Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ (1453-1912)

ΜΑΡΙΑ ΚΑΜΠΟΥΡΗ-ΒΑΜΒΟΥΚΟΥ | Η ορθόδοξη Χριστιανική τέχνη που αναπτύχθηκε στα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά πολιτισμικά φαινόμενα της νεότερής μας ιστορίας. Μέσα σε ένα καθεστώς δημογραφικών αλλαγών, εθνικών και γλωσσικών ανακατατάξεων, εκπατρισμών και νέων εποικισμών, αναπτύχθηκε η θρησκευτική τέχνη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων συνεχίζοντας την παράδοση του Βυζαντίου, με όλα τα στοιχεία που αυτό εξέφραζε ως «πολύπλοκο πλέγμα θεσμών, ως πολιτικό σύστημα, ως θρησκευτικός σχηματισμός και ως τύπος πολιτισμού που προκαλούσε και συντηρούσε την τέχνη».

Μονή Προδρόμου Σερρών.

Η τέχνη της μακρόχρονης αυτής περιόδου, γνωστή με την ονομασία «μεταβυζαντινή τέχνη», Byzance apres Byzance κατά τη ρήση του Ν. Jorga, παρόλο που άκμασε στο περιθώριο της κραταιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας, έχει ωστόσο να επιδείξει εξαίρετα δείγματα δημιουργικού πνεύματος και καλλιτεχνικής ευαισθησίας.

Μονή της Ζαβόρδας (1534). Κάτοψη· (Π. Σιγαλά)

Η τέχνη της Τουρκοκρατίας, αν και είχε χάσει την πνευματική, πολιτική και οικονομική υποστήριξη του ορθόδοξου κράτους, του Βυζαντίου, συνέχισε την πορεία της χάρη στην υποστήριξη της Εκκλησίας, του κοινοτικού θεσμού και άλλων οικονομικών και πολιτικών συσσωματώσεων που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο αυτή και βοήθησαν κοινωνικά και οικονομικά τον υπόδουλο Ελληνισμό. Εκκλησία και θρησκεία, αποτέλεσαν τα ισχυρά ερείσματα που επέτρεψαν στους χριστιανούς ραγιάδες να ξεπεράσουν τις τραγικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκκλησία και τοπική αυτοδιοίκηση υπήρξαν τα στηρίγματα, το σταθερό πλαίσιο λειτουργίας και δραστηριότητας των Ελλήνων της σκλαβιάς. Στην ανάπτυξη της μεταβυζαντινής τέχνης, τέχνης κυρίως θρησκευτικής, συνετέλεσε επίσης και η διάκριση των υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με το ισλαμικό δίκαιο, σε θρησκευτικές ομάδες (πιστούς άπιστους), για τις οποίες το δόγμα αποτελούσε συνεκτικό στοιχείο επιβίωσης και προβολής.

Μονή Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο (1542). Γκραβούρα της μονής.

Ο πολιτισμός που ο υπόδουλος Ελληνισμός ανέπτυξε κατά την Τουρκοκρατία ούτε τόσο σκοτεινός ούτε τόσο ευκαταφρόνητος υπήρξε. «Το ελληνικό έθνος κατά τους τέσσερεις αιώνες της σκλαβιάς του», σύμφωνα με τον καθηγητή Μ. Μανούσακα, «υπέστη πολλές ταλαιπωρίες και εξευτελισμούς, ιδίως στους δύο πρώτους αιώνες, αλλά χάρη στην αντίσταση, την αναδιοργάνωσή του, τους αγώνες του, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να παρουσιάσει εξαιρετικές προόδους στον τομέα της οικονομίας και του πολιΣτουςτισμού, ιδίως από τις αρχές του 18ου αι., έτσι ώστε να μπορέσει να προετοιμάσει τον αγώνα για την ανεξαρτησία του». Η μεταβυζαντινή τέχνη στη Μακεδονία, σε αντίθεση με την τέχνη των βενετοκρατούμενων περιοχών, αναπτύχθηκε μέσα σε συνθήκες καταπάτησης των δικαιωμάτων και προνομίων, πολιτικής δυσπραγίας και πνευματικού μαρασμού. Η μελέτη οδηγεί στην κατανόηση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών διαβίωσης του υπόδουλου Ελληνισμού, καθώς και στην αποτύπωση της συνεχούς ανοδικής πορείας του.

Μονή Θεοτόκου Σπηλάιου Γρεβενών.

Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της περιοχής, σημαντικό κεφάλαιο της θρησκευτικής τέχνης του τόπου, με όλο το πλήθος των μνημείων που έχουν διασωθεί πέρα από τα σημερινά στενά γεωγραφικά της όρια, παραμένει ακόμη ανεξερεύνητη. Και παρά την άνθηση των μεταβυζαντινών σπουδών τα τελευταία χρόνια χάρη στις προσπάθειες και μελέτες αξιόλογων Ελλήνων ερευνητών, οι γνώσεις μας είναι ακόμη ελλιπείς για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.

Μονή Εικοσιφοίνισσας Δράμας.

Πάντως, από τα μέχρι τώρα γνωστά παραδείγματα, γίνεται φανερό ότι οι ιδιάζουσες συνθήκες της δουλείας, που οδήγησαν στην αποκέντρωση, καθόρισαν το ύφος της ναοδομίας. Τα νέα θρησκευτικά κτίσματα, παρ' όλες τις σχέσεις με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, αποκτούν νέα γνωρίσματα με χαρακτήρα πολλές φορές έντονα λαϊκό, χωρίς αυτό να μειώνει την αισθητική τους αξία. Παράλληλα με τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της βυζαντινής περιόδου, (Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Βέροια, Σέρρες, Αχρίδα), δημιουργούνται στην περιφέρεια νέες εστίες πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας, που σταδιακά θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο [(Σιάτιστα, Κοζάνη, Βογατσικό, Κλεισούρα, Πεντάλοφος (Ζουπάνι), Εράτυρα (Σέλιτσα)]. Εστίες οικονομικής προόδου και πολιτισμού υπήρξαν και τα άλλοτε ανθούντα κέντρα τον σημερινού αλύτρωτου Ελληνισμού : το «περήφανο» Μοναστήρι, η Κορυτσά, το Μελένικο και η ακμαία και πολυάνθρωπη Μοσχόπολη, κέντρο τέχνης και ελληνικής παιδείας στη Β . Ήπειρο.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Στους δύο πρώτους αιώνες της τουρκικής κατάκτησης (μέσα 15ου-μέσα 17ου), τους πιο δύσκολους και σκοτεινούς, η μεγαλύτερη οικοδομική δραστηριότητα παρατηρείται στα μοναστηριακά καθιδρύματα. Η περίοδος αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί χωρίς υπερβολή η πιο λαμπρή εποχή της μεταβυζαντινής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής για όλο τον ελλαδικό χώρο. Τότε κτίζονται τα πιο μεγάλα και σημαντικά μοναστήρια όπως: οι μονές Αντινίτσας, Δούσικον, Γαλατάκη, Δολιανών ή Κρανιάς, Φλαμουρίον και Μυρτιάς. Η ανάπτυξή της στο μακεδονικό χώρο, στενά συνδεδεμένη με την ακτινοβολία των δύο μοναστικών πολιτειών, του 'Αθω και των Μετεώρων, είχε ως αποτέλεσμα να κτιστούν μερικά από τα ωραιότερα καθολικά.

Άγιος Γεώργιος Ασπροβάλτας.

