Pieter Pauwel Rubens (1577-1640) : Αβραάμ και Μελχισεδέκ (1628;). Ζωγραφική σε σανίδι: 66 x 82,5 εκατ. | ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΕΧΝΩΝ Ουάσιγκτον.
Ο πίνακας αυτός φιλοτεχνήθηκε το αργότερο το 1517. Εκείνη τη χρονιά, καθώς ξέρομε, ο Ρούμπενς εξετέλεσε δέκα σχέδια για ταπετσαρίες, που απεικονίζουν επεισόδια από τη «Ζωή του υπάτου Decius Mus». Είμαστε στην αρχή της περιόδου που σημαδεύει το απόγειο του καλλιτέχνη. Οι βασικές εμπειρίες του φτάνουν τότε στην ολοκλήρωσή τους, όπως δείχνει αυτό το έργο με το κλασικό ύφος. Οι «αρχαιοπρεπείς» αμφιέσεις και ο ανάλογος διάκοσμος τοποθετούνται στην αφήγηση, όχι με τον τρόπο ενός Πολυδώρου Καλντάρα, που ο Ρούμπενς ωστόσο τον εθαύμαζε ιδιαίτερα, αλλά με μιαν ιστορική αλήθεια, που ανατρέχει στη μελέτη του Μαντένια και των μεγάλων βενετών ζωγράφων του 16ου αιώνα, κυρίως του Τισιανού και του Πορντενόνε. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνεται μέσα σε μιά πολιτιστική παράδοση έτσι όπως κανείς από τους Ιταλούς ζωγράφους δεν το κατόρθωσε την εποχή εκείνη, με εξαίρεση τον Καραβάτζιο, που ακολούθησε όμως μιά κατεύθυνση εντελώς διαφορετική. Ο μνημειακός ρυθμός συγκεντρώνεται σε μερικές φανερές γραμμές και η παραδοσιακή σύνθεση σε «σταυρό του Αγίου Ανδρέα» χάνεται μέσα στον καθαρό διαχωρισμό ανάμεσα στο αριστερό τμήμα, όπου φιγουράρουν μερικά σπάνια στοιχεία με μνημειακό χαρακτήρα, και στο δεξιό, όπου τα «θεατρικά» πρόσωπα τοποθετούνται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που παίρνουν τα δόρατα και οι σημαίες. Το χρώμα προσδιορίζει την ισορροπία της συνθέσεως. Ας σημειώσωμε τα γοργά περάσματα από το φως στη σκιά, τις ίδιες τις σκιές που σκοτεινιάζουν το φόντο και που αποδίδονται ελεύθερα με τον τρόπο του Τισιανού, τους λαμπρούς τονισμούς, που γίνονται πιο αισθητοί την εποχή εκείνη, όταν ο Ρούμπενς περνούσε τα σανίδια με άσπρο γύψο, τουλάχιστον προκειμένου για έργα σε μικρές διαστάσεις. Διαβάζομε, πράγματι, σ' ένα γράμμα του προς τον Ντάντλεϋ Κάρλετον, το 1616: «τα μικρά πράγματα αποδίδονται καλύτερα πάνω στο ξύλο παρά στο μουσαμά». (Raffaele Monti)
from ανεμουριον https://ift.tt/2ZxnIrC
via IFTTT
