Το έντυπο ελληνικό βιβλίο βιβλίο παραγόταν έως τη σύσταση του ελληνικού κράτους στα μεγάλα τυπογραφικά κέντρα της Ευρώπης, καθώς οι συνθήκες στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ήταν απαγορευτικές για τη σύσταση και τη λειτουργία τυπογραφείων. Κατά τον 15ο αιώνα οι περισσότερες ελληνικές εκδόσεις τυπώθηκαν στην Ιταλία. Οι Έλληνες λόγιοι, οι οποίοι βρίσκονταν πριν και κυρίως μετά την Άλωση στα μεγάλα ιταλικά πνευματικά κέντρα, ιδίως στη Βενετία, ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την έκδοση των ελληνικών έργων ως επιμελητές, μεταφραστές, εκδότες, τυπογράφοι, ακόμα και ως σχεδιαστές τυπογραφικών στοιχείων. Πέρα από τους βιοποριστικούς λόγους, οι λόγιοι αυτοί είχαν αντιληφθεί τις δυνατότητες
«ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΕΜΟΥ ΛΑΟΝΙΚΟΥ ΚΡΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΘΥΤΟΥ ΧΑΝΙΩΝ». ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΟΦΩΝΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ «ΒΑΤΡΑΧΟΜΥΟΜΑΧΙΑΣ» ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ Ο ΛΑΟΝΙΚΟΣ Ο ΚΡΗΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ.
της τυπογραφίας για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και για την πνευματική συνδρομή στον υπόδουλο Ελληνισμό και έτσι η ενασχόλησή τους με την τυπογραφία αποτελούσε για τους ίδιους μια δημιουργική ασχολία. Το 1486, δέκα περίπου χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου ελληνικού βιβλίου, ο Λαόνικος ο Kρης και ο Αλέξανδρος Χάνδακος τυπώνουν στη Βενετία δύο ελληνικές εκδόσεις, οι οποίες αποτελούν μία διαφορετική πρόταση στα ελληνικά τυπογραφικά δεδομένα της εποχής της αρχετυπίας. Οι δύο εκδόσεις είναι η Βατραχομυομαχία και το Ψαλτήριον. Η πρώτη φέρει στον κολοφώνα το όνομα του Λαόνικου και η δεύτερη του Αλέξανδρου. Στην Βατραχομυομαχία διαβάζουμε: «Σύνθεσις εμού λαονίκου κρητός και πρωτοθύτου χανίων», ενώ στο Ψαλτήριον ο κολοφώνας αναγράφει: «Σύνθεσις εμού αλεξάνδρου του από χάνδακος της κρήτης. υιός δε του σοφοτάτου και λογιωτάτου κυρού γεωργίου ιερέως του Αλεξάνδρου». Η Βατραχομυομαχία, που τότε την απέδιδαν στον Όμηρο, είχε πρωτοεκδοθεί το 1474 στην Brescia από τον Thomas Ferrandus σε ελληνο-λατινική έκδοση. Κατά τον 15ο αιώνα το έργο γνώρισε συνολικά έξι αυτοτελείς εκδόσεις. Το Ψαλτήριον, εκτός από λειτουργικό κείμενο, ήταν ένα από τα βιβλία τα οποία για αιώνες χρησιμοποιούσαν τα Ελληνόπουλα για να μάθουν γράμματα. Η πρώτη ελληνο-λατινική έκδοση είχε γίνει στο Μιλάνο το 1481. Οι δύο εκδόσεις αποδίδονται στο ίδιο τυπογραφείο, εξαιτίας της στενής ομοιότητας τους. Εχουν τυπωθεί με τα ίδια τυπογραφικά στοιχεία, έχουν παρεμφερείς κολοφώνες και χαρακτηρίζονται από την ίδια, εκτεταμένη χρήση της ερυθροτυπίας. Ο Λαόνικος και ο Αλέξανδρος είχαν στόχο την έκδοση βιβλίων για το ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η επιλογή των τίτλων δεν είναι τυχαία. Οι ελληνικές εκδόσεις που τυπώνονταν κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανάπτυξης και της διάδοσης της τυπογραφίας, ήταν κυρίως κλασικά κείμενα, γραμμάτιά και λεξικά, που απευθύνονταν στο ουμανιστικό -κυρίως ξένο- αναγνωστικό κοινό της εποχής. Η Αναγέννηση άλλωστε χαρακτηρίζεται από το ενδιαφέρον για τη μελέτη των κλασικών έργων και για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Οι λόγιοι, οι φοιτητές και οι ευγενείς αποτελούσαν λοιπόν το έτοιμο κοινό, στο οποίο στοχέυσαν οι πρώτοι τυπογράφοι. Η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού δεν αποτελούσε ακόμα αιτούμενο και η συστηματική παραγωγή βιβλίων για τους Έλληνες θα οργανωθεί από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα και έπειτα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η