'Ηδη από τα μέσα τον 16ον αι. σημειώνεται κυρίως στο 'Αγιον 'Ορος και στα Μετέωρα μια νέα άνθηση τεχνών, η οποία οφείλεται όχι μόνο στις δωρεές των Ελλήνων ιεραρχών και των ηγεμόνων των παραδουνάβιων περιοχών, αλλά και στα προνόμια που ο Τούρκος κατακτητής είχε παραχωρήσει στα μοναστήρια αυτά. Την εποχή αυτή είναι που μετακαλούνται και οι διάσημοι Κρήτες τεχνίτες, οι οποίοι, ιστορώντας τα μεγάλα καθολικά και άλλα μοναστηριακά κτίσματα, συνετέλεσαν στη νέα άνθηση της αγιογραφίας και στη δημιουργία μιας νέας σχολής, της λεγόμενης κρητοαθωνικής.
Μονή Αγίου Γεωργίου στο Επαταχώρι (1625).

Εκτός από τα δύο παραπάνω γνωστά κέντρα του μοναχισμού, εξίσου ενδιαφέρουσα εμφανίζεται η άνθηση της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής και στη Μακεδονία, με την ίδρυση νέων μονών και την ανακαίνιση παλιών βυζαντινών. Οι δύο ιστορικές μονές, τον Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας στη Δράμα, υπήρξαν χαρακτηριστικά δείγματα βυζαντινών συγκροτημάτων που συνέχισαν τη θρησκευτική και κοινωνική τους παρουσία στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας. Η μονή του Τιμίου Προδρόμου, στενά συνδεδεμένη με την προσωπικότητα του πρώτου πατριάρχη μετά την Άλωση, του Γεννάδιου Σχολάριου, ο οποίος και πέθανε εκεί το 1472, αποτελεί το πιο λαμπρό μνημειακό συγκρότημα της περιοχής με το πλήθος των κτισμάτων που είχαν διασωθεί, ενώ η πολύπαθη μονή της Εικοσιφοίνισσας, της οποίας το σημερινό καθολικό είναι κτίσμα τον 1848, μόνο ελάχιστα λείψανα διασώζει από το βυζαντινό της παρελθόν. Εκτός, βέβαια από τις βυζαντινές μονές που είτε ανασυστάθηκαν είτε παράκμασαν, η ίδρυση νέων μονών παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της ιστορικής αυτής περιόδου.
Άγιος Αθανάσιος στην Εράτυρα.

Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση τον μοναχισμού και στην άνθηση της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής διαδραμάτισαν επίσης και οι τρεις νέες φυσιογνωμίες τον μοναστικού βίου που εμφανίστηκαν στις αρχές τον 16ου αι. στην περιοχή. Πρόκειται για τον 'Οσιο Διονύσιο το Νέο (1490-1541) που ανακαίνισε τη μονή Προδρόμου στη Βέροια (1524/34) και ίδρυσε τις μονές Σουρβιάς στο Πήλιο (1540) και Αγίας Τριάδας στον 'Ολυμπο (1542/43), που αργότερα μετονομάστηκε σε μονή Αγίου Διονυσίου. Τον Όσιο Νικάνορα (1491-1549), με δράση έντονη στη Δυτική Μακεδονία, που ίδρυσε τη μονή της Μεταμορφώσεως (1534) επάνω στον Κονιβό, το Καλλίστρατον όρος της βιογραφίας του, τη γνωστή σε μας ως μονή της Ζάβορδας. Και τον Όσιο Θεωνά (1495-1541) που επανίδρυσε τη μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας (1522) στη Χαλκιδική και ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ανακαίνισε στην ίδια πόλη τη μονή του «κυρ Ιωήλ» (1540), τη γνωστή σε μας ως εκκλησία της Υπαπαντής. Στα συγκροτήματα αυτά μπορεί κανείς και σήμερα ακόμη να διακρίνει τις αρετές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής.

Άγιος Αθανάσιος στην Εράτυρα. Εσωτερική άποψη του καθολικού. (Φωτ. Αιμ. Στεφανίδου-Φωτιάδου)

Την πνευματική και καλλιτεχνική επίδραση τον Αγίου 'Ορους στο χώρο της Μακεδονίας, μαρτυρεί εκτός από τη δράση των παραπάνω οσίων πατέρων και ένας ακόμη μεγάλος αριθμός μοναχών (π.χ. Όσιος Αντώνιος ο Νέος, 15ος αι., ο Δοχειαρίτης Θεοφάνης εξ Ιωαννίνων, 16ος-17ος αι., και άλλοι πολλοί). Με το έργο τους οι θρησκευτικοί αυτοί άνδρες συνετέλεσαν στη διατήρηση τον Ελληνισμού μέσα στο χώρο της Μακεδονίας, προσπάθεια που ενισχύθηκε και από τους νεομάρτυρες της εποχής.
Άγιος Αθανάσιος στην Εράτυρα. Εσωτερική άποψη του Β. χορού. (Φωτ. Αιμ. Στεφανίδου-Φωτιάδου)

Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική της Μακεδονίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δε διαφέρει σε σχεδιασμό και λειτουργία από εκείνη της βυζαντινής εποχής. Τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα της (μονή Τιμίου Προδρόμου, Αγίας Αναστασίας κ.ά.) αλλά και τα μικρά, φαίνεται ότι ακολουθούσαν σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του Αγίου 'Ορους που διακρίνονταν για τον έντονο φρουριακό χαρακτήρα. Το ερειπωμένο σήμερα μικρό μετόχι της Αγίας Αναστασίας στα Κριτζιανά (1530) κοντά στην Επανομή, κτισμένο σα μικρό οχυρό αποτελεί ένα καλό δείγμα. Ο αυστηρός οχυρωματικός τόνος αρχίζει να υποχωρεί σταδιακά από το 18ο αιώνα και μετά. Εξαίρεση αποτελούσαν οι μονές των αστικών κέντρων, για τις οποίες άλλωστε δε συνέτρεχαν και οι ίδιοι λόγοι ασφάλειας.

Άγιος Αθανάσιος στην Εράτυρα. Εσωτερική άποψη του νάρθηκα. (Φωτ. Αιμ. Στεφανίδου-Φωτιάδου)

Ο αρχιτεκτονικός τύπος που συνήθως κυριαρχεί είναι ο λεγόμενος αθωνικός ή αγιορείτικος, σταυροειδής εγγεγραμμένος, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τον τις πλευρικές κόγχες ή πλάγιους χορούς, μέρος προορισμένο για τους χορούς των ψαλτών και το μεγάλο νάρθηκα, τη λεγόμενη λιτή. Στα πρότυπα του αγιορείτικου τύπου, τον οποίον η εμφάνιση στο 'Αγιο 'Ορος μαρτυρείται από το 10ο αι., έχουν κτιστεί τα σπουδαιότερα καθολικά όπως: οι σταυροπηγιακές μονές της Ζάβορδας (1534), της μονής Διονυσίου στον 'Ολυμπο (1542), της Θοτόκου Σπηλαίου Γρεβενών (1633)17, της Αγίας Αναστασίας Χαλκιδικής (1522), καθώς και δείγματα καθολικών μικρότερου μεγέθους και σημασίας, όπως ο 'Αγιος Γεώργιος Ασπροβάλτας (β' μισό 16ου αι.) και ο 'Αγιος Γεώργιος στο Επταχώρι Γράμμου (1625). Στον τύπο αυτό θα συνεχίσουν να κτίζονται καθολικά και στα όψιμα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπως οι γνωστές μονές της Αγίας Τριάδας στο Ζουπάνι (1800), και τον Αγίου Νικολάου στο Περιβόλι Γρεβενών (1803) που θα δούμε παρακάτω.

