ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Γ' | 1913 ΠΑΦΟΣ - 1977 ΛΕΥΚΩΣΙΑ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ | Ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' (3 Αυγούστου 1977) άφησε δυσαναπλήρωτο κενό όχι μονάχα στην πολιτική σκηνή της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και στον ευρύτερο διεθνή χώρο. Γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν υπήρξεν απλώς μια εξέχουσα εθνική μορφή, αλλά και μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής μας, με παγκόσμια προβολή και διεθνές κύρος. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έχει τις καταβολές του στα παρθένα λαϊκά στρώματα και στους απλούς ανθρώπους της κυπριακής υπαίθρου. Γυιός βοσκού (γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1913, στην Παναγιά της Πάφου), έζησε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του κι αργότερα, σα δόκιμος, στο υποβλητικό περιβάλλον της σταυροπηγιακής Μονής του Κύκκου, που η ιστορία και οι θεσμοί της είναι συνδεδεμένοι με μερικές από τις ωραιότερες Βυζαντινές παραδόσεις και την Ελληνική, γενικώτερα, ιστορία του Νησιού. Ετσι, οι πρώτες εμπειρίες του Μακαρίου υπήρξαν το Βυζάντιο και η Μεγάλη Ιδέα, η πίστη και η προσήλωση στις αξίες του ανθρωπισμού, η Ελληνική αρετή και η Χριστιανική εγκαρτέρηση, η απόλυτη αφοσίωση στις θεμελιακές ηθικές αρχές και αξίες της ζωής. Παρά τις αυστηρά συντηρητικές ρίζες του, ο Μακάριος υπήρξε μια ελεύθερη προοδευτική μορφή. Είχεν επιτύχει να συνδυάσει μέσα του το παραδοσιακό στοιχείο μ' ένα γνήσιο φιλελευθερισμό, το πνεύμα της συντήρησης με το πνεύμα της ιστορικής εξέλιξης, την προσήλωση στην παράδοση με την πλατειά και φωτισμένη αντιμετώπιση του φαινόμενου της ζωής. Ο εξισορροπημένος αυτός συνδυασμός οφείλεται ασφαλώς στη μεγάλη του διάνοια. Αποτελεί, όμως, και την έκφραση της λαϊκής καταγωγής του, της συνεχούς προσήλωσης και επαφής του με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, της συνείδησης ότι είναι φορέας του λαϊκού αισθήματος και διερμηνέας των πόθων και των προσδοκιών του λαού του. Αυτά τα στοιχεία τα διατήρησε ακέραια σ' όλη την εκπληκτική σταδιοδρομία του ο Μακάριος. Και παρά το ιλιγγιώδες ανέβασμα του, δεν απέβαλε ποτέ τη δημοκρατική του συνείδηση. Εμεινε κοντά στους απλούς ανθρώπου, δέκτης και ερμηνευτής της θέλησης και των επιταγών των, μια ηθική λαϊκή προσωπικότης, γεμάτη ελπίδα και πίστη, ένας ανυποχώρητος μαχητής, ελαυνόμενος από τους πιο ευγενείς και αγνούς οραματισμούς, ένας γνήσιος εκφραστής των πόθων, των ιδανικών και των αγώνων του λαού του. Με αυτά τα ψυχικά χαρίσματα, εμπλουτισμένα με τις σπουδαστικές εμπειρίες και τα διδάγματα του Παγκυπρίου Γυμνασίου, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, ανδρώθηκε ο Μακάριος και απέκτησε συνείδηση της ιστορικής αποστολής του, των προβλημάτων — πολιτικών και κοινωνικών — των συμπατριωτών του, του μεγάλου εθνικού αιτήματος, που επί αιώνες αποτελούσε τον άξονα γύρω από τον οποίον περιεστρέφετο η ζωή της μαρτυρικής Μεγαλονήσου. Ετσι, όταν το 1948, με την ψήφο του Κλήρου και του Λαού, αναδείχθηκε Μητροπολίτης Κιτίου, ο Μακάριος ήταν κιόλας προετοιμασμένος ψυχικά για το μεγάλο έργο. Το εθνικό ζήτημα ήτανε τότε και πάλι σε μεγάλη έξαρση. Στη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της 13ης Ιουλίου 1948 είχε αποφασιστεί ο καταρτισμός Εθνικού Συμβουλίου για την προώθηση του αγώνα. Αργότερα ιδρύθηκε ένα στενώτερο Συμβούλιο, το Γραφείον Εθναρχίας, που ήταν το Εκτελεστικό Σώμα της Κυπριακής Εθναρχίας. Πρόεδρος του Γραφείου ωρίστηκε ο Μακάριος — Μητροπολίτης τότε Κιτίου. Τα γεγονότα που ακολουθούν προσδίδουν καινούργια μορφή στον αγώνα και χαράσσουν μια νέα εποχή. Με εισήγηση του Μακαρίου (οργανώθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1950 το εθνικό Δημοψήφισμα, οπότε 95,7% του Κυπριακού λαού ψήφισαν αξιώντας την Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, στις 28 Ιουνίου 1950, πεθαίνει ο Εθνάρχης Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' και στις 20 Οκτωβρίου 1950 ο Μακάριος — μέχρι τότε Μητροπολίτης Κιτίου— εκλέγεται παμψηφεί Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου, με την προσωνυμία Μακάριος ο Γ'. Ο Μακάριος εγκαινιάζει με την άνοδο του στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο μια νέα εποχή. Αναδιοργανώνει την Κυπριακή Εκκλησία, ιδρύει θρησκευτικά σωματεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, εξυγιαίνει και αξιοποιεί την εκκλησιαστική περιουσία, οργανώνει ταμείο κλήρου.
Η δραστηριότητα του όμως δεν περιορίζεται μόνο στα εκκλησιαστικά θέματα. Επεκτείνεται σ' όλους τους κοινωνικούς και εθνικούς τομείς: Μεριμνά για την Παιδεία. Καθιερώνει υποτροφίες για τους απόρους Κυπρίους σπουδαστές. Γίνεται ο προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Οργανώνει τη Νεολαία. Υποστηρίζει της εργαζόμενες τάξεις. Ενισχύει τους αγρότες και συμβάλλει ενεργά στη συνεργατική κίνηση των Κυπρίων γεωργών. Το κίνημα που επιχειρεί έχει τώρα ευρύτερο επαναστατικό κοινωνικό περιεχόμενο. Ο Μακάριος πραγματοποιεί με τη δραστηριότητα του μια βαθειά τομή στην ολιγαρχική κοινωνία της αποικιακής διοίκησης, και προσφέρει νέες ευκαιρίες κοινωνικής και οικονομικής ανόδου στο λαό. Πάνω απ' όλα όμως, τοποθετεί τον εθνικόν αγώνα. «Ο αγών μας», είπε τότε σε μιά ομιλία του, «πρέπει να οργανωθή, να συντονισθή, να συνεχισθή αδιάκοπος και αδιάλλακτος. Ουδέ επί στιγμήν πρέπει να μας απογοητεύσουν οιαιδήποτε αντίξοοι περιστάσεις. Η ξένη Κυβέρνησις διά πολλών τρόπων επιδιώκει την απογοήτευσιν του Κυπριακού λαού... Δεν μυωπιάζομεν προ των δυσκολιών και των εμποδίων, τα οποία παρεμβάλλονται εις τον δρόμον προς την εθνικήν αποκατάστασίν μας. Δύσκολος ο αγών, απαιτών οργάνωσιν, επιμονήν, πίστιν. Εις ουδέν τούτων θα υστερήσωμεν και ουδέν θα παραλείψωμεν και το παν θα πράξωμεν διά την επίτευξιν της νίκης». Ο Μακάριος ήταν ένας συνειδητός Ελληνας. Βαθύς γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας, ενσάρκωνε τα ιδεώδη του Ρήγα και αντιμετώπιζε το Κυπριακό μέσα από το ευρύ φάσμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Λάτρης του Ελληνικού πνεύματος, βλέπει τα πάντα με το φακό του άδολου πατριωτισμού και της εθνικής ιστορίας. «Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν αίτημα», διεκήρυσσε στις 22 Αυγούστου του 1954 κάτω από τους θόλους του Ιερού Ναού Φανερωμένης. «Ανευ υποχωρήσεων! Ανευ παραχωρήσεων! Ανευ συμβιβασμών! Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημα μας, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες: Την Ενωσιν και μόνον την Ενωσιν».
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ. ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ Ο ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ, Ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ, Ο ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ.