τυπογραφική δραστηριότητα των δύο Κρητικών το 1486 αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια για την έκδοση βιβλίων με προορισμό κυρίως τους Έλληνες. Ο σχεδιασμός, η χάραξη και η κοπή νέας γραμματοσειράς συνιστά ένδειξη ότι προφανώς ο Λαόνικος και ο Αλέξανδρος ήθελαν να προχωρήσουν στην έκδοση και άλλων λειτουργικών κειμένων. Δυστυχώς η τυπογραφική δραστηριότητά τους δεν είχε συνέχεια, μάλλον εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων. Ο Λαόνικος, Πρωτοπαπάς Χανιών, υπήρξε μαθητής του Αρσένιου Αποστόλη. Από ορισμένους ταυτίζεται με τον Νικόλαο Καβαδάτο, Κυδωνιάτη, Ουνίτη κληρικό. Για τον Αλέξανδρο, οι πληροφορίες δεν είναι σαφείς. Ήταν γιος του Γεωργίου Αλεξάνδρου, Ουνίτη ιερέα, Πρωτοπαπά του Χάνδακος και αργότερα τοποτηρητή της επισκοπής Αρκαδίου στην Κρήτη, ο οποίος ήταν διακεκριμένος καλλιγράφος και είχε εργαστεί και για τον Βησσαρίωνα. Πέθανε το 1486, τη χρονιά που ο γιος του εξέδωσε το Ψαλτήριον. Ο Αλέξανδρος βρισκόταν στη Ρώμη από το 1494 έως το 1497 και είχε καλές σχέσεις με τον Πάπα Αλέξανδρο τον ΣΤ'. Είχε ήδη εκλεγεί επίσκοπος του Αρκαδίου (2/2/1489) και τελικά έφυγε για την Κρήτη το 1498. Πέθανε πριν από τον Μάρτιο του 1501. Ωστόσο, σύμφωνα με νεότερες μελέτες, ο Αλέξανδρος και ο Γεώργιος είναι μάλλον το ίδιο πρόσωπο. Πάντως, τόσο ο Λαόνικος όσο και ο Αλέξανδρος ήταν αντιγραφείς χειρογράφων και πρέπει να είχαν εργαστεί στο βιβλιογραφικό εργαστήρι του Μιχαήλ Αποστόλη, σύμφωνα με τους στίχους του τελευταίου. Γνώριζαν συνεπώς καλά το χειρόγραφο και τη γνώση τους αυτήν προσπάθησαν να την αξιοποιήσουν στο έντυπο βιβλίο. Πριν από τον Ζαχαρία Καλλιέργη, μετέφεραν ορισμένα στοιχεία από το βυζαντινό χειρόγραφο στο έντυπο ελληνικό βιβλίο υπογραμμίζοντας τη συνέχεια ανάμεσα στις δύο μορφές βιβλίου. Η ομοιότητα των εκδόσεών τους με το βυζαντινό χειρόγραφο εντοπίζεται
ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΝ ΧΑΝΔΑΚΑ (ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ) ΟΠΩΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ ERHARD RENIVICK, ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΝ Β. BREYDENBACK, PEREGRINATIO IN TERRAM SANCTUM, IN CIVITATE MOGUNTINA, 1486.
στα τυπογραφικά στοιχεία και στην εκτεταμένη χρήση της εκτύπωσή με κόκκινη μελάνη. Η γραμματοσειρά των βιβλίων τους έχει σχεδιαστεί με πρότυπο τα παλαιότερα λειτουργικά χειρόγραφα. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι ότι αποτελείται από αναρίθμητα συμπλέγματα και βραχυγραφίες. Η στοιχειοθήκη του Λαόνικου και του Αλέξανδρου υπολογίζεται ότι είχε περίπου 1350 στοιχεία, γεγονός που οπωσδήποτε δυσχέραινε την εργασία του στοιχειοθέτη. Δύο, τρία, ακόμα και τέσσερα γράμματα αποτελούν ένα τυπογραφικό στοιχείο. Συλλαβές, ακόμα και λέξεις, συνθέτουν ένα σύμπλεγμα. Υπάρχουν, για παράδειγμα, τέσσερις διαφορετικοί τύποι του και, ισάριθμοι του και, καθώς και δύο του και. Σύμφωνα με τους μελετητές η δημιουργία της γραμματοσειράς αυτής δεν μπορεί να αποδοθεί σε χαράκτη και κατασκευαστή της Βενετίας. Ο Nicolas Barker διατυπώνει την άποψη ότι μάλλον οι τυπογραφικοί χαρακτήρες είχαν κοπεί στην Κρήτη με την ενδεχόμενη προοπτική να προμηθεύσουν την αγορά με γραμματοσειρά ειδικά σχεδιασμένη για τα λειτουργικά βιβλία. Πέρα όμως από αυτήν την πιθανότητα της διάθεσή σε μία ευρύτερη αγορά, το σίγουρο είναι ότι οι δύο Κρητικοί ήθελαν τα έντυπα βιβλία τους να έχουν τη μορφή των βυζαντινών χειρογράφων. Πάντως, τα αναρίθμητα συμπλέγματα δημιουργούν δυσκολίες στη στοιχειοθέτηση αλλά και στην ανάγνωση. Συχνά, τα κενά μεταξύ των λέξεων είναι ακανόνιστα, ενώ ενίοτε το τελευταίο γράμμα μιας λέξης είναι ενωμένο με το πρώτο της επόμενης. Στην