Άγιος Αθανάσιος στην Εράτυρα (1797). Κάτοψη. (Φωτ. Αιμ. Στεφανίδου-Φωτιάδου)

Κατά κανόνα ο κεντρικός χώρος στον αγιορείτικο τύπο του απλού ή σύνθετου τετρακιόνιου ναού καλύπτεται με ψηλό τύμπανο τρούλο, χωρίς να λείπουν και άλλες πρωτότυπες λύσεις, όπως στο καθολικό τον Αγίου Γεωργίου Ασπροβάλτας, όπου ο κεντρικός χώρος καλύπτεται με εξαιρετικής κατασκευής μεγάλο σταυροθόλιο. Στα παραπάνω συγκροτήματα μπορεί κανείς να θαυμάσει μερικές από τις αρετές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής: επιμελημένες τοιχοποιίες, ισορροπημένη κλιμάκωση όγκων, γραφικότητα στη σύνθεση και αναζήτηση πολυχρωμίας. Εξωτερικά οι όψεις ζωογονούνται με οδοντωτές ταινίες, τυφλά αψιδώματα που περιορίζονται κυρίως στις κόγχες τον ναού, στους πλευρικούς χορούς και στη διαμόρφωση των τρούλων. Στα ίδια μέρη τον ναού παρατηρείται εναλλασσόμενη χρήση ζωνών από λαξευτούς δόμους, με δύο ή περισσότερες σειρές πλίνθων. Στη μονή της Θεοτόκου Σπηλαίου Γρεβενών (1633) μπορεί να βρει κανείς συγκεντρωμένα όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Άγιος Αθανάσιος στην Εράτυρα. Λεπτομέρεια του ξυλόγλυπτου διακόσμου. (Φωτ. Αιμ. Στεφανίδου-Φωτιάδου)

Ωστόσο τους πλάγιους χορούς το βασικότερο γνώρισμα του αθωνικού τύπου τους συναντούμε και με άλλους τύπους ναών, γνωστούς επίσης από τη βυζαντινή παράδοση και όχι μόνο σε καθολικά μοναστηριών. 'Ετσι έχουμε πλάγιους χορούς σε μονόχωρους τρουλαίους, σε σταυρεπίστεγους, σε μονόχωρες θολωτές ή ξυλόστεγες βασιλικές (Καθολικό Αγίου Νικάνορα στην Εράτυρα 1835;) και σε τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές (Καθολικό Αγίου Αθανασίου Εράτυρας 1797, ενοριακός ναός Σταγείρων 1814). Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ναός στα Στάγειρα, του παλιού βυζαντινού χωριού Σιδηροκαύσια, κτίσμα μοναδικό στο είδος του για τη Χαλκιδική, με χορούς στις μακριές πλευρές του. Επιπλέον, ο πλούσιος κεραμεικός του διάκοσμος και η ιδιότυπη διαμόρφωση της ανατολικής κόγχης, με βάση πρότυπα φρουριακής αρχιτεκτονικής, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την επίδραση του 'Ορους στο μνημείο αυτό. Ο ρόλος όμως των χορών στις νέες εφαρμογές φαίνεται να χάνει το λειτουργικό και δομικό του χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση τον Αγίου Αθανασίου στην Εράτυρα, και να αποτελεί έκφραση συμβολικού περιεχομένου.

Από το 17ο αιώνα ο αθωνικός τύπος, εκτός από το 'Αγιο 'Ορος, όπου παραμένει κύριος εκφραστής της επίσημης αρχιτεκτονικής σ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αρχίζει να γνωρίζει μια σειρά παραλλαγών σε κλίμακα και όγκο. Οι παραλλαγές αυτές εμφανίζονται κυρίως στον τρόπο κάλυψης και έχουν θεωρηθεί ως κατασκευαστικές αδυναμίες της εποχής. Οι μέχρι τώρα γνωστές μορφές θολοδομίας, εμφανείς πάνω από τη στέγη των ναών, καλύπτονται κάτω από ενιαία δίρριχτη στέγη με μόνο στοιχείο διαφοροποίησης τις μικρές αποτμήσεις στις στενές πλευρές. Συνήθως προεξέχει μόνο ο κεντρικός ψηλοτύμπανος τρούλος, και σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου περισσότεροι του ενός τρούλοι προβάλλουν από τον κύριο όγκο τον ναού, όπως το καθολικό τον Αγίου Γεωργίου στο Επταχώρι (1625), ή τον 'Αγιο Νικόλαο στο Περιβόλι (1803), όπου ένας δεύτερος τρούλος υψώνεται πάνω από τους νάρθηκες των καθολικών. 'Αλλες αλλαγές, που παρατηρούνται στα καθολικά των μοναστηριών με την πάροδο των ετών, έχουν σχέση με την ελάττωση των διαστάσεών τους, την αφαίρεση παρεκκλησίων ή τυπικαριών, την εντέλεια των υλικών δομής, τη σμίκρυνση των τρούλων και την υποχώρηση της επιβλητικότητας και μεγαλοπρέπειας σε σύγκριση με προηγούμενα παραδείγματα.

Στα καθολικά αγιορείτικου τύπου η κάλυψη των γωνιακών διαμερισμάτων, παρεκκλησίων και τυπικαριών με τυφλές σφαιρικές αψίδες ή άλλες μορφές θολοδομίας έχει θεωρηθεί ως επίδραση προτύπων της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Αλλωστε είναι γνωστό ότι οι ίδιοι τεχνίτες έκτιζαν τα δημόσια οθωμανικά κτίρια, τις χριστιανικές εκκλησίες, τα τζαμιά και τα αρχοντικά. Η χρήση της φαλτσογωνιάς με τους ψευδοσταλακτίτες, όπως και άλλα θέματα της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής φανερώνούν την εξοικείωση των τεχνιτών με τα τούρκικα κτίσματα. Επίσης και άλλες διακοσμητικές λεπτομέρειες που έχουν υιοθετηθεί από τα αρχοντικά και τη ναοδομία όπως: καφασωτά σε γυναικωνίτες, σταλακτίτες ή πινάκια σε εξωτερικές όψεις, έγχρωμοι γύψινοι φεγγίτες, οξυκόρυφα τόξα απλής ή διπλής καμπυλότητας και μεγάλα γείσα, θα πρέπει να θεωρηθούν ως στοιχεία ή μορφές μίμησης από την τέχνη των τζαμιών.

Ωστόσο οι επιδράσεις της αρχιτεκτονικής του κατακτητή σε θέματα τυπολογίας τρόπων δομής, καθώς και διακοσμητικών θεμάτων, παραπέμπουν κατά τον καθ. Χ. Μπούρα, μέσα από την άνθηση της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, στα μεγάλα βυζαντινά πρότυπα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μοναστηριακά αυτά συγκροτήματα, εκτός από τα καθολικά την κεντρική εκκλησία του μοναστηριού έχουν διασωθεί και πλήθος άλλων κτισμάτων, μοναδικής τέχνης και αισθητικής αξίας όπως: οχυρωματικοί περίβολοι, πύργοι, τράπεζες, κελιά, παρεκκλήσια, κωδωνοστάσια, αρχονταρίκια, κρήνες, φιάλες και ξενώνες. Το ιδιαίτερο όμως χρώμα στα νεώτερα αυτά μοναστικά σύνολα το δίνουν, χωρίς αμφιβολία, οι κόρδες των κελιών με τους επάλληλους ορόφους, τα ξύλινα μπαλκόνια, τα χαγιάτια και τα σαχνισιά. Βασικό λειτουργικό συμπλήρωμα της μονής προσδίδουν, έτσι καθώς υψώνονται για να αποτελέσουν τον εξωτερικό περίβολό της, γραφικότητα και ομορφιά, δυναμισμό και μεγαλοπρέπεια στο χώρο.