Ετσι έβλεπε τον αγώνα με την άδολη και καθαρή σκέψη του και τη συνείδηση του ιστορικού του χρέους, ο Μακάριος: Αγώνα για την ενσωμάτωση της Κύπρου στον εθνικό κορμό. Αγώνα για την Ενωση. Αργότερα δοκίμασε πολλές απογοητεύσεις από την παντελή έλλειψη υποστήριξης στο αίτημα του αυτό, που επεδίωξε ευθύς αμέσως να προωθήσει μέσω των Ελληνικών Κυβερνήσεων και των Ηνωμένων Εθνών. Δε δίστασε μάλιστα, όταν η Ελληνική Κυβέρνηση δε συγκατατέθηκε το 1952 να εγγράψει το θέμα στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, να καταγγείλει από ραδιοφώνου στον Ελληνικό λαό την πολιτική του ηγεσία για έλλειψη θάρρους έναντι του Κυπριακού: «Ποία η θέλησις του Ελληνικού λαού δια τον χειρισμόν του εθνικού μας ζητήματος» είπε τότε μεταξύ άλλων ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, «είναι γνωστή. Αύτη είναι η προσφυγή εις τα Ηνωμένα Εθνη. Ακολουθεί όμως η ηγεσία πολυδαίδαλον δρόμον υψηλής διπλωματίας, δημιουργεί βάσιμους φόβους ότι το ζήτημα δεν θα εύρη την ευθείαν οδόν προς τα Ηνωμένα Εθνη. Είμαι υποχρεωμένος να σου ομιλήσω την γλώσσαν της αλήθειας και να σου καταγγείλω την Κυβέρνησιν και την Αντιπολίτευσην. Κυβέρνησις και Αντιπολίτευσης δεν ήρθησαν εις το ύψος των περιστάσεων. Δεν έδειξαν ούτε τόλμην ούτε θάρρος». Με την ανάληψη της εθνικής ηγεσίας από το Μακάριο, ο εθνικός αγώνας προσλαμβάνει ευρύτητα. Εξέρχεται από τα στενά πλαίσια μέσα στα οποία εκινείτο έως τότε, διεθνοποιείται και αποκτά ευρύτατο περιεχόμενο. Ο Μακάριος επιχειρεί αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική με σκοπό να εξασφαλίσει διεθνή υποστήριξη για το δικαίωμα ελευθερίας και αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού. Παράλληλα προβαίνει σε αλλεπάλληλες ενέργειες προς τη Βρεταννική Κυβέρνηση, από την οποία ζητά όπως «σύμφωνος προς την από 16ης Δεκεμβρίου 1952 απόφασιν της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 1950, διευκολύνη την ενάσκησιν του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του Κυπριακού λαού, διά της ενεργείας ενός νέου Δημοψηφίσματος». Η στάση όμως της Βρεταννικής Κυβέρνησης εξακολουθούσε να παραμένει απόλυτα αρνητική. Ετσι, ύστερα από άρνηση της Ελλάδας να εγγράψει το θέμα στα Ηνωμένα Εθνη, ο Μακάριος απευθύνει στις 10 Αυγούστου 1953 αίτηση στο Διεθνή Οργανισμό, με την οποία ζητεί όπως συζητηθή το Κυπριακό και όπως «η Γενική Συνέλευσις συστήση εις την Κυβέρνησιν της Μεγάλης Βρεταννίας και της Βορείου Ιρλανδίας, κράτους—μέλους των Ηνωμένων Εθνών, να σεβασθή το δικαίωμα του Κυπριακού λαού προς αυτοδιάθεσιν, να προαγάγη την πραγματοποίησίν του και να διευκολύνη την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, συμφώνως προς τας προνοίας του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών και την Απόφασιν της Γενικής Συνελεύσεως της 16ης Δεκεμβρίου 1952». Η προσφυγή της Κύπρου δεν υιοθετήθηκε τότε από κανένα κράτος—μέλος και έτσι το Κυπριακό δεν περιελήφθηκε στην ημερησία διάταξη της Γενικής Συνέλευσης. Ο Μακάριος όμως δεν απογοητεύεται. Ενεργεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Συγκαλεί τον Ιούλιο του 1954 τη Δεύτερη Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση. Προβαίνει σε νέες καταγγελίες της Βρεταννικής Αποικιακής Κυβέρνησης. Διαβιβάζει στην Ελληνική Κυβέρνηση τη Βουλή των Ελλήνων, τη Βρεταννική Κυβέρνηση, την Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών νέες εκκλήσεις και νέα Ψηφίσματα. Η Κυπριακή αποικιακή Κυβέρνηση ανησυχεί για την κατάσταση, και στις 2 Αυγούστου 1954 θέτει σε ισχύ τους αντιστασιακούς νόμους, με τους οποίους χαρακτηρίζεται σαν στασιαστική πράξη και διώκεται ποινικά ακόμη και η πρόθεση μεταβολής της Βρεταννικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Η κυπριακή Ηγεσία καταγγέλλει τα νέα αυτά τρομοκρατικά μέτρα της Αγγλικής αποικιακής Κυβέρνησης. Μια ατμόσφαιρα ανησυχίας και νευρικότητας επικρατεί τότε σ' ολόκληρο το Νησί. Ο Μακάριος αντιμετωπίζει την κατάσταση με αποφασιστικότητα και σθένος. Μιλώντας στις 15 Αυγούστου 1954, στη Μονή Τροοδίτισσας, ενώπιον δέκα χιλιάδων λαού, καταγγέλλει την ανελεύθερη πολιτική της Βρεταννικής Κυβέρνησης και υπογραμμίζει ακόμη μια φορά την εμμονή των Κυπρίων στο αίτημα της αυτοδιάθεσης. «Η Μεγάλη Βρεταννία», είπεν «ηθέτησε την υπογραφήν της και παρεβίασε τας υποσχέσεις της. Οχι μόνον δεν διησφάλισε τας ελευθερίας του Κυρπιακού λαού, αλλ' απεναντίας τας κατέπνιξεν. Εφίμωσε την φωνήν του και ηγνόησε την θέλησί του. Περιεφρόνησε τα εθνικά του δίκαια και εστραγγάλισε τα δικαιώματα και τας ελευθερίας του. Και όλα αυτά διότι θέλει να τον αποστέρηση από την κορωνίδα πασών των ελευθεριών και αδάμαντα πάντων των δικαιωμάτων. Ηθέλησε να τον αποστέρηση από το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, το οποίον, εις την περίπτωσιν ημών των Κυπρίων, είναι ισοδύναμον με την εθνικήν ελευθερίαν μας. Ανευ του δικαιώματος αυτού ουδέν δικαίωμα εν των κόσμω έχει αξίαν. Ανευ της ελευθερίας αυτής ουδεμία ελευθερία έχει υπόστασιν. Αυτήν την ελευθερίαν ζητούμεν. προς αυτήν ατενίζομεν μετά θρησκευτικής ευλάβειας και πίστεως. Αυτή αποτελεί δι' ημάς και τα τέκνα μας την ελπίδα του παράγοντος και την χαρμονήν του μέλλοντος. Με το όραμα αυτής έζησαν και απέθανον αι γενεαί των προγόνων μας. Υπέρ αυτής θα αγωνισθώμεν με όλας τα δυνάμεις μας. Ο Κυρίαρχος εθέσπισε καταπιεστικούς νόμους δια να ανακόψη τον αγώνα μας. Εχαρακτήρισε την έφεσίν μας προς αυτοδιάθεσιν ως αδίκημα και την ορμήν μας προς την ελευθερίαν ως στάσιν. Ημείς τουναντίον πιστεύομεν ακραδάντως ότι ο αγών του Κυπριακού λαού προς ανάκτησιν της ελευθερίας του δεν αποτελεί στασιαστικήν ενέργειαν, αλλ' υπόθεσιν ιεράν και καθήκον επιβαλλόμενον υπό του άγραφου ηθικού νόμου. Του καθήκοντος τούτου δεν θα αποστώμεν, έστω και αν πρόκειται να πληρώσωμεν την επιτέλεσίν του δια βαρύτατου τιμήματος. Διά να περιφρουρήσουν τα υψηλά ιδεώδη της δικαιοσύνης, της αυτοδιαθέσεως και της ελευθερίας, εκατομμύρια ανθρώπων έχυσαν το αίμα των. Δι' αυτά τα ιδεώδη σεμνύνεται ο πολιτισμός μας σήμερον, και εις πάσαν επίσημον εκδήλωσιν τα ιδεώδη ταύτα προβάλλονται ως η ευγενεστέρα επιδίωξις και το ευγενέστερον εντρύφημα της ανθρωπότητος. Τα ιδεώδη ταύτα δεν δυνάμεθα κατά μείζονα λόγον να τα προδώσωμεν ημείς, οι οποίοι είμεθα απόγονοι εκείνων οίτινες πρώτοι καθιέρωσαν και διά συνεχών θυσιών και αγώνων τα επέβαλαν και τα διετήρησαν μέχρι σήμερον». Τελικά, κάτω από την πίεση των πραγμάτων, η Ελληνική Κυβέρνηση εγγράφει, το 1954, το Κυπριακό στα Ηνωμένα Εθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος μεταβαίνει τότε στην Αμερική και καταβάλλει νέες προσπάθειες για τη δικαίωση του εθνικού αιτήματος. Δυστυχώς, μετά διήμερη συζήτηση, η Πολιτική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, με 49 ψήφους και 11 αποχές, αποφασίζει να μην εξετασθή περαιτέρω το Κυπριακό θέμα, και στις 11 Δεκεμβρίου 1954 η Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης επικυρώνει την απόφαση αυτή με 50 ψήφους και 8 αποχές. Ο Μακάριος δεν έτρεφεν αυταπάτες. Είχεν ήδη προβλέψει την αντίδραση που θα συναντούσε η προσφυγή. Μιλώντας, ένα έτος νωρίτερα — στις 28 ιουνίου 1953— στο πάνδημο συλλαλητήριο της Φανερωμένης, είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Γνωρίζομεν ότι και εις τα Ηνωμένα Εθνη θα συναντήσωμεν τη Αγγλικήν διπλωματίαν δολοπλοκούσαν εις τα παρασκήνια και δραστήριων αντιδρώσαν διά να μη προβληθή το ζήτημα μας επί της διεθνούς σκηνής. Αλλ' εάν αποτύχωμεν και εις τα Ηνωμένα Εθνη, τι άλλο έχομεν να πράξωμεν; Πολλά ακόμη... Στηριζόμεθα προ παντός εις τας ιδίας ημών δυνάμεις και βασιζόμεθα ιδιαιτέρως επί του αγώνος εις το εσωτερικόν». Αυτόν τον αγώνα ο Μακάριος τον είχε συλλάβει αρχικά στα πρότυπα των Βαλκανικών απελευθερωτικών αγώνων. Αργότερα, μετά την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1952 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών «περί σεβασμού του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως των λαών», οι ενέργειες του άρχισαν να αναπτύσσονται, παράλληλα, και προς άλλες κατευθύνσεις. Και ενώ οι προσπάθειες για διεθνοποίηση του θέματος και εξασφάλιση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης ακολουθούσαν την κατεύθυνση προς τους Διεθνείς Οργανισμούς και τα Ηνωμένα Εθνη, η προσπάθεια για άμεση Ενωση ακολουθούσε τον ιστορικό νόμο του Ελληνισμού και βάδιζε την οδό που είχαν χαράξει οι μακεδονομάχοι, οι Κρήτες οπλαρχηγοί και οι άλλοι αγωνιστές της ελληνικής ελευθερίας. Ετσι, ο Μακάριος, ύστερα από σειρά διαβουλεύσεων με παράγοντες στην Αθήνα και την Κύπρο, οργανώνει τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα, που αρχίζει την 1η Απριλίου 1955 και δίδει νέες διαστάσεις στο Κυπριακό ζήτημα. Οι μαχητές της ΕΟΚΑ — καθ' όλον το τετραετές διάστημα του αγώνα των— επιτελούν υπέροχα ανδραγαθήματα και απαράμιλλες πράξεις αυτοθυσίας και ηρωισμού που λαμπρύνουν, πραγματικά, την Ελληνικήν Ιστορία. Κάτω από την πίεση των νέων αυτών εξελίξεων, η Βρεταννική Κυβέρνηση εντείνει τα καταπιεστικά της μέτρα στην Κύπρο, και — σε αντιπερισπασμό— προβαίνει σε μια σειρά πολιτικών ενεργειών: Στις 30 Ιουνίου 1955 προσκαλεί την Ελλάδα και την Τουρκία σε Τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο στις 9 Ιουνίου στέλλει στον Υπουργόν Αποικιών Λέννοξ Μπόυντ στην Κύπρο να συναντήσει το Μακάριο και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους διορίζει Κυβερνήτη της Κύπρου τον Αρχηγό του Βρεταννικού Αυτοκρατορικού Επιτελείου Στρατάρχη Σερ Τζων Χάρτιγκ.
Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΖΩΝ ΚΕΝΝΕΝΤΥ ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟ ΣΤΙΣ ΗΠΑ.

Ο Μακάριος έρχεται στην Αθήνα και προσπαθεί — εις μάτην— να πείσει την Ελληνική Κυβέρνηση να μη συμμετάσχει στην Τριμερή. «Η ανάμιξις της Τουρκικής Κυβερνήσεως», τονίζει σε δηλώσεις του, «ως παράγοντος ρυθμίσεως του Κυπριακού, δεν αποτελεί εγγύησιν διά την ορθήν αντιμετώπισιν και λύσιν της όλης υποθέσεως. Το Κυπριακόν ζήτημα δεν αποτελεί διαφοράν μεταξύ της Μ. Βρεταννίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας, αλλά μεταξύ της Βρεταννικής Κυβερνήσεως και του Κυπριακού λαού. Η Τουρκία — κατέληγεν ο Εθνάρχης— έχει εκχωρήσει από του 1923 πάντα τα επί της Κύπρου δικαιώματα της και ουδεμίαν αρμοδιότητα και ουδέν δικαίωμα έχει να αποφαίνεται και αποφασίζει περί του μέλλοντος της Νήσου». Τόσον η Τριμερής Διάσκεψη όσον και οι συνομιλίες Μακαρίου—Δέννοξ Μπόυντ απέληξαν σε ναυάγιο. Επακολούθησε μία δραματική σειρά συναντήσεων, επίπονων διαπραγματεύσεων και ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ Μακαρίου και Χάρτιγκ. Προς στιγμήν είχε διαγραφή αμυδρά στον ορίζοντα μια κάποια ελπίδα συμφωνίας. Στις 29 όμως Φεβρουαρίου 1956 ο Υπουργός Αποικιών Λέννοξ Μπόυντ, σε μια δραματική συνάντηση του με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, διέκοψε τις συνομιλίες κι έδωσε εντελώς άλλη τροπή στο Κυπριακό ζήτημα. Λίγες μέρες αργότερα — στις 9 Μαρτίου 1956— ο Αρχιεπίσκεπος συλλαμβάνεται στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας, ενώ ετοιμαζόταν να μεταβή στην Αθήνα, για συνομιλίες με την Ελληνική Κυβέρνηση, και εκτοπίζεται στις Σεϋχέλλες. «Προς το Αεροδρόμιον» γράφει σε ιδιόχειρα Απομνημονεύματα των τραγικών εκείνων ημερών ο Μακάριος, «με συνώδευον ο Επίσκοπος Σαλαμίνος και ο Ηγούμενος Κύκκου, εις δεύτερον δε αυτοκίνητον ήσαν ο Πρωτοσύγκελλος Καλλίνικος και ο Διευθυντής του Γραφείου Εθναρχίας κ. Κρανιδιώτης... Εντός ολίγων λεπτών είμεθα εις την είσοδον του Αεροδρομίου. Η εκεί φρουρά έκαμε σημείον να σταματήσωμεν. Ο επι κεφαλής αξιωματικός επλησίασε και αφού ηρώτησε περί της ταυτότητος των συνοδών μου, παρεκάλεσε τούτους να κατέλθουν του αυτοκινήτου... Συνέχισα μόνος τον δρόμον προς το Τελωνείον του Αεροδρομίου. Οδηγός του αυτοκινήτου μου ήτο ο αδελφός μου. Εις σημείον όμως του δρόμου απέχον περί τα εκατόν μέτρα από του Τελωνείου, ίσταντο Αγγλοι στρατκόται, οι οποίοι διέταξαν τον οδηγόν να σταματήση. Ο αξιωματικός των είπεν εις τον αδελφόν μου να κατέλθη του αυτοκινήτου, έλαβε δε ο ίδιος την θέσιν του οδηγού... Εντός ολίγων λεπτών το αυτοκίνητον εσταμάτησε πλησίον μεγάλου στρατιωτικού αεροπλάνου, το οποίον περιεκυκλώθη αμέσως από ενόπλους στρατιώτας. Ο αξιωματικός κατήλθε πρώτος του αυτοκινήτου και μου άνοιξε την θύραν δια να εξέλθω. — Περάσε παρακαλώ μου είπε με προσποιητήν ευγένειαν, και μου έδειξε συγχρόνως την κλίμακα του αεροπλάνου. Οταν εισήλθα εις το αεροπλάνον ο Αγγλος αξιωματικός μου έδωσε να αναγνώσω διαταγήν του Κυβερνήτου περί απελάσεων μου. «Λυπούμαι πολύ, μου είπε, αλλά μου ανετέθη το καθήκον αυτό». Η διαταγή ήτο γραμμένη διά γραφομηχανής, η ημερομηνία όμως και μερικαί άλλαι λεπτομέρειαι εγράφησαν διά μελάνης. Η διαταγή εξεδόθη την 7ην Μαρτίου .1956, βάσει του κανονισμού 7 των εκτάκτων εξουσιών του 1955. Εις αυτήν ανεφέρετο, ότι χάριν του δημοσίου συμφέροντος, διατάσσομαι να εγκαταλείψω την αποικίαν, την 9ην Μαρτίου 1956, και ότι, κατά το διάστημα της εκτός της Κύπρου παραμονής μου, θα κρατούμαι περιορισμένος...». Αυτά έγραφε στο ημερολόγιο του, την τραγικήν εκείνη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Σπάνια η ιστορία ενός ανθρώπου συμπίπτει τόσο πολύ — ταυτίζεται θα έλεγα— με την Ιστορία του τόπου του, όσο η ιστορία του Μακαρίου με την Κύπρο. Γι' αυτό οι περιπέτειες της ζωής του είναι περιπέτειες της Κύπρου και οι περιπέτειες της Κύπρου περιπέτειες του Μακαρίου. Η εξορία δεν κάμπτει και δεν μειώνει την αγωνιστικότητα του Εθνάρχη. Ετσι, όταν, περί το τέλος του 1956, η Βρεταννική Κυβέρνηση του κοινοποιεί, με απεσταλμένους της, τις συνταγματικές προτάσεις του Λόρδου Ράντκλιφ, ο Αρχιεπίσκοπος αρνείται να τις συζητήσει, εφ' όσον συνεχίζεται η εξορία του. Το Σύνταγμα Ράντκλιφ απέρριψεν εν τω μεταξύ και η Ελληνική Κυβέρνηση, γιατί δεν ήταν ούτε δημοκρατικό, ούτε φιλελεύθερο και δεν ωδηγούσε στην αυτοδιάθεση. Ο Βρεταννός Υπουργός των Αποικιών συνώδευσε τις συνταγματικές προτάσεις με την απειλή της διχοτόμησης, ισχυριζόμενος, ότι σε περίπτωση που θα εοίδετο το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στους Ελληνες της Κύπρου, θάπρεπε το δικαίωμα αυτό να δοθή χωριστά και στους Τουρκοκυπρίους. Την πολιτικήν αυτή της διχοτόμησης — που υπέθαλψε συστηματικά και καλλιέργησε μεθοδικά ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους η Βρεταννική Κυβέρνηση — ακολούθησε από τότε με φανατισμό η Τουρκική πλευρά, η οποία, έχοντας σύμμαχο της τη Μ. Βρεταννία, ετορπίλλισε κάθε προσπάθεια δίκαιης επίλυσης του Κυπριακού και ωδήγησε τα πράγματα εδώ ακριβώς όπου βρίσκονται σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όλες οι προτάσεις και όλα τα σχέδια που υποβλήθηκαν, εν συνεχεία, από Αγγλικής πλευράς είτε υπήρξαν διχοτομικά αυτά καθ' εαυτά, είτε περιείχαν τα σπέρματα της διχοτόμησης.