ίδια λέξη επίσης είναι πολλές φορές ακανόνιστα τα διαστήματα ανάμεσα στις συλλαβές-συμπλέγματα. Συνεπώς το κείμενο απαιτεί εξαιρετική προσπάθεια για την ανάγνωσή του. Ιδιαίτερο γνώρισμα των δύο εκδόσεων του Λαόνικου και του Αλέξανδρου συνιστά επίσης η εκτεταμένη χρήση της ερυθροτυπίας. Οι αράδες του κειμένου είναι εναλλάξ τυπωμένες με μαύρη και με κόκκινη μελάνη. Καθώς άλλου είδους κοσμήματα (επίτιτλα δηλαδή και πρωτογράμματα) απουσιάζουν από τις δύο εκδόσεις τους, η εναλλαγή του χρώματος της μελάνη αποτελούσε το μοναδικό διακοσμητικό στοιχείο και είχε οπωσδήποτε αισθητική αξία. Πρόκειται μάλιστα για χρονοβόρο και κοπιώδες εγχείρημα, καθώς η εκτύπωση με κόκκινο απαιτούσε δύο τραβήγματα στο πιεστήριο της εποχής. Οι δύο Κρητικοί έδωσαν λοιπόν ιδιαίτερη σημασία στη διαμόρφωση της τυπωμένης σελίδας και στην αισθητική αξία της. Στόχος τους δεν ήταν απλώς να εκδώσουν το κείμενο αλλά να το τυπώσουν με ορισμένο τρόπο, ώστε το έντυπο να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με το βυζαντινό χειρόγραφο.
ΣΕΛΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗ «ΒΑΤΡΑΧΟΜΥΟΜΑΧΙΑ» ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ Ο ΛΑΟΝΙΚΟΣ ΚΡΗΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ, ΤΟ 1486. Η ΕΚΤΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΟΤΥΠΙΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΙΟΤΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΠΩΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΝΤΥΠΟΥ.
Η εκτεταμένη χρήση της ερυθροτυπίας εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθειά τους να τυπώσουν βιβλία, που να αποτελούν συνέχεια των κωδίκων. Οι δύο εκδόσεις τους, παρά τα όποια προβλήματα στην εκτύπωση και στην αναγνωσιμότητα, αποτελούν μια ουσιαστική και ώριμη πρόταση για το περιεχόμενο και τη μορφή του εντύπου ελληνικού βιβλίου. Σε μία εποχή μετάβασης και πειραματισμών, το ελληνικής γλώσσας έντυπο μοιάζει ακόμα με το ιταλικό-λατινικό, του οποίου τις εξελίξει ακολουθεί. Ο Λαόνικος και ο Αλέξανδρος υλοποίησαν την αντίληψή τους για το έντυπο ελληνικό βιβλίο, προσπαθώντας να το διαφοροποιήσουν από το λατινικό-ιταλικό. Δυστυχώς, δεν υπήρξε συνέχεια της τυπογραφικής δραστηριότητά τους, προφανώς εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων, της δυσκολίας στη διάθεση των αντιτύπων, της δυσχέρειας στη χρήση των τυπογραφικών χαρακτήρων. Η έλλειψη ειδήσεων για το τυπογραφείο, ακόμα και για τους ίδιους τους συντελεστές του, δεν διευκολύνει την ακριβή ανίχνευση των προθέσεων και την επισήμανση των συγκεκριμένων δυσκολιών. Ορισμένες από τις προτάσεις του Λαόνικου και του Αλέξανδρου θα υλοποιηθούν με άλλο τρόπο από τον Ζαχαρία Καλλιέργη δεκατρία χρόνια αργότερα, όταν οι συνθήκες θα έχουν ωριμάσει. Οι περισσότερο εναρμονισμένες με τις τυπογραφικές εξελίξεις και γι’ αυτό υλοποιήσιμες προσπάθειες του Καλλιέργη για την ομοιότητα του εντύπου με το χειρόγραφο θα βρουν μιμητές και θα εδραιώσουν στο ελληνικό βιβλίο μία παράδοση, που ο Λαόνικος και ο Αλέξανδρος είχαν προοιωνιστεί. Από την άλλη πλευρά, η συστηματική παραγωγή λειτουργικών κειμένων και λαϊκών αναγνωσμάτων για το ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό θα υλοποιηθεί από τον Ανδρέα Κουνάδη την τρίτη δεκαετία του 16ου αιώνα. Οι δύο Κρητικοί πρωτοτυπογράφοι είχαν με οξυδέρκεια αντιληφθεί αφενός μεν τις δυνατότητες της τυπογραφίας και αφετέρου τη συνέχεια ανάμεσα στο βυζαντινό χειρόγραφο και το ελληνικό έντυπο. Οι εκδόσεις τους αποτελούν μιαν ουσιαστική κατάθεση, η οποία εκφράζει τις συγκεκριμένες αντιλήψεις τους.
ΚΡΗΤΕΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
ΑΘΗΝΑ
2004
from anemourion https://ift.tt/n4YeMqk
via IFTTT