Παράλληλα με τα μεγάλα μοναστηριακά έργα που έχουν εντοπισθεί στο μακεδονικό χώρο, οι χριστιανοί σε επίπεδο τοπικό συνεχίζουν να χτίζουν ταπεινές εκκλησίες για τον αγροτικό πληθυσμό. Οι μικροί και ακόσμητοι αυτοί ναοί πολλές φορές δεν ξεχώριζαν από τις γύρω κατοικίες ή τα άλλα βοηθητικά κτίσματα· μάλιστα η εξομοίωση αυτή έχει θεωρηθεί σκόπιμη πολλές φορές. 'Αλλωστε, πολλά από τα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιοτυπία των εκκλησιών της Τουρκοκρατίας οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες. Το ίδιο απέριττα και λιτά εμφανίζονται και τα καθολικά των πεδινών περιοχών, καθώς και των αστικών κέντρων.

Ο μονόχωρος ξυλόστεγος ναός με τις μικρές αναλογίες είναι σχεδόν ο αποκλειστικός κανόνας για τα μέχρι τώρα γνωστά καθολικά των αγροτικών περιοχών, (Παναγία Πορφύρα πάνω στο νησί του Αγίου Αχιλλείου της Πρέσπας 1522, Παναγία Καλάνδρας Χαλκιδικής 1619-25. Αντίθετα, σπάνια είναι τα παραδείγματα μονόχωρων θολοσκεπών καθολικών, τύποι που για άλλες περιοχές αποτελούν τη συνήθη λύση (Αττική, Σποράδες). Δυστυχώς οι γνώσεις μας για τα μοναστήρια στα αστικά κέντρα όπως και για την κοσμική αρχιτεκτονική είναι ανεπαρκείς, παρόλο που σε πόλεις με συνεχή βυζαντινή παράδοση, όπως η Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Βέροια και Σέρρες μαρτυρείται ύπαρξη μονών.

Οι διαφοροποιήσεις, που παρατηρούνται ανάμεσα στα φιλόδοξα μοναστηριακά προγράμματα των ορεινών περιοχών και στα ταπεινά εκκλησιαστικά κτίσματα των πεδινών ή και των αστικών κέντρων, οδηγούν στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών διαβίωσης, των δυνατοτήτων δράσης και έκφρασης του υπόδουλου Ελληνισμού.

Από τη μελέτη των μέχρι τώρα παραδειγμάτων της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής γίνεται φανερό ότι οι ορεινές περιοχές είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία στους δύσκολους αιώνες της σκλαβιάς και ότι εκεί είχε μετατεθεί το κέντρο βάρους της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής τον τόπου. Η άνθηση αυτή οφειλόταν στην αύξηση τον πληθυσμού, μια και οι ορεινές περιοχές χρησίμευαν ως καταφύγιο στους κατοίκους των πεδιάδων ή στους κατατρεγμένους χριστιανούς, όπως και στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της βιοτεχνίας τους. 'Ετσι, οι περιοχές Βερμίου, Ολύμπου, Όσσας, Πίνδου γεμίζουν μοναστήρια με στενές μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και με το Πατριαρχείο και τον 'Αθω, την κοιτίδα της ορθόδοξης πίστης.

Η δυνατότητα του Πατριαρχείου επίσης να παραχωρεί προνόμια και ατέλειες στις μοναστικές κοινότητες, και κυρίως στις γνωστές ως σταυροπήγια, είχε ως αποτέλεσμα την απολαβή μιας αυτονομίας και την ανάπτυξη μιας τέχνης μέσα από την οποία εκφράστηκε και η επίσημη εκκλησία. Η αυτονομία αυτή ήταν πιο εφικτή για τα μοναστήρια τα κτισμένα σε δύσβατες και απρόσιτες περιοχές, μακριά από κεντρικούς δρόμους και αστικά κέντρα, όπου ο έλεγχος αντίθετα ήταν ιδιαίτερα αυστηρός. Αν και τα θέματα των προνομίων σε επίπεδο τοπικό δεν είναι ακόμη πολύ σαφή, ωστόσο είναι γνωστό ότι ορισμένοι ορεινοί οικισμοί και κεφαλοχώρια (χωριά Πίνδου, Πηλίου, Δυτικής Μακεδονίας) χάρη στα ιδιαίτερα προνόμια που έτυχε να αποκτήσουν παρουσίασαν μεγάλη ανάπτυξη στο εμπόριο και στη βιοτεχνία. Αποτελέσματα της άνθησης αυτής, η δημιουργία μιας προνομιούχας τάξης, που είχε τη δυνατότητα σε ορισμένες επαρχίες και απομακρυσμένες περιοχές να διαθέτει χρήματα για την τοιχογράφηση και κατασκευή μικρών και ταπεινών ναών στην αρχή, ευρύχωρων και μεγαλόπρεπων κτισμάτων από το τέλος του 17ου αι. και εξής.

Η οικοδομική δραστηριότητα που εμφανίζεται στο μακεδονικό χώρο από το 18ο αι., συμπίπτει με μια γενικότερη οικονομική και πνευματική άνθηση του Ελληνισμού, αποτέλεσμα γεγονότων διεθνούς σημασίας, όπως οι συνθήκες Κάρλοβιτς (1699), Πασάροβιτς (1718) και Κιοντσούκ Καϊναρτζή (1774), που όπως είναι γνωστό είχαν επίδραση στην καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των υπηκόων χριστιανών.

Οι ευνοϊκές διατάξεις για το εμπόριο και τις συναλλαγές, που οι δύο πρώτες συνθήκες περιείχαν, είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική άνοδο, η οποία αντανακλάται με ενάργεια, τόσο στην κατασκευή των ενοριακών εκκλησιών, όσο και σε εκείνη των περίφημων μακεδονίτικων αρχοντικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σιάτιστα, όπου μεταξύ των ετών 1610 και 1792 κτίστηκαν πάνω από 15 εκκλησίες, χωρίς να υπολογίσει κανείς το μεγάλο αριθμό των λαμπρών της αρχοντικών. Από τις εκκλησίες αυτές ξεχωρίζουν η Αγία Παρασκευή με τις ωραιότατες τοιχογραφίες και το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο της και ο Προφήτης Ηλίας, γνωστός κυρίως από τις ενδιαφέρουσες απεικονίσεις των Ελλήνων φιλοσόφων στο εσωτερικό τον ναού.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η άνθηση της μεταβυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής από το 18ο αιώνα και εξής, συνδέεται με το μεγάλο αριθμό εκκλησιών που κτίζονται και την εξάπλωση της τρίκλιτης βασιλικής, φαινόμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον για όλη τη Νότια Βαλκανική Χερσόνησο.

Οι λόγοι που υπαγόρευσαν την επικράτηση του τύπου έχουν ερμηνευτεί από έγκυρους μελετητές ως προσπάθεια αναδρομής στις αυθεντικές ορθόδοξες «αρχαίες» πηγές και έχουν συσχετιστεί με τη δράση του πατριάρχη Καλλίνικου (1757-1762), ο οποίος με βάση σχετικό δικό του υπόδειγμα εφάρμοσε τον τύπο της βασιλικής σε μια σειρά ναών.