ΜΕ ΤΟΝ ΧΕΝΡΙ ΚΙΣΙΓΚΕΡ

Εν τω μεταξύ ο αγώνας συνεχιζόταν αμείωτος στο Νησί. Η Βρεταννική Κυβέρνηση συνειδητοποιούσε τώρα καθαρά, ότι μόνο με το Μακάριο θα μπορούσε να διαπραγματευθή και να δώσει μία λύση του ζητήματος. Ετσι, στις 28 Μαρτίου 1957, ο Εθνάρχης αφήνεται από τις Σεϋχέλλες, ελεύθερος να μεταβεί όπου ήθελε εκτός από την Κύπρο. Στις 17 Απριλίου 1957 ο Μακάριος έρχεται στην Αθήνα, όπου ο λαός και η Κυβέρνηση του επιφυλάξανε ενθουσιώδη υποδοχή. Από την Αθήνα ο Μακάριος αναλαμβάνει νέες πρωτοβουλίες. Με έγγραφο του προς τον Πρωθυπουργό της Μ. Βρεταννίας ζητά την εφαρμογή της απόφασης της 11η Συνόδου της Γεν. Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, βάσει της οποίας ο Διεθνής Οργανισμός εκφράζει την επιθυμία «να εξευρεθή ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση του Κυπριακού, σύμφωνα με τις αρχές και τους σκοπούς του Χάρτη του Ο.Η.Ε., και διατυπώνει την ελπίδα ότι θα επαναληφθούν και συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για το σκοπό αυτό». Και όταν η Βρεταννική Κυβέρνηση αρνείται να ανταποκριθή ο Μακάριος πηγαίνει πάλι στην έδρα των Ην. Εθνών για να προβάλει το Κυπριακό αίτημα — που είχεν εν τω μεταξύ εγγραφή από την Ελληνική Κυβέρνηση— στη Δωδέκατη Σύνοδο της Γεν. Συνέλευσης του Διεθνούς Οργανισμού. Η απόφαση της πολιτικής επιτροπής, που περιέχει την πρόνοια «να αναληφθούν με πνεύμα συνεργασίας συνομιλίες για να εφαρμοστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στο λαό της Κύπρου» υπερψηφίστηκε με 31 ψήφους, έναντι 23 με 24 αποχές, δεν συγκέντρωσε όμως τις ψήφους των δύο τρίτων των κρατών—μελών της Συνέλευσης, και έτσι δεν θεωρήθηκε σαν τυπικά επικυρωμένη. Εν τω μεταξύ η Βρεταννική Κυβέρνηση προβάλλει και χρησιμοποιεί κάθε φορά εντονώτερα τον Τουρκικό παράγοντα.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΕΙ ΤΟΥ ΕΘΝΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ενθαρρυνόμενοι από την τακτική ν αυτήν οι Τούρκοι της Κύπρου και της Τουρκίας προβαίνουν το καλοκαίρι του 1958 σε ποικίλες ασχήμιες και βανδαλισμούς εις βάρος των Ελλήνων. Δικαιολογώντας τις εκδηλώσεις αυτές το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, εξέδωσε τότε μια χαρακτηριστική ανακοίνωση: «Η Κυβέρνηση μας αποδέχτηκε την αίτηση των συμπατριωτών μας, να οργανώσουν συγκέντρωση στην Κωνσταντινούπολη, για να καταστήσουν γνωστή στην παγκόσμια Κοινή Γνώμη τη μεγάλη συγκίνηση που κατέχει το Εθνος μας για την Κύπρο... Η Κυβέρνηση μας έλαβε οριστικήν απόφαση, σύμφωνα με την οποίαν η διχοτόμηση της Κύπρου αποτελεί τη μόνη λύση που κατοχυρώνει την ασφάλεια της πατρίδας μας και επιτρέπει την ειρηνική περίοδο των αδελφών μας. Ευρισκόμεθα σε επαφή με τη Βρεταννική Κυβέρνηση για το ζήτημα της Κύπρου. Και μολονότι μέχρι της στιγμής δεν έχουμε πληροφορίες για τη δήλωση στην οποία θα προβή η Αγγλική Κυβέρνηση, είχαμε στο παρελθόν συμφωνήσει μαζί της, και ελπίζουμε ότι και αυτήν τη φορά η συνεργασία μας θα συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο». Πραγματικά στις 9 Ιουνίου 1958 ο Σερ Χιού Φουτ, που είχε αντικαταστήσει σαν Κυβερνήτης της Κύπρου το Στρατάρχη Χάρντιγκ, ανακοίνωσε, με επιστολή του στο Μακάριο, το νέο Συνεταιριστικό Σχέδιο Μακμίλλαν, που προνοούσε τριπλή συγκυριαρχία του Νησιού — από τη Μ. Βρεταννία, την Ελλάδα και την Τουρκία— και διοικητική διχοτόμηση της Κύπρου. Παρ' όλον ότι την 20ήν Ιουνίου ο Μακάριος, και την 21ην Ιουνίου η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψαν το Βρεταννικό σχέδιο, η Βρεταννική Κυβέρνηση επροχώρησε μαζί με την Τουρκική στην εφαρμογή του. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Ο Μακάριος βρισκόταν μπροστά σ' ένα τεράστιο δίλημμα. Εβλεπε ότι ενώ σε άλλες περιπτώσεις υπήρχε προθυμία για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης, στην περίπτωση της Κύπρου η αρχή αυτή συναντούσε την έντονη αντίδραση, ιδιαίτερα των κύκλων των συμμαχικών προς την Ελλάδα Κυβερνήσεων. Η Τουρκία είχεν εν τω μεταξύ αποδεχθή το Σχέδιο Μακμίλλαν, και είχε διορίσει τον Αντιπρόσωπο της στην Κύπρο. Ηταν σαφές ότι ο συνεταιρισμός θα προχωρούσε ερήμην της Ελλάδας και του Ελληνικού Κυπριακού λαού. Ετσι, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο Μακάριος συνυπογράφει με την Ελληνική Κυβέρνηση τις Συμφωνίες του Λονδίνου και η Κύπρος ανακηρύσσεται το 1960 ανεξάρτητο Κράτος με ένα πολύπλοκο Σύνταγμα, που διασφάλιζε ισχυρά προνόμια και σημαντικές παραχωρήσεις στην Τουρκική μειονότητα, πράγμα που απετέλεσε υστερώτερα την αφορμή νέων συγκρούσεων και νέων πιο επικίνδυνων περιπετειών. Ο Μακάριος εκλέγεται πανηγυρικά πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και παραμένει ο εκλεκτός του λαού μέχρι του θανάτου του. Είναι πραγματικά τεράστιο το αναμορφωτικό έργο, που, κάτω από την εμπνευσμένη ηγεσία του, επιτελέσθηκε στην Κύπρο από την ημέρα της ανεξαρτησίας μέχρι της ημέρας του προδοτικού πραξικοπήματος και της Τουρκικής εισβολής. Ενας αναγεννητικός άνεμος πνέει από το ένα ως το άλλο άκρο της Μεγαλονήσου. Μια νέα τάξη πραγμάτων δημιουργεί νέες συνθήκες ευημερίας και προόδου σε ολόκληρο το Νησί. Το βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει σταθερά. Η κρατική μέριμνα αγκαλιάζει όλα τα στρώματα και όλες τις τάξεις του λαού, ιδιαίτερα τις παραγωγικές. Μέσα στη θύελλα των ξένων επιβουλών και των εσωτερικών δολοπλοκιών ο Μακάριος δεν παύει να εργάζεται για την κοινωνική απελευθέρωση του Κυπριακού λαού και τη διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας του. Μιας ανεξαρτησίας απαλλαγμένης από ξένες επεμβάσεις και ξένες εξαρτήσεις. Με κίνδυνο της ζωής του, στάθηκε αντιμέτωπος στη βία. Πολέμησε την οποιαδήποτε πολιτική διείσδυση και τα ξένα συμφέροντα και εργάστηκε μόνο για την πρόοδο του λαού του. «Υπέρ του λαού θα αναλώσω άνευ φειδούς τον εαυτόν μου μέχρι της τελευταίας μου πνοής. Αισθάνομαι τους αγώνας και το έργον μου ως αποστολήν και ως υπηρεσίαν προς τον λαόν», είπε αμέσως μετά την δολοφονικήν απόπειραν εναντίον του την 8ην Μαρτίου 1970. Συνειδητός δημοκράτης, αντετίθετο σε οποιαδήποτε μορφή βίας. «Κριτής διά την ορθότητα οιωνδήποτε απόψεων»,έλεγε, «πρέπει να είναι ο λαός, η γνώμη των πολλών και ουχί τα όπλα των ολίγων». Και σε άλλη περίπτωση: «Η Κύπρος ανήκει στο λαό της, η Κύπρος ανήκει στους κατοίκους της. Και πρόθεσίς μας είναι να εγκαθιδρύσουμε μια δημοκρατία, που να έχουν όλοι ίσα δικαιώματα, να είναι όλοι ίσοι έναντι του νόμου, να έχουν ίσες ευκαιρίες. Μια δημοκρατία ανεξάρτητη, ακέραιη, αδέσμευτη, κυρίαρχη, αποστρατικοποιημένη, μέσα στην οποίαν να ζουν ευτυχισμένοι Ελληνες και Τούρκοι». Ο Μακάριος αναδεικνύεται έτσι σ' έναν Ηγέτη μεγάλου ηθικού αναστήματος, με παγκόσμιο κύρος. Γνωστός ευρύτατα από τους εθνικούς αγώνες του, γίνεται σύμβολο ελευθερίας και αντίστασης για όλους τους υπόδουλους λαούς. Η συνεπής πολιτική γραμμή του τον τοποθετεί στην πρωτοπορία των διεθνών κινημάτων κατά της αποικιοκρατίας και του Ιμπεριαλισμού. Ετσι μετέχει στο Αντιαποικιακό Συνέδριο της Μπαντούγκ. Παρακάθηται, σαν ιδρυτικό μέλος, στην Πρώτη Διάσκεψη των Αδεσμεύτων του Βελιγραδίου, παίρνει μέρος στη Διάσκεψη Ευρωπαϊκής Ασφαλείας και Συνεργασίας του Ελσίνκι και γίνεται, με τις ομιλίες του στα Ηνωμένα Εθνη, ο σθεναρός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του πνεύματος της διεθνούς συνεργασίας και ειρήνης. Διαπιστώνοντας ότι το Κυπριακό εμπλέκεται μέσα στις αντιθέσεις των διεθνών συμφερόντων και τις συγκρουόμενες επιδιώξεις των αντιμαχομένων παρατάξεων, ο Μακάριος είδε το κίνημα των Αδεσμεύτων σαν ισχυρό παράγοντα εξισορρόπησης των δυνάμεων αυτών στο Νησί. Αλλά και πέραν αυτού σαν ένα παράγοντα ειρηνικής συνύπαρξης και οικονομικής συνεργασίας των λαών.
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΤΕΛΩΝ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

«Από της ανεξαρτησίας της», είπε στην ομιλία του ενώπιον της Βουλής, στις 28 Φεβρουαρίου 1973, «η Κύπρος ακολουθεί αδέσμευτον εξωτερικήν πολιτικήν. Υπό τινών υποστηρίζεται ότι εις το σημερινόν διηρημένον κόσμον μας, του οποίου ηγούνται δύο μεγάλοι συνασπισμοί κρατών με ηγέτιδας δυνάμεις τας Ηνωμένας Πολιτείας και τη Σοβιετικήν Ενωσιν, δεν υπάρχει χώρος δι' αδέσμευτον κόσμον, και ότι εσφαλμένη είναι η εξωτερική πολιτική μας. Διαφωνώ προς την τοιαύτην άποψιν. Είναι γεγονός ότι η Κύπρος, από απόψεως ιστορίας, παραδόσεως και πολιτισμού, ανήκει εις το Δυτικόν κόσμον. Τούτο, όμως, ουδόλως αποκλείει πολιτικήν ουδετερότητα, εν τη εννοία της μη προσχωρήσεως εις συνασπισμούς. Πιστεύω ότι λόγοι αρχής και λόγοι εθνικού συμφέροντος υπαγορεύουν αδέσμευτον πολιτικήν. Ουδετερότης δεν σημαίνει, βεβαίως, αδιάφορον στάσιν έναντι των διεθνών προβλημάτων. Αλλ' η στάσις μας καθορίζεται βάσει αρχών και ουχί δεσμεύσεων, στρατιωτικής ή άλλης φύσεως. Είναι αληθές ότι η ειρήνη ή ο πόλεμος επί παγκοσμίου κλίμακος εξαρτώνται κυρίως από τας ηγέτιδας δυνάμεις του Δυτικού και του Ανατολικού συνασπισμού. Ο σημερινός κόσμος είναι αλληλοεξαρτώμενος και τα συμβαίνοντα εις μίαν χώραν ή περιοχήν έχουν τα επιπτώσεις και τους αντίκτυπους των εις άλλας χώρας και περιοχάς ή και εις ολόκληρον τον υπόλοιπον κόσμον. Η αδέσμευτος πολιτική, συνεπώς, δεν είναι ασυμβίβαστος προς την αλληλοεξάρτησιν, η οποία οδηγεί εις την ενότητα, ενώ οι συνασπισμοί αποτελούν διαιρετικούς παράγοντας. Πρέπει επίσης να τονίσω ότι η αδέσμευτος πολιτική μας δεν έρχεται εις αντίθεσιν προς την δια-μορφουμένην σήμερον Ευρωπαϊκήν πολιτικήν, την οποίαν υποστηρίζομεν ως προσπάθειαν τείνουσαν εις την ενοποίησιν και την διασφάλισιν της ειρήνης εις την Ευρωπαϊκήν ήπειρον και εις ολόκληρον τον κόσμον. Εις την προώθησιν και εδραίωσιν της διεθνούς ειρήνης η Κύπρος, εντός του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, τον οποίον θερμώς υποστηρίζει και προς τας αρχάς του οποίου είναι σταθερώς προσηλωμένη, ως και εις τον χώρον του αδεσμεύτου κόσμου, επιθυμεί να δώση την οιανδήποτε δύναται προσφοράν». Κύριον όμως μέλημα και συνεχής επιδίωξη του Μακαρίου ήταν η βελτίωση των δυσμενών στοιχείων που περιείχαν οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου. Έτσι το Νοέμβριο του 1963 υποβάλλει στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων δεκατρείς τροπολογίες του Κυπριακού Συντάγματος.
ΜΕ ΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ ΑΙΓΥΠΤΙΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΝΑΣΕΡ

Η Τουρκική αντίδραση υπήρξεν άμεση. Οι τρομοκρατικές Τουρκοκυπριακές Οργανώσεις εξαπολύουν το Δεκέμβριο του 1963, ένοπλη στάση και οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες αναστέλλουν τη συμμετοχή τους στο κράτος και συγκεντρώνουν ένα σημαντικό ποσοστό της κοινότητος των σε τέχνη-τ ους θυλάκους, με αντικεμενικό σκοπό την αλλοίωση της εθνολογικής διάρθρωσης του Νησιού και τη δημιουργία προϋποθέσεων για διχοτόμηση. Παράλληλα η Τουρκική κυβέρνηση απειλεί το νησί με εισβολή. Επακολουθεί η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου και η προσπάθεια επιβολής αγγλοαμερικανικού σχεδίου, κάτω από την αιγίδα του NATO, που μετέφερε στο Μακάριο, το Φεβρουάριο του 1964, ο Αμερικανός Υφυπουργός Εξωτερικών George Ball. Ο Μακάριος ανθίσταται στα διχοτομικά Αγγλοαμερικανικά σχέδια και προσφεύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίον με την απόφαση της της 4ης Μαρτίου 1964 αναγνωρίζει την Κυπριακή Κυβέρνηση σαν τη μόνη υπεύθυνη για την τήρηση του Νόμου και της Τάξης στο Νησί, αποστέλλει Ειρηνευτική Δύναμη και αναθέτει στο Γενικό Γραμματέα να διορίσει μεσολαβητή, ο οποίος μέσα στο πλαίσιο των αρχών και των προνοιών του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, να αναζητήσει ειρηνική λύση του θέματος. Στις 13 Μαρτίου 1964 η Τουρκική Κυβέρνηση απειλεί, με ρηματική διακοίνωση, στρατιωτική επέμβαση και τον Αύγουστο του ιδίου έτους Τουρκικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν το Νησί. Ενα νέο αμερικανικό σχέδιο, το «Σχέδιο Ατσεσον», που έφερε τον τίτλο της Ενωσης αλλά στην πραγματικότητα αποτελούσε συγκεκαλυμμένη διχοτόμηση και διπλή ένωση, απορρίφθηκε τόσο από την Κυπριακή όσο και την Ελληνική Κυβέρνηση. Εξάλλου οι εισηγήσεις που υπέβαλε τον Μάρτιο του 1965 ο Μεσολαβητής Galo Plaza δεν έγιναν δεκτές από την Τουρκική πλευρά. Το χάσμα γινόταν από μέρα σε μέρα μεγαλύτερο και οι παρεμβάσεις στον Αρχιεπίσκοπο ολοένα και πιο πιεστικές και πιο έντονες. Ο Μακάριος, όμως στάθηκε αποφασιστικός και αλύγιστος. Δεν υπέκυψε στις πιέσεις. Πολέμησε με τα όπλα της ηθικής και του δικαίου την αδυσώπητη και αδίστακτη πολιτική των σκοτεινών συμφερόντων των μεγάλων και ανέλαβε με δύναμη ψυχής έναν πολύπλευρο αγώνα, ενάντια σε όλες αυτές τις δυνάμεις που επιβουλεύονταν την ενότητα και την ελευθερία του Κυπριακού λαού. Στον αγώνα αυτόν, όπου είχε μόνο σύμμαχο τη μεγάλη, τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού του, υπενομεύε—το συνεχώς όχι μονάχα εκ των έξω αλλά και εκ των έσω. Σκοτεινές δυνάμεις στάθηκαν επανειλημμένα αντιμέτωπες στο δρόμο του. Βδελυρές συνωμοσίες εξυφάνθηκαν εναντίον του. Δολοφονικές απόπειρες (οργανώθηκαν. Χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα για τη φυσική του εξόντωση. Εκείνος όμως, ατάραχος και γαλήνιος, συνέχισε τον αγώνα του, τον αγώνα για τη σωτηρία του λαού του. Το 1967 είναι ένα κρίσιμο έτος για την Κύπρο και το Μακάριο. Στην Αθήνα η στρατιωτική χούντα ανατρέπει τη νόμιμη Κυβέρνηση και επιβάλλει στον τόπο μία τυραννική δικτατορία. Στην Κύπρο ανεξέλεγκτες δυνάμεις δημιουργούν, με την επιχείρηση Κοφίνου, νέες δυσχέρειες στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Η Τουρκία αξιοί την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο και η Αμερικανική Κυβέρνηση, με την αποστολή του σημερινού Υπουργού Εξωτερικών Σάιρους Βανς, υποστηρίζει την Τουρκική αξίωση, και εισηγείται διάλυση της Εθνοφρουράς και άμεση έναρξη συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο Μακάριος απορρίπτει το σχέδιο Βανς. Η Κυβέρνηση όμως των συνταγματαρχών αποδέχεται το Τουρκικό τελεσίγραφο, αποσύρει το στρατό από την Κύπρο, κι ανοίγει ουσιαστικά τις πύλες του Νησιού στην Τουρκική επιβουλή. Εκτοτε προωθούνται από ποικίλες πλευρές σχέδια διχοτομικά, για την επιβολή των οποίων συνεργούν, συνειδητά ή σαν όργανα ξένων, και (ορισμένοι Ελλαδικοί και Κυπριακοί κύκλοι. Κάτω από το σύνθημα της Ενωσης υπεκρύπτετο η διχοτόμηση και η διπλή ένωση. Κι όταν ο Μακάριος απέρριπτε τα σχέδια αυτά, εχαρακτηρίζετο από τους ιδίους κύκλους σαν ανθέλληνας και ανθενωτικός. «Δεν πραγματοποιείται η Ενωσις», έγραφε το 1972 στο Στρατηγό Γρίβα, «εάν πρωτίστως δεν απομακρυνθή και δεν αποτραπή ο κίνδυνος άλλης ανεπιθύμητου λύσεως. Δεν θα εδίσταζα εις την άμεσον αλλαγήν πολιτικής γραμμής ως η εισήγησίς σας, εάν προς τούτο ήτο σύμφωνος και η Ελληνική Κυβέρνησις. Πιθανώς να λεχθή ότι υπήρξαν περιπτώσεις διαφωνίας μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ως προς την πολιτικήν γραμμήν και τον χειρισμόν του Κυπριακού. Είναι δυνατή η διαφωνία επί οιασδήποτε άλλης, πλην της Ενώσεως, προτεινομένης λύσεως. ενωτικός αγών άνευ της συμμετοχής της Ελλάδος πιθανώς να οδήγηση εις δυσάρεστα αποτελέσματα. Εις την απ' ευθείας πορείαν προς την Ενωσιν πρέπει να συμπορευώμεθα μτά της Ελλάδος. Στερείται βεβαιότητος η άποψις ότι εάν ημείς θέσωμεν ως απ' ευθείας στόχον τούτο, η Ελλάς κατ' ανάγκην θα ακολουθήση. Δεν δύναμαι να είπω ότι θα συμβή τούτο. Εάν δε η Ελληνική Κυβέρνησις, σταθμίζουσα τας δυνατότητας και άλλους παράγοντας, τηρήση αρνητικήν στάσιν, αι συνέπειαι θα είναι οπισθοδρομικοί δια την Ενωσιν. Επί πλέον δεν αποκλείω το ενδεχόμενον να καταστή αναπόφευκτος ο κίνδυνος της διπλής Ενώσεως έστω και εάν είμεθα αποφασισμένοι να τον αντιμετωπίσωμεν».
ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Οι Τούρκοι δεν απέκρυπταν τα σχέδια τους για διχοτόμηση του Νησιού ή Διπλή Ενωση. Γι' αυτό οι διακοινοτικές συνομιλίες, που βάσει των αλλεπαλλήλων αποφάσεων της Γεν. Συνελεύσεως και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών άρχισαν το 1968 και συνεχίστηκαν, κατά διαλείμματα, μέχρι της 7ης Απριλίου 1977, λόγω των παραλόγων τουρκικών αξιώσεων, δεν απέληξαν σε τίποτε. «Ο πρώτος τριετής κύκλος των συνομιλιών», είπεν ο Μακάριος στην ομιλία του προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στις 28 Φεβρουαρίου 1973 «δεν κατέληξεν εις αποτέλεσμα. Με περισσοτέρας ελπίδας ηρχίσαμεν προ μηνών νέας συνομιλίας, υπό ενισχυμένην μορφήν, ως η πρότασις του Γενικού Γραμματέως των Ηνωμένων Εθνών. Το ερώτημα όλων είναι κατά πόσον αι συνομιλίαι θα καταλήξουν εις θετικόν αποτέλεσμα. Είναι δύσκολος η πρόβλεψις και απάντησις. Η ορθή απάντησις είναι ότι αι συνομιλίαι πρέπει να καταλήξουν εις επιτυχίαν. Διότι η τράπεζα των συνομιλιών είναι η μόνη ενδεδειγμένη διαδικασία. Εάν αποτύχουν, δεν υπάρχει άλλη οδός, η οποία να οδηγή εις λύσιν. Η οία και ο πόλεμος δεν θα δώσουν μόνιμον λύσιν εις το πρόβλημα. Ο ρυθμός των συνομιλιών είναι μάλλον βραδύς και δεν επιτρέπει ακόμη διάγνωσιν προοπτικών ως προς την έκβασίν των. Ελπίζω ότι η σημειωθείσα βραδύτης δεν αποτελεί σκόπιμον κωλυσιεργίαν. Λυπούμαι, εξ άλλου, διότι πρόσφατοι δηλώσεις από τουρκοκυπριακής πλευράς δημιουργούν εντύπωσιν αδιαλλαξίας και καθιστούν στενώτερα τα περιθώρια αισιοδοξίας. Δεν θα ήθελον, εν τούτοις, να εκφράσω απαισιόδοξους προβλέψεις. Με πνεύμα καλής θελήσεως είναι δυνατή η εξεύρεσις λύσεως διασφαλιζούσης ανεξάρτητον, ενιαίον και κυρίαρχον κράτος, εντός του οποίου Ελληνες και Τούρκοι εν ειρήνη και συνεργασία να μετέχουν των αγαθών εκ της προόδου και της ευημερίας της νήσου». Οι Τούρκοι όμως είχαν λάβει υποσχέσεις, και κωλυσιεργώντας συστηματικά στις συνομιλίες, περίμεναν απλώς την ευκαιρία της πραγματοποίησης των υποσχέσεων που τους δόθηκαν. Ετσι όταν ο Μακάριος ανθίσταται στις ποικίλες πιέσεις, οι αντίπαλοι του μετέρχονται παν μέσον για να τον θέσουν εκποδών. Εν τω μεταξύ ποικιλώνυμες οργανώσεις χρησιμοποιούνται από τις ξένες προπαγάνδες για την προώθηση των σκοτεινών διχοτομικών σχεδίων τους. Στις 8 Μαρτίου 1970 εκδηλώνεται η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του Μακαρίου, όταν μέσα στο ελικόπτερο έφευγε για να τελέσει μνημόσυνο στη Μονή Μαχαιρά για τον ήρωα Αυξεντίου. Μετά τη διάσωση του, σε διάγγελμα του προς τον Κυπριακό λαό ο Μακάριος είπε: «Εάν αι σφαίραι δεν έπληξαν το ιδικόν μου σώμα, έπληξαν όμως και ετραυμάτισαν την ψυχήν μου. Αισθάνομαι δε πράγματι, οδύνην βαθυτάτην, διότι ευρέθησαν Ελληνες Κύπριοι, ενεργούντες αυτοβούλως ή ως όργανα άλλων, οι οποίοι απετόλμησαν τοιαύτην απόπειραν και ύψωσαν όπλα και έρριψαν κατ' εμού σφαίρας δολοφονικός. Αγωνίζομαι επί εικοσαετίαν υπέρ της Κύπρου. Ηγωνίσθην και αγωνίζομαι δια το ευτυχέστερον μέλλον της. Και δεν θα παύσω αγωνιζόμενος, έστω κι αν από σφαίρας δολοφόνων απειλήται η ζωή του. Αξίωμα πολιτικόν ουδέποτε επεδίωξα, και υπό φιλοδοξίας ατομικής ουδέποτε κατελήφθην. Τους αγώνας και το έργον μου ως αποστολήν και ως υπηρεσίαν προς τον λαόν αισθάνομαι. Εκ της αγάπης του λαού αντλώ πάσαν δύναμιν, την οποίαν πάντοτε υπέρ του λαού διαθέτω. Και υπέρ του λαού θα αναλώσω άνευ φειδούς τον εαυτόν μου μέχρι της τελευταίας μου πνοής». Την απόπειραν εκείνην επακολούθησαν άλλες συνωμοσίες και απόπειρες. Σ' όλες αυτές τις συνωμοσίες το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας διαδραματίζει πρωταρχικό και σημαίνοντα ρόλο. Το 1972, με αφορμή την παραλαβή των Τσεχοσλοβακικών όπλων, που τα προώριζε για την άμυνα του Νησιού, ο Μακάριος υφίσταται τρομερή επίθεση από τη δικτατορική Κυβέρνηση των Αθηνών, που στις 11 Φεβρουαρίου 1972 του επιδίδει σχετική διακοίνωση, με την οποίαν ζητά την παράδοση των Τσεχοσλοβακικών όπλων και το σχηματισμό «Κυβερνήσεως, ήτις θα προέρχεται από την ελευθέραν πρωτοβουλίαν της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας».
ΕΓΚΑΡΔΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Η διακοίνωση αυτή — τελεσίγραφο— συμπληρώθηκε με το έγγραφο που απέστειλε στον Αρχιεπίσκοπον ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ξανθόπουλος Παλαμάς, με το οποίο έθετεν εκ νέου το θέμα του προβαδίσματος του «Εθνικού Κέντρου», το οποίον και μόνον, κατά το νέον αυτό τελεσίγραφον, «έχει το δικαίωμα να διαγραφή τελικώς την ακολουθητέαν επί του Κυπριακού πολιτικήν». Σημειωτέον, ότι την ίδιαν εποχή, με υποκίνηση της Χούντας, είχαν κινηθή οι τρεις Μητροπολίτες, ζητώντας την παραίτηση του Μακαρίου, εις δε τα παρασκήνια εσυνεχίζοντο μυστικές διαβουλεύσεις, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για λύση του Κυπριακού έξω από τα πλαίσια των διακοινοτικών συνομιλιών, με απ' ευθείας διάλογο Αθηνών—Αγκύρας. Εν τω μεταξύ στην Κύπρο Ελληνες Αξιωματικοί χρηματοδοτούν αντιμακαριακά στοιχεία και εξοπλίζουν τρομοκρατικές οργανώσεις, μιλούν ανοιχτά εναντίον της Κυπριακής Κυβέρνησης και της Κυπριακής Δημοκρατίας, και προπαγανδίζουν για την τελική κατάλυση της, και την Ενωση του Νησιού με την Ελλάδα. «Ως ενωτικοί παρουσιάζονται και αυτοδιαφημίζονται», έλεγε στη μνημειώδη ομιλία του προς το Παγκύπριο Συλλαλητήριο της 8ης Φεβρουαρίου 1973 ο Μακάριος, «οι διαφωνούντες προς την χαραχθείσαν από κοινού μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως πολιτικήν γραμμήν πορείας. Και ως ανθενωτικούς κατηγορούν την τεραστίαν πλειοψηφίαν του Κυπριακού Ελληνισμού. Αποκρούομεν την κατηγορίαν. Ενωτικοί είναι όλοι οι Ελληνες Κύπριοι, ως και άλλοτε διεκήρυξα. Προς την Ελλάδα θα έχωμεν πάντοτε εστραμμένην την ψυχήν και την καρδίαν. Ελληνικά ιδανικά θα διαπνέουν πάντοτε την σκέψιν και την συνείδησίν μας. Και αν μη εξαρτώμενοι από ημάς παράγοντες και καταστάσεις δεν καθιστούν δυνατήν την Ενωσιν, τούτο δεν σημαίνει ότι θα παύσωμεν να είμεθα Ελληνες. Δια μέσου των αιώνων παρεμείναμεν Ελληνες, και Ελληνες θα παραμείνωμεν. Αλλ' αφού είμεθα ενωτικοί, διατί διεξάγομεν συνομιλίας μετά των Τουρκοκυπρίων και ομιλούμεν περί ανεξαρτήτου, ενιαίου και κυριάρχου κράτους; Διότι τούτο επιβάλλει η ωμή πραγματικότης, ενώπιον της οποίας δεν δύναται να εθελοτυφλούν ούτε η Ελληνική ούτε η Κυπριακή Κυβέρνησις, ως υπεύθυνοι χειρισταί του Κυπριακού». Και στη συνέχεια ο Μακάριος δίδει στους ολετήρες αυτούς του Ελληνισμού ένα μάθημα ευνομίας και υγιούς δημοκρατίας. «Ομιλεί ο λαός σήμερον και εκδίδει ετυμηγορίαν. Καταδικάζει την βίαν και την τρομοκρατίαν. Καταδικάζει τους παρανόμους οπλοφόρους, τους βομβιστάς, τους προσωπιδοφόρους, τους ασυνειδήτως απεργαζομένους όλεθρον αδελφοκτονίας. Αλλά και θετικώς εκφράζει ο λαός την θέλησίν του. Ο λαός επιθυμεί ομόνοιαν, σύμπνοιαν, συντονισμόν δυνάμεων, ομαλάς πολιτικός εξελίξεις. Επιθυμεί ο λαός, ιδιαιτέρως υπό τας σημερινός συνθήκας, αρραγές εσωτερικόν μέτωπον. Και ενότης εσωτερικού μετώπου δεν σημαίνει ανυπαρξίαν αντιπολιτεύσεως. Επιθυμητή η αντιπολίτευσις. Αντιπολίτευσις όμως, ακολουθούσα δημοκρατικός αρχάς και ουχί καταλυτικήν πολιτικήν. Το στάδιον του εθνικού αγώνος είναι πολύ ευρύ. Και εις τον στίβον του υπάρχει χώρος δι' όλους τους επιθυμούντος να αγωνισθούν. Και ο λαός θέλει εις τον στίβον πολλούς αγωνιστάς. Ουχί εις αγώνα δια να νικήσουν οι μεν τους δε, αλλ' εις συναγωνισμόν και άμιλλαν εθνικής προσφοράς. Εις τοιούτον ευγενή συναγωνσμόν καλεί ο λαός και όλους εκείνους οι οποίοι ανέλαβον δραστηριότητας καταλυτικός του κράτους και, αντί εθνικής προσφοράς, δημιουργούν ανωμαλίαν ενέχουσαν κινδύνους εθνικής συμφοράς. Αυτή είναι η ετυμηγορία του λαού ως θέσις και ως αντίθεσις, ως θέλησις και ως άρνησις». Είναι πραγματικά περίεργο με πόση εγκληματική επιπολαιότητα οι κύκλοι αυτοί της ανωμαλίας έβλεπαν το θέμα. Πόσο ανεύθυνα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα, και πόσον αβασάνιστα προδικάζανε την ανοχή αν μη την πλήρη συγκατάθεση της Τουρκίας και την χωρίς οποιεσδήποτε συνέπειες προσάρτηση του Νησιού στην Ελλάδα. Ετσι από ολίσθημα σε ολίσθημα φθάσαμε στα προδοτικά γεγονότα του 1974. Ο Μακάριος προαισθάνεται την τραγικήν κατάληξη όλων αυτών των ενεργειών, και στις 2 Ιουλίου καταγγέλλει με επιστολή του στο Στρατηγό Γκιζίκη τα τεκταινόμενα: «Λυπούμαι να είπω», γράφει στο ιστορικό αυτό έγγραφο του ο Εθνάρχης, «ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών. Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερον ο Κυπριακός Ελληνισμός. Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως «ΕΟΚΑ Β'». Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξης Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις. Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της «ΕΟΚΑ Β'». Εκ του εθνικού κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ' αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα. Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβάλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος. Ενδεικτικώς επισυνάπτω εν τοιούτον έγγραφον. Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι' εμέ εθνικόν καθήκον. Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας. Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος ήτο δι' εμέ η Κυβέρνησις της μητρός πατρίδος, και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ' αυτής. Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς τα στρατιωτικά καθεστώτα και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν. Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας. Αντιλαμβάνεσθε όμως, κ. Πρόεδρε, τας θλιβερός σκέψεις αι οποίαι βασανιστικούς με απασχολούν κατόπιν της διαπιστώσεως ότι άνθρωποι της Κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ' εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι' αλληλοσπαραγμού καταστροφήν. Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινας περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου. Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος ετήρησα σιγήν. Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν, προκαλέσαντες εν τη εκκλησία, είχεν πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας. Ουδέν, όμως, εν προκειμένω είπον. Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι προς τι πάντα ταύτα. Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων. Αλλ' η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Ελληνες αξιωματικοί της εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την «ΕΟΚΑ Β—η εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικός δολοφονίας και γενικώς αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους. Εις την προσπάθειαν διαλύσεως της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου μεγάλη είναι η ευθύνη της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Το Κυπριακόν κράτος πρέπει να διαλυθή μόνον εις περίπτωσιν Ενώσεως. Μη καθισταμένης, όμως, εφικτής της Ενώσεως επιβάλλεται η ισχυρο—ποίησις της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου». Η ώρα της προδοσίας είχε σημάνει. Στις 8 το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974 η «Ελληνική Δύναμις Κύρπου» επιτίθεται με άρματα μάχης, όλμους και πυροβολικό εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου, της Αρχιεπισκοπής, του Ραδιοσταθμού και άλλων Κυβερνητικών κτιρίων και σε ατμόσφαιρα βίας και τρομοκρατίας καταλαμβάνει βίαια την εξουσία. Επικεφαλής του κινήμτος είναι Ελληνες αξιωματικοί. Ο Μακάριος μόλις διαφεύγει. Μεταβαίνει στην Πάφο και από εκεί, μέσω των Βρεταννικών βάσεων, φθάνει στη Μάλτα και το Λονδίνο. Η αγωνία που τον συνέχει είναι μεγάλη. Η δύναμη όμως της ψυχικής του αντίστασης είναι ακόμη μεγαλύτερη. Στο ιστορικό διάγγελμα του της ημέρας εκείνης καταδικάζει τη βία και την τρομοκρατία, επιτίθεται δριμύτατα εναντίον του φασισμού και της δικτατορίας και αφήνει να ξεχειλίσουν μέσα από τη φλογερή ψυχή του τα γνήσια δημοκρατικά του φρονήματα: «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ», λέγει ο μαρτυρικός Εθνάρχης. «Απηύθυνα προ ολίγου δια ξένου ραδιοσταθμού έκκλησιν προς τας μεγάλας δυνάμεις, προς τας φίλας χώρας και προς όλα τα φιλελεύθερα κράτη του κόσμου, όπως συμπαρασταθούν και βοηθήσουν τον αγώνα μας να διατηρήσωμεν τα δημοκρατικά μας δικαιώματα και να μην υποδουλωθώμεν εις το δικτατορικόν καθεστώς της Ελλάδος. Απευθύνομαι τώρα και προς σε δια να σου διαβιβάσω ότι ευρίσκομαι μαζί σου όρθιος επί των επάλξεων του κοινού αγώνος, όρθιος επί των επάλξεων της αντιστάσεως μας εναντίον των φασιστικών δυνάμεων, εναντίον της δικτατορίας, την οποίαν αποπειράται να επιβάλη επί της Κύπρου η Ελληνική χούντα. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα υποκύψης εις την ωμήν βίαν, εις την ωμήν δικτατορίαν, την οποία προσπαθούν να σου επιβάλουν οι κακή τη μοίρα ευρεθέντες επί κεφαλής της Εθνικής Φρουράς εκπρόσωποι της Ελληνικής χούντας. Ουδείς δικαιούται να σου αφαίρεση τα δημοκρατικά σου δικαιώματα, ουδείς έχει το δικαίωμα να σου επιβάλη ηγεσίαν, την οποίαν δεν εξέλεξες δια της ψήφου σου και η οποία δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης σου. Πλήρης περιφρόνησις και ουδεμία συνεργασία με εκείνους τους οποίους η Ελληνική χούντα θέλει να σου επιβάλη ως ηγεσίαν και κυβέρνησίν σου». Το προδοτικόν πραξικόπημα έδωσε την αφορμή στην καραδοκούσα Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο και να προγματοποιήσει τα από πολλού τεκταινόμενα κατακτητικά της σχέδια. Το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 Τουρκικά αεροπλάνα και πολεμικά σκάφη βομβαρδίζουν ανηλεώς το Νησί και Τουρκικές δυνάμεις αποβιβάζονται στις ακτές της Κερύνειας. Η σύγχυση που επικρατεί μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών που ήσαν επιφορτισμένοι με την άμυνα της Κύπρου είναι απερίγραπτη. Τα πυροβολεία του Πενταδάκτυλου, που με τόσες δαπάνες είχαν οργανωθή για να αποκρούσουν ενεδεχόμενη Τουρκική εισβολή σιγούν. Τα Τουρκικά στίφη αποβιβάζονται χωρίς, στην αρχή, να συναντήσουν οποιαδήποτε αντίσταση. Και μόνο όταν ο Αττίλας προχωρεί, κατακτά το ένα μετά το άλλο τα χωριά και τις πόλεις της Κύπρου, λεηλατεί, σφάζει., ατιμάζει, βιάζει, τότε μόνον αρχίζουν — μερικοί από τους υπεύθυνους— να συνειδητοποιούν την έκταση της προδοσίας και να συναισθάνωνται το μέγεθος της συμφοράς. Η Κύπρος μόνη, εγκαταλειμμένη, αβοήθητη παραδίδεται στη διάκριση του βάρβαρου Αττίλα.
ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Ο Μακάριος, που είχε πάει εν τω μεταξύ στη Νέα Υόρκη, αγωνίζεται απεγνωσμένα να σώσει το Νησί. Απευθύνει αγωνιώδεις εκκλήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, προσφεύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, εγγράφει εκ νέου το θέμα στη Γενική Συνέλευση. Το Συμβούλιο Ασφαλείας με τα ψηφίσματα του της 20ής Ιουλίου 1974, της 12ης Μαρτίου 1975, της 14ης Δεκεμβρίου 1976 και της 15ης Ιουλίου 1977, και η Γενική Συνέλευση με τα Ψηφίσματα της της 1ης Νοεμβρίου 1974, της 20ής Νοεμβρίου 1975 και της 12ης Νοεμβρίου 1976, καταδικάζουν την Τουρκική εισβολή, ζητούν την αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών για μια ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος. Εν τω μεταξύ, στη Διάσκεψη της Γενεύης, συμφωνείται, στις 30 Ιουλίου 1974, η κατάπαυση του πυρός και η σταδιακή εφαρμογή του Ψηφίσματος 353 της 20ης Ιουλίου 1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Τουρκία παραβιάζει τη Διακήρυξη της Γενεύης και περιφρονεί τα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Ενας νέος κύκλος συνομιλιών αρχίζει και πάλι στη Βιέννη. Η Τουρκική όμως πλευρά χρησιμοποιεί τις συνομιλίες σαν προπέτασμα καπνού, για να κερδίσει χρόνο, να παγιώσει τις θέσεις της και να δημιουργήσει περαιτέρω τετελεσμένα γεγονότα. Στο μεταξύ ο Μακάριος επιστρέφει, στις 7 Δεκεμβρίου 1974, στη Λευκωσία και γίνεται πανηγυρικά δεκτός από τον Κυπριακό λαό. Στο πρόσωπο του βλέπουν οι Ελληνες της Κύπρου τον προστάτη και οδηγό τους. Χαιρετίζουν το νόμιμο ηγέτη τους, που αποτελεί εγγύηση για την εθνική τους επιβίωση• το σθεναρό αγωνιστή που θα αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα τάξη, τον αρχιτέκτονα που θα οικοδομήσει από τα ερείπια την καινούργια ζωή. «Εκ του μακρόθεν παρηκολούθουν την Κυπριακήν τραγωδίαν», είπε στα συγκεντρωμένα για την υποδοχή του πλήθη «και συμμετείχον και συνέπασχον εις το μέγα δράμα του Κυπριακού Ελληνισμού. Σήμερον ευρίσκομαι εις την σκηνήν του δράματος δια να συμμερίζωμαι εκ του πλησίον τας δοκιμασίας και το μαρτύριον των Ελλήνων Κυπρίων. Και προσπάθεια μου θα είναι να ανακουφίσω τον πόνον των, ο οποίος είναι και ιδικός μου πόνος. Μεγαλύτερον αισθανόμεθα τον πόνον εκ της μεγάλης συμφοράς, όταν σκεπτώμεθα ότι η πρωταρχική αιτία της συμφοράς αυτής υπήρξε το στρατιωτικόν καθεστώς των Αθηνών, η εκπεσούσα Χούντα. Το υπό της Χούντας πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου έδωκεν εις την Τουρκίαν πρόσχημα και ευκαιρίαν να εισβάλη εις την Κύπρον. Επί επταετίαν κατεδυνάστευεν η Χούντα τον Ελληνικόν λαόν. Αλλά και εις την Κύπρον επεξέτεινε πλοκάμους, έσπειρε ζιζάνια και έγινεν αιτία διχασμού και αναστατώσεως. και επεσφράγισε το καταστροφικό έργον της δια πραξικοπήματος, δια πράξεως εσχάτης προδοσίας, η οποία είχε δια τον Κυπριακόν Ελληνισμόν μοιραίας συνεπείας. Και έπεσεν μεν η Χούντα, αλλά το κακόν δια την Κύπρον έγινε. Δια της πτώσεως της Χούντας αποκατεστάθη η Δημοκρατία εις την Ελλάδα. Δια την πτώσιν, όμως της Χούντας και την αποκατάστασιν της δημοκρατίας το τίμημα ήτο πολύ βαρύ. και το επλήρωσεν η Κύπρος. Δια της Κυπριακής θυσίας ανεστηλώθη εις την Ελλάδα το εκριζωθέν υπό της Χούντας δένδρον της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Και το γεγονός τούτο ας είναι εις την συμφοράν μας μία ανακούφισις». Ο Μακάριος απεκδύεται αμέσως σ' ένα σκληρό αγώνα ανόρθωσης της καταστραμμένης οικονομίας του τόπου, αποκατάστασης των προσφύγων και επιβίωσης γενικά του Ελληνισμού "στην ακριτικήν αυτή γωνιά της Μεσογείου. Το έργο που επιτελέσθηκε, στο μικρό χρονικό διάστημα που επακολούθησε, είναι τεράστιο. Και μόνο με το μεγάλο ηγετικό ανάστημα του χαμένου Εθνάρχη μπορεί να παραβληθή. «Οσο η καρδιά αυτή θα χτυπά, οι παλμοί της θα είναι παλμοί αγώνα για τη σωτηρία της Κύπρου, θα είναι παλμοί αγώνα για την πρόοδο και την ευημερία του λαούς της», είπε εγκαινιάζοντας τη Διεθνή Εκθεση της Κύπρου. Η μεγάλη καρδιά έπαυσε να χτυπά το πρωί της 3ης Αυγούστου 1977. Η υψικάρηνος δρυς σωριάστηκε, κάτω από τα ανελέητα κτυπήματα της Μοίρας. Ο Μεγάλος Ηγέτης δεν ζει πια. Μένει όμως το τεράστιο έργο του. Μένει η απέραντη δημιουργική πνοή του, που αγκαλιάζει πέρα ως πέρα τον τόπο και τους ανθρώπους που αγάπησε. Γενναίος, ατρόμητος μπροστά στους κινδύνους, αγωνιστής, είχε κάμει τον πόθο της ελευθερίας ψυχικό του βίωμα και είχεν αναδειχθή σε παγκόσμιο σύμβολο ηθικής αντίστασης και ελευθερίας. Δύναμη του ήταν η αγάπη του λαού του, η ακλόνητη πίστη του στις ηθικές αξίες και αρχές, η προσήλωση του στην ανθρώπινη αρετή, η εμμονή του στα ιδεώδη της ελευθερίας, της ειρήνης και της προόδου. Με την ηθική ποιότητα που τον διέκρινε, στάθηκε πάνω από τις μικρότητες, πάνω από τους στενόκαοδους υπολογισμούς και τα συμφέροντα, σύμβολο της ενότητας, της αγωνιστικότητας και των πόθων του λαού του. Οι παλμοί του ήσαν, και παραμένουν, παλμοί όλου του Κυπριακού Ελληνισμού. Από τη μνήμη του ο Κυπριακός Ελληνισμός θα αντλεί αγωνιστική δύναμη και σθένος. Στους λόγους και τις υποθήκες του θα καταφεύγει για να βρει το γνώμονα των ενεργειών και των αγώνων του. «Δραματική ήταν η πορεία σου», έλεγε στο λαό της Κύπρου στην τελευταίαν ομιλία του, δεκατρείς μόλις μέρες πριν πεθάνει. «Δραματική ήταν η πορεία σου τα τρία χρόνια από το προδοτικό πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή. Στην απέραντη συμφορά σου, έδειξες σθένος αταλάντευτο και δύναμη ψυχής ακατάβλητη, με πίστη και καρτερία, με αντοχή και εγκαρτέρηση, με θάρρος και αποφασιστικότητα αντιμετώπισες τις εθνικές περιπέτειες και τις σκληρές ταλαιπωρίες, τις καταστροφές και τα ερείπια, που προκάλεσεν ο Αττίλας.
Και παρέμεινες όρθιος. Αντιμετώπισες τη συμφορά σου με όρθια την ψυχή, με κατακόρυφο το φρόνημα, με ψηλά το μέτωπο. Οι επιπτώσεις της προδοσίας εξακολουθούν ακόμα να πιέζουν την ψυχή και την καρδιά σου. Αλλά δεν κάμπτεσαι και δεν γονατίζεις. Δεν πτοείσαι και δεν υποκύπτεις. Δεν προσκυνάς και δεν παραδίδεσαι. Και το σημερινό συλλαλητήριο σου είναι έκφραση του αγωνιστικού παλμού σου και πολύβοη διακήρυξη της αδάμαστου θελήσεως σου να συνέχισης την αντίσταση, να συνέχισης τον αγώνα, ανεξαρτήτως χρόνου και ανεξαρτήτως θυσιών, μέχρι της φυγής του Τούρκου επιδρομέα από τα χώματα σου, μέχρι της νίκης του δικαίου σου». Αυτή ήταν η τελευταία υποθήκη του. Kl αυτή την υποθήκη θα τηρήσει ο Κυπριακός Ελληνισμός με θρησκευτική προσήλωση και πίστη, μέχρις ότου ο βάρβαρος Αττίλας εγκαταλείψει το Νησί και ανατείλουν πάλιν μέρες χαράς και ευτυχίας στην πολυβασανισμένη Μεγαλόνησο.


from ανεμουριον https://ift.tt/2KoB56P
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη