτοπούλη ξανά στο ελεύθερο θέατρο. Ταξιδεύει στο Παρίσι και επιστρέφοντας συνεργάζεται για λίγο με τον θίασο του πατέρα της και με τον Θωμά Οικονόμου (τότε θα δοκιμάσει τις δυνάμεις της για πρώτη φορά στο ιψενικό δράμα, παίζοντας την Ελίντα στην «Κυρά της Θάλασσας»). Στη συνέχεια σχηματίζει θιάσους με άλλους πρωταγωνιστές μέχρι το 1908, οπότε εγκαθίσταται πια μόνιμα στο θέατρο Ομονοίας (όπου προηγουμένως είχε στεγαστεί η Νέα Σκηνή του Κ. Χρηστομάνου) και σχηματίζει θίασο με το δικό της όνομα.
Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της, η πρωταγωνίστρια - θιασάρχης θα επιδιώξει να ισορροπήσει τον προσανατολισμό του θιάσου ανάμεσα στις εμπορικές απαιτήσεις της θεατρικής αγοράς και στην υλοποίηση ενός καλλιτεχνικού οράματος, προς την οποία την πίεζε και η κριτική και το καλλιτεχνικό της αισθητήριο. Το πρόγραμμα της περιλάμβανε πάντα ελαφρές κωμωδίες και επαναλήψεις των σίγουρων επιτυχιών της, σε περιοδείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αλλά υψηλότερες καλλιτεχνικές αξιώσεις θα την οδηγήσουν σε πιο σοβαρές επιλογές ρεπερτορίου, ακόμα και στην ριψοκίνδυνη υποστήριξη νέων Ελλήνων συγγραφέων. Θα επιδιώξει συνεργασίες με αξιόλογους συντελεστές, με νέους σκηνοθέτες και με σκηνογράφους όπως ο Γιώργος Ανεμογιάννης, ο Πικιώνης, ο Εγγονόπουλος, ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ο Φωκάς, ο Τσαρούχης.
Το 1909 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Αθήνα τη «Στέλλα Βιολάντη», το γνωστό έργο του Ξενόπουλου, την ώρα που η Κυβέλη το έπαιζε σε περιοδείες. Στις παλιές επιτυχίες της, προστίθενται νέες αξιόλογες ερμηνείες όπως η Δυσδαιμόνα στον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ και η «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ. Το 1917 επιδεικνύει για μία ακόμα φορά προσαρμοστικότητα, ανακαινίζοντας και διαμορφώνοντας σε χειμερινό το θέατρο της Ομόνοιας. Στα επόμενα χρόνια θα ερμηνεύσει εκεί, μεταξύ άλλων την «Εντα Γκάμπλερ», τη «Λαίδη Μάκβεθ», και την Αρκάντινα στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ.
Επιθεώρηση και φεμινισμός
Από το καλοκαίρι του 1908, με τα Παναθήναια, έπαιρνε μέρος και σε επιθεωρήσεις, συμβάλλοντας στην άνθηση του είδους. Παρόλο που η αυστηρή μερίδα της κριτικής δυσκολεύεται να της το συγχωρήσει, εκείνη θα συνεχίσει να παίζει επιθεώρηση επιδεικνύοντας το πολύπλευρο ταλέντο της για δέκα περίπου χρόνια.
Μεταξύ των άλλων επιθεωρησιακών κομματιών του 1908 ήταν και το νούμερο της «Νέας γυναίκας». Λίγο πριν η Μαρίκα είχε ανεβάσει το ομώνυμο έργο της φεμινίστριας Καλλιρρόης Παρρέν και φαίνεται πως αυτό δεν ήταν άσχετο με την προσωπικότητα της: Υπήρξε επικεφαλής μιας επιχείρησης στη δύσκολη θεατρική αγορά, υποστήριζε ανοιχτά και με σθένος τις πολιτικές της απόψεις υπέρ του βασιλιά, και με τον τρόπο ζωής της επιβεβαίωνε την ανεξαρτησία της: εκεί που κυριαρχούσε το πρότυπο της γυναικείας μετριοπάθειας και της καλλονής, η Μαρίκα Κοτοπούλη επιβαλλόταν με τη χαρισματική της προσωπικότητα, τον άστατο χαρακτήρα της, το συντριπτικό χιούμορ και το πνεύμα της. Η ορμή της την ωθούσε διαρκώς να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται, να ριψοκινδυνεύει, να ταξιδεύει, να ρίχνεται στα πράγματα με μανία και ενθουσιασμό. Αυτό μαρτυρεί και η σύντομη περιπέτεια της με τη μορφίνη και η προκλητική για τα ήθη της εποχής ερωτική της ζωή (είναι σε όλους γνωστός ο δεσμός της με τον Ίωνα Δραγούμη) μέχρι τον γάμο της με τον Γεώργιο Χέλμη.
Μετά την ιστορική τομή του 1922 άρχισε να εκφράζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια το αίτημα για ανανέωση του θεάτρου. Την εποχή που οργανώνονταν οι πρώτες Δελφικές Εορτές, η Μαρίκα Κοτοπούλη πρωταγωνίστησε στην «Εκάβη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη (Παναθηναϊκό Στάδιο, 1927). Η παράσταση συνδέθηκε με τα πρόσφατα περιστατικά της Μικρασιατικής Καταστροφής και υπήρξε έναυσμα για μια πιο σύγχρονη αντίληψη του αρχαίου δράματος.
Η προοπτική της ίδρυσης του Εθνικού θεάτρου σε συνδυασμό με το αίτημα των καιρών για ανανέωση των θεατρικών δομών θα οδηγήσει στην ίδρυση της «Ελευθέρας Σκηνής». Στις 31 Μαρτίου 1929, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Σπύρος Μελάς και ο Μήτσος Μυράτ συνυπογράφουν την κοινή διακήρυξη αρχών του νέου θιάσου δίνοντας «το σύνθημα σε μιαν επανάσταση και μια προσπάθεια αναδημιουργίας» και κηρύσσοντας την πίστη «στην Τέχνη των Τεχνών όπως σε μια θρησκεία της όμορφα στην ανώτερη έκφραση της» και στην «πλατειά της ανθρωπιστική επίδραση». Το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο δεν είχε την ανάλογη διάρκεια κι έτσι τον Οκτώβριο του 1930 η Μαρίκα αναχώρησε για περιοδεία στην Αμερική.
Μετά την επιστροφή της θα σχηματίσει θίασο με την πρώην ανταγωνίστρια της, την Κυβέλη, στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ικανό αντίπαλο δέος στο Εθνικό που είχε συσπειρώσει τα καλύτερα ονόματα της εποχής. Παρουσίασαν με μεγάλη επιτυχία τη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλερ, όπου η Κοτοπούλη ερμήνευσε την Ελισάβετ και η Κυβέλη τη Μαρία Στιούαρτ, σε μία αναμέτρηση που έμεινε στην ιστορία του θεάτρου. Ακολούθησαν κι άλλες επιτυχίες μεταξύ των οποίων το «Επάγγελμα της Κυρίας Γουόρεν» του Μπερνάρ Σω και το πρώτο μέρος της τριλογίας «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο' Νηλ. Η Μαρίκα θα συμπρωταγωνιστήσει με την Κυβέλη και σε μία ταινία, τον «Κακό Δρόμο».
Το πολυτελές «Κοτοπούλη - Rex»
Το 1936 εγκαινιάστηκε το υπερσύγχρονο και πολυτελέστατο θέατρο Κοτοπούλη - Rex, ενώ το ιστορικό θέατρο της Ομόνοιας μετατράπηκε, σύμφωνα με τις απαιτήσει της εποχής, σε κινηματογράφο. Από την επόμενη χρονιά αρχίζει και η συνεργασία της Μαρίκας Κοτοπούλη με τον Γιαννούλη Σαραντίδη και ο θίασος της γίνεται ημικρατικός.
Στη διάρκεια του πολέμου οι εμφανίσεις της έγιναν πιο σπάνιες - ανάμεσα τους η διασκευή της «Μαντάμ Μπωβαρύ» του Φλωμπέρ, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν αλλά και μία επιθεώρηση «Τα Πολεμικά Παναθήναια» του '40. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ίδρυσε δραματική σχολή, η οποία, φυσικά, δεν κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Μέσα από τη χρονική απόσταση η ίδρυση της σχολής φαίνεται σαν αποτέλεσμα μιας συνειδητής διάθεσης για προσφορά καλλιτεχνικής αγωγής. Η συμβολή της Μαρίκας υπήρξε πολύτιμη για τη διαμόρφωση πολλών από τους σημαντικούς ηθοποιούς των επόμενων γενεών (Αργυρόπουλος, Παξινού, Λογοθετίδης, Γληνός, Μινωτής, Μαμίας, Βεάκης, Χορν).
Η μοναδική συνεργασία της με το Εθνικό Θέατρο πραγματοποιήθηκε το 1949, στο Ηρώδειο. Η μεγάλη ηθοποιός εμπιστεύτηκε τη διδασκαλία του πολύ νεότερου Δημήτρη Ροντήρη για την ερμηνεία της Κλυταιμνήστρας στην «Ορέστεια». Η συνεργασία αυτή θα δώσει την αφορμή στους ηθοποιούς του Εθνικού να της απονείμουν ένα χρυσό μετάλλιο με τη μορφή της της Κλυταιμνήστρας. Ζήτησε να καθιερωθεί αυτό το μετάλλιο σαν επαμειβόμενο έπαθλο και να απονέμεται ανά διετία σε μία νέα πρωταγωνίστρια - το 1951 θα έχει τη χαρά να το παραδώσει η ίδια στην αγαπημένη της μαθήτρια Έλλη Λαμπέτη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Μαρίκα Κοτοπούλη απολάμβανε μια τέτοια τιμή. Είχε προηγηθεί το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών (1923) και η τιμητική περγαμηνή της «Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων» (1939)· ακολούθησε το παράσημο του Ταξιάρχη (1950).
Μοναδική προσωπικότητα
Το υποκριτικό έργο της Μαρίκας Κοτοπούλη αποτελεί σημαντικότατο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής ηθοποιίας. Αυτή η μικρόσωμη γυναίκα με το μέτριο παρουσιαστικό είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται επί σκηνής, χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα φυσικά της χαρίσματα, την εκφραστικότητα της και τη θαυμάσια φωνή της. Ο Άλκης Θρύλος όρισε την υποκριτική τεχνική της ρομαντικό ρεαλισμό, εννοώντας την ικανότητα της να διευρύνει τα ρεαλιστικά της πρότυπα, προσδίδοντάς τους ποιητικό μέγεθος. Σε μία εποχή που η τυποποίηση των ηθοποιών ήταν σχεδόν δεδομένη, η Μαρίκα Κοτοπούλη διακινδύνευσε ένα τεράστιο εύρος ρεπερτορίου, από το ψυχολογικό δράμα έως το μπουλβάρ, από την επιθεώρηση έως την αρχαία τραγωδία, διευρύνοντας συνεχώς και τελειοποιώντας την τεχνική της. Ο πλούτος των εκφραστικών της μέσων, της επέτρεπε να δημιουργεί ακόμα και με μέτρια υλικά και να δικαιώνει επί σκηνής ακόμα και ανάξιους ρόλους. Θα ήταν βέβαια αδύνατο να διατυπώσει κανείς κρίση για το έργο της μεγάλης ηθοποιού εφαρμόζοντας σημερινά κριτήρια. Στα μάτια του σημερινού κοινού η Μαρίκα Κοτοπούλη θα φαινόταν πιθανότατα υπερβολική και παλιομοδίτικη. Όπως γράφει ο ίδιος κριτικός «Μια τέτοια έξαρση δεν είναι πιθανό να την ξαναδούμε. Και τούτο όχι μόνο γιατί χάθηκε μια προσωπικότητα μοναδική, αλλά και γιατί μαζί τελειώνει μια εποχή. Μια εποχή που αντιπροσώπευσαν ένας Mounet - Sully, μια Sarah Bernhardt, και εδώ μια Μαρίκα Κοτοπούλη». (Άλκης Θρύλος, Νέα Εστία, 1406 - 7).
Στα τέλη της σταδιοδρομίας της θα χαρίσει στο κοινό μία ακόμα επιτυχία, ερμηνεύοντας τη Μις Μέημπελ (1950). Δύο χρόνια αργότερα θα πραγματοποιήσει την τελευταία εμφάνιση με τη «Σκιά» του Νικοντέμι, στη Σύρο.
Η ιδιαίτερη επίδραση που ασκούν στη φαντασία οι μεγάλες καλλιτεχνικές μορφές υπονομεύει την ιστορική ακρίβεια της βιογραφίας τους. Όμως, η πολύτιμη κληρονομιά που άφησε πίσω της η Μαρίκα Κοτοπούλη συνίσταται ακριβώς σε αυτήν την ιδιότητα της, της προσωπικότητας που έχει αναχθεί σε σύμβολο δημιουργίας και προσήλωσης στην τέχνη, και τελικά σε σύμβολο του ίδιου του θεάτρου. Ο θάνατος της στις 11 Σεπτεμβρίου 1954, βύθισε σε πένθος τους θεατρόφιλους αλλά και όλον τον καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας.
Βιβλιογραφία
- Ηλιάδης Φρ., «Κοτοπούλη Βιογραφικό CORPUS»,Αθήνα: Δωρικός, 1996
- Νέα Εστία, Τεύχος Αφιερωμένο στη Μαρίκα Κοτοπούλη (1 Οκτωβρίου 1954)
- Σπάθης Α., «Το νεοελληνικό θέατρο», Ανάτυπο από την έκδοση «Ελλάδα, Ιστορία και Πολιτισμός», τ. 10, Θεσσαλονίκη, Μαλλιαρής - Παιδεία,1983.
ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/2yy7KEj
via IFTTT