Η γενική όμως εφαρμογή του τύπου πρέπει να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα πολλών συγχρόνως παραγόντων. Μεταξύ αυτών θα μπορούσε κανείς να αναφέρει τους κατασκευαστικούς, κοινωνικούς, λειτουργικούς, ακόμη και τους συμβολικούς. Η δυνατότητα εύκολης και γρήγορης ανέγερσης των τρίκλιτων βασιλικών, οι δημογραφικές αλλαγές και η ανακαινιστική διάθεση των χριστιανών για ευρύχωρους και καλύτερους ναούς, γεγονός που μαρτυρείται άλλωστε και από πλήθος επιγραφών, θα πρέπει να έπαιξαν βασικό ρόλο στην υιοθέτηση του τύπου. Η κατασκευή τον πατριαρχικού ναού στην Κωνσταντινούπολη (1720) στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής κτίσμα ενός θρησκευτικού θεσμού με καθοδηγητικό ρόλο για ζητήματα πνευματικής και πολιτικής ιδεολογίας του υπόδουλου Ελληνισμού θα πρέπει να συνετέλεσε επίσης στη διάδοση της βασιλικής.

Στη Μακεδονία, σχεδόν το σύνολο των εκκλησιών κατά την όψιμη Τουρκοκρατία είναι βασιλικές μονόκλιτες ή τρίκλιτες σκεπασμένες με στέγη. Η λύση της ενιαίας στέγασης συναντιέται κυρίως στη Μακεδονία, 'Ηπειρο και Θεσσαλία. Οι διαφοροποιήσεις στον τρόπο κάλυψης θα οδηγήσουν στη δημιουργία ποικίλων παραλλαγών με ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές λύσεις, που οφείλονται, εκτός από την επιθυμία των λαϊκών μαστόρων για πρωτοτυπία, σε παράγοντες που έχουν σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες του τόπου, τις κλιματολογικές συνθήκες και την υπάρχουσα παράδοση της περιοχής.

Στα χρόνια αυτά εξακολουθεί να επιβιώνει, όπως και στην προηγούμενη περίοδο, η μονόχωρη ξυλόστεγη βασιλική. Οι ναοί αυτοί ενοριακοί ή κοιμητηριακοί είναι μικρών διαστάσεων και εντοπίζονται σε φτωχές αγροτικές περιοχές (π.χ. ναοί Ν. Φλώρινας, Ν. Πέλλας). Συναντούμε ακόμη και μονόχωρες θολοσκεπείς βασιλικές ή και με τρούλο.

Οι τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές αποτελούν την κυριότερη δημιουργία στο χώρο της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής στα όψιμα αυτά χρόνια. Είναι κτίσματα μεγάλων διαστάσεων, τα οποία καλύπτονται από ενιαία δίρριχτη στέγη με μικρές αποτμήσεις στις στενές πλευρές. Συνεχίζοντας την πλούσια παράδοση των βασιλικών της βυζαντινής τέχνης πού στέκονταν στη θέση τους σ' όλο το μακεδονικό χώρο, τόσο σε αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, 'Εδεσσα, Καστοριά), όσο και στην ύπαιθρο Αιανή, Σέρβια και αλλού), οι μαστόροι της Τουρκοκρατίας έρχονται να δώσουν τις δικές του συνθέσεις με διαφορετικούς συνδυασμούς υλικών και τρόπων δομής. 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα και των μεταβυζαντινών βασιλικών, ο χωρισμός σε τρία άνισα μεταξύ τους κλίτη, με ψηλότερο και φαρδύτερο πάντοτε το μεσαίο κλίτος. Ο διαχωρισμός γινόταν με δύο σειρές κιόνων ή και πεσσών σε μερικές περιπτώσεις (Προφήτης Ηλίας Σιάτιστας 1701)33. Οι τοξοστοιχίες στηρίζονται σε ξύλινους κορμούς, επενδεδυμένους με μπαγδατί και επιχρισμένους, τεχνική που χρησιμοποιείται και για τη διαμόρφωση των τόξων, ακόμη και της θολωτής ψευδοροφής του κεντρικού κλίτους. Η οροφή των ναών, είτε εμφανής ξυλοκατασκευή είτε επίπεδη με ξυλόγλυπτο ταβάνι ή θολωτή ψευδοροφή με γύψινες διακοσμήσεις ή τοιχογραφίες, είναι αυτή που διαφοροποιεί τα μεταβυζαντινά κτίσματα από εκείνα των προηγούμενων εποχών. Γενικά η χρήση τον ξύλου, τόσο για τη δομή του ναού όσο και τη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου, αποτελεί το στίγμα της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής.

Ο νάρθηκας, απαραίτητο στοιχείο των βασιλικών, βρίσκεται κατά κανόνα στη δυτική πλευρά του ναού, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ελλείπει εντελώς, όπως στα μεταβυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Πολλές φορές ο νάρθηκας έχει τη χρήση γυναικωνίτη, οπότε παρουσιάζει μια μικρή υψομετρική διαφορά από τον κυρίως ναό και φράσσεται με καφασωτά, δείγματα των οποίων μπορεί κανείς να βρει ακόμη στη θέση τους ('Αγιος Γεώργιος Περιβολιού 1760, 'Αγιος Νικόλαος Εράτυρας 1737, 'Αγιος Θεόδωρος Ξροποτάμου 1815).

Ο γυναικωνίτης, ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο των όψιμων βασιλικών, διαμορφώνεται σε πλήρη όροφο, όταν το ύψος του ναού το επιτρέπει. Συνήθως καταλαμβάνει το δυτικό μέρος ή διεισδύει στα πλάγια κλίτη, σε σχήμα Π, στις κιονοστοιχίες των οποίων στηρίζεται ['Αγιος Αθανάσιος Κάστρου Θάσου (1804), 'Αγιος Αθανάσιος στο Λιβάδι (1819), 'Αγιος Δημήτριος Αετοχωρίου (1842)]. Η στήριξη του γυναικωνίτη σε ξύλινους προβόλους κατά μήκος των εξωτερικών τοίχων είναι λύση όχι τόσο συχνή, και κατάγεται από την αστική αρχιτεκτονική, όπου κατ' εξοχήν είχε εφαρμοστεί.

Στα μνημεία της εποχής αυτής ο γυναικωνίτης αποτελεί στοιχείο που γίνεται αντικείμενο καλλιτεχνικής έκφρασης, με την ποικιλία των λύσεων που γνωρίζει σε θέματα διαμορφώσεων της κάτοψης, των στηθαίων και των καφασωτών. Στο μέρος αυτό παρέμεναν οι γυναίκες για να αποφεύγουν, όπως συνήθως λέγεται, τα ανδρικά βλέμματα. Αλλά, όπως αφήνεται να εννοηθεί από το δημοτικό τραγούδι, το αριστερό κλίτος της εκκλησίας, προοριζόταν επίσης για αυτές.

Καινούργιο αρχιτεκτονικό στοιχείο των όψιμων μεταβυζαντινών βασιλικών αποτελεί η εμφάνιση και η γενικευμένη χρήση τον χαγιατιού, ουσιαστικό τυπολογικό και μορφολογικό στοιχείο και της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής. Το χαγιάτι, η ξύλινη ή πέτρινη κτιστή στοά που περιβάλλει το ναό από τις δύο πλευρές συνήθως (νότια και δυτική) και σπανιότερα από τη βόρεια, έρχεται να προσδώσει μια εντελώς νέα αίσθηση και γραφικότητα στα ταπεινά εν γένει κτίσματα της Τουρκοκρατίας. Στοιχείο χρηστικό και ταυτόχρονα πλαστικό δημιουργεί μια εντελώς αρμονική κλιμάκωση όγκων και δυνατότητα εξαιρετικής επικοινωνίας ανάμεσα σε κλειστούς και υπαίθριους χώρους ('Αγιος Αχίλλειος Πενταλόφου 1742, Αρχάγγελος Μιχαήλ Μαργαρίτας 1850). 

Οι ενιαίες ξύλινες στέγες των εκκλησιών, σκεπασμένες με σχιστόπλακες ή κεραμίδια, με αποτμήσεις ή χωρίς, παραμένουν το κυρίαρχο στοιχείο της εξωτερικής δομής ('Αγιος Νικόλαος Ελευθερούπολης 1759, 'Αγιος Δημήτριος Ξιφιανής 1857).

Το μεγαλύτερο βέβαια ενδιαφέρον των λαϊκών κατασκευαστών προσελκύουν οι κόγχες του ναού και μεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέρη (τρούλοι, χοροί, θυρώματα), όπως και στα βυζαντινά χρόνια. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η τάση αυτή γενικεύεται και η διακόσμηση των κογχών με τυφλά αψιδώματα, ημικυκλικά τόξα ή τόξα διπλής καμπυλότητας γίνεται ο κανόνας ('Αγιος Αθανάσιος Πενταλόφού 1816, Αγία Τριάδα Πενταλόφου 1800, Νέα Παναγία Θεσσαλονίκης 1727).

Άγιος Αχίλλειος Πενταλόφου Κοζάνης.

Οι συνήθεις τρόποι κατασκευής των ναών είναι η απλή αργολιθοδομή ή η χοντρολαξευμένη τοιχοποιία που καλύπτονται με επίχρισμα και οι επιμελημένες τοιχοποιίες από λαξευτούς πωρόλιθούς.

Στενά δεμένη με τους τρόπους και τα υλικά δομής των εκκλησιών είναι η τέχνη της λιθογλυπτικής, γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την τέχνη της εποχής, γιατί δίνει μια νέα δυνατότητα καλλιτεχνικής έκφρασης και ζωογόνησης των λιτών όψεων των ναών. Από τα μέσα τον 18ου αι. αρχίζει μια λαμπρή περίοδος της λιθογλυπτικής, η οποία στο τέλος του αιώνα αποκτά ξεχωριστές διαστάσεις για τη Δ. Μακεδονία και ιδιαίτερα την περιοχή του Πενταλόφου, το παλιό Ζουπάνι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα λιθανάγλυφα της μονής Αγίας Τριάδας Πενταλόφου (1800), έργο του λαϊκού καλλιτέχνη Μίλιου Ζουπανιοπολίτη, γνωστού κυρίως από το έργο του σε οικίες του Πηλίου. Οι λιθογλύφοι, γνωστοί και ως πελεκάνοι, ήταν ειδικευμένοι τεχνίτες οι οποίοι, ακολουθώντας τα ισνάφια των κτιστάδων, κεντούσαν κυριολεκτικά πάνω στην πέτρα επιγραφές, υπέρθυρα και άλλα ανάγλυφα, που ενσωματώνονταν στις εξωτερικές όψεις και κυρίως στις κόγχες τον ιερού. Τις πρωτόγονες μορφές των λιθανάγλυφων, με τον πηγαίο αυθορμητισμό και την αφέλεια, την αγάπη για τη λεπτομέρεια, και τη διακοσμητική διάθεση, τα λουλούδια με τα βάζα, τα πουλιά και άλλα θέματα, τα συναντούμε από το τέλος του 18ου αι., όλο και πιο συχνά, και σε μνημεία άλλων περιοχών. ('Αγιος Γεώργιος Χορτιάτη 1835, Αγία Μαρίνα Ρεντίνας, μέσα 19ου αι., 'Αγιος Δημήτριος Αθύτου 1858, 'Αγιος Αθανάσιος Παλιού Μυλότοπου 1800, 1842).

Ναός Αγίας Παρασκευής στη Σιάτιστα (1677).

Τα δάπεδα των εκκλησιών, στρωμένα με μικρές και μεγάλες ορθογώνιες πλάκες ή σχιστόπλακες, παραμένουν στο σύνολό τους λιτά. Βέβαια δε λείπουν και τα παραδείγματα με περίτεχνες συνθέσεις, όπως ομφάλια με δικέφαλούς αετούς, γεωμετρικά σχήματα κ. ά. (Προφήτης Ηλίας Σιάτιστας 1701) .

Παράλληλα με την τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που αποτελεί κυρίαρχη επιλογή για τους μεγάλους ενοριακούς ναούς των οικισμών, δείγματα της οποίας βρίσκονται διάσπαρτα σε όλο το μακεδονικό χώρο, εμφανίζεται και ο τύπος της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής σε ορεινά κυρίως χωριά της Δ. Μακεδονίας. Ο 'Αγιος Αχίλλειος Πενταλόφου (1742) και ο 'Αγιος Αθανάσιος (1816) στο ίδιο χωριό, που συνδυάζουν την ημικυλινδρική καμάρα με φουρνικά, προσφέρουν τα καλύτερα δείγματα του είδους. Στην ίδια περιοχή, κλασσικό δείγμα θολωτής βασιλικής με σταυροειδή διάταξη των θόλων, αποτελεί ο ναός της Αγίας Παρασκευής στη Σιάτιστα (1677) και η Κοίμηση της Θεοτόκου στη Σκοτίνα.

Αξίζει να θυμίσουμε επίσης ότι ο αγιορείτικος τύπος εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε καθολικά μοναστηριών. Αντιπροσωπευτικά δείγματα, όχι μόνο μοναστηριακής ναοδομίας αλλά και λιθογλυπτικής τέχνης, όπως είδαμε παραπάνω, αποτελούν οι μονές Αγίας Τριάδας Πενταλόφου (1800) και Παναγίας Μπουνάσιας (1816). Ωστόσο, καινοτομία των όψιμων χρόνων της Τουρκοκρατίας, θα πρέπει να θεωρηθεί η επιλογή και άλλων τύπων ναών για την κατασκευή καθολικών. Η τρίκλιτη βασιλική ξυλόστεγη ή θολωτή σε συνδυασμό με χαρακτηριστικά του αθωνικού τύπου (τρούλο, πλευρικούς χορούς), συναντιέται σε σημαντικά κτίσματα μονών. Ανάμεσα στα γνωστά παραδείγματα αναφέρουμε την ξυλόστεγη βασιλική της Παναγίας Κλεισούρας (1813), την ξυλόστεγη με πλευρικούς χορούς βασιλική του Αγίου Αθανασίου στην Εράτυρα (1797) που αναφέραμε παραπάνω, καθώς και τη θολωτή βασιλική με τρούλο της μονής Πέτρας στον 'Ολυμπο (1754).

Προφήτης Ηλίας Σιάτιστας (1701)

Σε αντίθεση με την εξωτερική εμφάνιση των μεταβυζαντινών εκκλησιών, με τις χαμηλές αναλογίες και τις λιτές όψεις, ερχόταν το εσωτερικό τους, με το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο διάκοσμο και το πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα. Από τα αντικείμενα ξυλογλυπτικής τέχνης, βασική λειτουργική συμπλήρωση κάθε μεταβυζαντινού ναού, έχει διασωθεί ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός τέμπλων, που αποτελούν δείγματα όχι απλώς καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας, αλλά και πολύ συνθετότερης δημιουργίας. Στην ίδια τεχνική με το τέμπλο είναι δουλεμένα και τα άλλα εκκλησιαστικά έπιπλα: άμβωνες, δεσποτικοί θρόνοι, αναλόγια και στασίδια πολλές φορές. Εκτός όμως από τα ολόγλυφα ξύλινα τέμπλα, συναντούμε και τα ζωγραφιστά αριστοτεχνικός συνδυασμός ξυλογλυπτικής και ζωγραφικής. Στις ζωγραφικές συνθέσεις κυριαρχούν απόψεις φανταστικών και πραγματικών πόλεων, τοπία, λίμνες, ποτάμια, άνθη και φρούτα, απεικονίσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκλαϊκευμένες εφαρμογές τον όψιμου μπαρόκ-ροκοκό της Κεντρικής Ευρώπης. Τα θέματα, κοινά σχεδόν σε όλα τα αρχοντικά, ακόμη και σε αρχονταρίκια, τράπεζες, ηγουμενεία, τούρκικα δημόσια κτίρια και τζαμιά, δείχνουν τη σχέση εκκλησιαστικής και αστικής τέχνης. Από τα μέσα του 19ου αι. γίνεται ευρύτερη χρήση της ζωγραφικής στα εκκλησιαστικά κτίσματα με την εισαγωγή θεμάτων της κοσμικής τέχνης στη διακόσμηση όψεων και γείσων των εκκλησιών (Ενοριακός ναός Συκιάς Χαλκιδικής 1819, 1861 και εξωνάρθηκας και καμπαναριό της μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών 1849). Αναπόσπαστα δεμένα με την εσωτερική ξυλόγλυπτη διακόσμηση ήταν και τα ταβάνια των εκκλησιών, στολισμένα με θέματα γνωστά και από τα αρχοντικά. Στο κέντρο της σύνθεσης, που αποτελούνταν από «μπακλαβωτά» σχέδια ή λεπτές πήχες σε γεωμετρικούς σχηματισμούς, πρόβαλε συνήθως ιδιαίτερα τονισμένο ένα ξυλόγλυπτο ομφάλιο. Συχνά στη θέση του ομφάλιου σχηματιζόταν κυκλικός ή πολυγωνικός ψενδότρουλος, στοιχείο μάλλον συμβολικό παρά κατασκευαστικό.

Η ζεστασιά του ξύλου, οι ταπεινές αναλογίες, ο περιορισμένος φωτισμός, η πνευματικότητα της ζωγραφικής και η εκφραστικότητα των φορητών εικόνων δημιουργούσαν στα εσωτερικά των ναών της Τουρκοκρατίας μια υποβλητική και κατανυκτική ατμόσφαιρα, μια αίσθηση ηρεμίας και συγκέντρωσης που είχαν τόση ανάγκη οι ραγιάδες Χριστιανοί.

Από τα μέσα του 19ου αι., η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική γνωρίζει μια ανανέωση, αποτέλεσμα της τάσης εκσυγχρονισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και της ευχέρειας δράσης που είχαν αποκτήσει οι διάφορες εθνικο-θρησκευτικές κοινότητες μετά το 1856 (έτος καθιέρωσης τον Χάτι Χονμαγιούν), σχετικά με την επισκευή ή την ανέγερση εκκλησιών, κοινοτικών κτιρίων, εκπαιδευτηρίων, νοσοκομείων κ.α.

Είναι γνωστό ότι στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς οι Χριστιανοί δεν είχαν δικαίωμα να κτίζούν νέους ναούς, ενώ η επισκευή των παλαιών απαιτούσε ειδική άδεια. Ωστόσο, με γενναιόδωρες προσφορές στο Σουλτάνο και στις επαρχιακές αρχές, οι πιστοί κατάφερναν να ξεπερνούν τα εμπόδια, και είναι συχνές οι αναφορές σε παραβάσεις τον νόμου που απαγόρευε την ίδρυση νέων εκκλησιών και την επισκευή παλαιών. Τα ορεινά χωριά και όσα βρίσκονταν έξω από τα κέντρα της οθωμανικής εξουσίας δρούσαν με μεγαλύτερη ελευθερία, ενώ παντού αλλού εξασφάλιζαν τις άδειες και τη σιωπή των τοπικών αρχών με δώρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περιοχές απομακρυσμένες από τα στρατιωτικά και πολιτικά κέντρα της τουρκικής διοίκησης παρατηρούνται, ήδη από το τέλος του 18ου αι., όπως είδαμε παραπάνω, αξιόλογα εκκλησιαστικά κτίσματα ('Αγιος Αθανάσιος Γρίβας Παιονίας 1801, Μεγάλη Παναγία Σαμαρίνας 1816, ενοριακός ναός της Γαλάτιστας 1813).

Σύμφωνα όμως με το Χάτι Χονμαγιούν της 18ης Φεβρουαρίου του 1856, που υποσχόταν θρησκευτική ελευθερία και προστασία των μη μουσουλμάνων υπηκόων, το σχέδιο των νέων εκκλησιών έφτανε να υποβληθεί μόνο στην Πύλη, η οποία και ήταν υποχρεωμένη να το εγκρίνει αμέσως με αυτοκρατορικό διάταγμα. Αρνητική απάντηση αναμενόταν σε περίπτωση διοικητικών κωλυμάτων.

Ετσι, από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι την απελευθέρωση αναπτύσσεται μία εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην οποία από άποψη τυπολογίας κυριαρχεί επίσης η τρίκλιτη βασιλική, σε διάφορες παραλλαγές, εμπλουτισμένη με στοιχεία από την αστική αρχιτεκτονική αλλά και τα σύγχρονα αρχιτεκτονικά ρεύματα.

Άγιος Αθανάσιος Πενταλόφου.

Στα μνημεία της ύστερης αυτής φάσης, το νέο μορφολογικό στοιχείο αποτελεί η εξωτερική κτιστή στοά που έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα και όγκο, εξελίσσεται σε δομικό στοιχείο του ναού. Η κτιστή στοά, είτε καταλαμβάνει μόνο τη δυτική όψη (Θεοτόκος Νάουσας 1833, 'Αγιος Γεώργιος στο Οχυρό 1880), είτε περιτρέχει σε σχήμα Π τις τρεις πλευρές, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το γυναικωνίτη, που του επιτρέπει μεγαλύτερες διαστάσεις και αισθητή ανάταση. Αποτέλεσμα της σύνθεσης αυτής είναι τα ευρύχωρα εσωτερικά των ναών, που σε συνδυασμό με τα πολλά και μεγάλα παράθυρα δημιουργούν στο εσωτερικό μια άλλη αίσθηση μεγαλοπρέπειας και αρχοντιάς. Άριστα δείγματα της ανανεωτικής αυτής τάσης αποτελούν ναοί αστικών και ημιαστικών κέντρων του μακεδονικού χώρου, όπως ο 'Αγιος Μηνάς Θεσσαλονίκης (1852), η Κοίμηση της Θεοτόκου Γιαννιτσών (1867), ο 'Αγιος Γεώργιος Γουμένισσας (1863) κ.ά., μνημεία χρονολογημένα στα 1860-1870, τη «χρυσή δεκαετία» της οικονομικής ανάπτυξης του μακεδονικού χώρου.
Άγιος Μηνάς. Γενική άποψη του εσωτερικού του ναού.

Η γένεση του νέου τύπου της βασιλικής με περιστύλιο, οργανικά δεμένο με τον πυρήνα του ναού, μπορεί να οφείλεται σε λόγους καθαρά κατασκευαστικούς, δηλαδή στην επιδίωξη μεγαλύτερης σταθερότητας έδρασης, ή σε δημογραφικά αίτια (αύξηση πληθυσμού των αστικών κέντρων).

Κοίμηση Θεοτόκου Γιαννιτσών.

Αλλά και στο εσωτερικό των ναών δημιουργείται νέο ύφος σε σχέση με παραδείγματα προηγούμενων περιόδων. Οι αλλαγές εντοπίζονται στο χώρο της ζωγραφικής, όπου παρατηρείται κατάργηση των τοιχογραφημένων συνόλων. Τη θέση τους παίρνουν μεμονωμένες παραστάσεις, κυρίως μεγάλες εικόνες ή ελαιογραφίες, μορφές ευαγγελιστών μέσα σε γύψινα πλαίσια, ή γύψινες διακοσμήσεις στις ψευδοκαμάρες, για να περιοριστούμε στις πιο ενδεικτικές αλλαγές, οι οποίες δηλώνουν τη σταθερή απομάκρυνση από την παράδοση.

Αγία Μαρίνα Ρεντίνας.

Από την τελευταία αυτή φάση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στη Μακεδονία θεωρείται σκόπιμο να αναφερθούν και άλλοι τύποι ναών που επιβιώνουν όπως: σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ('Αγιος να Γεώργιος στον Κριθαρά, β' μισό 19ου αι. ), βασιλικές με τρούλο ('Αγιος Δημήτριος στην 'Αθυτο 1859, 'Αγιος Δημήτριος στο Νευροκόπι 1866), και το θαυμάσιο παράδειγμα της Αγίας Μαρίνας στη Ρεντίνα (μέσα του 19ου αι.), του οποίου ο κεντρικός χώρος σκεπάζεται με τρούλο αριστοτεχνικά καλυμμένο με σχιστόπλακες. Πρόκειται για κτίσμα που αποτελεί ένα από τα τελευταία δείγματα αρχιτεκτονικής σύνθεσης με βάση αγιορείτικα και ηπειρωτικά πρότυπα. 

Εκτός από την εξωτερική κτιστή στοά, τις μεγαλύτερες διαστάσεις των ναών, τα πολλά και μεγάλα παράθυρα, τις επιμελημένες τοιχοποιίες, ένα άλλο καινούργιο αρχιτεκτονικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι η εμφάνιση των καμπαναριών, η χρήση των οποίων ήταν απαγορευμένη έως τότε. Με τη μορφή τετραγωνικού ή οκταγωνικού πύργου, τις επιμελημένες τοιχοποιίες και τις ωραίες αναλογίες, υπερέχουν πολλές φορές σε τέχνη από τα κυρίως εκκλησιαστικά κτίσματα. Σε αντίθεση με τον ήρεμο οριζόντιο όγκο της εκκλησίας, τα καμπαναριά υψώνονταν δυναμικά με τη μορφή διάτρητου πολυόροφου κτίσματος, συμβόλου κάθε πόλης και χωριού.

Αρναία. Κωδωνοστάσιο ενοριακού ναού και Δημοτικού Σχολείου.

Τα κωδωνοστάσια, είτε ελεύθερα στο χώρο (Κωδωνοστάσιο Παναγίας Γοργοεπηκόου Θεσσαλονίκης 1867, εξαγωνικό κωδωνοστάσιο Αγίας Παρασκευής Σιάτιστας 1862), είτε σε άμεση γειτνίαση με τα σχολικά κτίρια, όπως συνήθως συνέβαινε (κωδωνοστάσιο Αρναίας 1872), είτε ενσωματωμένα στο ογκομετρικό περίγραμμα του ναού ('Αγιος Γεώργιος Γουμένισσας 1863, 'Αγιος Δημήτριος Αθύτου 1859), ή αξονικά τοποθετημένα στην είσοδο (ναός Ταξιάρχη στο Ακρινό 1884), αποτελούν δείγματα προόδου και σχετικής ελευθερίας τον διαρκώς ανερχόμενου Ελληνισμού.
Αγία Παρασκευή Σιάτιστας. Καμπαναριό (1862). Νοτιοδυτική όψη.

Οι εκκλησίες σύμφωνα με ένα μεγάλο αριθμό επιγραφών που έχει διασωθεί πάνω στα ίδια τα μνημεία, χτιζόταν με έξοδα των ενοριτών, ή με δωρεές. Οι επιγραφές, είτε γραπτές, είτε δοσμένες με κεραμικό διάκοσμο, επιβίωση βυζαντινής παράδοσης, είτε σκαλισμένες σε λαξευτούς πωρόλιθούς, δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τους κτήτορες, τους τεχνίτες, τη διάρκεια κατασκευής των ναών, τις πρωτοβουλίες των ενοριτών και του κλήρου, ακόμη και για το επίπεδο της παιδείας των Ελλήνων στα χρόνια της σκλαβιάς.

Ναός Αγίου Νικολάου Αιανής Κοζάνης (Αρχείο Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ)

Από τη μελέτη των μέχρι τώρα γνωστών παραδειγμάτων μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής στη Μακεδονία, γίνεται φανερό ότι στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, πρωταρχικός παράγοντας διατήρησης της θρησκευτικής συνείδησης υπήρξε η εκκλησία, με πρωτοβουλία και συνδρομή της οποίας, καθώς και πλούσιων χορηγών, κτίσθηκαν οι μονές και οι ναοί της. Από το 18ο αι. ο ρόλος της Εκκλησίας στον τομέα της ναοδομίας μειώνεται συνεχώς, γεγονός που παρατηρείται και στο χώρο της παιδείας. Η φροντίδα για την ανέγερση, ανακαίνιση ή διακόσμηση των ναών περνά στα χέρια χορηγών, φορέων ή κοινοτήτων που έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν τα πράγματα μέσα στην ελληνική κοινωνία. Από το 19ο αι. και εξής, την επιστασία και δαπάνη τον έργου αναλαμβάνουν οι εκκλησιαστικές επιτροπές μαζί με τους ενορίτες. Φορείς της νέας αρχιτεκτονικής είναι τα περίφημα ισνάφια των μαστόρων, στις ομαδικές μετακινήσεις των οποίων οφείλεται και η μεγάλη διάδοση κοινών μορφολογικών και κατασκευαστικών στοιχείων.

Ναός Ταξιαρχών Αιανής Κοζάνης. (Αρχειο Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ)

Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στη Μακεδονία μετά την 'Αλωση παρέχει μια εικόνα πολυμέρειας. Χαρακτηρίζεται από γοητευτικές επιμέρους ενότητες, κατασκευαστικές επινοήσεις, ευρηματικές λύσεις στη χρήση και στα υλικά δομής, που συντελούν στο να διακρίνεται σε μια σειρά ημιανεξάρτητων τοπικών φαινομένων, με κύριο όμως στοιχείο την ενότητα του ύφους. Στο χώρο της Μακεδονίας συνυπάρχουν μνημεία πλούσια και σπουδαία με απέριττα και μικρά· όπως επίσης μνημεία που μαρτυρούν τις ξένες επιδράσεις μαζί με άλλα που φανερώνουν τις σχέσεις τους με την ανώνυμη ή την αστική αρχιτεκτονική. Κύριο γνώρισμά τους η εναρμόνιση με το φυσικό περιβάλλον και η σαφήνεια των αρχιτεκτονικών στοιχείων τους.

Μονή Εικοσιφοίνισσας. Τυφλός τρούλος από το ΒΑ παρεκκλήσι του Καθολικού (Αρχείο Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ)

Η αισθητική σημασία των μεταβυζαντινών εκκλησιών συλλειτουργεί με την έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητας και με το ενδιαφέρον τους από την άποψη της κοινωνικής ιστορίας, καθώς αποτέλεσαν τους πόλους γύρω από τους οποίους οργανώθηκε σε όλες τις μορφές του ο συλλογικός βίος του υπόδουλου Ελληνισμού.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΑΘΗΝΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
1995


from ανεμουριον https://ift.tt/2GJ7QgB
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη